7.11.24
Paul Auster «Μπαουμγκάρτνερ»
Έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση το να διαβάζει κανείς το τελευταίο έργο ενός συγγραφέα που έχει ήδη πεθάνει, καθώς υποψιάζεται ότι ο δημιουργός του κατά τη διάρκειά της συγγραφής του γνώριζε πως πλησίαζε ο θάνατός του.
Ο Πολ Όστερ πέθανε την Άνοιξη του 2024 από καρκίνο. Το μυθιστόρημά του «Μπαουμγκάρτνερ» είχε κυκλοφορήσει το 2023. Και είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την απώλεια, το γήρας, τον θάνατο.
Κεντρικός ήρωας ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σ. Μπαουμγκάρτνερ, που έχει πατήσει την όγδοη δεκαετία της ζωής του και εδώ και δέκα χρόνια έχει μείνει χήρος μετά από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του, Άννας, από ένα ατύχημα.
Δέκα χρόνια που προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια. Οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν ιδανικές και η Άννα μια γυναίκα με ποιητικό ταλέντο και πολλά άλλα χαρίσματα.
Δέκα χρόνια που ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να ζει την καθημερινότητά του, καλύπτοντας τη μοναξιά του με περιστασιακές και επιδερμικές σχέσεις, με τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, με τη συγγραφή ενός ακόμα βιβλίου. Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το σπίτι του -ο κήπος έχει ξεραθεί, μια οικιακή βοηθός έρχεται μια φορά την εβδομάδα και φροντίζει την καθαριότητα. Με δυο λόγια μια ζωή που δεν μπορεί να βρει τα νέα της πατήματα, που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατά μέτωπό αντιμετώπιση του γεγονότος πως το γήρας προελαύνει και ο θάνατος έχει ήδη παρουσιαστεί και έχει αφήσει τα ίχνη του.
Ένα εντελώς τυχαίο μικροατύχημα, θα κάνει τον Μπαουμγκάρτνερ να αποφασίσει πως με κάποιον τρόπο πρέπει να αντιδράσει. Αλλά όταν έχεις περάσει τα εβδομήντα η αντίδρασή σου το πιθανότερο να σε οδηγεί σε μια επανεξέταση όλου του βίου σου. Όμως μνήμη της ζωής είναι εκείνη που στέκεται απέναντι στη λήθη του θανάτου και πόσο άραγε αποτελεσματικά;
«Συλλογίζεται μανάδες και πατεράδες που θρηνούν τα νεκρά παιδιά τους, παιδιά που θρηνούν τους νεκρούς γονείς τους, γυναίκες που θρηνούν τους νεκρούς άντρες τους, άντρες που θρηνούν τις νεκρές γυναίκες τους και πόσο βαθιά ομοιάζει η οδύνη τους με τα επακόλουθα ενός ακρωτηριασμού, γιατί το πόδι ή το χέρι που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα ζωντανό σώμα και το άτομο που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα άλλο ζωντανό άτομο, και, όταν είσαι εσύ αυτός που συνεχίζει να ζει, διαπιστώνεις ότι το ακρωτηριασμένο κομμάτι σου, το μέλος φάντασμα του εαυτού σου, μπορεί να συνεχίσει να είναι η πηγή ενός βαθύτατου, βέβηλου πόνου. Ορισμένες θεραπείες μπορούν ενίοτε να απαλύνουν τα συμπτώματα, μα δεν υπάρχει απόλυτη γιατρειά»
Αλλά ακόμα κι αν η απόλυτη γιατρειά δεν μπορεί να υπάρξει, η προσπάθεια να γλυκάνεις τον πόνο σου παρουσιάζεται σχεδόν με αυτόματο μηχανισμό επιβίωσης σου. Και έτσι ο Μπαουμγκάρτνερ ολοκληρώνει το νέο του βιβλίο, ενώ τολμά να ξεφυλλίσει τα αρχεία της Άννας και να ξεκινήσει στη συνέχεια μια αναδρομή στο παρελθόν της σχέσης τους, αλλά και στο παρελθόν της δικής του οικογένειας.
Όταν όσοι έζησαν στο παρελθόν εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, μπορούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως η λήθη δεν θα αγγίξει και εμάς… Τουλάχιστον κερδίζουμε χρόνο.
Και ο Μπαουμγκάρτνερ φαίνεται πως θα τον κερδίσει καθώς μια νέα παρουσία θα μπει στη ζωή του -μια νέα γυναίκα, όχι ως υποκατάστατο της συντρόφου του, αλλά ως ένα άτομο που μπορεί να μεταφέρει τη μνήμη σε μια επόμενη γενιά.
Έτσι θα γίνει;
Ο Πόλ Όστερ δείχνει να το αμφισβητεί.
Οι τελευταίες φράσεις του έργου είναι: «Και έτσι, με τον άνεμο στο πρόσωπό του και το αίμα να τρέχει ακόμα από την πληγή στο μέτωπό του, ο ήρωάς μας ξεκινάει προς αναζήτηση βοήθειας και, όταν φτάνει στο πρώτο σπίτι και χτυπάει την πόρτα, το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του Σ. Τ. Μπαουμγκάρτνερ αρχίζει».
Ο Πόλ Όστερ δεν θέλησε να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της δική του ζωής. Ίσως γιατί αξία έχει η πορεία από το χθες προς το σήμερα. Κι άλλωστε ο συγγραφέας μπορεί να γνωρίζει πως θα φύγει, μα ελπίζει ο αναγνώστης του να μην αποφασίσει να διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο όλου του έργου του.
Έργο βαθιάς περισυλλογής, αποστασιοποιημένο από την όποια έκφραση θρήνου, γραμμένο με μια ποικιλία τεχνικών αφήγησης -συχνά υποκύπτει στη φλυαρία αναζητώντας περισσότερο χώρο ύπαρξης, ενώ άλλοτε πάλι ενσωματώνει στην μυθιστορηματική του οντότητα και πλέον σύντομες αφηγήσεις διηγηματικής δομής.
Συνετή και αποτελεσματική η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
(700 λέξεις)
https://www.literature.gr/mpaoymgkartner-paul-auster/
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment