Ο Ιεζεκιήλ είναι ένας ηλικιωμένος ψαράς που ζει ολομόναχος
σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Σικελίας. Μόνος με τις αναμνήσεις του –
αυτές του κρατάνε συντροφιά πλέον. Η αγαπημένη του γυναίκα έχει πεθάνει, μα
εκείνος την αισθάνεται συνέχεια δίπλα του και συνομιλεί μαζί της. Ο γιος του
έχει μεγαλώσει, σπούδασε, παντρεύτηκε, κάνει επιτυχημένη καριέρα στην Ελβετία,
όπου ζει μαζί με τη γυναίκα του και τον γιο του, τον εγγονό του Ιεζεκιήλ, τον
Τονίνο. Παππούς και εγγονός έχουν μόνο ελάχιστες φορές συναντηθεί, αλλά ο
Ιεζεκιήλ τον έχει κι αυτόν συνέχεια συντροφιά του – το μικρό αγόρι μαζί με τον
σκύλο του, τον Σπαγγέτι, τους μιλά, τους μαθαίνει τα μυστικά της θάλασσας.
Έτσι μοναχικά περνά τις μέρες του ο γερο-ψαράς, μέχρι που
ένα χάραμα, καθώς κάνει τον πρωινό του περίπατο, βλέπει μια βάρκα με πρόσφυγες
από τις απέναντι ακτές της Αφρικής να κινδυνεύει να πέσει πάνω στα βράχια και
να διαλυθεί, καθώς εκείνο το χάραμα τα κύματα είναι πολύ άγρια. Ο Ιεζεκιήλ
ειδοποιεί τους συγχωριανούς του, οι πρόσφυγες καταφέρνουν να βγουν σώοι στην
ακτή και από εκεί να συνεχίσουν την πορεία τους προς το εσωτερικό της χώρας.
Στην παραλία έχει ξεχαστεί ένα παιδικό σακίδιο που μέσα του
έχει μερικά μολύβια, ένα τετράδιο, μια οικογενειακή φωτογραφία, κάποια
παιχνιδάκια. Κάποιο προσφυγόπουλο το ξέχασε, αλλά ο Ιεζεκιήλ αισθάνεται πως
αυτό το σακίδιο που δεν ακολούθησε τον κάτοχό του πρέπει να επιστραφεί από εκεί
που ξεκίνησε, να δοθεί στη μητέρα του παιδιού (το αγόρι το συνόδευε ένας
άντρας) ως απόδειξη πως ο γιος της τα έχει καταφέρει, έχει επιβιώσει. Και ο
Ιεζεκιήλ αποφασίζει, πέρα από κάθε λογική, να κάνει αυτό το ταξίδι με την παλιά
του μαούνα, αυτή που για χρόνια πολλά τον συντρόφευε στα ψαρέματά του.
Αυτή με λίγες αράδες είναι η αρχή της ιστορίας που αφηγείται
ο Ντ’ Αντάμο. Αλλά η συνέχεια ξαφνιάζει. Γιατί μέσα στην παλιά μαούνα ο
γερο-ψαράς θα έχει συντροφιά τον εγγονό του και τον σκύλο του. Ένα ταξίδι που
γίνεται, λοιπόν, όχι μόνο για να δώσει ευχάριστο μήνυμα σε μια μάνα, αλλά και
ένα ταξίδι που θα έπρεπε να είχε πριν από χρόνια γίνει, ένα ταξίδι που θα
στέριωνε τη σχέση παππού και εγγονού.
Η πραγματικότητα συνυπάρχει με τη φαντασία, στην ουσία η
δεύτερη είναι εκείνη που οδηγεί την εξέλιξη των γεγονότων. Όλα τους πραγματικά,
αλλά συναισθηματικά χρωματισμένα από την υλοποίηση ενός ονείρου. Η αποστολή θα
είναι επιτυχής. Η μητέρα θα βρεθεί. Θα κλείσει μέσα στην αγκαλιά της το σακίδιο
του γιου της. Οι τρεις ταξιδιώτες θα επιστρέψουν στην παραλία απ’ όπου
ξεκίνησαν, αλλά τότε πλέον και πάλι ο Ιεζεκιήλ θα μείνει μόνος. Ο εγγονός και
το σκυλί θα επιστρέψουν στον δικό τους κόσμο. Σε έναν κόσμο που δεν ανήκει σε
έναν γερο-ψαρά. Αλλά σημασία θα έχει αυτό που ο ηλικιωμένος άνθρωπος έζησε, ή
ίσως και να φαντάστηκε, πως είναι ικανός ακόμα να προσφέρει τη βοήθειά του
στους άλλους.
Ένα σύντομο σχετικά μυθιστόρημα, μια μικρή ποιητική
αλληγορία και παράλληλα μια πλούσια σε περιγραφές πορεία ολοκλήρωσης μιας ζωής.
Και ασφαλώς μια κατάθεση πολιτικής στάσης απέναντι στο θέμα των μεταναστών. Όλα
αυτά πολύ σημαντικά. Αλλά εκείνο που με έκανε να προσέξω ιδιαίτερα αυτό το
βιβλίο είναι οι ανατροπές που πάνω τους υλοποιήθηκε.
Λέγεται πως βασικό στοιχείο ενός βιβλίου για παιδιά πρέπει
να είναι το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί. Εδώ αυτή η σύμβαση
ανατρέπεται και προσφέρει την ευκαιρία στον νεαρό αναγνώστη του να γνωρίσει τον
συναισθηματικό κόσμο ενός ηλικιωμένου. Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που θεωρείται
αναγκαίο σε μυθιστόρημα για παιδιά είναι πως πρέπει να διαθέτει έντονη δράση.
Εδώ η δράση που υπάρχει –και αναμφίβολα υπάρχει– δεν έχει να κάνει με γεγονότα
που προκαλούν αγωνία, αλλά με συναισθηματικές ανακαλύψεις.
Το νησί, για παράδειγμα, που ο Ιεζεκιήλ και η παρέα του θα
συναντήσουν στο μέσο του ταξιδιού τους, δεν είναι νησί – πρόκειται για έναν
μη-τόπο, μια νήσο νεφελώδη στην οποία κατοικούν όσοι μετανάστες δεν κατάφεραν
να κάνουν το ταξίδι. Ένας τόπος νεκρών, κι όμως ένας τόπος όχι μόνο ήρεμος και
γαλήνιος και φιλικός, αλλά και ένας τόπος απ’ όπου, εκείνοι οι οποίοι τον
κατοικούν, μπορούν να επεμβαίνουν και να βοηθούν όσους έχουν αφήσει πίσω τους,
στην πραγματική ζωή.
Και τέλος, η ίδια η γλώσσα με την οποία ο Ντ’ Αντάμο
αφηγείται. Πλούσια, ποιητική, στοχαστική, χιουμοριστική – γλώσσα καθαρής
λογοτεχνίας. Ειλικρινά ένα καλό βιβλίο για παιδιά. Για παιδιά; Όχι μόνο γι’
αυτά. Όπως κάθε καλή λογοτεχνία, διαβάζεται από αναγνώστες κάθε ηλικίας. Η
μετάφραση της Βασιλικής Νίκα βοηθά σε αυτό.
(723 λέξεις)
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/19261-ena-magiko-perasma
11/11/2022
No comments:
Post a Comment