30.6.23

Ποτέ πιο πριν - Ο Κωστής Μακρής στο iport

 

Σε μερικά μέρη του κόσμου μας, την πρώτη νύχτα του γάμου τους οι νιόπαντροι κοιμούνται σε λευκό σεντόνι που την άλλη μέρα το πρωί πρέπει να έχει ματωθεί και να επιδειχθεί στους συγγενείς και του γαμπρού και της νύφης ως απόδειξη της “αγνότητας” της νύφης.

Αυτό ίσχυε (αν δεν ισχύει ακόμα) και σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Ένα από τα προβλήματα που πρέπει να λύσω όταν γράφω τις εντυπώσεις μου για ένα νεοεκδοθέν βιβλίο, είναι το πώς θα μιλήσω/γράψω γι’ αυτό χωρίς να αποκαλύψω τα σημαντικά σημεία της πλοκής και χωρίς να προϊδεάσω με λεπτομέρειες την αναγνώστρια και τον αναγνώστη για τις “εκπλήξεις” και το τέλος (με την αμφίσημη έννοια του «τερματισμού» αλλά και του «σκοπού») του βιβλίου.

Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει έμπρακτα ότι θέλει και μπορεί να εμβαθύνει στα δράματα και τις τραγωδίες του κόσμου μας. Με την λέξη δράματα δεν αναφέρομαι μόνο σε θλιβερά γεγονότα αλλά και στον τρόπο δράσης μερικών ανθρώπων που σκοπό έχουν (η δράση ή οι δράσεις τους) να ξεφύγουν από τραγωδίες που τους έχουν σημαδέψει, να προλάβουν ή και ―αν μπορέσουν― να αποφύγουν να εμπλακούν σε νέες.

Στο βιβλίο του «Ποτέ πιο πριν», οι βασικοί ήρωες του Μάνου Κοντολέων είναι η Ανίκα, ο Αγκίπ Ζατάν (πατέρας της Ανίκα) και η Ντόνα Νεράν, αδερφή του πατέρα (περισσότερο τίτλος παρά όνομα).

Αυτοί οι κάπως “σκούροι” (ώς απόχρωση δέρματος) ήρωες έχουν φύγει από μια ηλιοκαμμένη χώρα στην Ανατολή και έχουν επιλέξει να πάνε σε μια πολύ βόρεια, πολύ ευρωπαϊκή, πολύ άσπρη και πολύ διαφορετική (από την πατρίδα τους) χώρα. Οι χώρες δεν αναφέρονται και αυτό νομίζω ότι το κάνει επίτηδες ο συγγραφέας· ίσως για να αποφύγει την καταφυγή των αναγνωστών-αναγνωστριών του σε στερεότυπα.

Το «Ποτέ πιο πριν» ―που οι αναγνώστριες/αναγνώστες θα υποψιαστούν γρήγορα και θα μάθουν λίγο αργότερα τι ακριβώς σημαίνει― τους καταδιώκει ως εντολή, ως κατάρα και ως στίγμα στην πορεία τους αυτή προς την βόρεια δυτικο-Ευρωπαϊκή χώρα που επιλέγουν να εγκατασταθούν.

Ο Μάνος Κοντολέων νοιάζεται για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και όλες και όλους του “διωκώμενους” ή “αδικημένους”.

Σχεδόν 74 χρόνια μετά από την έκδοση του «Δεύτερου φύλου», της Σιμόν Ντε Μποβουάρ (1949, Γαλλία), ο Μάνος Κοντολέων επιμένει εμμέσως ―ή τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου προκαλεί―, μαζί με την ρηξικέλευθη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ότι οι γυναίκες «γίνονται και δεν γεννιούνται». Ότι οι κοινωνίες ―ανδροκρατούμενες εν πολλοίς― παράγουν, διαιωνίζουν και προβάλλουν ως θέσφατα ή νόμους απαράβατους τις ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο «Το δεύτερο φύλλο» είχε συναντήσει τόσο την αντίδραση των (τότε) κομμουνιστών (ως «αφήγημα της μπουρζουαζίας») αλλά και την σφοδρή επίθεση πολλών Χριστιανών και κυρίως των Ρωμαιοκαθολικών, καθώς το Βατικανό το είχε κατατάξει στα «Απαγορευμένα Βιβλία». Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραμένει εμβληματικό και αποτέλεσε ισχυρό σύμμαχο του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος.

Ας γυρίσουμε όμως στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων:

Όπως έγραψα πιο πάνω, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει, και μέσα από τα γραπτά του αλλά και με τον δημόσιο λόγο του, ότι τον απασχολεί έντονα το μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα.

Μέσα όμως από το νέο του βιβλίο, το «Ποτέ πιο πριν», δείχνει ότι νοιάζεται κάπως περισσότερο για τις γυναίκες που είναι θύματα προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, διωγμών, απειλών και εθίμων που καθιστούν την (πολλές φορές κακολογημένη ως “άσπλαχνη”) “Δύση” πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο και σίγουρα πολύ πιο πολιτισμένο τόπο διαμονής γι’ αυτές, ό,τι κι αν σημαίνει «πολιτισμένος» για τον καθένα και την καθεμιά.

Μέσα από το βιβλίο του, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει να νοιάζεται ακόμα και για τις γυναίκες εκείνες που μην έχοντας εφόδια μόρφωσης, γνώσεων ή ανοιχτού μυαλού, υπερασπίζονται (ως “πάτριον” έδαφος) εκείνες τις προκαταλήψεις και τα έθιμα που τις κρατάνε δέσμιες μιας απολύτως ανδροκρατικής αντίληψης για τον κόσμο και τις καθιστούν κατά κάποιον τρόπο εχθρικές απέναντι στην γυναικεία χειραφέτηση. 

Από το τεκμήριο της παρθενίας (την ημέρα ―ή νύχτα― του γάμου), μέχρι την κλειτοριδεκτομή και την απόλυτη υποταγή στους άνδρες και τα άλλα πρόσωπα εξουσίας που ορίζουν τη ζωή μιας γυναίκας: πατέρα, αδερφούς, σύζυγο, πεθερό αλλά και Πεθερά!

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο «ενώ η Ανίκα προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο».

Το μυστικό αυτό αργεί κάπως ο συγγραφέας να μας το αποκαλύψει αλλά αυτό αποτελεί μια από τις αρετές του βιβλίου καθώς δεν μας φορτώνει εξαρχής με συναισθήματα που θα έκαναν κάπως πιο προβληματική την παρακολούθηση, από εμάς, του φλερτ της Ανίκα με τον (ντόπιο) Γιαν.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση, ο Μάνος Κοντολέων το αποκαλύπτει σταδιακά αλλά χωρίς να ταλαιπωρεί την αναγνώστρια και τον αναγνώστη του.

Διάβασα με απόλαυση αλλά και χαρμολύπη (χαρούμενη λύπη ή λυπημένη χαρά) το βιβλίο. Λύπη επειδή η ζωή των γυναικών σε μερικές χώρες είναι (απ’ όσο ξέρω) όπως την περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων· και χαρά επειδή ο Μάνος Κοντολέων υπερβαίνει εαυτόν και προβάλλει την επιλογή τής (πολλές φορές συκοφαντημένης, όπως ήδη έγραψα) “Ευρωπαϊκής Δύσης” ως αναλογικά πολύ πιο ασφαλή τόπο καταφυγής κατατρεγμένων ανθρώπων ―κυρίως γυναικών― απ’ όσο άλλες περιοχές του πλανήτη μας.

Όλα αυτά, μαζί με τις πολλές λογοτεχνικές, μυθοπλαστικές, δομικές (με την διάρθρωση των κεφαλαίων να θυμίζει σενάριο ή “μοντάζ” ταινίας) και γλωσσολογικές αρετές του βιβλίου, με έκαναν να το αγαπήσω και να θέλω να το προτείνω ως ανάγνωσμα σε νέους αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες.

Ο λόγος του Μάνου Κοντολέων, όσο οικείος κι αν μου είναι, πολλές φορές με εκπλήσσει ευχάριστα.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάνος Κοντολέων πλέκει την ιστορία της «Βασίλισσας του Χιονιού», του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ―χωρίς να την εξιστορεί ή να την «εγκιβωτίζει», θεωρώντας ότι οι αναγνώστριες/αναγνώστες την ξέρουν ή μπορούν εύκολα να την ανακαλύψουν― μέσα σ’ ένα βιβλίο που μυρίζει προκαταλήψεις ανατολίτικες, «κάρι, κουρκουμά και κάρδαμο» και περιγράφει βάρβαρα (για εμένα) έθιμα και ήθη, με εντυπωσίασε και με γοήτευσε. Όπως με είχε γοητεύσει και η Βασίλισσα του Χιονιού όταν την είχα πρωτοδιαβάσει και είχα χαρεί που η αγάπη της Γκέρντα για τον Κάι είχε νικήσει την παγωνιά των συναισθημάτων, την παραμορφωτική δύναμη των θραυσμάτων ενός μαγικού καθρέφτη και τις μαγικές δυνάμεις της Βασίλισσας του Χιονιού. 

Με την μορφή θεατρικής πράξης ―και με το θέατρο έχει πολύ αγαθές και γόνιμες σχέσεις ο Μάνος Κοντολέων από παλιά―, το παραμύθι θα πλεχτεί στις συναισθηματικές ιστορίες των εφήβων ηρώων του και τελικά θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την τελική έκβαση της ιστορίας του.

Αγοράστε ή με όποιον άλλον τρόπο κρατήστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο, διαβάστε το και προτείνετέ το σε νεαρά κορίτσια και αγόρια.

Όσα περισσότερα ξέρουμε και ξέρουν για τις αμαρτίες του κόσμου μας, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορούν να τις ελέγξουν, να τις δουν κριτικά, να τις χαλιναγωγήσουν ή ―ακόμα― και να τις εξουδετερώσουν. Μέσω της γνώσης, της κατανόησης, της ενσυναίσθησης, της δράσης και ―ίσως― και της συγχώρεσης.

Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη-έρωτας (ή ο έρωτας-αγάπη) παραμένει ο πιο ισχυρός και ο πιο διαδεδομένος τρόπος που έχει ―μέχρι αυτή την στιγμή― ο άνθρωπος για να συνεχίσει να υπάρχει. Και ως είδος και ως άτομα.

Ευχαριστώ τον φίλο Μάνο Κοντολέων για την αναγνωστική απόλαυση.

Ευχαριστώ και τις Εκδόσεις Πατάκη για τις επιλογές τους.

Ευχαριστώ και την iporta.gr για την πάντα φιλόξενη ανοιχτοσύνη της.

Κωστής Α. Μακρής

27 Ιουνίου 2023

No comments: