«Η μάσκα του Καπιτάνο» του Μάνου Κοντολέων-Η δική μου
ανάγνωση, του Κωστή Α. Μακρή
i-porta 1/3/2022
Ο Φιλ, 14-15 χρόνων, ζει με τον παππού του.
Για την ακρίβεια, φιλοξενείται από τον παππού του· σε έναν
τόπο που δεν κατονομάζεται αλλά εκεί, σε κάποιον κήπο, υπάρχει το φυτό γκουάβα
(ή “γουάβα”) και υπάρχουν και κογιότ στις ερημιές. Κάτι που μάλλον δεν θα
συναντήσουμε στην Ελλάδα. Το πού θα δούμε “γκουάβα” και “κογιότ”, ο συγγραφέας
δεν θέλει να μας πει.
Ο παππούς είναι ένας δραστήριος επιχειρηματίας, αφιερώνει
πολλές ώρες στη δουλειά του στο εργοστάσιο, αφιερώνει πολύ λίγο από τον χρόνο
του στον εγγονό του και είναι ο μπαμπάς τού μπαμπά του Φιλ.
Ο μπαμπάς τού Φιλ είναι στρατιωτικός, αποσπασμένος στο
«Αρχηγείο». Ποιο αρχηγείο; Δεν έχει μεγάλη σημασία… Η μαμά τού Φιλ είναι
επιστήμων του Διαστήματος και την έχουν πρόσφατα δεχτεί ως ερευνήτρια στην
«Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος», απ’ όπου έχει πάρει το πτυχίο της.
Ο Φιλ νιώθει ότι έχει «φάει απόρριψη» από την οικογένειά
του. Κι αυτή η απόρριψη έχει σχεδόν σωματοποιηθεί: τραυλίζει και προσπαθώντας
να πει το όνομά του κολλάει στο φι ―φφφφ…― και ταυτόχρονα του ξεφεύγουν και
σάλια που τον κάνουν να ντρέπεται τριπλά: για το τραύλισμα, για τα σάλια και
για το ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει/νικήσει/εκδικηθεί εκείνους που τον
ταπεινώνουν εξαιτίας του τραυλίσματός του και της εκπεμπόμενης σιελόρροιας.
Αυτά συμβαίνουν στο σχολείο όπου πηγαίνει ο Φιλ και όπου δέχεται εκφοβισμό
(“μπούλινγκ”) από άλλα παιδιά.
Ο Φιλ είναι δυστυχισμένος.
Ο Φιλ με τον σκύλο του τον Ραστ και το ποδήλατό του κάνει
εξερεύνηση της γύρω περιοχής. Βλέπει ένα κούτσουρο με μια επιγραφή για κάποιο
ιντερνετικό σάιτ με το όνομα λάουρα (τρία ντάμπλγιου. λάουρα.κομ), χάνει τον
έλεγχο του ποδηλάτου του και πέφτει και χτυπάει και μετά μια γυναίκα με βραχνή
φωνή τού λέει να σηκωθεί κι ότι δεν έχει τίποτα και μετά του λέει κάτι που
έλεγε ένας παλιός ποιητής: «Με το πόδι δοκιμάζω τη γέφυρα».
Έτσι κι εγώ, ο αναγνώστης, με το διάβασμα δοκιμάζω τα βιβλία
και τρώγοντας δοκιμάζω τα φαγιά και πίνοντας δοκιμάζω τα ποτά και μυρίζοντας
δοκιμάζω τα λουλούδια, τον αέρα, τα αρώματα και αποφεύγω τις άσχημες μυρωδιές.
Και τι έχουμε μάθει μέχρι τώρα, που είμαστε στη σελίδα 30
του βιβλίου τού Μάνου Κοντολέων «Η Μάσκα του Καπιτάνο», από τις Εκδόσεις
Πατάκη;
Όχι πολλά. Τα απαραίτητα μόνο. Αυτά δηλαδή που μας κάνουν να
θέλουμε να μάθουμε περισσότερα και να διαβάσουμε ολόκληρο το βιβλίο· μια εκ των
ων ουκ άνευ αρετή για κάθε βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Αυτό που κυρίως
θέλουμε να μάθουμε είναι το πώς ο Φιλ θα αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, που
είναι προβλήματα χιλιάδων ή και εκατομμυρίων εφήβων στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Φιλ, στα 14-15 χρόνια του, αφημένος στα ―σχεδόν ξένα―
χέρια τού παππού του, χώρια απ’ τους γονείς του, τραυλίζει, έχει ένα σκυλί, τον
Ραστ, έχει ένα ποδήλατο και, με αφορμή ένα μικροατύχημα (ή “ευτύχημα”;),
συναντάει μια γυναίκα με βραχνή φωνή που ονομάζεται Λάουρα, που του θυμίζει την
γιαγιά του και που μιλάει με λόγια (παλαιών) ποιητών.
Αυτά είναι αρκετά για τον τινέιτζερ μέσα μου να ζηλεύει τον
Φιλ, παραγνωρίζοντας την δυστυχία του, επειδή ο κάθε τινέιτζερ (κρυμένος μέσα
μας, αν έχουμε ξεπεράσει αυτή την ηλικία, ή επειδή είμαστε τινέιτζερς) νιώθει
μια παράξενη ζήλεια για κάθε δυστυχισμένο πλάσμα που γίνεται ήρωας και
πρωταγωνιστής σε μια ιστορία.
Δεν μου αρέσει να παρουσιάζω την “σύνοψη” ή την ―μικρή ή
μεγάλη― περίληψη των βιβλίων για τα οποία θέλω να μιλήσω. Κι αυτό επειδή αν
καταφέρω να κεντρίσω το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη, θέλω να το κάνω μεταφέροντας
όχι όλη την υπόθεση αλλά εκείνα τα σημεία που φέρουν το άρωμα, την γεύση και
την συνολική αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο· που επειδή μου άρεσε, την ώρα/ώρες
που το διάβαζα, αποφασίζω να μιλήσω γι’ αυτό.
Κι αυτό το κάνω όχι ως ειδικός τής λογοτεχνίας για παιδιά,
εφήβους, ενήλικες, μεσήλικες ή υπερήλικες. Δεν έχω ακαδημαϊκή παιδεία σε αυτά
τα ζητήματα.
Το μόνο εφόδιο που έχω είναι η αγάπη μου για τα βιβλία, τα
πολλά βιβλία που έχω διαβάσει και μου αρέσανε, τα πολλά που έχω αφήσει
αδιάβαστα ―επειδή δεν μου αρέσανε αρκετά―, και τα λίγα που έχω γράψει· κι αυτό,
το τελευταίο, το αναφέρω για να δείξω ότι κατανοώ (εν μέρει) τον μόχθο, τις
δεξιότητες και τις αρετές τού συγγραφέα και του βιβλίου του.
Οπότε, προχωράμε.
Ή, μάλλον, ο Μάνος Κοντολέων προχωράει κι εμείς ακολουθούμε·
όχι από υποχρέωση αλλά από ευχαρίστηση και επειδή ο συγγραφέας μάς κρατάει
γαντζωμένους στην ιστορία που έχει φτιάξει ―έχει την ικανότητα να το κάνει καλά
αυτό ο Μάνος Κοντολέων― και θέλουμε να δούμε τι θα γίνει στο τέλος.
Ο Φιλ δέχεται από την Λάουρα μια κούτα με παλιά Κόμικς· με
Ζορό, με Σπάιντερμαν, με Μπάτμαν αλλά χωρίς το ένα και μοναδικό τεύχος τού
“Καπιτάνο”, ενός παράξενου υπερήρωα που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στα
χέρια του τις τρεις εξουσίες: Νομοθετική, Δικαστική και Εκτελεστική. Που,
διαχωρισμένες, αποτελούν τον ορισμό της Δημοκρατίας αλλά ενωμένες σε ένα
πρόσωπο περιγράφουν έναν Τύραννο ή ένα τυραννικό καθεστώς. Αυτό το χαμένο
τεύχος του «Καπιτάνο» κάποιος το δανείστηκε και δεν το επέστρεψε, όπως
ισχυρίζεται η Λάουρα.
Ο Καπιτάνο είναι ένας χάρτινος ήρωας που απέναντι σε κάποιον
«εχθρό» (δικό του), νομοθετεί, δικάζει, επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα την
εκτελεί. Κάτι που εμένα μου θύμισε τον Δικαστή Ντρεντ (Judge Dredd), μια
αμερικανική ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας του 1995, με πρωταγωνιστή τον
Συλβέστερ Σταλόνε, βασισμένη σε ήρωα κόμικς (Judge Joe Dredd).
Ο Φιλ, όπως είπαμε, δέχεται μπούλινγκ στο σχολείο εξαιτίας τού
τραυλίσματός του και (ίσως) λόγω της εμφάνισής του. Φυσικό, επομένως, είναι να
οραματίζεται φριχτή εκδίκηση. Φυσικό είναι να μην τον ζαχαρώνουν οι Ζορό,
Σπάιντερμαν και Μπάτμαν που υπερασπιζόντουσαν άλλους, το «κοινό καλό». Φυσικό
είναι να θέλει να υπερασπιστεί μόνο τον εαυτό του ο Φιλ, να γίνει ο τιμωρός των
δικών του εχθρών. Φυσικό είναι να θέλει να γίνει ο Καπιτάνο, να πάρει τον Νόμο,
την Δικαστική Εξουσία και την Εκτέλεση των δικών του αποφάσεων στα χέρια του.
Φυσικό είναι ένας έφηβος, που έχει συσσωρεύσει οργή, να θέλει, με το ισχυρό
μαύρο ραβδί τού Καπιτάνο στα χέρια και καλυμμένος με την διπλή μάσκα τού
μυθικού ήρωα, να «αλλάξει τα φώτα» στους εχθρούς του, να τους ξεσκίσει, να τους
«φάει τ’ άντερα», όπως ο Αρτζούνα στην Μαχαμπαράτα.
Φυσικό; Έτσι δείχνει· μέχρις ενός σημείου.
Έτσι θα γίνει;
Στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Η Μάσκα του Καπιτάνο» με
γοήτευσε η καταγεγραμμένη εξελικτική διαδικασία από την οικογενειακή
“αδιαφορία” (υποκειμενική ή αντικειμενική) και το απ’ αυτήν γεννημένο
τραύλισμα, στον πόθο της εκδίκησης. Και από τον πόθο της εκδίκησης, ο στοχασμός
στο τι είναι η εκδίκηση, τι γίνεται μετά την εκδίκηση, τι είναι και τι σημαίνει
η αγάπη. Και μετά, από τους στοχασμούς (και αναστοχασμούς) αυτούς, το πώς ο Φιλ
(ο συγγραφέας δηλαδή) προχωράει σελίδα τη σελίδα προς την αναζήτηση και την
ανακάλυψη του «εαυτού».
«Εδιζησάμην εμεωυτόν» φέρεται να είχε πει ο Ηράκλειτος. Που
σημαίνει «αναζήτησα τον εαυτό μου». Πολύ κοντά στο Δελφικό Παράγγελμα «Γνώθι
σαυτόν».
Και πώς το κάνει ο Φιλ;
Σχεδόν μόνος του. Αλλά υπάρχουν καταλύτες που τον βοηθούν
στην εξελικτική αυτή διαδικασία. Δύο γυναίκες.
Μία είναι η Λάουρα· Μέντορας ή Θεά Αθηνά, που είναι σχεδόν
το ίδιο. Πρότυπο γιαγιάς, που κερδίζει τον Φιλ με τον χαρακτήρα της, την μορφή
της, τις ασχολίες της και τον λόγο της στον οποίον ανακατεύει, έντεχνα, λόγια
παλιών ποιητών. Θεωρώντας καλό να λέει (να λέμε) κάποια πράγματα με τον τρόπο
που τα έχουν πει ―ίσως καλύτερα από εμάς― κάποιοι άλλοι. Αφού πρώτα τα έχουμε
οργανικά εντάξει στην σκέψη και στην παιδεία μας. Κάτι που, εμμέσως, μας
προτρέπει ο Μάνος Κοντολέων να κάνουμε και εμείς, αναγνωρίζοντας ότι «είναι
παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (σελ. 190).
Η άλλη είναι η Σύνθια. Συμμαθήτρια και προσωποποίηση των
πρώτων εφηβικών ερωτικών σκιρτημάτων και αυτή που έχει τις περισσότερες
πιθανότητες και προσόντα να μεταμορφώσει μια σωματική έλξη ή έναν εφηβικό έρωτα
σε αγάπη, σεβασμό και αποδοχή. Και μέσω αυτής της μεταμόρφωσης να αναμορφώσει
τον Φιλ.
Με την βοήθειά τους, ο Φιλ οδηγείται σε μια απόφαση για το
ποια θα είναι τελικά η «μάσκα» που θα επιλέξει ο ίδιος: «Η Μάσκα του Καπιτάνο»,
του αμείλικτου τιμωρού και εκδικητή; Μια άλλη μάσκα; Ή, μήπως, επιλέξει την
απόρριψη οποιασδήποτε μάσκας; Επιλέγοντας μια οριστική ―και λυτρωτική εν τέλει―
κατάφαση στο δικό του πρόσωπο;
Μερικές φορές, η απουσία ―ή η άρνηση― μάσκας είναι κι αυτή
κάτι σαν “μάσκα”. Απλώς αυτή την μάσκα ―αυτήν που αποφασίζουμε ότι θα είναι το
πρόσωπο που θα βλέπουμε όταν στεκόμαστε απέναντι στον καθρέφτη― την φτιάχνουμε,
πολλές φορές, μόνοι μας· με τα υλικά που μας κληροδοτήθηκαν, από την φύση μας,
από την παιδεία μας, από τις εμπειρίες μας και τις επιλογές μας. Και η επιλογή
Προσώπου ―κι όχι «προσωπείου»―, είναι μια από τις πιο δύσκολες, κρίσιμες,
καθοριστικές και ―ίσως― ευτυχείς αποφάσεις στην ζωή ενός ανθρώπου. Αν και όποτε
έρθει…
Δεν θέλω να αποκαλύψω ποιο είναι το τέλος και ―κυρίως― πώς
οδηγείται εκεί ο αναγνώστης (και ο Φιλ) μέσα από τις σελίδες του Μάνου
Κοντολέων. Διαβάστε το μόνοι σας, μόνες σας.
Πάντως, ο Μάνος Κοντολέων μάς το λέει έγκαιρα. Μας
προετοιμάζει σε πολλές σελίδες, με λόγια, δανεισμένα από ποιητές. Οι ποιητές,
πάρα πολύ σπάνια μας δείχνουν ―ή μας προτρέπουν προς― τον δρόμο της σκληρότητας
και της εκδίκησης. Κι όταν το κάνουν, σχεδόν πάντα έχουν κάποιον σοβαρό λόγο.
Όπως η « αγάπη» που είναι «κραταιά ως θάνατος», όπως λέει και το «Άσμα Ασμάτων»
(Δ’ π.Χ. αιώνας).
Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει πολλές φορές ότι ξέρει να
κερδίζει τους αναγνώστες του με την τέχνη του. Αυτό όμως που μου άρεσε
ξεχωριστά σ’ αυτό το βιβλίο, «Η μάσκα του Καπιτάνο», και θέλω να το τονίσω,
είναι το «μοντάζ».
Ίσως πείτε ή σκεφτείτε ότι το μοντάζ αναφέρεται στην τέχνη
του κινηματογράφου.
Ξέρω όμως τι γράφω· ό,τι είναι το μοντάζ για το σινεμά είναι
και η διάταξη-σύνταξη των λέξεων, των προτάσεων, των παραγράφων, των ενοτήτων
και των κεφαλαίων για ένα μυθιστόρημα.
Στο βιβλίο αυτό, η ικανότητά και η επάρκεια του Μάνου
Κοντολέων να παρασύρει τον αναγνώστη και την αναγνώστριά του στα σχεδόν
κινηματογραφικά μονοπάτια/τόπους της ιστορίας του, εκεί που περπατούν και ζουν
οι ήρωές του, γίνεται με εξαιρετική μαστοριά και, τελικά, κάνει να φαίνεται
εντελώς φυσική (σχεδόν μαθηματικά επιβεβλημένη) η επίλυση των διλημμάτων, που ο
ίδιος ο συγγραφέας τούς έχει (και μάς έχει) επιβάλει, με τον τρόπο που τα
επιλύει ο συγγραφέας.
Χαίρομαι που διάβασα την «Μάσκα του Καπιτάνο».
Μου άρεσε πολύ και μπορώ να πω με ―υποκειμενική πάντα―
βεβαιότητα ότι «Η Μάσκα του Καπιτάνο», του Μάνου Κοντολέων, είναι ένα βιβλίο
που θα απολαύσουν οι νέοι αναγνώστες και οι νέες αναγνώστριες όλων των ηλικιών.
Και μια προτροπή προς νεότερους αναγνώστες και νεότερες
αναγνώστριες: διαβάστε το με παρέα, κατά προτίμηση κορίτσια και αγόρια μαζί.
Αντιμετωπείστε το βιβλίο αυτό (όπως και άλλα βιβλία) σαν ένα παιχνίδι
συναναστροφών, σαν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι υψηλών απαιτήσεων ή σαν ένα
πρωτότυπο επιτραπέζιο παιχνίδι, με πολλούς και διακριτούς ρόλους.
Θα βρείτε πολλά να συζητήσετε για την ζωή σας και για τις
αγάπες σας. Και ―πού ξέρετε;― μπορεί να βρείτε πολλά καινούργια και
συναρπαστικά πράγματα και για τη ζωή σας και για τις αγάπες σας.