20.12.24
Κώστα Λογαράς «Διπλή ζωή»
Κώστα Λογαράς
«Διπλή ζωή»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα του, ο δόκιμος πεζογράφος Κώστας Λογαράς επιχειρεί μαζί με την μυθιστορηματική πλοκή να κάνει και μια τολμηρή ανάλυση των ερωτικών -κυρίως- ηθών πάνω στο πως αυτά εκφράζονται σε επίπεδο κοινωνίας ανάλογα με τις εποχές, μα και το πως επίσης ενεργοποιούν ατομικές αντιδράσεις.
Για μια κάπως πλέον άμεση προσέγγιση του έργου, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης:
«Ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο του Παύλου Παυλή; Είναι εσωστρεφής και απόμακρος, όπως υποστηρίζει η κόρη του; Άνθρωπος με δαίμονες μέσα του που πρέπει κάπως να τους θρέψει, όπως αποδέχεται η γυναίκα του; Είναι ο ιδανικός σύντροφος και εραστής, όπως τον βλέπει η ερωμένη του; Ο υποκριτής που εξαγοράζει με δώρα τη σιωπή των θυμάτων του, όπως καταγγέλλει ο γιος της ερωμένης; Είναι ο ρεαλιστής που θεωρεί πως η κοινωνία αλλάζει και οι σχέσεις πρέπει να αναμορφωθούν; Ή μήπως ο ανήθικος ηδονοθήρας που υπονομεύει τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας, όπως αποφαίνεται ο εισαγγελέας; Οι έξι διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ανθρώπου σχηματίζουν το αντιφατικό πολύπτυχο που συνθέτει το πορτρέτο ενός περίπλοκου, ίσως και αμφιλεγόμενου χαρακτήρα».
Κεντρικό, λοιπόν, πρόσωπο του μυθιστορήματος ένας άνδρας (θα τον παρακολουθήσουμε για κοντά 20 χρόνια) που με τον τρόπο που θέλει να συνδυάζει ερωτική και οικογενειακή ζωή, άλλοτε προκαλεί θετικές αντιδράσεις από μέλη του περιβάλλοντός του και άλλοτε αρνητικές.
Ο ίδιος -στις σελίδες 194 / 195- θα δηλώσει: «Δεν είναι απάτη να κρατάς μυστική την άλλη σχέση… Όχι όταν υπάρχει συνομολογία. Ήδη πέραν των μονογαμικών σχέσεων λειτουργούν σήμερα οι πολυγαμικές, η πολυπιστία μέσα στην ομάδα, οι παράλληλες σχέσεις διαφόρων μορφών. Η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων δεν είναι κολάσιμο αμάρτημα, αλλά ελευθερία και δικαίωμα…Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί ζωντανός και υγιής ο θεσμός της οικογένειας».
Αλλά οι απόψεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των άλλων. Και αυτόν ακριβώς τον αντίκτυπο ο Κώστας Λογαράς περιγράφει μυθιστορηματικά καθώς δίνει φωνή στα πρόσωπα που ζούνε δίπλα στον κεντρικό χαρακτήρα του έργου.
Στο κείμενο του οπισθόφυλλο (που πιο πάνω αντέγραψα) τα πρόσωπα αυτά φαίνεται πως το καθένα με τον δικό του τρόπο αντιδρά. Αλλά από ένα σημείο και πέρα, πρακτικές που ίσως επιφέρουν διατάραξη του κοινωνικού status απασχολούν και τη θεσμοθετημένη κοινωνία. Οπότε δίπλα στη σύζυγο, την κόρη, στην ερωμένη και στον γιο της ερωμένης, άποψη θα εκφράσει και ένας δικαστικός λειτουργός.
Κι αυτό γιατί οι αντιδράσεις των άλλων απέναντι στις δικές μας πράξεις μπορούν να μετατραπούν και σε ποινικά αδικήματα.
Ο ίδιος ο συγγραφέας προσπαθεί να παραμείνει αμέτοχος -όσο αμέτοχος μπορεί να είναι ο δημιουργός μιας ιστορίας. Προτιμά να προσφέρει ανάσες και παλμούς στα πρόσωπα του έργου του και μέσω αυτών να τεθούν τα θέματα -φλέγοντα θέματα όπως όλα όσα επηρεάζουν την καθημερινότητά μας, διαμορφώνουν τις νέες γενιές, υποχρεώνουν το κάθε άτομο να πάρει άλλοτε μια θέση κι άλλοτε να κρατηθεί στο περιθώριο.
Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που φέρνει τη σημερινή ελληνική λογοτεχνική κοινότητα (συγγραφείς όσο και αναγνώστες) μπροστά σε ζητήματα και καταστάσεις που από τη μια επιχειρούν να εμποδίσουν την όποια -θετική ή μη- εξέλιξη και από την άλλη να τη βοηθήσουν να κατανοήσει τις αλλαγές που ήδη έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται.
(516 λέξεις)
https://www.literature.gr/dipli-zoi-kosta-logaras-ekdoseis-kastanioti/
14.12.24
Μαρία Σκιαδαρέση «Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ»
Μαρία Σκιαδαρέση
«Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Με μια σειρά βιβλίων που ξεκινούν από το ιστορικό / κοινωνικό μυθιστόρημα και φτάνουν έως σε ιστορικές μονογραφίες για παιδιά, άλλοτε χρησιμοποιώντας το εύρος μιας μυθιστορηματική αφήγησης κι άλλοτε τη συντομία μιας συλλογής διηγημάτων, η Μαρία Σκιαδαρέση από το 1996 όπου μας συστήνεται με την saga «Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε" (Πατάκης) έως και σήμερα έχει κατοχυρώσει μια ξεχωριστή και εντόνως ποιοτική θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας.
Ξεχωριστή και ποιοτική η γραφή της, αλλά πάντα και ικανή να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό που αναζητά να γοητευθεί από μια αφήγηση η οποία μπορεί και στήνει έναν ολόκληρο κόσμο.
Τα συνήθως πολυσέλιδα έργα της Σκιαδαρέση δεν ανήκουν (με αυστηρή κατάταξη) στα ιστορικά μυθιστορήματα. Αλλά ‘πατούν’ πάνω στην Ιστορία και οι ήρωές της όσο κι αν ζούνε έντονα μέσα στον μυθιστορηματικό τους χρόνο, εντούτοις δείχνουν πως αποτελούν συνέχεια ενός κοινωνικού παρελθόντος ενώ παράλληλα φωτίζουν και το παρόν τους.
Από αυτήν την άποψη είναι έργα φιλόδοξα, καθώς επίσης και τολμούν να θέσουν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και μια διαχρονική καταγραφή και εμπλοκή του έρωτα.
Στο τελευταίο της αυτό μυθιστόρημα, η Σκιαδαρέση μέσα σε 380 σελίδες αναπτύσσει την ιστορία της και αφήνει τα κεντρικά πρόσωπα να αφηγηθούν την εξέλιξη των γεγονότων.
Τόπος όπου όλα θα συμβούν η βοιωτική γη. Αλλά -το έργο αναφέρεται στο παρόν- σε αυτή τη γη πλέον ζούνε και άτομα άλλης κουλτούρας, διαφορετικής καταγωγής. Η παγκοσμιοποίηση διαπερνά όχι μόνο τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Έτσι δίπλα σε χαρακτήρες που οι ρίζες τους φτάνουν έως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, συναντάμε και άτομα που έχουν άλλα βιώματα και άλλες θρησκευτικές και ιδεολογικές καταβολές.
Ο μετανάστης -στο έργο αυτό της Σκιαδαρέση- έχει τη δική του φωνή και τα δικά του ποικίλα πάθη. Και αυτές οι φωνές και αυτά τα πάθη ισότιμα συμπορεύονται με τα αντίστοιχα του ντόπιου πληθυσμού. Πάνω στη συμπόρευση αυτή η συγγραφέας πλάθει τον μύθο της. Και με συνειδητή προσπάθεια αποφασίζει να ενεργοποιήσει το αρχαίο δράμα που στα ίδια χώματα , μα πριν από αιώνες, είχε συντελεστεί.
Μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και ίσως η προσπάθεια να δοθεί μια περίληψη της υπόθεσης να το αδικούσε. Θα το αποφύγω, άλλωστε στη λογοτεχνία δεν έχει τόση σημασία το τι λέγεται όσο το πως αυτό λέγεται.
Κι επίσης -και πάντα συνειδητά- η Σκιαδαρέση δίνει και μια απόχρωση αστυνομικής πλοκής στο έργο της. Αλλά δεν είναι τα κρυμμένα μυστικά αυτά και μόνο που κράτησαν το συγγραφικό της ενδιαφέρον. Θα έλεγα, μάλιστα, πως δεν είναι μήτε και τα ατομικά πάθη. Βαθιά όσο και ουσιαστικά η Μαρία Σκιαδαρέση τοποθετείται πολιτικά απέναντι τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν -η ευρωπαϊκή γεωργική πολιτική, οι μετανάστες και πρόσφυγες, τα νέα ήθη του γεωργικού κόσμου, αποτελούν κομβικής σημασίας σημεία της εξέλιξης των γεγονότων. Κι αυτό είναι ίσως και το σημείο που δίνει στο έργο της -το συγκεκριμένο αλλά και στο γενικότερο- τη δική της σφραγίδα. Μια συγγραφέας που τοποθετείται απέναντι στο κοινωνικό συμβάν.
Μα είναι ακόμα και η χρήση της γλώσσας. Το να δομείς όλο το έργο σου σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις αποτελεί μέγιστο ρίσκο. Κάθε φωνή πρέπει να διαθέτει τη δική της χροιά και να ενεργοποιείται από διαφορετικά συναισθήματα. Και η Σκιαδαρέση αυτό το πετυχαίνει εξολοκλήρου. Στα συν του έργου να προστεθεί και η ουσιαστική και ολοζώντανη ανάδειξη του τρόπου σκέψης ανθρώπων που προέρχονται από άλλες κουλτούρες.
Και βέβαια οι τόσο σπαρταριστές περιγραφές του τοπίου και των καιρικών φαινομένων -γιατί επαρχία είναι όχι μόνο ή και τόσο οι άνθρωποι, όσο κυρίως η ίδια η Φύση.
Ένα σύντομο παράδειγμα: «Ο ήλιος έχει γείρει και δεν καίει, ένα αεράκι δροσερό έρχεται από τη θάλασσα. Παρότι δεν την βλέπουν, ξέρουν καλά πως βρίσκεται εκεί, κάπου ανάμεσα στο στρίφωμα των κάμπων και στα βουνά που ορθώνονται πάνω στο ρόδινο κορμί της Εύβοιας».
Μυθιστόρημα σίγουρα πρωτότυπο και ικανό να διεκδικήσει αναγνώσεις από μια ευρύτερη γκάμα αναγνωστών -από εκείνους που αρέσκονται να περιπλανιόνται σε σκοτεινά υπόγεια μη ελεγχόμενων παθών, μα και από εκείνους που στέκονται στοχαστικά πάνω σε λέξεις, φράσεις και παραγράφους.
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/
(620 λέξεις)
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/
Τζούλια Γκανάσου «Δευτέρα παρουσία»
Τζούλια Γκανάσου
«Δευτέρα παρουσία»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δυναμική εκπρόσωπος της νέας ελληνικής λογοτεχνικής γενιάς η Τζούλια Γκανάσου, από το 2006 όπου κυκλοφορεί το πρώτο της δικό της έργο, έως σήμερα, είχαμε διαβάσει πέντε δικά της μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα την έχουμε συναντήσει και σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις.
Η θεματική της Γκανάσου αναζητά πάντα ένα εύρημα που πάνω τους θα στηθεί μια κριτική ματιά της σημερινής πολυπλοκότητας έτσι όπως αυτή εκφράζεται στις διαπροσωπικές, μα και στις κοινωνικές σχέσεις.
Με το έκτο της και πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας μας κάνει γνωστό και το ενδιαφέρον της για το πως η πολιτική μπορεί να παρέμβει όχι μόνο στην καθημερινότητα απλών ατόμων, αλλά να εισχωρήσει στον ίδιο τον πυρήνα των πολιτιστικών και ηθικών κανόνων που διέπουν την κοινωνία μας.
Βάση των προβληματισμών που η Τζούλια Γκανάσου θα χρησιμοποιήσει για τη σύνθεση του τελευταίου της έργου είναι οι πόλεμοι τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα. Και βασισμένη σε γεγονότα που έχουν καταγραφεί σε δελτία ειδήσεων και στο διαδίκτυο, πλάθει ένα δυστοπικό κείμενο, γεμάτο από περιγραφές που διαπερνούν όλο το φάσμα αφήγησης από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό για να φανερώσουν τη φρίκη της βίας που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί.
Ο τόπος και ο χρόνος της μυθιστορηματικής σύνθεσης δεν δηλώνεται. Άλλωστε ο ζόφος των καταστροφών και η αγριότητα των πράξεων δεν θα αποδεχόντουσαν να μειώσουν την έντασή τους καθώς θα αποκτούσαν χρονικά και τοπικά όρια.
Η αγριότητα του πολέμου θέλει την απόλυτη κυριαρχία της. Και η Τζούλια Γκανάσου της την προσφέρει με πολλά ευρηματικά μοτίβα.
Κεντρικά πρόσωπα δυο γυναίκες -γιαγιά και εγγονή. Που σημαίνει παρελθόν και μέλλον. Οι μόνες που επέζησαν από όλη την οικογένεια. Και που για να μπορέσουν να καταφέρουν να επιβιώσουν μετατρέπονται σε ένα διττό σώμα -η μια συμβουλεύει, η άλλη εκτελεί.
Η πορεία αυτού του διττού σώματος προς τα εκεί όπου ακόμα υπάρχει η ελευθερία, θα είναι όχι μόνο επώδυνη και επικίνδυνη, αλλά και ιδιαιτέρως ενημερωτική όσον αφορά τις πράξεις των ανθρώπων που άλλοι από αυτούς είναι τα θύματα/άμαχοι και άλλοι οι θύτες/εκμεταλλευτές της πολεμικής βίας.
Αλλά μέσα σε μια περίοδο πολέμου δεν συμβαίνουν μόνο μάχες και βομβαρδισμοί. Κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν, ή να πραγματοποιήσουν τα αυταρχικά και ακόμα και ναζιστικής προέλευσης σχέδια τους και δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον άλλον ως αντικείμενο, να αγνοήσουν το κάθε συναίσθημα, την όποια ηθική που στηρίζει μια ειρηνική κοινωνία. Και η Γκανάσου αρπάζει -λες- τις λέξεις και φτιάχνει φράσεις που δεν φοβούνται το σκοτάδι το οποίο καλούνται να περιγράψουν.
Κι όμως η δυστοπία μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αυτή η αντιμετώπιση μορφοποιείται με τη χρήση της διακειμενικότητας. Η Γκανάσου συχνά θα μας θυμίσει φράσεις από του ‘Σατανικούς στίχους’ του Ρουσντί, μα και από την Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας ή και ακόμα από παιδικά τραγουδάκια.
Και βέβαια θα αναζητήσει το χάραμα μιας ελεύθερης και αξιοπρεπούς ζωής μέσα από τη σχέση δυο παιδιών.
«Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε διώχνει…» είπε το αγόρι.
«Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε πληγώνει…» απάντησε το κορίτσι…
Σκοτεινό, σκληρό… Κι όμως ιδιότυπα ελπιδοφόρο μυθιστόρημα.
(510 λέξεις)
https://www.periou.gr/manos-kontoleon-tzoulia-gkanasou-deftera-parousia-mythistorima-ekdoseis-kastanioti/
13.12.24
«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»
«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των
έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»
https://diastixo.gr/epikaira/pinelopi-delta
Η πρώτη μου επαφή με το έργο της Δέλτα έγινε όταν ήμουν στην Ε΄ Δημοτικού, μετά από σύσταση του δασκάλου μου. Ήταν το μυθιστόρημά της Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου.
Αν και το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, εντούτοις δεν συνέχισα να διαβάζω άλλα έργα της Δέλτα.
Σε μεγάλη πια ηλικία και για λόγους ενημέρωσης γνώρισα το υπόλοιπο έργο της.
Και τότε πια κατάλαβα γιατί ως παιδί δεν είχα θελήσει να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν τα άλλα βιβλία της.
Από την ηλικία εκείνη κρατούσα μια απόμακρη στάση προς κάθε τι το ακραιφνώς εθνικιστικό. Και μπορεί η πλοκή στο μυθιστόρημα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου να μου κράτησε το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά κάτι παράλληλα πρέπει να με κρατούσε και σε μια αναγνωστική απόσταση.
Ως ενήλικος πλέον κατάλαβα πως ήταν ο έντονος εθνικισμός της συγκεκριμένης συγγραφέως.
Αλλά και ως ενήλικος θαύμασα και θαυμάζω την άψογη, εκ μέρους της, χρήση της γλώσσας, όπως και την ικανότητά της να δημιουργεί δυνατούς χαρακτήρες. Δυνατούς μα όχι πολυπρισματικούς.
Όπως επίσης και όλα της τα ιστορικά μυθιστορήματα (αυτά θεωρώ άλλωστε πως κυρίως εδραίωσαν τη φήμη της ως εθνικής συγγραφέως) δεν διαθέτουν μια πολυπρισματική προσέγγιση των θεμάτων τους.
Αναφέρομαι στα δύο από τα τρία πρώτα της βιβλία: Για την πατρίδα (1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911).
Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα στα 1910, θα κυκλοφορήσει το αλληγορικό μυθιστόρημα Παραμύθι χωρίς όνομα, στο οποίο οι δομές μιας παραμυθιακής αφήγησης υπηρετούν μια αρκετά απλοϊκή άποψη βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Αλλά στα δυο ιστορικά της μυθιστορήματα οι περιγραφές είναι απολύτως ρεαλιστικές και τα πρόσωπα που κινούνται στο προσκήνιο της υπόθεσης είναι όλα τους εκπρόσωποι της βυζαντινής άρχουσας τάξης, και είναι για την τάξη αυτή και μόνο που ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάθη και τα δεινά όσων σε αυτήν ανήκουν, από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. Εκπρόσωποι μεσαίας τάξης, ή και κατώτερης, μάλλον διακοσμητικό ρόλο παίζουν.
Οι αντίπαλοι, δε, μονοσήμαντοι παρουσιάζονται. Τα δικά τους πάθη, μόνο όσα ως μίσος προς τους Βυζαντινούς γνωρίζουμε.
Δεν έχω τον απαιτούμενο χώρο (στο πλαίσιο αυτού του άρθρου) να επεκταθώ περισσότερο, αλλά θα πρέπει να σημειώσω τη βεβαιότητά μου πως η Δέλτα έχει γράψει αυτά τα δύο έργα της απόλυτα επηρεασμένη από τις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη.
Η ερωτική αυτή και καθοριστική για εκείνη σχέση κράτησε από το 1905 έως το 1908, όσο δηλαδή σχεδόν είχε διαρκέσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Με το τέλος αυτού του αγώνα, μα και της σχέσης της με τον Δραγούμη, η Δέλτα εκδίδει τα δυο πρώτα της έργα.
Τα υπόλοιπα σημαντικά, τουλάχιστον, έργα που θα ακολουθήσουν θα έχουν να κάνουν κυρίως με τις παιδικές και οικογενειακές της αναμνήσεις. Και θα είναι πολύ αργότερα, το 1937, που θα επιστρέψει στο ιστορικό μυθιστόρημα και θα γράψει Τα μυστικά του βάλτου, που και σε αυτό τα αφηγούμενα γεγονότα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διαδραματίζονται.
Κι όμως στο ενδιάμεσο διάστημα είχε συμβεί η Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία η Δέλτα συγγραφικά δεν έχει γράψει τίποτε, αν και η κοινωφελής δράση της προς τους πρόσφυγες υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική. Να σημειωθεί πως εκείνη ακριβώς την περίοδο η Δέλτα γράφει το ανολοκλήρωτο τελικό μυθιστόρημα Το γκρέμισμα, που και πάλι με την εποχή του Βυζαντίου ασχολείται. Όπως επίσης δεν φαίνεται –συγγραφικά τουλάχιστον– να ασχολήθηκε με την εξάπλωση του Ναζισμού. Κι όμως, ως άτομο με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον και στενή φίλη πολιτικών προσώπων εκείνης της εποχής, θα περίμενε κανείς πως η μυθιστορηματική της φλέβα θα την έκανε να στρέψει την προσοχή της σε γεγονότα που έδειχναν πως θα ήθελαν να υποδουλώσουν και τη χώρα της, μα και να αμφισβητήσουν τα δημοκρατικά ιδεώδη.
Γιατί δεν ασχολήθηκε λοιπόν με τα δυο αυτά θέματα; Η απάντηση –εντελώς προσωπική– που δίνω έχει να κάνει με το γεγονός πως η Δέλτα δεν θέλησε να μιλήσει για μια ήττα των Ελλήνων ούτε και για την αποτυχία των σχεδίων του φίλου της Βενιζέλου – στην ουσία την αποτυχία του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας. Παράλληλα παρέμενε τόσο αφοσιωμένη στις απόψεις του Δραγούμη που η συγγραφική της έμπνευση μέχρι τέλους από αυτές επηρεάζεται.
Η Δέλτα πεθαίνει λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Στην ουσία ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμα αποτυχημένης προσπάθειάς της να αυτοκτονήσει. Στον τάφο της χαράζεται η λέξη ΣΙΩΠΗ – μια λέξη που ήταν και η τελευταία στο τελευταίο γράμμα που ο μεγάλος της έρωτας της είχε στείλει.
Η Δέλτα δημιούργησε το έργο της κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε εκείνη την περίοδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε με σαφήνεια πως διαλυόταν. Άρα, κίνδυνος για το μέλλον της Ελλάδας δεν ήταν τόσο αυτή όσο η Βουλγαρία, που έδιωχνε κι αυτή από τα εδάφη της τον οθωμανικό ζυγό.
Κάπως έτσι ήταν και οι απόψεις του Δραγούμη. Που η Δέλτα τις ενστερνίστηκε και μέχρι την τελευταία στιγμή τις υπερασπίστηκε.
Κι όταν πλέον μετά την απελευθέρωση και το τέλος του Εμφυλίου η χώρα βημάτιζε δίπλα στους δυτικούς της συμμάχους, το έργο της Δέλτα και η αυτοκτονία της, καθώς στην Αθήνα ακουγόταν ο ναζιστικός βηματισμός, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό λογοτεχνικό εργαλείο διάπλασης εθνικής συνείδησης των νέων γενεών.
Άλλωστε η Δέλτα ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η οικογένεια Μπενάκη ήταν από τις οικογένειες εκείνες που ποικιλοτρόπως επηρέαζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Στο πρόσωπο, μα και στο άρτια γλωσσικά δομημένο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, η φιλοπατρία θα ενωνόταν με τον αντικομμουνισμό, ακόμα και με την όποια αντιαριστερή ιδεολογία.
Κι όπως ομολογουμένως υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς για να διεκδικήσουν τον ρόλο του ιδρυτή της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, το έργο της Δέλτα –με τη σαφέστατη, επαναλαμβάνω, ενδιαφέρουσα γλωσσική υπόστασή του– μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως αρχή της ποιοτικής λογοτεχνίας για παιδιά.
Κάπως έτσι και με μια κάπως, ομολογώ, ανορθόδοξη προσέγγιση, επανατοποθετώ την Πηνελόπη Δέλτα στη θέση που ήδη –αλλά για τους λόγους που προανέφερα– κατέχει.
Και αυτές οι σκέψεις μου αυτομάτως με οδηγούν σε ένα άλλο συμπέρασμα: στο πόσο τελικά μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα.
Έγραψα –και όχι τυχαία– κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε πως ένα τέτοιο ρεύμα δεν είναι πάντα και αυτό που διοικεί τη χώρα. Στο δεύτερο τουλάχιστον μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια του, ως κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα νομίζω ότι είναι εκείνο που μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ως ρεύμα μιας πλατύτερης αστικής προοδευτικής σκέψης που συχνά εισερχόταν και εντός του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς.
Δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε την Άνοιξη του ’60, που, αν και βίαια ακρωτηριάστηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, μετά τη σκοτεινή επταετία επανέρχεται με την εμφάνιση νέων κομμάτων, την απελευθέρωση της παρουσίας αριστερών πολιτικών ομάδων, την άνοδο των Σοσιαλιστών και τις σκέψεις και τα έργα που μέσα σε αυτά τα χρόνια γεννήθηκαν – από κάποιους αμφισβητήθηκαν, από άλλους υποστηρίχθηκαν, τελικά άνθισαν και έδωσαν καρπούς. Να φέρουμε π.χ. στον νου τις μελοποιήσεις στίχων του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, τις ιδιόμορφα ανατρεπτικές συνθέσεις του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου, αλλά και γενικότερα τα τραγούδια που στηρίχτηκαν σε ποιήματα μεγάλων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, κι ακόμα τις καινοτόμες θεατρικές παραστάσεις, τους ναύτες του Τσαρούχη, τις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, το πολιτικά βιβλία που εκδόθηκαν, τα ποικίλα νέα περιοδικά που διαμόρφωναν νέες αντιλήψεις, τα Φεστιβάλ Νεολαίων στα διάφορα άλση της πρωτεύουσας, και διάφορα άλλα παρόμοια. Κι αν θυμηθούμε έτσι γρήγορα αυτά όλα, αμέσως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τη θέση που πιο πάνω σημείωσα: στο πόσο δηλαδή μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα.
Οπότε και κατανοούμε το πώς τη θέση της Πηνελόπης Δέλτα καταλαμβάνουν –χωρίς να την εκδιώκουν από αυτήν– η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή.
Όπως η Δέλτα, έτσι κι αυτές γράφουν σε πολύ καλή γλώσσα, περιγράφουν ζωντανά την πολιτική κατάσταση των ημερών τους, συνθέτουν μυθιστορήματα στα οποία μια νέα μορφωμένη μεσοαστική και με στοιχεία προοδευτικών και αστικά αριστερών απόψεων τάξη πρωταγωνιστεί.
Κι όπως η Δέλτα είχε στενές σχέσεις με πρόσωπα θρύλους της εποχής της, έτσι η Ζέη και η Σαρή έχουν στενές σχέσεις με πολιτικά και πνευματικά –με την ευρύτερη αλλά και όχι μόνο– πρόσωπα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Μα ας μη μείνει ασχολίαστο και το γεγονός πως στα μυθιστορήματα των Ζέη και Σαρή δεν επισημαίνει κανείς όσα παρατηρήσαμε στα έργα της Δέλτα. Στο Το καπλάνι της βιτρίνας, για παράδειγμα, όπως και στο Όταν ο ήλιος –και σε όλα τα άλλα μυθιστορήματα των δυο συγγραφέων– ο εθνικισμός απουσιάζει και οι ήρωες ζούνε την εποχή στην οποία τα έργα γράφτηκαν και με αξιοσημείωτο πλουραλισμό την εκφράζουν.
Θα έλεγα πως μια τέτοια συγγραφική στάση ήταν αναμενόμενη, μιας και από τον μονοσήμαντο εθνικισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχουμε πλέον φτάσει στην εμφάνιση προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων.
Μα ας σταθούμε στην αφορμή συγγραφής αυτού του άρθρου και τελικά ας παραδεχτούμε πως κατά τη διάρκεια της δημιουργικής ζωής τους και οι τρεις αυτές γυναίκες συγγραφείς επίδρασαν στη διαμόρφωση των πολιτιστικών και πολιτικών απόψεων της μέσης κοινής γνώμης πολύ περισσότερο από τον όποιον άλλον Έλληνα συγγραφέα δημιούργησε στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Γεγονός που φωτίζει και μια άλλη δυναμική των κειμένων για παιδιά και νέους, όταν αυτά γράφονται από επαρκέστατους λογοτέχνες.
Καθώς ολοκληρώνω αυτή τη σίγουρα σύντομη και –επαναλαμβάνω– εντελώς προσωπική άποψή μου πάνω στη σχέση κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος με την προβολή/επίδραση έργων και δημιουργών της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας, θέλω να τονίσω και να υπογραμμίσω πως με τίποτε δεν επιχειρώ να μειώσω το κύρος των βιβλίων αυτών των τριών συγγραφέων.
Κι αν ως παιδί με κράτησε απόμακρα η Δέλτα, αργότερα χάρηκα όταν διέκρινα πίσω από την εθνική στράτευσή της να σιγοκαίει ένα ερωτικό πάθος. Ως νέος, δε, συγγραφέας θήτευσα, διδάχτηκα, θαύμασα και θαυμάζω τις γραφές των Ζέη και Σαρή.
Αλλά από ένα σημείο και μετά αναζητώ υπόγειες διαδρομές σκέψεων, ακόμα κι αν κινδυνεύω να βρεθώ σε αδιέξοδα. Γιατί βέβαια τα λογοτεχνικά έργα και οι δημιουργοί τους διεκδικούν τη διαχρονικότητά τους όταν αποδέχονται τις επαναγνώσεις τους.
Μα και μια ακόμα σκέψη οφείλω να καταθέσω – έναν προβληματισμό, πιο σωστά.
Καθώς έχουμε ήδη μπει σε εποχές που το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο οι νέοι συγγραφείς γράφουν έχει πάψει να έχει πολιτική ταυτότητα, ποιες ή ποιοι τάχα μπορεί να είναι εκείνοι που θα έρθουν να συγκατοικήσουν με την Πηνελόπη Δέλτα, την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή; Θέλω, δηλαδή, να καταθέσω τον προβληματισμό μου στο κατά πόσο οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, που ανάμεσά τους υπάρχουν ιδιαίτερα σημαντικά ταλέντα, θα μπορέσουν να βρεθούν δίπλα στις Δέλτα, Ζέη και Σαρή και το έργο τους να έχει –και να αναγνωριστεί πως έχει– μια δυναμική και πολυδύναμη σχέση με το σύγχρονό του κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Μάλλον δεν θα μπορέσουν, μιας και η εποχή μας δεν καλλιεργεί πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες. Οπότε, από τη σημερινή γενιά των καλών συγγραφέων, είναι πιστεύω κάπως δύσκολο κάποια ή κάποιος να αναδειχθεί σε εκφραστή της εποχής τους. Κι αυτό δεν είναι θέμα ταλέντου. Καθόλου μάλιστα. Απλούστατα οι σημερινοί συγγραφείς –κάθε κατηγορίας– έχουν μια υπαρξιακή μοναχικότητα.
Επομένως, αν κάποιος ή κάποια αναρριχηθεί σε αυτή τη θέση, το πιθανότερο είναι πως θα το πετύχει επειδή θα προέρχεται και θα υποστηρίζεται από τον χώρο της επικοινωνίας.
Στην εποχή των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης και της Τεχνητής Νοημοσύνης, που ήδη έχει ανατείλει, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, μα ούτε και άτομα που να διαθέτουν, πέρα από ένα σημαντικό πολιτικό προφίλ, και μια καλώς εμπεδωμένη κουλτούρα για να συμπορευθούν και να υποστηρίξουν τους δημιουργούς.
Θα υπάρχουν –υπάρχουν ήδη– άτομα απλώς ικανά να διαχειρίζονται με επάρκεια την αυτοπροβολή τους. Και από αυτά, λοιπόν, θα προέλθει εκείνο που θα μετατρέψει –ψευτίζοντάς το;– το υπάρχον συγγραφικό τρίγωνο σε τετράγωνο; Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε, τουλάχιστον, να χειρίζονται καλά την ελληνική γλώσσα… Αν και μάλλον ουτοπικό κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρηθεί, μιας και η ίδια αυτή γλώσσα υποτιμάται από τον διεθνή χαρακτήρα της σχέσης τεχνολογίας και νέων μορφών αφηγήσεων.
11.12.24
Νίκος Βόπης «Στο φως»
Νίκος Βόπης
«Στο φως»
Μικρές αφηγήσεις»
Κάπα Εκδοτική
Ο Νίκος Βόπης είναι Αθηναίος με καλές σπουδές στη ψυχοθεραπεία. Στο σύντομο βιογραφικό του, κάπου προς το κάτω μέρος του οπισθόφυλλου του βιβλίου, διαβάζουμε και πως έχει περιπλανηθεί -η επιλογή της λέξης δική του- σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Κι ακόμα, στο ίδιο πάντα βιογραφικό, θα διαβάσουμε πως στηρίζεται πολύ τόσο στην επιστήμη όσο και στη λογοτεχνία. Πιστεύει πως μέσα από τη συνύπαρξη αυτών των δύο, το άτομο οδηγείται σε μια δική του μεν, αλλά και παράλληλα καθολική αλήθεια.
Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα των δώδεκα αφηγήσεων του συγκεκριμένου τόμου.
Αφηγήσεις -όχι διηγήματα. Ο Βόπης επιλέγει να ξεδιπλώνει τις ιστορίες των ανθρώπων / ηρώων του με τη μορφή μιας αποστασιοποιημένης κατανόησης.
Στην ουσία καταγράφει περιπτώσεις ανθρώπων που τον εμπιστεύθηκαν ως ψυχοθεραπευτή για να τους οδηγήσει από το αδιέξοδο τους προς μια φωτεινή διέξοδο.
Άλλωστε έχει διαμορφώσει και το συγγραφικό του alter ego. Ο επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής Πέτρος θα είναι εκείνος που θα υποδέχεται το κεντρικό πρόσωπο της κάθε ιστορίας, ενώ ο ίδιος ο Βόπης κρατά σταθερά τον ρόλο του τριτοπρόσωπου αφηγητή.
Έτσι ο αναγνώστης έχει στα χέρια του την εξιστόρηση δώδεκα ιστοριών ανθρώπων που είχαν κάνει τη λάθος επιλογή και που αναζητούσαν την επανεκκίνηση της ζωής τους.
Συνήθης τακτική πολλών ανθρώπων που η επαγγελματική τους ενασχόληση με την ψυχή των άλλων τους έδωσε την ευκαιρία να καταγράψουν περιστατικά ψυχοθεραπείας. Και επίσης, συνήθως τέτοια μορφής έργα ‘γέρνουν’ κατά κάποιο τρόπο προς μια αφήγηση κάπως ουδέτερη, ακόμα και εκλαϊκευμένη
Ο Νίκος Βόπης όμως μαζί με τη ψυχοθεραπεία θέλει να υπηρετήσει και τη λογοτεχνία. Και αναζήτησε τον δικό του τρόπο αφήγησης για να το επιτύχει αυτό.
«Ο Κωνσταντίνος ένιωσε την πιο ηχηρή σφαλιάρα της ζωής του να προσγειώνεται στο πρόσωπό του. Ξαφνικά κενό. Το σακάκι του έμεινε φορεμένο στο ένα του χέρι και το άλλο μισό να κρέμεται. Κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι στο αυτί του και το βλέμμα του χάθηκε. Στην άλλη γραμμή η μητέρα του έκλαιγε και του έλεγε πως πηγαίνουν στο νοσοκομείο γιατί ο πατέρας του είχε πάθει μάλλον εγκεφαλικό».
Μια περιγραφή αντίδρασης με λεπτομέρειες που ταιριάζουν σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και που λίγες σελίδες πιο κάτω θα δώσουν τη θέση τους σε μια πλέον ‘επιστημονική’ περιγραφή: «Ίσως ήταν η συνειδητοποίηση της απουσίας των συναισθημάτων που υπήρχε σε πρωτογενές πλάνο σε αυτή τη σχέση πατέρα-γιου»
Κάπου εδώ νομίζω πως μπορεί κανείς να εντοπίσει το προσωπικό στοιχείο που ο Νίκος Βόπης φέρνει στη λογοτεχνία μας. Την συνύπαρξη της ταύτισης με την παρατήρηση.
Και βέβαια με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει ανθρώπους και περιπτώσεις , προσφέρει μια συλλογή αφηγήσεων οι οποίες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ παράλληλα και φέρνουν κοντά του δώδεκα περιπτώσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας που αν και μπορεί καθημερινά να τους συναντούμε, στην ουσία τους αγνοούμε μιας και όχι μόνο εμείς δεν δείχνουμε διάθεση να τους προσέξουμε, αλλά και οι ίδιοι -αυτό είναι το βασικό πρόβλημα- επιζητούν να παραμείνουν εγκιβωτισμένοι στο κελί που χωρίς να το καταλάβουν έχουν εγκλωβιστεί.
Ενδιαφέρουσα -και μάλιστα πολλαπλά- συλλογή αφηγήσεων… Τελικά και γιατί όχι και διηγημάτων.
https://www.fractalart.gr/sto-fos/
(510 λέξεις)
7.12.24
Συνέντευξη στο femalevoice
1. Πόσο δύσκολο ήταν να περιγράψετε την απώλεια με τρόπο που να απευθύνεται σε παιδιά;
-Η απώλεια μαζί με την πληγή στην ψυχή φέρνει και μια ενδυνάμωση της μνήμης. Το πρόσωπο που έφυγε από δίπλα μας υπήρξε σημαντικό για εμάς διότι μαζί του μοιραστήκαμε και βιώσαμε μεγάλες στιγμές, καθοριστικές για τη ζωή μας. Μπορείς κανείς, λοιπόν, αυτό ακριβώς να τονίσει σε ένα παιδί που θέλει να του περιγράψει την απώλεια. Συνηθίζω να λέω πως όσο κάποιον τον θυμόμαστε και μιλάμε για αυτόν, στην ουσία παραμένει δίπλα της. Μπορεί να μην τον βλέπουμε, να μην τον αγγίζουμε… Αλλά είναι δίπλα μας… Ακόμα περισσότερο -μέσα μας.
2. Ποια συναισθήματα θέλατε να προκαλέσετε στους αναγνώστες σας μέσα από την ιστορία;
- Μα ακριβώς αυτό που πιο πριν σας είπα. Και κάτι ακόμα -το πόσο σημαντικό είναι όχι μόνο για ουσιαστικό λόγο να χαμογελάμε, αλλά και για εξίσου σημαντικό λόγο να δακρύζουμε. Η χαρά και η λύπη -το ‘γεια σου’ και το ‘αντίο’. Η ζωή όλων μας ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα κινείται. Ας το μαθαίνουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας.
3. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θέλατε να εκφράσετε μέσω του χαρακτήρα της γάτας;
- Όχι. Το γατί απλώς είναι το εύρημα για να αισθανθεί ο ήρωας όλα όσα αισθάνθηκε. Στην ουσία αυτό το γατί δεν είναι παρά ο ‘άλλος΄ που μας βοηθά να μετατρέψουμε το ‘εγώ’ στο ‘εμείς’.
4. Πώς επιλέξατε να παρουσιάσετε το παιδί και την αντίδρασή του στην απώλεια;
- Εννοείται πως επέλεξα αυτήν την ίδια την ιστορία που αφηγήθηκα; Μα δεν έκανα τίποτε περισσότερο παρά να αφηγηθώ όσα είχα εγώ ο ίδιος ως παιδί είχα ζήσει. Βέβαια τα αφηγήθηκα βασισμένος όχι μόνο στα όσα θυμάμαι πως είχα τότε αισθανθεί, αλλά και με την ερμηνεία που ως ενήλικος πλέον τους δίνω. Να το πω με άλλα λόγια -αφήγηση με τη βοήθεια μιας ενήλικης παιδικότητας. Μόνο αυτήν γράφονται καλά βιβλία για παιδιά… Για παιδιά και όχι μόνο
5. Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος στόχος σας με τη διαδρομή αυτής της σχέσης;
- Η σχέση μου με εκείνο το μικρό γατί κράτησε στην ουσία κάποιους μήνες. Αλλά επηρέασε όλη μου την ζωή. Μια διαδρομή που στην ουσία ακόμα συνεχίζεται. Μα πολλούς ακόμα άλλους συνεπιβάτες.
6. Το τέλος της ιστορίας αφήνει περιθώρια για ελπίδα; Πώς αντιμετωπίζει το παιδί την απώλεια;
- Δεν είναι τόσο αν αφήνει ή όχι περιθώρια για ελπίδα, όσο το ότι ανοίγει όλα τα παράθυρα στην αισιοδοξία. Γιατί -σκεφτείτε το!- για ποια απώλεια μιλάμε; Έχουν περάσει κοντά εξήντα χρόνια και ακόμα συζητάμε για εκείνο το γατάκι. Στέκεται δίπλα μας και καθορίζει την κουβέντα μας.
7. Ποιος είναι ο ρόλος της αγάπης και των αναμνήσεων στο να ξεπεράσει κανείς την απώλεια;
- Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στον πλανήτη μας που διαθέτει μνήμη. Πάνω σε αυτήν την ιδιότητα χτίστηκε όλος ο πολιτισμός μας. Γιατί μπορεί όλοι μας να φοβόμαστε τον δικό μας θάνατο και τον θάνατο των αγαπημένων άλλων, αλλά επίσης όλοι μας και από τα πρώτα, πρώτα χρόνια της ζωής μας γνωρίζουμε πως θα συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά τα δυο ακραία συναισθήματα τα συμφιλιώνουν κατά κάποιον τρόπο οι αναμνήσεις.
8. Θεωρείτε ότι η απώλεια ενός ζώου είναι καλή ευκαιρία για να μάθει ένα παιδί για την έννοια του θανάτου;
- Πάντα ήταν. Και μάλιστα σε εποχές που ο άνθρωπος από τη μικρή του ηλικία εντάσσονται μέσα στη καθημερινότητα της Φύσης. Τώρα όλοι ζούμε -και μαζί με εμάς και τα παιδιά μας- μέσα στην ψευδαίσθηση ενός κελύφους προστασίας. Λάθος -τόσο εμείς οι ενήλικες μένουμε απροστάτευτοι, μα και τα παιδιά μας τα μεγαλώνουμε χωρίς βασικά εφόδια ουσιαστικής και με περιεχόμενο επιβίωσης.
9. Αν μπορούσατε να γράψετε μια συνέχεια, πώς θα εξελισσόταν η ζωή του παιδιού μετά την απώλεια της γάτας;
- Δεν χρειάζεται να τη γράψω. Την έχω ζήσει.
10. Αν η γάτα είχε «φωνή» στην ιστορία, τι πιστεύετε ότι θα ήθελε να πει στο παιδί πριν φύγει;
- Πολλές φορές για τα πλέον σημαντικά μας συναισθήματα δεν μιλάμε. Απλώς τα δείχνουμε.
https://femalevoice.gr/o-manos-kontoleon/
4.12.24
«H έμπνευση και η γέννηση ενός συγγραφέα»
«H έμπνευση και η γέννηση ενός συγγραφέα»
Είναι γνωστό ότι Κοντολέων πολλά χρόνια τώρα δημιουργεί με επιτυχία βιβλία για όλες τις ηλικίες: για ενηλίκους, για εφήβους, για παιδιά. Τονίζω τη λέξη επιτυχία, γιατί έχει αποδειχτεί ότι αναγνωρισμένοι συγγραφείς της «ενήλικης» λογοτεχνίας, στην προσπάθειά τους να γράψουν για παιδιά, μάλλον δεν έχουν την ίδια τύχη. Τούτο δείχνει το πόσο δύσκολο εγχείρημα αποτελεί η σχετική συγγραφή. Αρκετά από τα βιβλία του Κοντολέων είναι διηλικιακά κι είναι εκείνος που, ως υπεύθυνος για την επιλογή νεανικών βιβλίων στις εκδόσεις Πατάκη, είχε προτείνει για μετάφραση σειρά εφηβικών μυθιστορημάτων, τα περισσότερα crossover, ήδη από τη δεκαετία του 90. Μυθιστορήματα που ώθησαν περαιτέρω και την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή με σχετικά βιβλία για εφήβους. Τα δε βιβλία του για πολύ μικρά παιδιά διαβάζονται ευχάριστα από τους ενήλικες κι είναι σαν να «υπαγορεύουν» μια ατμόσφαιρα συνανάγνωσης στην οικογένεια ή στη σχολική τάξη. Το πρόσφατο «Τα Δώρα», στον πυρήνα του, κρύβει την έννοια της έμπνευσης που μπορεί να ξεκινήσει από συγκεκριμένη πηγή γεμάτη αισθήματα και αισθήσεις.
Σε πολλά βιβλία του ο Κοντολέων είναι αυτοαναφορικός, κυρίως με την έννοια ότι αποκαλύπτει στοιχεία της συγγραφικής του πορείας αλλά και τα εργαλεία της τέχνης του. Εδώ με έναν αποκαλυπτικό και συνάμα δημιουργικό τρόπο, φανερώνει ίσως το πιο εμβληματικό στοιχείο για έναν δημιουργό: την αφορμή της δημιουργίας του ως συγγραφέας. Βέβαια, δεν μπαίνει καν το ερώτημα αν ο ίδιος θα γινόταν συγγραφέας χωρίς το συγκεκριμένο στοιχείο. Ένα ηφαίστειο ακόμη κι αν εμποδιστεί, θα εκραγεί. Αλλά στο βιβλίο μιλάμε για τον Μάρκο όχι για τον …Κοντολέων. Ή για τη Νεφερτίτη και όχι για τον …Ποκοπίκο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι το συγγραφικό παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία… Ή ανάμεσα στο «Τίποτα από εμένα δεν φαίνεται», το moto του Κοντολέων.
Από τη θεωρία είναι γνωστό ότι ένα βιβλίο λειτουργεί πάντα σε τρία αλληλοσυνδεόμενα περιβάλλοντα: στο πριν της συγγραφής, στη συγγραφή, στο μετά τη συγγραφή. Έτσι, ο Κοντολέων μάς δεικνύει το «πριν» πληροφορώντας μας για την εμπειρία που είχε ο μικρός μοναχικός Μάρκος, η περσόνα του, δηλαδή, με ένα γατάκι, τη Νεφερτίτη, περσόνα του Ποκοπίκο, το οποίο στη συνέχεια μέχρι που έφυγε από τη ζωή τον γέμιζε με δώρα, που αργότερα θα τα βρει στη ζωή του και θα τα αποτυπώσει στα βιβλία του, παράλληλα, προσφέροντάς τα στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες. Γιατί με αφορμή την αναχώρηση της Νεφερτίτης, ο μικρός Μάρκος έγραψε το πρώτο του κείμενο με ήρωα το γατάκι Ποκοπίκο, το οποίο δημοσίευσε, στο μακρινό 1960, με το ψευδώνυμο «Αρχιδούξ» στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται τα κείμενο μαζί με δύο άλλα που είχε δημοσιεύσει στο ίδιο περιοδικό, κείμενα που «προαναγγέλλουν» τον μελλοντικό συγγραφέα. Επίσης, υπάρχει και όλη η ιστορία, τώρα, σε πρώτο πρόσωπο μαζί με άλλες πληροφορίες για το πρώτο συγγραφικό εγχείρημά του.
Στις εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη αναδύονται ωσάν να μιλούν, τα συναισθήματα που προκαλούνται από τη σχέση αγάπης των δύο φίλων, τα οποία αποκρυπτογραφώντας την υπόθεση αυτής της ευαίσθητης ιστορίας και στοχεύοντας προς το μέλλον, μεταβιβάζονται και στον αναγνώστη, όπως: συντροφιά, μέλλον, ανακαλύψεις, φιλία, σχέση, φόβοι, πόνος, προσμονή, ελπίδα, απώλεια, αποχαιρετισμός, μνήμη, απόφαση, ανταπόδοση και τέλος: δημιουργία. Η τελευταία λέξη κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, για το «μετά».
Κι όταν βλέπω «ανοιχτά βιβλία» θα πω ότι, παρόλο που το συγκεκριμένο είναι βραχείας έκτασης, εντούτοις παραπέμπει σε πολλές σύνθετες αλλά και απλές χρήσεις. Ας πούμε, στο πανεπιστήμιο σε μαθήματα, όταν τα περικειμενικά-αυτοαναφορικά στοιχεία ξεκλειδώνουν περαιτέρω την κύρια υπόθεση, αλλά και ότι το κάθε βιβλίο, πραγματώνεται πέρα από τις σελίδες του, διαφορετικά από κάθε αναγνώστη και σε κάθε περίπτωση είναι πλουσιότερο από τις ατομικές του πραγματώσεις. Επίσης, το βιβλίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ιδίως στο σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, για παρακίνηση των παιδιών στη δημιουργική γραφή και για την ανάπτυξη της ζωοφιλίας μέσα από τις προτιμήσεις τους για διάφορα ζώα. Όπως επίσης, τα παιδιά, μπορούν να στείλουν επιστολές σε συγγραφείς με το ερώτημα τι τους ώθησε, ώστε να ασχοληθούν με τη συγγραφή. Άλλωστε το συγκεκριμένο ερώτημα είναι σύνηθες των παιδιών προς τους συγγραφείς κατά τις επισκέψεις τους στα σχολεία. Άλλο ένα βιβλίο, λοιπόν, του Κοντολέων με πολλαπλές προεκτάσεις.
*Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι συγγραφέας, κριτικός, τ. πανεπιστημιακός
https://www.fractalart.gr/manos-kontoleon-ta-dora/
1.12.24
Μάνος Κοντολέων. Ο επιδέξιος ζωγράφος της εφηβείας
Μάνος Κοντολέων. Ο επιδέξιος ζωγράφος της εφηβείας
Δεν του απάντησα. Καμιά φορά το να σωπαίνεις είναι σοφότερο του να απαντάς - συμβουλή της γιαγιάς μου (αυτής που μένει στον κάτω όροφο).
Προτίμησα να κλείσω τη σύνδεση μ' ένα άντε γεια!
Περί τίνος πρόκειται
Ο έφηβος είναι διαχρονικό σύμβολο. Είναι ο αναδυόμενος άνθρωπος, ο ενήλικας που υφαίνεται από τα άπαυστα ελάσματα της φύσης, στέκοντας σαν αγαλμάτινος κολοσσός με το ένα πόδι του στη δύση της παιδικής ηλικίας και το άλλο στην ανατολή της ενηλικίωσης και της νεότητας. Οι έγνοιες του διατρέχουν τις εποχές εγκάρσια. Οι κώδικές του κρύβονται σε παρόμοια κρησφύγετα και απαιτούν συναφείς προσεγγίσεις αποσυμβολοποίησης, ανεξαρτήτως εποχών.
Αυτό το σύμβολο, είτε στην πρώιμή του αποτύπωση, στην ανάδυση, είτε στο περβάζι της ενηλικίωσης, ο Μάνος Κοντολέων αποδεδειγμένα, μέσα από πλήθος βιβλίων, το γνωρίζει όπως ελάχιστοι ομότεχνοί του παγκοσμίως. Το γνωρίζει γιατί διατήρησε το ανοιχτό βλέμμα προς αυτές τις ηλικίες, όσο κι αν απομακρύνθηκε χρονικά ο ίδιος. Το γνωρίζει γιατί πυρπολείται από ιδέες, μακριά από βεβαιότητες και η ιδιοσυγκρασία του, βρίσκεται συχνά εγγύτερα σε εκείνη την ηλικία παρά στη δική του τωρινή βιολογική. Η χρήση ναρκωτικών, η αναζήτηση του εαυτού και του άλλου, η συνάντηση του εγώ με την ετερότητα, ο αυτοπροσδιορισμός, η ενηλικίωση, οι εσωτερικές και ευρύτερες συγκρούσεις, οι διαγενεακές σχέσεις, οι έμφυλες διερευνήσεις, είναι ζητήματα τα οποία ο επιδέξιος τεχνίτης του λόγου Μ. Κοντολέων ιχνηλάτησε και ανέδειξε, ρίχνοντας φως με λέξεις, χαρακτήρες και πλοκή που προχώρησαν τη λογοτεχνία για εφήβους σε ψηλά σκαλοπάτια, όχι μόνο στην εγχώρια παραγωγή.
Ο Κοντολέων, παρότι δεν άφησε τις ιστορίες του να διαβούν το κατώφλι των λογοτεχνικών ή καλύτερα των εκδοτικών τάσεων, κατόρθωσε να μένει πάντα κοντά στην επικαιρότητα, ενίοτε και προφητικά μιλώντας. Μα και όταν έδειχνε ανεπίκαιρος, εκείνος χάραζε par excellence ιστορίες που εγκιβώτιζαν υποδειγματικά τον διαχρονικό ψυχισμό των εφήβων: μετέωροι, εύθραυστοι, εκρηκτικοί, επιταχυντές συναισθημάτων, ασύμμετροι, ονειροπόλοι, ετερόφωτοι που παλεύουν για την αυτοφώτιση, βόμβες έτοιμες να εκραγούν από θυμό, οργή, επαναστατικότητα, σεξουαλικότητα.
Στο παρόν βιβλίο, Ο Μάρκος τα λέει… όλα! το ύφος είναι γλαφυρό, παραστατικό, η γλώσσα ζωντανή, ανάλαφρη, με το δικό της ειδικό βάρος, χιουμοριστική, χαριτωμένη, απολύτως συμβατή με τον σημερινό προέφηβο και αναδυόμενο έφηβο, με αρκετές ξένες λέξεις που έχουν στεριώσει γρήγορα στην καθημερινότητα και την επικοινωνία παιδιών και όχι μόνο, παγκοσμίως (Blogger, followers, bye buddies, podcast, youTube, post, grimy, viber, horror movie, cool, instagram, TikTok), από το βαθύ οπλοστάσιο της τεχνολογίας, των social media και των διεθνοποιημένων κωδικών αλληλεπίδρασης.
Η πρώτη σύσταση του Μάρκου είναι επαρκής και ξεκάθαρη. Εδώ και έναν μήνα ξεκίνησε το γυμνάσιο - αυτή είναι η χωροχρονική του εκκίνηση- και ύστερα από λίγο αποφάσισε να φτιάξει ένα blog, μέσα από το οποίο μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο.
"Δεν είμαι πορωμένος για βαθμούς, δεν έχω κόλλημα με τα video games (όχι με όλα τουλάχιστον), δε γουστάρω όλες τις σειρές του Netflix, μου αρέσουν τα καλά παιχνίδια στρατηγικής, ξέρω τις σημαίες όλων των κρατών και το βάρος όλων των δεινοσαύρων. Φανατικός follower στα ντοκιμαντέρ στο YouTube — κυρίως σε όσα δείχνουν τα μυστικά του διαστήματος, αλλά και σε κάποια άλλα, όπως, για παράδειγμα, σ' εκείνα που γυρίστηκαν σε μέρη μακρινά, στον Αμαζόνιο ή στους Πόλους".
Από εκεί ξετυλίγεται ένας ήρωας, άρτια αποτυπωμένος, οικοδομημένος στο τώρα, ο οποίος ακολουθεί ξεκάθαρα τη δική του εποχή, προσπαθώντας να διατηρήσει, μέσα στην επιθετική μονοχρωμία της, τα δικά του χρώματα, κάποια παιδικότητα, κάποια ανεμελιά. Το τετράδιο του παππού με τις σημειώσεις στην καθαρεύουσα, έγινε για τον Μάρκο blog στη σημερινή δημοτική, οι λέξεις, οι τρόποι έκφρασης, η ίδια η γλώσσα, οι συνθήκες, άλλαξαν, από λίγο έως πάρα πολύ, η βαθύτερη, ωστόσο, επικράτεια των αναδυόμενων εφήβων έμεινε στέρεη, αμετάβλητη, αγεωμέτρητη και τόσο κοντά, ανά τις δεκαετίες και τους αιώνες. Ο συγγραφέας δια μέσω του Μάρκου και του παππού του αποτυπώνει αυτό το πολιτισμικό και τεχνολογικό χάσμα γενεών που μοιάζει διπλό και τρίδιπλο σε σχέση με παλαιότερα ηλικιακά δίπολα. Γιατί ο κόσμος και η γενιά του Μάρκου έχουν τρέξει πάρα πολύ γρήγορα πια, τα data και η γνώση έχει δεκαπλασιαστεί σε ελάχιστο χρόνο, σχεδόν όσο όλους τους αιώνες πριν.
Τι θίγει όμως ο Κοντολέων μέσα από τη ροή λόγου του Μάρκου πέρα από τέτοια χάσματα; Είναι η σημασία της επικοινωνίας μέσα στη σύγχρονη οικογένεια και οι συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός του παιδιού αυτής της ηλικίας. Είναι η δομή της σκέψης του, οι αγωνίες, οι φόβοι, οι αντιφάσεις, ένα ολόκληρο περίγραμμα 12χρονου ανθρώπου σε ανάπτυξη που σμιλεύεται μέσα από το διαδικτυακό αυτό ημερολόγιο. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν αλλάξουν οι εποχές ή αν βιαστούν τα παιδιά να μεγαλώσουν, οι μαγικές λέξεις που σπιτώνονται και φυλλορροούν μέσα σε κάθε προσωπικότητα είναι η αποδοχή, η αναγνώριση, η κατανόηση, η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, η πίστη, η φιλία, η συμπόρευση. Είναι οι ανθρώπινες σχέσεις που δομεί ένα παιδί, έωλα ή στέρεα. Είναι τα συναισθήματα που δεν εγκλωβίζονται σε μονοδρομημένες κατευθύνσεις, αλλά είναι πολυποίκιλα, ευμετάβλητα, αμφίσημα, αχαρτογράφητα συχνά.
Ο Μάρκος τα λέει όλα, γιατί ο νέος άνθρωπος που εκπροσωπεί έχει απασφαλίσει, το δάχτυλο βρίσκεται στον υποφυλακτήρα της σκανδάλης, ψάχνει τη θέση του στον κόσμο, τον μικρόκοσμο και τον μεγάκοσμο και στην αναζήτηση διαρρέει σκέψεις άτακτες, ανάγκες ασχηματοποίητες μα και πρόδηλες. Ο Μάρκος προσπαθεί να επικοινωνήσει, να ακουστεί, να πει εκείνα που οι μεγάλοι αρνούνται ή αδιαφορούν να ακούσουν, όσα δεν προλαβαίνουν ή θεωρούν επουσιώδη.
Μέσα από ευτράπελα περιστατικά της καθημερινότητας ο Μ. Κοντολέων, πιστός στις λογοτεχνικές αρχές που θεμελίωσε με τόλμη και συνέπεια 45 χρόνια τώρα, προσκαλεί τον αναγνώστη να περάσει ευχάριστο αναγνωστικό χρόνο, αφού δεν φιλοδοξεί να του διδάξει, να του υποδείξει, να νουθετήσει, αλλά του παραδίδει έναν ήρωα προς ταύτιση, γήινο, απλό, προσιτό, στο μέτρο και το ύψος του, με έναν μικρότερο αδερφό, με έναν παππού συνταξιούχο καθηγητή φιλοσοφίας, μαθητή, με φίλους, με κατοικίδιο. Η αφήγηση του Μάρκου, φυσική, ρέουσα, ιεραρχεί τις όψεις, απόψεις και κατόψεις του, την ίδια ώρα που ο Κοντολέων υπαινίσσεται μέσα από την απλότητα και τους αφηγηματικούς του δακτύλιους αισθητική, αξιακό κώδικα και ανθρωποκεντρισμό, δίχως να παραχωρεί το ελάχιστο από το λογοτεχνικό βάθος του.
Στην εικονογράφηση, με κομίστικα σχέδια και ανάλαφρη διάθεση η έμπειρη και καταξιωμένη Τέτη Σώλου.
Για αναγνώστες από 9-10 περίπου ετών.
Εκδόσεις Πατάκη.
Απόστολος Πάππος
www.elniplex.com
24.11.24
Μίρτσεα Καρταρέσκου «Τραβεστί»
Μετάφραση Άντζελα Μπράτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου είναι ένας από τους πλέον γνωστούς -και με το δικό του συγγραφικό ύφος- ρουμάνους συγγραφείς. Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός, γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1956. Στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης σπούδασε Φιλολογία και διδάσκει εκεί ως καθηγητής. Στην Ελλάδα τον έκαναν γνωστό οι Εκδόσεις Καστανιώτη πρώτα με την κυκλοφορία του σπονδυλωτού μυθιστορήματος «Νοσταλγία» (έργο που γράφτηκε το 1993, και που στη χώρα μας κυκλοφόρησε του 2021) και εφέτος με το μυθιστόρημα «Τραβεστί» (στη Ρουμανία είχε κυκλοφορήσει το 1994).
Με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση, λοιπόν, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνώρισε αυτόν τον τόσο ιδιόρρυθμο συγγραφικά ρουμάνο συγγραφέα.
Και χαρακτηρίζω τον Μ.Κ. συγγραφικά ιδιόρρυθμο γιατί ο τρόπος που χρησιμοποιεί την γλώσσα για να μεταφέρει ιδέες και να περιγράψει πλοκή και χαρακτήρες έχει ένα εντελώς δικό του αποτύπωμα. Όπως για παράδειγμα η περιγραφή του ερωτισμού στην περίοδο της εφηβείας: «Αποδεχόμασταν με φυσικότητα ένα αθώο ερωτισμό, σα να υπήρχαν τρία φύλα κι όχι δύο, σε εμβρυακή κατάσταση. Στην κοιλάδα η σκέψη γινόταν έρωτας κι ο έρωτας στοχασμός… Το μεσημέρι σηκωνόμασταν βρεγμένοι από τα χόρτα, τινάζαμε τα μερμήγκια και τις πασχαλίτσες από τα ρούχα μας και παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Καθόμασταν στον λόφο, που δονούνταν κι έτρεμε κάθε φορά που περνούσε κανένα φορτηγό TIR ή κάποιο τρακτέρ* ήταν σαν να υπήρχε ζωντανή και αισθησιακή σάρκα κάτω από το στρωμένο με γρασίδι φλοιό της γης»
Πίσω από τις προσεχτικά δομημένες εικόνες, το ίδιο προσεχτικά ό Μ. Κ. κρύβει και ένα από τα πολλά άλλα ίχνη που ο αναγνώστης πρέπει υπομονετικά να μαζέψει για να φτάσει -στις τελευταίες πλέον σελίδες- να ανακαλύψει την εξήγηση του τίτλου.
Αντιγράφω αποσπάσματα από το οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Ο Βίκτωρας έχει γίνει ένας άνθρωπος αντικοινωνικός, ένα συγγραφέας βασανισμένος από το τρικυμιώδες μυαλό του… Απομονώνεται και καταφεύγει σε μια εξοχική κατοικία στα Καρπάθια Όρη… για να ξορκίσει την εμμονή που τον καταδυναστεύει»
Πάνω σε αυτόν το βασικό καμβά θα στηθεί όλο το μυθιστόρημα. Και ο αναγνώστης θα παγιδευτεί σε έναν ιστό αφήγησης ίδιο με ιστό γιγαντιαίας αράχνης -άλλωστε και μια τερατώδης αράχνη θα είναι μόνιμος εφιάλτης του κεντρικού χαρακτήρα που οι αφηγήσεις του θα απευθύνονται προς τον ίδιο του τον εαυτό και θα είναι μια συνεχής εναλλαγή από το παρόν των Καρπαθίων σε μια κατασκήνωση του τέλους της εφηβείας του.
Ο ενήλικος Βίκτωρας μέσα στην επιλεγμένη απομόνωσή του θα σημειώσει: «Ήμουν τελειωμένος, παγιδευμένος, είχα προδώσει εκείνον που ήμουν πριν δεκαεφτά χρόνια… Η ωριμότητα με βασανίζει και με αηδιάζει»
Δηλώνει την αποτυχία να ολοκληρωθεί το όνειρο της εφηβείας –«ένα βιβλίο που δεν ήταν μόνο δημιούργημα του μυαλού μου αλλά και έκκριση αδένων, φλέμματα πτυόμενα από τους πνεύμονές μου, στυμμένα από τους όρχεις μου και εκσπλαχνισμένα από την κοιλιά μου για να χύνονται στα έντερα μου»
Σίγουρα υπάρχει ένα εσωτερικό μυστικό που απαιτεί να φανερωθεί καθώς ο ίδιος ο Βίκτωρας προσπαθεί να το καταγράψει, ενώ την ίδια στιγμή αναγνωρίζει πως… «Είμαι ένα με το κείμενο που κόλλησε στο σώμα μου και με δηλητηριάζει»
Οι μέρες της κατασκήνωση της εφηβείας πρέπει να ήταν αυτές που κατά τη διάρκειά τους άρχισε η πορεία της συνειδητοποίησης εκείνου που στην παιδική ηλικία είχε γίνει προσπάθεια να αποκρυπτεί. Να σκεπαστεί έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία να ζήσει το ενήλικο πρόσωπο ευτυχισμένο. Αλλά «δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο και χειρότερη κόλαση από την ευτυχία»
Ναι, ο Βίκτωρας, αυτός ο επιτυχημένος συγγραφέας, έχει έρθει η στιγμή «που πρέπει να αγνοήσει τις ψεύτικες στοές του σεξουαλικού έρωτα και να επιστρέψει στον εαυτό του να είναι ταυτόχρονα άντρας και γυναίκα και να κάνει έρωτα εγκεφαλικά, μόνος με τον εαυτό του. Στον εγκέφαλο βρίσκεται το πραγματικό φύλο»
Το μυθιστόρημα «Τραβεστί» είναι μια βαθιά όσο και δαιδαλώδης καταβύθιση στην ύπαρξη μιας εφηβείας που αναζητά την απόλυτη ιδιαιτερότητα μιας ταυτότητας, ενώ παράλληλα περιγράφει τις σκοτεινές διαδρομές που συχνά έχουν οι καλλιτεχνικές εκφράσεις.
Κείμενο που στηρίζεται εξολοκλήρου στη δυναμική που μπορεί να αποχτήσουν οι λέξεις όταν απροσδόκητα συνενώνονται σε φράσεις και αυτές σε παραγράφους. Και επίσης κείμενο που δηλώνει την απόλυτη εμπιστοσύνη του στη δύναμη του γραπτού λόγου, μιας και αυτός είναι που φέρνει στην επιφάνεια ότι είχε σκεπαστεί, αυτός είναι που καλωσορίζει το νέο και με απόλυτη βεβαιότητα εξαφανίζει το σαπισμένο παλαιό.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ -η τελευταία λέξη του μυθιστορήματος. Που μπορεί όμως και να διαβαστεί ως -ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥ.
Η μετάφραση από τα ρουμανικά της Άντζελα Μπράτσου κατάφερε να φέρει στη γλώσσα μας όλο τον σύνθετο πλούτο των εκφράσεων του Καρταρέσκου
Βιβλιοδρόμιο, 23/11/2024
(726 λέξεις)
20.11.24
Κυριάκος Χαρίτος 'Το Μεταξένιο'
Κυριάκος Χαρίτος
«Το μεταξένιο»
Εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Τα βιβλία με πολύχρωμη εικονογράφηση και σύντομο κείμενο ολοένα και περισσότερο γίνονται δημοφιλή, όπως ολοένα και περισσότερο μπορούν να αξιώσουν την απαίτηση να χαρακτηρίζονται ως μικρά έργα Τέχνης.
Ασφαλώς και αυτό οφείλεται στο ότι οι σύγχρονοι εικονογράφοι πέρα από το ταλέντο που ο καθένας μπορεί να διαθέτει, έχουν στα χέρια τους και μια μεγάλη γκάμα εργαλείων που η τεχνολογία τους προσφέρει.
Θα έλεγα πως το ιδανικό εικονογραφημένο βιβλίο είναι εκείνο που τόσο την εικονογράφησή του, όσο και το κείμενό του το υπογράφει ο ίδιος άνθρωπος.
Στο εξωτερικό κάτι τέτοιο είναι ιδιαιτέρως σύνηθες. Στη χώρα μας, αν και αρκετές φορές το έχουμε δει, στην ουσία δεν είναι ο κανόνας.
Τα περισσότερα εικονογραφημένα βιβλία έχουν δυο δημιουργούς -συγγραφέα και εικονογράφο.
Και στο σημείο αυτό είναι που παρατηρεί κανείς πως στα περισσότερα βιβλία αυτής της κατηγορίας ενώ οι εικόνες έχουν μια αξιοθαύμαστη αρτιότητα, αντιθέτως το κείμενο υστερεί.
Γιατί άραγε αυτό συμβαίνει; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι εικονογράφοι έχουν σπουδάσει την τέχνη τους, ενώ οι συγγραφείς όχι; Ίσως αυτό να είναι μια απάντηση που θα κάλυπτε ένας μέρος του προβληματισμού. Αλλά θεωρώ πως η ερμηνεία αλλού θα πρέπει να αναζητηθεί. Στο ότι τα βιβλία αυτά από ένα μεγάλο μέρος του κοινού θεωρούνται βιβλία για παιδιά και μάλιστα για μικρά παιδιά, άρα αυτό το μεγάλο μέρος του κοινού πιστεύει πως είναι η εικόνα εκείνη που βασικά θα κρατήσει το ενδιαφέρον του μικρού αναγνώστη, ενώ το κείμενο για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να έχει μια απλοϊκότητα, μια επιτηδευμένη αφέλεια, ίσως και ένα διδακτισμό.
Οπότε τα περισσότερα από τα εικονογραφημένα βιβλία που γράφονται από έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν μια ανισοβαρή ολότητα -όμορφες εικόνες, άτεχνο κείμενο.
Κι όμως το εικονογραφημένο βιβλίο και ανέκαθεν, αλλά και πλέον έντονα στην εποχή μας -εποχή της εικόνας- μπορεί κάλλιστα να διεκδικήσει μια άρτια και ολοκληρωμένη οντότητα αφήγησης.
Μέσα από την συνύπαρξη εικόνας και τον λόγου πολλά μπορεί να ειπωθούν, πολλά μπορεί να επισημανθούν ή και να υπονοηθούν και με τρόπους που οι αναγνώστες ανάλογα με την ηλικία τους θα τα χαρούνε όπως και θα προβληματιστούν.
Στην ουσία το καλό εικονογραφημένο βιβλίο είναι κι αυτό ένα βιβλίο cross over, ένα βιβλίο δηλαδή που μπορεί να διαπεράσει ηλικίες και να επικοινωνήσει με αναγνώστες διαφορετικών εμπειριών.
Σκέψεις όλα τα παραπάνω που προέκυψαν από την ανάγνωση του εικονογραφημένου βιβλίου «Το Μεταξένιο» που έγραψε ο Κυριάκος Χαρίτος και εικονογράφησε ο Βασίλης Κουτσογιάννης.
Στο βιβλίο αυτό η εικονογράφηση του Κουτσογιάννη είναι πάρα πολύ εντυπωσιακή και ευρηματική, αλλά είναι κυρίως το κείμενο τoυ Χαρίτου που δίνει -κατά την άποψή μου- τον χαρακτηρισμό cross over στην όλη έκδοση.
Μεταξένιο -έτσι ονομάζεται το αγόρι που ο αναγνώστης από την πρώτη κιόλας σελίδα θα διαβάσει πως η μάνα του του έλεγε: ‘Μεταξένιο μου και απαλένιο μου, εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα’
Με ουδέτερο όνομα λοιπόν ο ήρωας του έργου και με μια προσωπικότητα ευάλωτη- σαν τα μεταξένια ρούχα του. Οπότε και όταν θα θελήσει να συμμετάσχει σε μια μαζική κοινωνική εκδήλωση, οι άλλοι -οι τόσο όμοιοι ο ένας με τους άλλον- θα ξαφνιαστούν με την παρουσία του στην αρχή και στη συνέχεια θα θελήσουν να αμφισβητήσουν την ιδιαιτερότητά -ότι διαφέρει το φοβάται το πλήθος- οπότε …’Με τα χέρια τους, τα δάχτυλά τους, η βαρβαρότητά τους τρομακτική’.
Το Μεταξένιο νόμιζε πως πέθανε, έσβηνε και αυτό θα γινότανε αν δεν τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο του ένα άλλο πλάσμα -Το Ραφτάκι- που φορά και ράβει ρούχα φτιαγμένα όχι από μετάξι, αλλά από βαμβάκι -υλικό πάντα τρυφερό, μα πλέον ανθεκτικό από το μετάξι. Ίσως και όχι τόσο προκλητικό -οι άλλοι δεν το προσέχουν, ίσως και το αποδέχονται.
Το Ραφτάκι είναι αυτό που θα φροντίσει τα σχισίματα στα ρούχα του Μεταξένιου, είναι αυτό που τελικά θα επουλώσει τις πληγές και μέσα στο καθρέφτη αυτά τα δυο πλάσματα θα σταθούν αγκαλιαστά και θα κλάψουν από χαρά, από αγάπη.
Είναι νομίζω σαφές πως έχουμε μια queer ιστορία και στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω είναι και η πρώτη που καταγράφεται στην ελληνική παραγωγή εικονογραφημένων βιβλίων.
Τολμηρή συγγραφικά επιλογή; Σίγουρα επιλογή που αγγίζει ένα ζήτημα της εποχής μας. Και από αυτή την σκοπιά θεωρώ αυτό το εικονογραφημένο βιβλίο ως ένα βιβλίο cross over.
Ξεφυλλίζοντας τώρα την όλη έκδοση, έχω να παρατηρήσω πως οι εικόνες του Βασίλη Κουτσογιάννη έχουν μια εκρηκτική δυναμική, άλλοτε έντονες κι άλλοτε πλέον διακριτικές αποχρώσεις, πάντα όμως πολύχρωμες, σε κάθε ‘σαλόνι’ του βιβλίου διαθέτουν μια άλλη ισορροπία.
Το κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου εισέρχεται μέσα στις εικόνες, συνήθως με μια τυπογραφική δωρικότητα, αλλά επίσης συχνά και με μια ανάλαφρη καμπυλότητα. Φράσεις πολύ μικρές, ακόμα και μονολεκτικές. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την εξομολογητική πρόθεσή του και με αυτήν φέρνει κοντά του τον αναγνώστη.
«Ναι. Τι; Δεν το πιστεύεις; Αλήθεια…» οι πρώτες φράσεις και ίδιες ακριβώς και οι τελευταίες.
Πολλαπλά ενδιαφέρουσα έκδοση.
(790 λέξεις)
https://018.bookpress.gr/kritikes/eikonografimena/16342-to-metaksenio-tou-kyriakou-xaritou-cross-over-paramythi-me-eksomologitiki-diathesi??utm_source=Newsletter&utm_medium=email
18.11.24
Η Μαρίζα Ντεκάστρο για 'Τα δώρα'
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
9.11.24
Βιρτζίνια Γουλφ «Φλας»
Βιρτζίνια Γουλφ
«Φλας»
Μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου
Εκδόσεις Ερατώ
Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ (Αγγλία, 1806 – Ιταλία, 1861) ήταν μία από τις σημαντικότερες Βρετανίδες ποιήτριες της Βικτωριανής εποχής.
Αν και το έργο της αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια της ζωής, μπορεί κανείς να τη θεωρήσει και ως μια εκπρόσωπο της πρώιμης γυναικείας χειραφέτησης -αν και φιλάσθενη μορφώθηκε, αντιτάχθηκε στη βούληση του πατέρα της, παντρεύτηκε εκείνον που η ίδια ήθελε, άφησε την πατρίδα της και έζησε μέχρι το τέλος της σε άλλη χώρα, συχνά μέσα από τα έργα της έπαιρνε θέση σε κοινωνικά ζητήματα (κατάργηση της δουλείας).
Είκοσι περίπου χρόνια μετά το θάνατος της Μπάρρετ, γεννήθηκε η εμβληματική Αγγλίδα μυθιστοριογράφος Βιρτζίνια Γουλφ (1882 – 1941). Με τα μυθιστορήματά της και τα δοκίμια της αναδείχθηκε ως μια από τις πρωτοποριακές φωνές της δυτικής λογοτεχνίας. Με ουσιαστική παιδεία, αλλά με ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση, προχωρημένες για την εποχή της ερωτικές επιλογές, όπως και με τον τρόπο αυτοκτονίας της, θα σημαδέψει το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και θα γίνει ένα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Ανάμεσα στα μυθιστορήματα που η Γουλφ έγραψε, μια θέση έχει και αυτό που ως αφηγητή έχει ένα σκύλο. Το κόκερ σπάνιελ Φλας -σκύλο λατρεμένο της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ. Μέσα από τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της ποιήτριας.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί το 1933 και η ίδια η Γουλφ έχει αντιθετικά συναισθήματα γι αυτό της το έργο –άλλοτε πιστεύει πως θα διαβαστεί με λάθος τρόπο κι άλλοτε ως ένα ανόητο μυθιστόρημα, καθόλου αντάξιο των προηγουμένων έργων της, που της είχαν χαρίσει ξεχωριστή θέση στους λογοτεχνικούς και όχι μόνο κύκλους.
Όμως με το «Φλας» η Γουλφ έχει καταφέρει να συνθέσει από τη μια τη βιογραφία της Μπάρρετ και από την άλλη να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο ήρωα.
Ο Φλας κρατά όλα τα ένστιχτα ενός ζώου και οι σκέψεις που κάνει διαθέτουν την απλότητα και την αμεσότητα που απαιτεί μια ουσιαστική κριτική αποτίμηση κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, μια βαθιά όσο και απλή αναζήτηση συναισθηματικών φορτίσεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου.
Ασφαλώς και το μυθιστόρημα μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και ως ένα γνήσια φιλοζωικό κείμενο. Μα μια τέτοια ανάγνωση χωρίς να το απαξιώνει, σίγουρα το προδίδει -αποσιωπά ή παραβλέπει το πως η Γουλφ επισημαίνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις οικονομικές ανισότητες, τον αγώνα χειραφέτησης των γυναικών, τη σχέση έρωτα και ηθικών κανόνων και πολλά άλλα ζητήματα που στην ουσία περικυκλώνουν διαχρονικά το θέμα της γυναίκας σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Παράλληλα πλάθει και μια ιδιότυπα μυθιστορηματική περσόνα. Ο Φλας δεν εξαναγκάζεται από την μυθιστοριογράφο του σε έναν μιμητισμό ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η περιγραφή της σκηνής όπου για πρώτη φορά η ποιήτρια συναντά τον σκύλο που μέλλει να τη συνοδεύει για πολλά χρόνια, είναι χαρακτηριστική:
«Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ τους. Καθώς κοιτάζονταν, ο καθένας ένιωθε: Να΄μαι εγώ -κι αμέσως μετά ένιωθε: Μα πόσο διαφορετικός! Το δικό της ήταν το ωχρό κουρασμένο πρόσωπο μιας ανάπηρης, αποκομμένης από τον αέρα, το φως, την ελευθερία. Το δικό του ήταν το ζεστό κοκκινωπό πρόσωπο ενός μικρού ζώου* ένστικτο, συν υγεία και ενεργητικότητα. Όντως η μέρα με τη νύχτα, καμωμένοι ωστόσο στο ίδιο καλούπι, λες ο ένας να συμπλήρωνε αυτό που βρισκόταν σε νάρκη στον άλλον; Εκείνη, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι … όλα αυτά κι εκείνος – Μπα, όχι. Ανάμεσά τους ανοιγόταν το πιο πλατύ χάσμα που μπορεί να χωρίσει μια ύπαρξη από μιαν άλλη. Εκείνη μιλούσε. Αυτός ήταν άλαλος. Ήταν γυναίκα* εκείνος σκύλος. Τόσο στενά ενωμένοι, τόσο απέραντα χωρισμένοι, ατένιζαν ο ένας τον άλλον»
Αληθινά απαιτείται γνήσια συγγραφική μαεστρία για να περιγράψει κανείς τη ζωή μιας τόσο περίπλοκης προσωπικότητας όσο αυτής της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ χρησιμοποιώντας ως άξονα της αφήγησης -μα και συμπρωταγωνιστή- ένα σκύλο.
Μπορεί το μυθιστόρημα «Φλας» να μην έχει τη φήμη και το κύρος των άλλων έργων της Βιρτζίνα Γουλφ -όπως για παράδειγμα του «Η κα Νταλογουέη»- αλλά ο αληθινά μεγάλος συγγραφέας αναγνωρίζεται στα έργα εκείνα που ο ίδιος πίστευε πως το κοινό του δεν θα τα εκτιμήσει όσο τους αξίζει.
Βιβλιοδρόμιο, 9/111/2024
(650 λέξεις)
7.11.24
Paul Auster «Μπαουμγκάρτνερ»
Έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση το να διαβάζει κανείς το τελευταίο έργο ενός συγγραφέα που έχει ήδη πεθάνει, καθώς υποψιάζεται ότι ο δημιουργός του κατά τη διάρκειά της συγγραφής του γνώριζε πως πλησίαζε ο θάνατός του.
Ο Πολ Όστερ πέθανε την Άνοιξη του 2024 από καρκίνο. Το μυθιστόρημά του «Μπαουμγκάρτνερ» είχε κυκλοφορήσει το 2023. Και είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την απώλεια, το γήρας, τον θάνατο.
Κεντρικός ήρωας ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σ. Μπαουμγκάρτνερ, που έχει πατήσει την όγδοη δεκαετία της ζωής του και εδώ και δέκα χρόνια έχει μείνει χήρος μετά από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του, Άννας, από ένα ατύχημα.
Δέκα χρόνια που προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια. Οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν ιδανικές και η Άννα μια γυναίκα με ποιητικό ταλέντο και πολλά άλλα χαρίσματα.
Δέκα χρόνια που ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να ζει την καθημερινότητά του, καλύπτοντας τη μοναξιά του με περιστασιακές και επιδερμικές σχέσεις, με τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, με τη συγγραφή ενός ακόμα βιβλίου. Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το σπίτι του -ο κήπος έχει ξεραθεί, μια οικιακή βοηθός έρχεται μια φορά την εβδομάδα και φροντίζει την καθαριότητα. Με δυο λόγια μια ζωή που δεν μπορεί να βρει τα νέα της πατήματα, που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατά μέτωπό αντιμετώπιση του γεγονότος πως το γήρας προελαύνει και ο θάνατος έχει ήδη παρουσιαστεί και έχει αφήσει τα ίχνη του.
Ένα εντελώς τυχαίο μικροατύχημα, θα κάνει τον Μπαουμγκάρτνερ να αποφασίσει πως με κάποιον τρόπο πρέπει να αντιδράσει. Αλλά όταν έχεις περάσει τα εβδομήντα η αντίδρασή σου το πιθανότερο να σε οδηγεί σε μια επανεξέταση όλου του βίου σου. Όμως μνήμη της ζωής είναι εκείνη που στέκεται απέναντι στη λήθη του θανάτου και πόσο άραγε αποτελεσματικά;
«Συλλογίζεται μανάδες και πατεράδες που θρηνούν τα νεκρά παιδιά τους, παιδιά που θρηνούν τους νεκρούς γονείς τους, γυναίκες που θρηνούν τους νεκρούς άντρες τους, άντρες που θρηνούν τις νεκρές γυναίκες τους και πόσο βαθιά ομοιάζει η οδύνη τους με τα επακόλουθα ενός ακρωτηριασμού, γιατί το πόδι ή το χέρι που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα ζωντανό σώμα και το άτομο που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα άλλο ζωντανό άτομο, και, όταν είσαι εσύ αυτός που συνεχίζει να ζει, διαπιστώνεις ότι το ακρωτηριασμένο κομμάτι σου, το μέλος φάντασμα του εαυτού σου, μπορεί να συνεχίσει να είναι η πηγή ενός βαθύτατου, βέβηλου πόνου. Ορισμένες θεραπείες μπορούν ενίοτε να απαλύνουν τα συμπτώματα, μα δεν υπάρχει απόλυτη γιατρειά»
Αλλά ακόμα κι αν η απόλυτη γιατρειά δεν μπορεί να υπάρξει, η προσπάθεια να γλυκάνεις τον πόνο σου παρουσιάζεται σχεδόν με αυτόματο μηχανισμό επιβίωσης σου. Και έτσι ο Μπαουμγκάρτνερ ολοκληρώνει το νέο του βιβλίο, ενώ τολμά να ξεφυλλίσει τα αρχεία της Άννας και να ξεκινήσει στη συνέχεια μια αναδρομή στο παρελθόν της σχέσης τους, αλλά και στο παρελθόν της δικής του οικογένειας.
Όταν όσοι έζησαν στο παρελθόν εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, μπορούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως η λήθη δεν θα αγγίξει και εμάς… Τουλάχιστον κερδίζουμε χρόνο.
Και ο Μπαουμγκάρτνερ φαίνεται πως θα τον κερδίσει καθώς μια νέα παρουσία θα μπει στη ζωή του -μια νέα γυναίκα, όχι ως υποκατάστατο της συντρόφου του, αλλά ως ένα άτομο που μπορεί να μεταφέρει τη μνήμη σε μια επόμενη γενιά.
Έτσι θα γίνει;
Ο Πόλ Όστερ δείχνει να το αμφισβητεί.
Οι τελευταίες φράσεις του έργου είναι: «Και έτσι, με τον άνεμο στο πρόσωπό του και το αίμα να τρέχει ακόμα από την πληγή στο μέτωπό του, ο ήρωάς μας ξεκινάει προς αναζήτηση βοήθειας και, όταν φτάνει στο πρώτο σπίτι και χτυπάει την πόρτα, το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του Σ. Τ. Μπαουμγκάρτνερ αρχίζει».
Ο Πόλ Όστερ δεν θέλησε να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της δική του ζωής. Ίσως γιατί αξία έχει η πορεία από το χθες προς το σήμερα. Κι άλλωστε ο συγγραφέας μπορεί να γνωρίζει πως θα φύγει, μα ελπίζει ο αναγνώστης του να μην αποφασίσει να διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο όλου του έργου του.
Έργο βαθιάς περισυλλογής, αποστασιοποιημένο από την όποια έκφραση θρήνου, γραμμένο με μια ποικιλία τεχνικών αφήγησης -συχνά υποκύπτει στη φλυαρία αναζητώντας περισσότερο χώρο ύπαρξης, ενώ άλλοτε πάλι ενσωματώνει στην μυθιστορηματική του οντότητα και πλέον σύντομες αφηγήσεις διηγηματικής δομής.
Συνετή και αποτελεσματική η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
(700 λέξεις)
https://www.literature.gr/mpaoymgkartner-paul-auster/
1.11.24
Η Κατερίνα Ζαμαρία στο diastixo.gr για Τα Δώρα
Όταν είμαι –ή θέλω να είμαι– αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά.
Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.
Κι όμως, τελικά... Τίποτε από εμένα δε φαίνεται.
Έτσι συστήνεται ο Μάνος Κοντολέων στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Με το τελευταίο παιδικό του βιβλίο, όμως, αφήνει μια μικρή χαραμάδα για να φανεί κάτι από εκείνον, προκειμένου οι αναγνώστες να γνωρίσουν ακόμα καλύτερα έναν από τους πολυγραφότερους και επιδραστικότερους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για παιδιά – και όχι μόνον.
Πριν από 15 χρόνια ο Κοντολέων έγραψε τα Πολύτιμα δώρα, ένα βιβλίο που προσεγγίζει το είδος του παραμυθιού, προσδίδοντας σε αυτό πολλά επίπεδα ανάγνωσης για ένα κοινό διαφορετικών ηλικιών και απαιτήσεων (Α. Γιαννικοπούλου), αλλά και με τον ανάλογο μαγικό ρεαλισμό και την ποιητική που διέπουν τα κείμενά του (Γ. Παπαδάτος). Με αφορμή εκείνο το βιβλίο του, σε συνέντευξή του στα Επίκαιρα (11/12/2009), είχε δηλώσει: «Μπορεί ακόμα να διαβαστούν τα τρία αυτά κείμενα και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας μου, αυτά που μου δώσανε οι γονείς μου είναι τα διαμάντια, όσα εγώ μόνος μου κατάφερα να δημιουργήσω είναι τα μαργαριτάρια, όλα όσα προσφέρω σε εκείνους που με αγαπούν και αγαπάω είναι τα σμαράγδια. […] Ξαφνιάζονται πολλοί πώς γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να γράφει τόσο διαφορετικά πράγματα σχετικά με την ηλικία των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Μα είναι τόσο απλό. Υπήρξαμε όλοι παιδιά και έφηβοι. Φτάνει να θελήσουμε να συνομιλήσουμε με τους τοτινούς εαυτούς μας. Φτάνει να έχεις το θάρρος να επιστρέφεις σε ηλικίες που ήξερες να μη φοβάσαι τα όνειρα».
Λέγεται πως η «πατρίδα» του καθενός είναι η παιδική του ηλικία. Ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα θα μοιραστεί με τους μικρούς του αναγνώστες εμπειρίες από τη δική του «πατρίδα». Στο νέο βιβλίο του, ως ένα είδος αυτοβιογραφίας, αποκαλύπτεται ο συγγραφέας Κοντολέων. Με λογοτεχνικούς όρους, Τα δώρα είναι ένα βιβλίο στο οποίο διακρίνει κάποιος στοιχεία αυτοαναφορικότητας, της διαδικασίας δηλαδή που υιοθετεί ένας δημιουργός προκειμένου να αποκαλύψει την τεχνική του, τα εκφραστικά του μέσα, τις ιδέες του ή τον εαυτό του ως λογοτέχνη.
Ο μικρός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μάρκος, εμφανώς είναι η persona του συγγραφέα. Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ενήλικος αφηγητής θα βάλει τον αναγνώστη στο δωμάτιο του συγγραφέα, εκεί που γεννιούνται οι ιστορίες, προσπαθώντας να απαντήσει στο διαχρονικό ερώτημα μικρών και μεγάλων αναγνωστών, αλλά και θεωρητικών της λογοτεχνίας: «Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας;»
Ο Μάρκος, έντεκα περίπου χρονών, «μοναχοπαίδι – πάει να πει η μοναξιά του στο σπίτι βαριά. Κανένας φίλος μέσα στα δωμάτια». Ώσπου «μια μέρα στον κήπο ο Μάρκος βρήκε ένα νιογέννητο γατί – ίδιο τιγράκι έμοιαζε. Τα μάτια του – όταν μετά από λίγο καιρό θα τα άνοιγε […] “θυμίζουν νεφρίτη” είπε η μητέρα, κι όπως ήταν θηλυκό, ο Μάρκος το βάφτισε Νεφερτίτη».
Πάει πια η μοναξιά! Μαζί άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο. Ο κήπος, τα δέντρα, η γειτονιά γίνονται πεδίο ανακαλύψεων. Κι όταν γυρνούν στο σπίτι «ξεφυλλίζανε τις περιπέτειες του Μικρού Πρίγκιπα. Μαζί διαβάζανε τις ιστορίες που ενώνανε τα πλάσματα του κόσμου». Μοιράζονται τα πάντα, ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως το μικρό γατάκι θα αρρωστήσει. Και κάποιο πρωί θα έρθει η ώρα του μεγάλου αποχαιρετισμού. Το ίδιο κιόλας απόγευμα ο Μάρκος «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε… και κατάλαβε πως μια ολάκερη ζωή θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι τού είχε κάνει».
Ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί μία από εκείνες τις περιπτώσεις δημιουργών που, άσχετα με το ηλικιακό κοινό στο οποίο απευθύνεται, δημιουργεί άρτιες ιστορίες – νοηματικά, εκφραστικά, υφολογικά. Εν προκειμένω, με λόγο μεστό και ακριβόλογο, στον οποίο δεν περισσεύει ούτε λέξη, με μια αφηγηματική φωνή που γνωρίζει ότι απευθύνεται σε κοινό από τεσσάρων ετών και πάνω, με ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα. Για τη μοναξιά και τη φιλία, για τα όνειρα και τον χρόνο που περνά, για τους φόβους, τον πόνο, την ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη, τη δημιουργία.
Στο τέλος του βιβλίου, ο Κοντολέων παραθέτει τα αποκόμματα από το περιοδικό Διάπλαση, εκεί που φιλοξενήθηκε τον Μάιο του 1960 η ιστορία του γατούλη Ποκοπίκου. Η ιστορία που υπήρξε το βάπτισμά του στη συγγραφική κολυμπήθρα. Η ιστορία που ξαναπλάθει (όχι πια με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ, αλλά ως Μάρκος/Μάνος) για να τη μοιραστεί μαζί μας. Κυρίως, όμως, για να πει πώς μια απόπειρα γραφής μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Αλλά και τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να μοιραστεί μια ιστορία του με όλους τους άλλους. Γιατί αυτά είναι τα δώρα που έκανε το μικρό γατάκι στον Μάρκο.
Mε ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από εκείνους τους συγγραφείς που συνεχώς δοκιμάζουν τα λογοτεχνικά τους όρια. Έχοντας κερδίσει πλήθος διακρίσεων (μόνο το 2024, για το εφηβικό του βιβλίο Ποτέ πιο πριν τιμήθηκε με το Βραβείο του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ και το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης, ενώ αναγράφηκε και στη στήλη των White Ravens), έχοντας διαγράψει μια μεγάλη πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας, με τούτο το βιβλίο είναι σαν να ρίχνει ένα βλέμμα πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που έπιασε το νήμα της γραφής, που τόσο γερά κρατά. Τότε που «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε…». Και που συνεχίζει να γράφει.
Κι επειδή οι πραγματικά καλές ιστορίες για παιδιά, με έναν μαγικό τρόπο, έχουν τη δύναμη να «συνομιλούν» και με το ενήλικο κοινό, Τα δώρα αποτελούν ένα κείμενο που καταδεικνύει όλα τα υλικά που οδηγούν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Με πρώτο και καλύτερο την ικανότητα του δημιουργού να ξεφεύγει από τον μικρόκοσμό του, την ικανότητα να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Να μετουσιώνει στιγμές, γεγονότα, συναισθήματα, ανάγκες σε λέξεις. Και να τις κάνει ιστορίες. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον Τελευταίο μεγιστάνα γράφει πως «αυτό για το οποίο ντρέπονται οι άνθρωποι γίνεται μια καλή ιστορία». Στο βιβλίο του Κοντολέων θα ανακαλύψουμε μια πλειάδα υλικών που οδηγούν σε μια καλή ιστορία. Κι αν το μικρό γατάκι έκανε στον Μάρκο/Μάνο το δώρο της γραφής, ο Μάνος/Μάρκος μάς χαρίζει ως αντίδωρο ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο.
Σε αγαστή συνεργασία με το κείμενο, οι εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη. Το βιβλίο πολλά χρωστάει στις εικόνες της, που με μια πανδαισία χρωμάτων μάς ξεναγούν σε έναν κόσμο ενήλικης παιδικότητας. Η Καμπέρη εικονογραφεί με τον δικό της, ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο πια, τρόπο. Με εικόνες που ξεχωρίζουν για την παιδικότροπη προσέγγιση της ιστορίας, με εύρος στη χρωματική της παλέτα, με εικόνες που σηματοδοτούν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, αλλά και τη συμπληρώνουν. Εξαιρετικό εύρημα ο τρόπος που ενσωμάτωσε μέσα στις εικόνες τις επιλεγμένες από τον συγγραφέα λέξεις, με τις οποίες μας ξεναγεί σε καίριες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Με κεφαλαιογράμματη γραφή, η Ιφιγένεια Καμπέρη θα αναδείξει αυτές τις λέξεις που εμπεριέχουν τη διττή λειτουργία της λογοτεχνίας. Η μοναξιά και η φιλία, τα όνειρα και ο χρόνος που περνά, ο φόβος, ο πόνος, η ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, η μνήμη, η δημιουργία, δεν είναι μόνο η πηγή μέσα στην οποία βουτά την πένα του ο συγγραφέας. Είναι κι όλα αυτά μέσα στα οποία αναγνωρίζει ή αναζητά κι ο αναγνώστης ένα μέρος της δικής του ταυτότητας. Η οπτική αφήγηση της Καμπέρη ακολουθεί βήμα-βήμα την κειμενική του Κοντολέων, δημιουργώντας μια σχέση λογικής αλληλουχίας, νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα πηγαίνοντας την ιστορία ένα βήμα παρακάτω.
«Έζησα μέσα στα βιβλία. Τα αγάπησα και με αγαπήσανε. Ό,τι πιο δικό μου, ό,τι πιο πολύτιμο, σε βιβλία το βρήκα, σε βιβλία το έχω κρύψει», είχε δηλώσει παλιότερα ο Μάνος Κοντολέων. Αυτά «τα πολύτιμα» είναι οι τροφοδότες του έργου του αλλά και «τα δώρα» του στους αναγνώστες.
Κατερίνα Ζαμαρία 01 Νοεμβρίου 2024
Diastixo.gr
30.10.24
Ο Μάρκος τα λέει όλα στο Fractal
«Ένας ήρωας εντελώς εντεταγμένος μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής»
Ο Μάνος Κοντολέων έχει πολλάκις αποδείξει ότι μπορεί να προσαρμόζει εξαιρετικά εύστοχα κάθε νέα συγγραφική του δουλειά στα προβληματισμούς των νέων της εκάστοτε εποχής. Πράγματι, από τότε που εμείς ήμασταν έφηβοι και διαβάζαμε μετά μανίας βιβλία του όπως «Το ταξίδι που σκοτώνει» ή το «Γεύση πικραμύγδαλου», πολλά έχουν αλλάξει για τους σημερινούς νέους-πολλά άλλα όμως, όπως τα ναρκωτικά ή οι νεανικοί έρωτες, θέματα των παραπάνω βιβλίων, έχουν παραμείνει ψηλά στη λίστα σχετικά με τους προβληματισμούς των νέων τότε, αλλά και σήμερα.
Παράλληλα, επομένως, με τα πονήματα που εξέδωσε τελευταία για τους ενήλικες, με θεματική σχετική με την Ελληνική Μυθολογία, ο Κοντολέων συνεχίζει να παρευρίσκεται στον χώρο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, γράφοντας αυτή τη φορά ένα πόνημα το οποίο βρίσκεται εξαιρετικά κοντά στον τρόπο σκέψης και τους προβληματισμούς των σύγχρονων νέων.
Τί θα σκεφτόταν άραγε ένα παιδί που φοιτά στην πρώτη τάξη του γυμνασίου; Πού θα έγραφε τις σκέψεις του; Ποια θα ήταν τα θέλω του, ο κόσμος του; Τί θα το ενοχλούσε και τί θα του άρεσε στη σημερινή κοινωνία μας και στην οικογένειά του; Ποιες θα ήταν οι εμπειρίες του;
Όλα τα παραπάνω φιλοδοξεί να καταγράψει ο Κοντολέων μέσω του Μάρκου, ενός συμπαθέστατου μαθητή της πρώτης γυμνασίου που καταγράφει τις καθημερινές εμπειρίες του όχι σε ημερολόγιο, αλλά σε ένα blog στον υπολογιστή. Διότι φυσικά σήμερα ελάχιστα παιδιά θα κρατούσαν ένα παραδοσιακού τύπου ημερολόγιο, πολλά όμως θα κατέγραφαν ευχαρίστως τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους στον υπολογιστή.
Blogger, follower, Netflix, wi fi, podcast, Y tube, videogeames, tablet, viber, grimy post, looser και άλλοι πολλοί τέτοιοι όροι συναντώνται μέσα στο βιβλίο του Κοντολέων, που δημιουργεί έναν ήρωα εντελώς εντεταγμένο μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το πόνημά του είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστο ακόμη και από παιδιά που δεν έχουν επαφή με τα βιβλία. Το εν λόγω πόνημα, επομένως, αποτελεί την καλύτερη πρόταση για να αρχίσει ένα παιδί το διάβασμα, ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει ποτέ του.
Η αφήγηση που αφορά τις εμπειρίες του Μάρκου είναι δοσμένη με άφθονο χιούμορ και εντελώς προσαρμοσμένη στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ένα δωδεκάχρονο παιδί. Πρόκειται για αφήγηση που εστιάζει σε ευτράπελα γεγονότα που αφορούν την καθημερινότητα μιας σημερινής ελληνικής οικογένειας. Πρωταγωνιστής είναι φυσικά ο Μάρκος, ο μικρότερος αδελφός του ο Νέστορας, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, ακόμη και ο γάτος της οικογένειας ο Σιλβέστρος. Ο παππούς που έχει τελειώσει τη Φιλοσοφική-είναι συνταξιούχος καθηγητής Φιλοσοφίας- και μιλά στην καθαρεύουσα αποτελεί τη φωνή από το παρελθόν που αποπειράται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
Το βιβλίο αυτό, επομένως, πιο σύγχρονο από ποτέ, δεν καταρρίπτει τους δεσμούς με το παρελθόν. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεν το καθημερινό, απλό λεξιλόγιο που είναι απολύτως κατανοητό στα παιδιά, αλλά δεν διστάζει να προσθέσει και κάποιες λόγιες πινελιές που αποσκοπούν στο να μάθουν κάτι παραπάνω στο παιδί με εύληπτο και προσιτό τρόπο, δίχως όμως ίχνος διδακτισμού. Δεν είναι επίσης κακή ιδέα να διαβάσουν και οι ενήλικες το πόνημα αυτό προκειμένου να κατανοήσουν τον τρόπο σκέψης ενός δωδεκάχρονου. Συμπεραίνουμε, επομένως, πως ο κύριος Κοντολέων παραμένει παιδί βαθιά μέσα του, εφόσον μπορεί να ανατέμνει την παιδική ψυχολογία με τόσο επιτυχημένο τρόπο!
Λεύκη Σαραντινού
https://www.fractalart.gr/o-markos-ta-leei-ola/
28.10.24
Μαρίζα Ντεκάστρο "2194 ημέρες πολέμου"
Σκέψεις με την ευκαιρία ανάγνωσης ενός βιβλίου γνώσεων
Μαρίζα Ντεκάστρο
«2194 ημέρες πολέμου / 1 Σεπτεμβρίου 1939 -2 Σεπτεμβρίου 1945»
Εικόνες Αχιλλέας Ραζής
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Το ηλιόλουστο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ξεκίνησα για τον καθιερωμένο περίπατό μου στους ήσυχους δρόμους του προαστείου όπου κατοικώ. Περπατούσα ενώ παράλληλα με το ακουστικό στο αυτί μου άκουγα μια εκπομπή στο ραδιόφωνο αφιερωμένη στην επέτειο της μέρας.
Ζεστή και πολυποίκιλη εκπομπή-με τραγούδια της εποχής που άλλα από αυτά αφορούσαν το Αλβανικό Μέτωπο, άλλα που είχαν να κάνουν με την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Και παράλληλα σχολιασμοί που υπεύθυνου της εκπομπής -αναγνώσεις από μαρτυρίες ανθρώπων που ζήσανε την έναρξη του πολέμου, αποσπάσματα από δημοσιεύματα του τύπου.
Περπατούσα, σιγομουρμούριζα τα τραγούδια της Βέμπο, ονειροπολούσα με τη φωνή της Δανάης -έχω γεννηθεί μετά το τέλος του Β’ παγκόσμιου Πολέμου, αλλά τα πρώτα μου ακούσματα, ακόμα και οι σχετικές αναμνήσεις της εφηβείας μου είναι σε ένα μεγάλο βαθμό σφραγισμένα από τα όσα είχαν συμβεί κάπου κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου της δεκαετίας ’35 –’45.
Μπορεί να μην είχα -εγώ και οι συνομήλικοί μου- ζήσει οι ίδιοι όλα εκείνα τα συμβάντα, αλλά οι αφηγήσεις των γονιών μας μας τα είχαν κάνει γνωστά.
Κι ενώ περπατούσα, σκέφτηκα πως σε κοντά δυο μήνες, θα έχουμε μπει σε μια νέα χρονιά και από το 1945 που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει μέχρι το 2025 που καταφθάνει συμπληρώνονται 80 χρόνια. Που σημαίνει πως τα σημερινά παιδιά είναι πάνω κάτω η τέταρτη γενιά μετά από εκείνη που ζούσε το 1945.
Σε αυτά τα παιδιά -τους ενήλικες της αυριανής μέρας- τι μπορεί να σημαίνει η Άννα Καλουτά που ερμήνευε τον ‘Τσολιά’ ή η Βέμπο όταν τραγουδούσε το ‘Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, μα και το τόσο ρομαντικό ‘Αγκαλιά εγώ κι εσύ’.
Τί μπορεί να σημαίνει -προχώρησε ανεξέλεγκτα η σκέψη- το Περλ Χάμπορ, η απόβαση στη Νορμανδία, η Δίκη της Νυρεμβέργης, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι* πόσο γνωρίζουν -έστω και σαν όνομα- πέρα από τον Χίτλερ και τον Τσώρτσιλ, το ποιος ήταν ο Ρόμελ, ο Μοντγκόμερυ, ο Στάλιν, ο δικός μας Μεταξάς, μα και ο Τσολάκογλου* το ανδραγάθημα των Γλέζου και Σάντα* και τη συμφωνία της Γιάλτας, όπως βέβαια και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή το γιατί -σε όσους ζούνε στην Καλλιθέα- μια πλατεία εκεί τη λένε Πλατεία Δαβάκη;
Τα 80 χρόνια έχουν πλέον εξαφανίσει της προσωπικές μνήμες που μέσα στην οικογένεια και στα σοκάκια της γειτονιάς παίρνανε τη μορφή αφηγήσεων. Όλα αυτά είναι πλέον Ιστορία.
Μα την Ιστορία τη διδάσκουμε… Και όλοι γνωρίζουμε πόσο άνευρα, άψυχα και επιλεγμένα η Ιστορία διδάσκεται στους νέους.
Λυπάμαι, αλλά πρέπει να εκφράσω την άποψή μου πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει καταφέρει -ίσως και να μην θέλει- να μετατρέψει μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας το ιστορικό παρελθόν σε βιωμένη γνώση.
Αυτές ήταν οι σκέψεις μου καθώς ολοκλήρωνα τον περίπατό μου το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου και σε λίγο, μέσα στο γραφείο μου, πήρα να διαβάζω το πλέον πρόσφατο βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο «2194 ημέρες πολέμου / 1 Σεπτεμβρίου 1939 -2 Σεπτεμβρίου 1945».
Βιβλίο για μεγάλα παιδιά που εντάσσεται στην κατηγορία Βιβλία Γνώσεων. Στην κατηγορία αυτή των βιβλίων η Μαρίζα Ντεκάστρο έχει να δείξει μια σημαντική όσο και ιδιαιτέρως εκτιμηθήσα συγγραφική πορεία. Τα βιβλία γνώσεων που έχει γράψει απλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών (ιστορικών, επιστημονικών, κοινωνικών, οικονομικών κ.α)
Και όπως όλα τα προηγούμενα έτσι και αυτό το τελευταίο διακρίνεται από την αισθητική του τελειότητα (μεγάλη στο τομέα αυτό η συμβολή των εικόνων του ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή), τις τεκμηριωμένες πληροφορίες και κυρίως την εμπεδωμένη γνώση του πως μεταφέρεται μια πληροφορία σε ένα παιδί.
Η Ντεκάστρο βλέπει την Ιστορία ως ένα ολοκληρωμένο παζλ μικρότερων ιστοριών. Κι έτσι δίπλα στην αναφορά των γεγονότων, πλάι στην παρουσίαση των κεντρικών πρωταγωνιστών του Β’ παγκοσμίου Πολέμου, φροντίζει να στήσει τα συναισθήματα, τις μαρτυρίες απλών ανθρώπων. Γιατί τελικά είναι λάθος να μαθαίνει κανείς σε ένα παιδί πως το παρελθόν έχει σχηματισθεί μόνο από τις αποφάσεις εκείνων που καταγράφουν τα λεξικά ή βλέπουμε τα ονόματά τους σε οδούς και πλατείες. Συμμετοχή στα ιστορικά γεγονότα έχουμε όλοι μας -συμμετέχοντας ή όχι σε πράξεις* αντιδρώντας ή εκφράζοντας τις θέσεις μας.
Τελικά η Δημοκρατία -με όποια παραλλαγή κι αν έχει μέχρι σήμερα παρουσιαστεί- είναι και πρέπει να είναι πάντα μια συμμετοχική διαδικασία, όπως επίσης και μια αναλογική συνυπευθυνότητα. .
Γιατί δημοκρατία υπάρχει όπου υπάρχει και δηλώνει το παρών του ο πολίτης.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό νομίζω πως πρέπει να διαβάζεται και αυτό το βιβλίο. Στην ουσία είναι μια εύστοχή και αποτελεσματική ευκαιρία να ανακαλύψουν τα σημερινά παιδιά και έφηβοι αυτά που έχουν διαμορφώσει στο παρόν και θα διαμορφώσουν το μέλλον του.
Τα βιβλία γνώσεων είναι ευκαιρίες επικοινωνίας ενηλίκων με ανήλικους. Και μέσα στην οικογένεια και μέσα στις τάξεις.
Οι συγγραφείς και οι εκδότες τα τελευταία χρόνια έχουν γράψει και εκδώσει ιδιαιτέρως σημαντικά βιβλία γνώσεων. Οπότε είναι πλέον στην ευθύνη των γονιών να τα φέρουν μέσα στο σπίτι τους και να τα συζητήσουν μαζί με τα παιδιά τους.
Μα επίσης ευθύνη -γιατί όχι και υποχρέωση;- της Πολιτείας αυτά τα βιβλία να τα προωθήσει μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και να εντάξει την ανάγνωση και των σχολιασμό τους μέσα στα σχολικά προγράμματα.
Η πλουραλιστική γνώση του χτες είναι βασική προϋπόθεση για η δημιουργία ενός υγειούς μέλλοντος.
Και τα βιβλία γνώσεων για παιδιά μπορούν να έχουν σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια δημιουργία.
(890 λέξεις)
https://slpress.gr/politismos/2194-imeres-polemou-ta-paidia-mathainoun-gia-ton-v-pagkosmio-polemo/
24.10.24
Η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου για τα δυο πρόσφατα βιβλία μου
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ «Ο Μάρκος τα λέει …όλα!» και «Τα δώρα», εκδόσεις Πατάκη
Πριν λίγες μέρες έλαβα με το ταχυδρομείο δυο εκπληκτικά βιβλία του Μάνος ΚοντολέωνΜάνου Κοντολέων. Πρώτο κατέφθασε «Ο Μάρκος τα λέει …όλα!». Ένα εξαιρετικό βιβλίο, γεμάτο δράση, χιούμορ, περιπέτεια, αγωνία που κυριαρχούν σ’ ένα σπίτι χάρη στα δυο αγόρια με διαφορετικό χαρακτήρα που φέρνουν τα πάνω κάτω σε όλη τη διευρυμένη οικογένεια, γονείς και παππούδες.
Ο Μάνος Κοντολέων, άριστος γνώστης της παιδικής ψυχολογίας (μας το έχει δείξει ήδη εδώ και πολλά χρόνια με τον «Αδερφό της Ασπασίας» και τις συνέχειές του), καθώς και άριστος τεχνίτης της γλώσσας ασχολείται με την καθημερινή ζωή των δυο αυτών παιδιών σε ένα σύγχρονο τεχνολογικά περιβάλλον, ιδιαίτερα θελκτικό για το σημερινό μικρό αναγνώστη. Το βιβλίο αυτό «γράφεται» από τον Μάρκο, τον μεγάλο αδερφό που πάει στην α΄Γυμνασίου, στο προσωπικό του blog. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα σύγχρονο ημερολόγιο γεμάτο γεγονότα και περιπέτειες, που αποκαλύπτουν στοιχεία της πραγματικής ζωής που πολλά παιδιά αναγνώστες αναγνωρίζουν στο δικό τους σπίτι. Η παιδική ματιά, κυρίαρχη, δεν αφήνει περιθώρια για διδακτισμούς, αντίθετα προωθεί την παιδική πρωτοβουλία και συμβάλλει στην παρουσίαση παιδιών ανεξάρτητων, με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, με προωπικότητα, τα οποία, παρά την παιδικότητά τους, εμφανίζουν σημάδια ωριμότητας που θα ζήλευαν και ενήλικοι. Η εικονογράφηση της Τέτης Σώλου με τα χαρακτηριστικά σκίτσα της αποτυπώνει στιγμές της καθημερινότητας της οικογένειας και ζωντανεύει με τις εκφράσεις των προσώπων τον χαρακτήρα των ηρώων.
Τον Μάρκο, λοιπόν, δεν πρόλαβα να τον απολαύσω καλά -καλά και να σου εμφανίζεται όχι ο ίδιος, αλλά πάντως ένας εντεκάχρονος Μάρκος (τυχαίο;) που κυριαρχεί στο βιβλίο του Κοντολέων «Τα δώρα». Ο τίτλος, προτού ανοίξω το βιβλίο, με παρέπεμπε στα «Πολύτιμα δώρα», ιδιαίτερο από κάθε άποψη παλαιότερο βιβλίο του Μάνου. Μόλις άνοιξα το βιβλίο, το διάβασα απνευστί μέσα σε λίγη ώρα και σκέφτηκα: Αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να λείπει από κανένα σχολείο, όχι μόνο από το δημοτικό, στα παιδιά του οποίου κυρίως απευθύνεται, αλλά και από το Γυμνάσιο, καθώς και από τα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων όπου διδάσκεται η Παιδική Λογοτεχνία. Ο Μάρκος ως Μάνος -φανερή persona του συγγραφέα - πρωταγωνιστεί στην αφήγηση που πηγάζει από το πρώτο δημοσίευμα του συγγραφέα: «Στο μικρό μου γατάκι», δημοσιευμένο στη «Διάπλαση των παίδων». Στο παιδικό βιβλίο "Τα δώρα" με θέμα τη μοναξιά ενός μικρού παιδιού η παρέα με το μικρό γατάκι στάθηκε η αφορμή ο Μάρκος να ωριμάσει και να μπορεί να αντιμετωπίζει καταστάσεις, όπως η συντροφικότητα, όνειρα,οι φόβοι η αρρώστια και ο θάνατος.
Το κυριότερο όμως σημείο του αφηγήματος είναι αυτό όπου από τη μοναξιά μεταβαίνει στη δημιουργία. Είναι αυτό το δεύτερο θέμα για το οποίο θέλησε να μιλήσει ο Κοντολέων. Οι τελευταίες φράσεις του κειμένου το ομολογούν : «Μια ολάκερη ζωή – τόσο θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι του είχε κάνει. Του είχε προσφέρει την πρώτη του ιστορία. Τον είχε κάνει συγγραφέα». Με αυτά τα απλά λόγια μιλά ο Μάνος Κοντολέων στο μικρό παιδί με τρόπο άμεσα αντιληπτό για το πως γίνεται κανείς συγγραφέας, θέμα που έχει απασχολήσει όχι μόνο συγγραφείς αλλά και θεωρητικούς και μελετητές, παγκοσμίως. Η συμπερίληψη στο βιβλίο των πρώτων δημοσιευμάτων του Μάνου Κοντολέων είναι η απτή απόδειξη ότι η μοναξιά του μικρού Μάνου Κοντολέων μέσα από τη ζωή του με το γατάκι και τα όσα αυτό του πρόσφερε ήταν το κίνητρο για να ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της συγγραφής. Η εικονογράφηση του βιβλίου από την Ιφιγένεια Καμπέρη συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της ιστορίας.
Μη γελιόμαστε όμως. Τα δώρα των εμπειριών των παιδικών του χρόνων δεν θα ήταν ικανά να τον αναδείξουν σε έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας άλλά της λογοτεχνίας γενικώς, αν δεν συνοδεύονταν από το ταλέντο, τη θεωρητική γνώση, την αγάπη για τη λογοτεχνία ελληνική και ξένη, τη ματιά στη ζωή και στην κοινωνία που στάθηκαν οι τροφοδότες του έργου του.
Αγαπητέ μου Μάνο, συνέχισε με το ίδιο όραμα για τη γραφή και την ίδια αγάπη για τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεσαι!
23.10.24
20.10.24
Λέσχη Ανάγνωσης Νεανικής και Cross Over Λογοτεχνίας
Πολλαπλά δυναμική η παρουσία του Μάνου Κοντολέων στο χώρο του βιβλίου.
Συγγραφέας πολλών βιβλίων για παιδιά και εφήβους, δημιουργούς επίσης πολλών μυθιστορημάτων για ενήλικες αναγνώστες, συνεργάτης εφημερίδων, περιοδικών και ιστοτόπων όπου δημοσιεύει κριτικές του για βιβλία ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές με Κρατικό Βραβείο, όπως και με πολλά άλλα σημαντικά βραβεία και διακρίσεις, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Ρουμανία και στην Ταϊλάνδη.
Παράλληλα υπήρξε από τους πρώτους που δραστηριοποιήθηκε και στον τομέα της διοργάνωσης Λεσχών Ανάγνωσης.
Για πάρα πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνος της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Λασκαρίδη, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Δήμου Πειραιά και του Βιβλιοπωλείου Ιανός.
Ο Μάνος Κοντολέων τόσο με ένα μεγάλο αριθμό δικών του βιβλίων, όσο και με ποικίλους άλλους τρόπους έχει εκφράσει την αγάπη και την εκτίμησή του προς τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Ήταν άλλωστε αυτός που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημιούργησε τη σειρά ‘Παρουσίες’ των Εκδόσεων Πατάκη -μια σειρά τομή στο χώρο της ποιοτικής λογοτεχνίας που απευθύνεται σε ένα ηλικιακά ευρύτερο κοινό.
Ήταν εκείνος που καθιέρωσε τον όρο ‘Λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες’ και που σήμερα πλέον είναι γνωστή ως ‘Λογοτεχνία Cross Over”.
Πρόκειται για εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που, αν και στηρίζονται σε θέματα που αφορούν τον έφηβο (μερικές φορές ακόμα και ένα παιδί), εντούτοις με τη γλωσσική τους ενσάρκωση και τον εσωτερικό φωτισμό του θέματός τους, μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον και ενός ενήλικου αναγνώστη.
Λογικό, λοιπόν, τόσο ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων, όσο και οι Εκδόσεις Πατάκη που κι αυτές έχουν πρωταγωνιστήσει στην εδραίωση του καλού λογοτεχνικού βιβλία για νέους, να έχουν διευρύνει την έτσι κι αλλιώς επιτυχημένη συνεργασία τους, με τη δημιουργία μιας διαδικτυακής Λέσχης Ανάγνωσης Λογοτεχνίας crossover και μυθιστορημάτων για εφήβους και νέους που απευθύνεται όμως σε ενήλικους αναγνώστες οι οποίοι ποικιλοτρόπως ενδιαφέρονται να γνωρίζουν αυτό το είδος των λογοτεχνικών έργων
Εφέτος είναι η πέμπτη περίοδος λειτουργίας αυτής της Λέσχης και οι επιλογές του Μάνου Κοντολέων έχουν μια ιδιαίτερη αξία.
Θεωρώντας ο ίδιος πως ο καλός αναγνώστης δημιουργείται από την παιδική και κυρίως την εφηβική περίοδο της ζωής του, όπως επίσης πως θα πρέπει να γνωρίζει και έργα που έχουν γραφτεί στο παρελθόν, αποφάσισε την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2024 έως και τον Μάιο του 2024, η Λέσχη αυτή να είναι αφιερωμένη σε βιβλία συγγραφέων που εδραίωσαν κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης τη σύγχρονη μορφή της λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
Για την πληρέστερη προσέγγιση έργων και συγγραφέων, ζήτησε τη συνεργασία της Καθηγήτριας Παιδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Διευθύντριας του Μουσείου Παιδικής & Εφηβικής Λογοτεχνίας Τασούλας Τσιλιμένη.
Οι συγγραφείς που με έργα τους θα μας συντροφεύουν στα πλαίσια αυτής της Λέσχης Ανάγνωσης θα είναι οι: Βούλα Μάστορη, Γαλάτεια Σουρέλη, Παντελής Καλιότσος, Μάρω Λοίζου, Λότη Πέτροβιτς, Λίτσα Ψαραύτη και Αγγελική Βαρελλά.
Η επιστημονική γνώση του χώρου αυτού εκ μέρους της Τασούλας Τσιλιμένη και η πολύχρονη εμπειρία του Μάνου Κοντολέων εγγυόνται ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις και συζητήσεις που θα βοηθήσουν τους ενήλικους αναγνώστες / χρήστες μυθιστορημάτων για εφήβους και νέους να θυμηθούν μα και να γνωρίσουν πρόσωπα και έργα που διαμόρφωσαν το σημερινό λογοτεχνικό βιβλίο που θέλουμε να φτάνει στα χέρια των παιδιών μας.
Η συμμετοχή στις συναντήσεις της Λέσχης είναι δωρεάν και θα γίνονται μια φορά το μήνα.
Περισσότερες πληροφορίες μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να έχουν από το Τμήμα Εκδηλώσεων των Εκδόσεων Πατάκη (κ. Δικαίο Χατζηπλή, τη. 210365024)
(Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή 20/10/2024)
Subscribe to:
Posts (Atom)