13.11.22

Φραντζέσκο Ντ΄ Άνταμο "Ένα μαγικό πέρασμα"

 

Ο Ιεζεκιήλ είναι ένας ηλικιωμένος ψαράς που ζει ολομόναχος σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Σικελίας. Μόνος με τις αναμνήσεις του – αυτές του κρατάνε συντροφιά πλέον. Η αγαπημένη του γυναίκα έχει πεθάνει, μα εκείνος την αισθάνεται συνέχεια δίπλα του και συνομιλεί μαζί της. Ο γιος του έχει μεγαλώσει, σπούδασε, παντρεύτηκε, κάνει επιτυχημένη καριέρα στην Ελβετία, όπου ζει μαζί με τη γυναίκα του και τον γιο του, τον εγγονό του Ιεζεκιήλ, τον Τονίνο. Παππούς και εγγονός έχουν μόνο ελάχιστες φορές συναντηθεί, αλλά ο Ιεζεκιήλ τον έχει κι αυτόν συνέχεια συντροφιά του – το μικρό αγόρι μαζί με τον σκύλο του, τον Σπαγγέτι, τους μιλά, τους μαθαίνει τα μυστικά της θάλασσας.

 

 

Έτσι μοναχικά περνά τις μέρες του ο γερο-ψαράς, μέχρι που ένα χάραμα, καθώς κάνει τον πρωινό του περίπατο, βλέπει μια βάρκα με πρόσφυγες από τις απέναντι ακτές της Αφρικής να κινδυνεύει να πέσει πάνω στα βράχια και να διαλυθεί, καθώς εκείνο το χάραμα τα κύματα είναι πολύ άγρια. Ο Ιεζεκιήλ ειδοποιεί τους συγχωριανούς του, οι πρόσφυγες καταφέρνουν να βγουν σώοι στην ακτή και από εκεί να συνεχίσουν την πορεία τους προς το εσωτερικό της χώρας.

 

Στην παραλία έχει ξεχαστεί ένα παιδικό σακίδιο που μέσα του έχει μερικά μολύβια, ένα τετράδιο, μια οικογενειακή φωτογραφία, κάποια παιχνιδάκια. Κάποιο προσφυγόπουλο το ξέχασε, αλλά ο Ιεζεκιήλ αισθάνεται πως αυτό το σακίδιο που δεν ακολούθησε τον κάτοχό του πρέπει να επιστραφεί από εκεί που ξεκίνησε, να δοθεί στη μητέρα του παιδιού (το αγόρι το συνόδευε ένας άντρας) ως απόδειξη πως ο γιος της τα έχει καταφέρει, έχει επιβιώσει. Και ο Ιεζεκιήλ αποφασίζει, πέρα από κάθε λογική, να κάνει αυτό το ταξίδι με την παλιά του μαούνα, αυτή που για χρόνια πολλά τον συντρόφευε στα ψαρέματά του.

 

Αυτή με λίγες αράδες είναι η αρχή της ιστορίας που αφηγείται ο Ντ’ Αντάμο. Αλλά η συνέχεια ξαφνιάζει. Γιατί μέσα στην παλιά μαούνα ο γερο-ψαράς θα έχει συντροφιά τον εγγονό του και τον σκύλο του. Ένα ταξίδι που γίνεται, λοιπόν, όχι μόνο για να δώσει ευχάριστο μήνυμα σε μια μάνα, αλλά και ένα ταξίδι που θα έπρεπε να είχε πριν από χρόνια γίνει, ένα ταξίδι που θα στέριωνε τη σχέση παππού και εγγονού.

 

Η πραγματικότητα συνυπάρχει με τη φαντασία, στην ουσία η δεύτερη είναι εκείνη που οδηγεί την εξέλιξη των γεγονότων. Όλα τους πραγματικά, αλλά συναισθηματικά χρωματισμένα από την υλοποίηση ενός ονείρου. Η αποστολή θα είναι επιτυχής. Η μητέρα θα βρεθεί. Θα κλείσει μέσα στην αγκαλιά της το σακίδιο του γιου της. Οι τρεις ταξιδιώτες θα επιστρέψουν στην παραλία απ’ όπου ξεκίνησαν, αλλά τότε πλέον και πάλι ο Ιεζεκιήλ θα μείνει μόνος. Ο εγγονός και το σκυλί θα επιστρέψουν στον δικό τους κόσμο. Σε έναν κόσμο που δεν ανήκει σε έναν γερο-ψαρά. Αλλά σημασία θα έχει αυτό που ο ηλικιωμένος άνθρωπος έζησε, ή ίσως και να φαντάστηκε, πως είναι ικανός ακόμα να προσφέρει τη βοήθειά του στους άλλους.

 

Ένα σύντομο σχετικά μυθιστόρημα, μια μικρή ποιητική αλληγορία και παράλληλα μια πλούσια σε περιγραφές πορεία ολοκλήρωσης μιας ζωής. Και ασφαλώς μια κατάθεση πολιτικής στάσης απέναντι στο θέμα των μεταναστών. Όλα αυτά πολύ σημαντικά. Αλλά εκείνο που με έκανε να προσέξω ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο είναι οι ανατροπές που πάνω τους υλοποιήθηκε.

 

Λέγεται πως βασικό στοιχείο ενός βιβλίου για παιδιά πρέπει να είναι το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί. Εδώ αυτή η σύμβαση ανατρέπεται και προσφέρει την ευκαιρία στον νεαρό αναγνώστη του να γνωρίσει τον συναισθηματικό κόσμο ενός ηλικιωμένου. Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που θεωρείται αναγκαίο σε μυθιστόρημα για παιδιά είναι πως πρέπει να διαθέτει έντονη δράση. Εδώ η δράση που υπάρχει –και αναμφίβολα υπάρχει– δεν έχει να κάνει με γεγονότα που προκαλούν αγωνία, αλλά με συναισθηματικές ανακαλύψεις.

 

Το νησί, για παράδειγμα, που ο Ιεζεκιήλ και η παρέα του θα συναντήσουν στο μέσο του ταξιδιού τους, δεν είναι νησί – πρόκειται για έναν μη-τόπο, μια νήσο νεφελώδη στην οποία κατοικούν όσοι μετανάστες δεν κατάφεραν να κάνουν το ταξίδι. Ένας τόπος νεκρών, κι όμως ένας τόπος όχι μόνο ήρεμος και γαλήνιος και φιλικός, αλλά και ένας τόπος απ’ όπου, εκείνοι οι οποίοι τον κατοικούν, μπορούν να επεμβαίνουν και να βοηθούν όσους έχουν αφήσει πίσω τους, στην πραγματική ζωή.

 

Και τέλος, η ίδια η γλώσσα με την οποία ο Ντ’ Αντάμο αφηγείται. Πλούσια, ποιητική, στοχαστική, χιουμοριστική – γλώσσα καθαρής λογοτεχνίας. Ειλικρινά ένα καλό βιβλίο για παιδιά. Για παιδιά; Όχι μόνο γι’ αυτά. Όπως κάθε καλή λογοτεχνία, διαβάζεται από αναγνώστες κάθε ηλικίας. Η μετάφραση της Βασιλικής Νίκα βοηθά σε αυτό.

 

(723 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/19261-ena-magiko-perasma

11/11/2022

5.11.22

Joseph Roth «Ο τυφλός καθρέφτης»

 Joseph Roth

«Ο τυφλός καθρέφτης»

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Εκδόσεις Κριτική

 


Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 από εβραίους γονείς στην Ανατολική Γαλικία (σημερινή Ουκρανία). Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία ι στη Βιέννη. Έλαβε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια. Ήδη από το 1922 εντοπίζει και στηλιτεύει από τους πρώτους τον Χίτλερ. Εβραίος ο ίδιος, ασκεί έντονη κριτική στη συμβιβαστική στάση της εβραϊκής κοινότητας. Το 1932 δηλώνει σ' ένα φίλο του: "Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος... Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά." Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, τη μέρα που ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και αλκοολικός, ως το θάνατό του το 1939. Άφησε έργο εκτεταμένο και ποικίλο: δεκατρία μυθιστορήματα, οχτώ μεγάλα αφηγήματα, τρεις τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων, αμέτρητα άρθρα.

Αγαπητός συγγραφέας στο ελληνικό κοινό μιας και αρκετά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, έχει ένα δικό του τρόπο να περιγράφει την εποχή του -η πολιτική βρίσκεται πάντα στο κεντρικό πλάνο και πάνω του κινούνται οι ανθρώπινες μορφές που χαρακτήρισαν τα χρόνια του μεσοπολέμου στην Κεντρική Ευρώπη.

Διαθέτοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα να ψυχογραφεί, στρέφει συχνά την προσοχή του προς πρόσωπα αχνά, από εκείνα που περνούν δίπλα μας, αλλά δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Μα μήτε και τα ίδια πιστεύουν και τόσο στις δικές τους δυνάμεις.

Στο βιβλίο αυτό περιέχονται δυο εκτενή διηγήματα –«Ο τυφλός καθρέφτης -ένα μικρό μυθιστόρημα» και «Απρίλης – η ιστορία μιας αγάπης»

Στο πρώτο κεντρική ηρωίδα η Φίνι, μια μάλλον άχρωμη εξωτερικά κοπέλα που ‘έρχεται απ΄τα στενά σπίτια και μεγαλώνει στα δωμάτια με τους τυφλούς καθρέφτες, μένει πάντα ντροπαλή κι ασήμαντη σ΄όλη τη ζωή’.

Η Φίνι αναζητά να υπάρχει δίπλα σε άντρες. Δεν γνωρίζει τον τρόπο να τους διαχειρίζεται όπως η αδελφή της, αλλά αντίθετα αφήνεται από αυτούς να καθορίζουν ζωή και όνειρά της.

Μια γυναίκα που δεν μπορεί να υπερασπιστεί αυτό που θέλει, ίσως γιατί και στην ουσία δεν το έχει ξεκαθαρίσει.

Εύκολο, λοιπόν, θύμα, τύπων μα και συνθηκών μιας εποχής που αφήνεται στη γοητεία του δήθεν -δήθεν έρωτας, δήθεν τέχνη, δήθεν συμπαράσταση.

Η ζωή της -το σώμα της- θα βυθιστεί παθητικά στο ποτάμι και το ρεύμα  θα την πάρει μαζί του, θα την κρύψει από τα βλέμματα του κόσμου.

Μια ζωή που κανείς δεν πρόσεξε* ένας θάνατος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει την αιτία του.

Στο δεύτερο κείμενο -μικρότερο σε έκταση- κεντρικό πρόσωπο ένας άντρας που περιπλανιέται αναζητώντας κάτι που και ο ίδιος δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιο μπορεί να είναι.

Εγκλωβισμένος στην παθητικότητά του, αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους κατοίκους της προσωρινής διαμονής του.

Κι όμως με μια μοναχικότητα και με απόλυτη έλλειψη διεκδίκησης θα δημιουργήσει ένα δεσμό χωρίς όμως και να τολμά να αφεθεί σε αυτόν.

Παράλληλα θα τον προσελκύσει το πρόσωπο μιας γυναίκας που την βλέπει μόνο από ένα παράθυρο, θα υποψιαστεί πως αυτή είναι η γυναίκα της ζωής του, αλλά και πάλι άτολμος θα αφεθεί να πιστέψει σε διαδόσεις που ισχυρίζονται πως η κοπέλα αυτή δεν έχει μέλλον.

Κινείται παθητικά ανάμεσα στις δυο γυναίκες, δεν τολμά να αποφασίσει ποια στάση θέλει και αξίζει να κρατήσει, θα προτιμήσει τη φυγή και την ώρα που θα την πραγματώνει θα διαπιστώσει πως η μοναξιά του είναι αποτέλεσμα της δικής του αβουλίας.

Κείμενα που αν και έχουν έντονη την ικανότητα να ψυχογραφούν, στην ουσία περιγράφουν μια εποχή και τους ανθρώπους της.

Μια εποχή που κανείς δεν την εμπόδισε να πάρει τη μορφή ενός απάνθρωπου και αδιέξοδου καθεστώτος.

(Περί Ου , 5/11/22 - 620 λέξεις)

24.10.22

Παλιές Βιεννέζικες Ιστορίες

 

Παλιές Βιενέζικες Ιστορίες

Μετάφραση: Β. Χ. Παλιγγίνης

Εκδόσεις Οδός Πανός

 

                          

Η παγκόσμια ιστορίας της λογοτεχνίας διαθέτει κομβικά σημεία -άλλοτε είναι έργα, άλλοτε συγγραφείς. Αλλά ως ιστορία δεν μπορεί να έχει μόνο κόμβους, μα και πορείες -τάσεις, επιστροφές, ανασχέσεις, αδιέξοδα, ανοίγματα.

Λένε πως ο χρόνος είναι εκείνος που τελικά καθορίζει την αξία ενός λογοτεχνικού έργου και το ταλέντο ενός δημιουργού.

Ο χρόνος που ακολουθεί τη στιγμή της κυκλοφορίας του έργου.

Μια πολύ πρόχειρη ματιά στους συγγραφείς που έχουν τιμηθεί με Nobel να αποδεικνύει, άραγε, αυτή τη σκέψη;

Ο Γάλλος ποιητής Συλί Προυντόμ ήταν ο πρώτος που τιμήθηκε με αυτό το βραβείο, το 1901. Ποιητής -ελάχιστοι από εμάς έχουν διαβάσει έστω και ένα δικό ποίημα. Κι όμως την εποχή του αναγνωριζόταν ως μεγάλος ποιητής.

Η Νορβηγίδα μυθιστοριογράφος Σίγκριντ Ούντσετ τιμήθηκε με το Nobel το 1928. Τα έργα της διαβάστηκαν στην εποχή της και η ίδια είχε εξασκήσει μια σημαντική αντιναζιστική δράση. Σήμερα, παραμένει άγνωστη.

Δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο με πολλούς άλλους συγγραφείς -τον Χάμσουν, τον Μαν, τον Πιραντέλλο, τον Φώκνερ ή τον Έλιοτ.

Σημαντικότεροι οι δεύτεροι από τους πρώτους ή μήπως κάποιοι άλλοι λόγοι έχουν επέμβει στη διαμόρφωση και το ποσοστό αθανασίας;

Δύσκολη η όποια απάντηση κι άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως πολύ συχνά συγγραφείς που μετά τον θάνατό τους λησμονήθηκαν, μετά από κάποια χρόνια, οι νεότερες γενιές τους λάτρεψαν.

Δε κάθε περίπτωση, ζούμε πλέον σε μια εποχή πληθώρας εκδόσεων και πληθώρας νέων συγγραφέων και είναι λογικό -όσο και τραγικό ή συχνά απλώς άδικο- το νέο να παραμερίζει το παλαιό.

Αλλά τα έργα γραφτήκανε και για κάποια χρόνια επηρέασαν άλλους συγγραφείς, διαμόρφωσαν τα κριτήρια των αναγνωστών. Συμμετείχαν στην Ιστορία της Λογοτεχνίας.

Κάτω από μια τέτοια λογική, η κυκλοφορία ενός μικρού τόμου διηγημάτων παλιών βιεννέζων συγγραφέων από τις Εκδόσεις της Οδού Πανός, έχει το δικό της ενδιαφέρον καθώς μας γνωρίζει -μάλλον μια γεύση μας δίνει- του τρόπου γραφής συγγραφέων που έζησαν και έγραψαν στην Αυστρία τον 19ο και τον 20ο αιώνα

Του τρόπου γραφής ή πιο σωστά των κοινωνικών ηθών και συγγραφικών ανησυχιών που επικρατούσαν σε μια από τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης στα χρόνια της παντοδυναμίας της.

Τελικά στην Ιστορία μυείσαι και μέσα από τις ιστορίες.

Η επιλογή και η μετάφραση έχει γίνει από τον Β. Χ. Παλιγγίνη (1937 -2020) έναν βασικό συνεργάτη των Εκδόσεων της Οδού Πανός, ιδιαίτερο γνώστη των λογοτεχνικών και φιλοσοφικών ρευμάτων των γερμανόφωνων χωρών.

Η επιλογή και μετάφραση αυτών των διηγημάτων ήταν η τελευταία του πρόταση προς τον εκδότη και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε πως η ανάγνωση των διηγημάτων μας προσφέρει μια χαρακτηριστική ποικιλία των λογοτεχνικών τάσεων που κυριάρχησαν στη γερμανική γλώσσα πριν από ένα και περισσότερο αιώνα.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής –«Περπάτημα στις κατακόμβες»- έχει την υπογραφή του  Adalbert Stifter (1805 – 1868), ενός Αυστριακού συγγραφέα, ποιητή, ζωγράφου και παιδαγωγού.

Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο γερμανικό κοινό για τις ζωντανές περιγραφές του -κυρίως τόπων. Και το συγκεκριμένο κείμενο το αποδεικνύει καθώς ο αφηγητής μας ξεναγεί στις κατακόμβες του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη και παράλληλα με τις ολοζώντανες περιγραφές του, καταθέτει και κάποιους ουσιαστικούς προβληματισμούς πάνω στην θνητότητα του ανθρώπου από τη μια και την υπεροψία του από την άλλη.

 Ο Franz Grillparzer (1791 – 1872), που ακολουθεί με το διήγημα «Ο φτωχός οργανοπαίχτης» ήταν Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διακρινόταν από μία προδιάθεση προς την κατήφεια και τη μελαγχολία, που επηρέασε το έργο του. Στο γράψιμό του συνδυάζονται ο ιδεαλισμός και ο ρομαντισμός· οι ήρωές του ταλαντεύονται ανάμεσα στο πάθος για τη ζωή και στην έφεση προς την ψυχική ηρεμία.

Εδώ αυτά τα στοιχεία -ιδεαλισμός και ρομαντισμός- βρίσκουν την απόλυτη έκφραση τους και συνταιριάζονται στην εξομολόγηση ενός πλανόδιου οργανοπαίχτη που η αγάπη του για την ίδια την έννοια της μουσικής τον οδηγεί στην απόλυτη εξαθλίωση αλλά και στην απόλυτη αρμονία με τις αρχές του.

Ακολουθεί ο Rainer-Maria RilkeΡάινερ (1875 – 1926) -ίσως ο πιο γνωστός από τους ανθολογούμενους. Φημισμένος λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αιώνα. Οι εικόνες του εστιάζονται στη δυσκολία της κοινωνίας σε μια εποχή δυσπιστίας, μοναξιάς, και βαθιάς ανησυχίας - θέματα που τον τοποθετούν ως ποιητή με εξέχουσα θέση μεταξύ της παραδοσιακής και νεότερης ποίησης.

Το κείμενο που τον εκπροσωπεί είναι από τα πλέον σύντομα και διαθέτει μια αρκούντως  σύγχρονη δομή, καθώς περιγράφεται η μοναξιά του αληθινού καλλιτέχνη που ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που χρησιμοποιούν την Τέχνη τους για κοινωνικές συναναστροφές.

Ο Ferdinand von Saar (1833-1906) που υπογράφει το διήγημα με τίτλο «Η βιολίστρια» ήταν κι αυτός αυστριακός πεζογράφος , θεατρικός συγγραφέας και ποιητής . Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ρεαλιστές αφηγητές στην αυστριακή λογοτεχνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από ανθρωπιστικό ήθος και κοινωνική κριτική .

Από τα άλλα διηγήματα της συλλογής, το δικό του είναι εκείνο που έχει τα περισσότερα στοιχεία μιας νουβέλας. Με διακριτικότητα ο αφηγητής παρακολουθεί το κατρακύλισμα μιας νέας γυναίκας με ταλέντο βιολίστριας, που αυτοκαταστρέφεται προσδεμένη πάντα σε μια κυριαρχική ανδρική παρουσία δίπλα της. Ένας πρώιμος φεμινισμός το χαρακτηρίζει, που όμως παραμένει πάντα ιδωμένος από την ανδρική ματιά του τέλους του 19ου αιώνα.

Ο Franz Viktor Werfel (1890 -1945) ήταν Εβραίος Αυστρό-Βοημιανός μυθιστορηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Ιδιαίτερα αναγνωρισμένος και στην Ευρώπη. Θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους εκφραστές της γερμανικής και αυστριακής λογοτεχνίας.

Το διήγημα του «Ο θάνατος του μικροαστού» είναι ίσως το πλέον κοντά σε μια συνύπαρξη κλασικής θυσίας και νεωτεριστικής κριτικής της μικροαστικής τάξης. Ο κεντρικός ήρωας, ένα μόνιμο θύμα των πολιτικών αλλαγών και της γραφειοκρατίας, θα καταφέρει να επιτελέσει την μέγιστη ανατροπή της ζωής του με τον ίδιο τον θάνατό του. Πέρα από το ενδιαφέροντα τρόπο με τον οποίον χαρακτηρίζεται ο πρωταγωνιστής, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει και την τεχνική με την οποία σκιαγραφούνται και οι άλλοι ήρωες του δράματος.

Ο Alfred Polgar (1873 - 1955) ήταν αυστριακός αρθρογράφος, κριτικός θεάτρου, συγγραφέας και περιστασιακά μεταφραστής και σεναριογράφος. Ιδιαίτερα τιμημένος στη χώρα του όσο ζούσε. Κι αυτό άνετα το δικαιολογεί και το σύντομο διήγημα του με τίτλο «Στον τηλεφωνικό θάλαμο». Με γραφή κοφτή, αγχωμένη και με μια κινηματογραφική άποψη αφήγησης, μας παρουσιάζει την τραγική εκπομπή ενός σήματος κίνδυνου ατόμου που πεθαίνει μέσα στο κρύο, μέσα στο κέντρο μιας πρωτεύουσας, μέσα στην καρδιά μιας ευημερούσας κοινωνίας. Τηρουμένων των αναλογιών μια εκδοχή της ιστορίας του κοριτσιού με τα σπίρτα.

Ο Georg Trakl, (1887 — 1914) ήταν Αυστριακός εξπρεσσιονιστής ποιητής. Μια τάση φυγής, μια σχεδόν αναρχική διάθεση δεν του επέτρεψαν να ενταχθεί σε μια τακτοποιημένη ζωή μέσα στην αυστηρή αστική κοινωνία. Θα πεθάνει από μεγάλη χρήση κοκαϊνης σε ηλικία 27 χρονών.

Αυτή την άναρχη ζωή, αυτό το άδικο τέλος καταγράφει -προφητικά;- και το διήγημα «Αποκάλυψη και όλεθρος». Γραφή δίχως έλεγχο, ασθμαίνουσα, παραπέουσα, αδιάφορη για την όποια λογική συνέπεια, καταθέτει με τον δικό της τρόπο ακριβώς αυτό που και ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν -τη μη ένταξη στο όποιο είδος. Η αποκάλυψη και ο όλεθρος μια δίδυμη σχέση καταστροφής.

Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης όλων των διηγημάτων και πέρα από την απρόσμενη ομορφιά που συναντάς να σου χαρίζει η λησμονημένη ποιότητα, αυτό που σου μένει -καθόλου λίγο- είναι πως η ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχει ένα καλά θεμελιωμένο παρελθόν που θωρακίζει τους νεότερους πεζογράφους της  -σαφέστατα όχι μόνο όσους γράφουν στη γερμανική γλώσσα.

Θα πρέπει να σημειωθεί και η ικανότητα του μεταφραστή να προσαρμόζει γνώσεις και μεταφραστικό ταλέντο στο ύφος του κάθε κειμένου.

Με έναν περίεργο τρόπο παραμένει αφανής, ενώ από την άλλη η παρουσία του στην ελληνική έκδοση είναι βέβαιο πως κινεί τα πάντα.

(Βιβλιοδρόμιο, 22/10/22)

(1213 λέξεις)

10.10.22

«Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» του Γιάννη Πάσχου

 


 «Μια αυτοβιογραφική αφήγηση λιτή όσο πρέπει, περιεκτική όσο πρέπει, εξομολογητική όσο πρέπει».

 











Ο Γιάννης Πάσχος γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1954. Είναι καθηγητής ιχθυολογίας. Και παράλληλα τα τελευταία δεκαεπτά περίπου χρόνια καταθέτει και τις λογοτεχνικές επιδόσεις του. Και χρησιμοποιώ τη λέξη «επιδόσεις» διότι τα λογοτεχνικά κείμενα του Πάσχου δεν είναι μόνο πως ανήκουν σε διάφορα είδη –ποιήματα, διηγήματα, αφηγήματα, επιστημονικά– αλλά, κυρίως, χαρακτηρίζονται από μια δική του ματιά ανάγνωσης του κόσμου – συχνά χιουμοριστική, συχνά σχολιαστική, συχνά υποδόρια σαρκαστική.

 

Και αν αυτά τα στοιχεία των κειμένων του έχουν κάνει τον Γιάννη Πάσχο ιδιαιτέρως αγαπητό σε ένα απαιτητικό αναγνωστικό κοινό, τώρα με αυτό το αυτοβιογραφικό του κείμενο φωτίζεται και φανερώνεται ο λόγος για τον οποίο τα στοιχεία αυτά υπάρχουν. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σημειώνει:

 

«Βράδυ, Δεκέμβρης του 2021. Εκεί που έψαχνα κάτι στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε ένα on line τεστ δυσλεξίας για ενήλικες. Ήταν δέκα ερωτήσεις κι έπρεπε να απαντηθούν με ένα ΝΑΙ ή με ένα ΟΧΙ. Στο τέλος έγραφε: Για κάθε ΝΑΙ παίρνετε έναν βαθμό. Εάν συγκεντρώσατε επτά ή περισσότερους βαθμούς, πιθανώς να έχετε δυσλεξία, οπότε θα πρέπει να αναζητήσετε τη συμβουλή ειδικού για περαιτέρω αξιολόγηση και υποστήριξη. Και στις δέκα ερωτήσεις απάντησα ΝΑΙ. Συνεπέστατος!

 

Ήρθαν στον νου μου τα χρόνια που πέρασαν και τι έχω τραβήξει με αυτή την ιστορία από τότε πού ήμουν παιδί. Τι να πρωτοθυμηθώ, αλήθεια! Για έναν περίεργο, όμως, λόγο οι αναμνήσεις μου ήταν όλες τόσο εξαιρετικά διαυγείς, τόσο στέρεα παρούσες, που, καθώς με συνεπήραν στο παρελθόν του χρόνου, μέσα εκεί, αποφάσισα, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, να καταγράψω το χρονικό αυτό, το χρονικό ενός δυσλεκτικού.

 

Παρεμπιπτόντως, η δυσλεξία μου «διαγνώσθηκε» όταν ήμουν ήδη στα σαράντα πέντε (!). Ως τότε δεν το γνώριζα».

 

Με άλλα λόγια ο αναγνώστης αυτού του τόσο ασυνήθιστου όσο και ελκυστικού αναγνώσματος μπορεί να προσεγγίσει και να κατανοήσει θέματα που έχουν να κάνουν με τη δύναμη ενός χαρακτήρα που ενάντια στις στερεοτυπικές κοινωνικές προβλέψεις μπόρεσε να χαράξει τον δικό του δρόμο και μάλιστα να τον χαράξει με όλους τους σχεδιασμούς της παιδικής του ηλικίας, αλλά ακόμα να επιβεβαιώσει τις στρεβλώσεις ενός εκπαιδευτικού συστήματος που αντί να δίνει το δικαίωμα σε κάθε παιδί να αναπτύξει τα εντελώς προσωπικά του στοιχεία, επιδιώκει να το περιορίσει και με προκρούστια βούληση να το φέρει στα δικά του πρότυπα.

 

Και βέβαια καταγραφή της δύναμης ενός ανθρώπου που με πίστη στον εαυτό του, οδηγεί την ίδια του τη ζωή εκεί όπου ο ίδιος θέλει.

 

perispomeni pasxos to xroniko enos duslektikouΑυτά όλα ως προς της αξία του περιεχομένου. Αλλά το Χρονικό ενός δυσλεκτικού είναι και ένα ιδιαιτέρως αξιοπρόσεχτο λογοτεχνικό κείμενο. Σίγουρα αυτοβιογραφικό, σίγουρα η απλότητα της εξιστόρησης συνυπάρχει με σκέψεις κοινωνικές και ψυχολογικές. Σίγουρα έχει χιούμορ, όσο και στιγμές τρυφερότητας.

 

Μα πάνω απ΄ όλα είναι ένα κείμενο που μπορεί κανείς να το εντάξει στην κατηγορία των κειμένων ενηλικίωσης (τόσο πλέον σπάνια τα συναντά κανείς στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία) και παράλληλα ένα φωτεινό δείγμα μυθιστορήματος cross over που έρχεται να ενταχθεί, χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό, σε αυτήν την τόσο αξιοπρόσεχτη κατηγορία μυθιστορημάτων.

 

Μια αυτοβιογραφική αφήγηση λιτή όσο πρέπει, περιεκτική όσο πρέπει, εξομολογητική όσο πρέπει – τελικά ανάγνωσμα που το χαίρονται οι ενήλικες και θα το απολαύσουν οι έφηβοι. Και βέβαια, καταγραφή της δύναμης ενός ανθρώπου που με πίστη στον εαυτό του οδηγεί την ίδια του τη ζωή εκεί όπου ο ίδιος θέλει. Να σημειώσω την ιδιαιτέρως προσεγμένη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Περισπωμένη. Η επιλογή της φωτογραφίας του εξωφύλλου αποτελεί ενεργό μέρος του κειμένου.

(570 λέξεις)

Book Press 9/10/2022

Αχιλλέας Ραζής «Είναι τέρας;»

 

Αχιλλέας Ραζής

«Είναι τέρας;»

Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο

 

Μια νέα μορφή εικονογραφημένων βιβλίων, αφού έχει γίνει ήδη ιδιαιτέρως αγαπητή στο εξωτερικό, έχει κάνει σχετικά πρόσφατα και δειλά την παρουσία της και στην Ελλάδα. Αναφέρομαι σε εκείνα τα βιβλία όπου οι λέξεις απουσιάζουν και την όποια ιστορία αναλαμβάνουν να την αφηγηθούν οι εικόνες. Νομίζω περίπου πέντε είναι αυτά που μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, αλλά σχεδιασμένα από ξένους εικονογράφους, και μόλις τρία (στον βαθμό που προσωπικά γνωρίζω) εκείνα που τα υπογράφουν Έλληνες εικαστικοί.

 

Τα βιβλία αυτά τα έχουν ονομάσει «σιωπηλά βιβλία», με την έννοια πως απουσιάζουν οι λέξεις, αλλά εγώ δηλώνω την αντίρρησή μου σε αυτή την ονομασία και προτιμώ να αναφέρομαι σε αυτά ως «βουβά βιβλία» (όρο που άλλωστε έχει επίσης χρησιμοποιήσει και η Μαριάννα Μίσιου στη μελέτη της Βουβά κόμικς και εικονοβιβλία, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο 2020). Και διαφωνώ με τον χαρακτηρισμό «σιωπηλά» γιατί η απουσία λέξεων δεν σημαίνει σιωπή και μόνο – άλλωστε όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα χαρακτηρίζονται από στιγμές σιωπής, στιγμές δηλαδή που επιτρέπουν στη φωνή του αναγνώστη τους να παρέμβει και να συμμετάσχει στην αναγνωστική δημιουργία. Προτιμώ τον χαρακτηρισμό «βουβά», μιας και δεν υπάρχει ο ήχος που ακόμα και η πιο μικρή λέξη μπορεί να παραγάγει.

 

Αλλά σε τι μπορεί να εξυπηρετεί ένα βιβλίο που έχει μόνο εικόνες και καθόλου λόγια, και βέβαια αναφέρομαι σε εικόνες με άρτια αισθητική υπόσταση και όχι απλώς σχέδια περιγραφικά μιας κατάστασης ή κάποιων προσώπων, ζώων κ.λπ.; Και τελικά, αυτού του είδους τα βιβλία σε ποιον απευθύνονται; Και δικαιολογημένα τα εντάσσουμε στον γενικότερο χώρο των βιβλίων για παιδιά;

 

Αναμφίβολα, οι εικόνες με τον δικό τους τρόπο οδηγούν στην ανάπτυξη της δημιουργικής σύνθεσής τους εκ μέρους ενός παιδιού. Δημιουργικής όσο και προσωπικής. Και γι’ αυτό άλλωστε αυτού του είδους τα βιβλία θεωρούνται ως αποτελεσματικά εργαλεία στη νοητική και ψυχολογική ωρίμανση των παιδιών. Ναι, κάτι τέτοιο συμβαίνει, αλλά αναρωτιέμαι σε τι όχι μόνο θα εμποδιστεί ένας ενήλικας να το χαρεί από πλευράς αισθητικής, αλλά ακόμα περισσότερο να το χρησιμοποιήσει και αυτός ως βάση για να περιηγηθεί σε μια δική του –καθόλου βέβαια «σιωπηλή»– εσωτερική ανάγνωση και αναγνώριση των συναισθημάτων

«Είναι τέρας;» δείχνει να αναρωτιέται ο μικρός ήρωας του ομώνυμου βιβλίου του εικαστικού Αχιλλέα Ραζή. Είναι τέρας η φιγούρα μιας κούκλας μέσα στο ημίφως του παιδικού δωματίου; Είναι τέρας η σκιά του, που άλλοτε μεγαλώνει κι άλλοτε μικραίνει, αλλά πάντα εκεί γύρω του είναι; Είναι τέρας ένας σκύλος που κάθεται στη γωνία του δρόμου; Τέρας το περίγραμμα ενός κτηρίου που σκιάζει τον όγκο ενός άλλου; Κάποιο τέρας κρύβεται στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού; Τι το τερατώδες μπορεί να συμβαίνει και ο κόσμος γύρω αλλάζει χρώμα, καθώς η μέρα υποχωρεί στη νύχτα;

 

Τέτοιες οι εικόνες που γεμίζουν τις σελίδες για να ακολουθήσουν μετά κάποιες άλλες, που δεν επιχειρούν να εξηγήσουν με επιστημονικό τρόπο όλα αυτά, αλλά να τα εντάξουν μέσα στη δημιουργική διαδικασία της φαντασίας. Γιατί από την εποχή των πρωτόγονων ανθρώπων ήταν το άγνωστο που, αφού πρώτα φαινότανε ως τέρας, μετά έμπαινε στη θέση του, γινότανε μια καθημερινότητα, αλλά άφηνε το ίχνος μιας φαντασιακής προσέγγισης αυτού του καθημερινού συμβάντος.

 

Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι μύθοι, οι θρύλοι, η μυθολογία… Κάπως έτσι η φαντασία. Μα και κάπως έτσι γεννιούνται τα σύγχρονα τέρατα της σύγχρονης καθημερινότητας, που μπορεί να μην καταδυναστεύουν τις νύχτες των παιδιών, αλλά καταπιέζουν τους ενήλικες. Και γι’ αυτούς τον ρόλο αυτής της ψυχικής ισορροπίας μπορεί να τον προσφέρει η Τέχνη, είτε με τη μορφή των λέξεων είτε με τη μορφή των εικόνων. Άρτια εικαστικά βιβλία, που αξίζει να τα χαίρονται όλοι. Στην ουσία να χαίρονται αυτή τη μορφή αφήγησης, που μπορεί να είναι βουβή μα καθόλου σιωπηλή. Γιατί καμιά ουσιαστική αφήγηση δεν κραυγάζει. Συνήθως ψιθυρίζει, ενίοτε και σιωπά. Χρησιμοποίησα τον όρο «αφήγηση» θέλοντας να υποδηλώσω πως η παρουσία του αφηγητή –είτε ως συγγραφέα είτε ως εικονογράφου– πάντα θα δηλώνεται.

 

Μια πολύ προσεγμένη έκδοση και ιδιαίτερα κατατοπιστικό, για τον πρωτόπειρο αναγνώστη αυτού του είδους βιβλίων, το σημείωμα του δημιουργού στο τέλος του βιβλίου.diastixo.gr | βιβλίο & τέχνες

(665 λέξεις)

Diastixo 4/10/22

 

2.10.22

Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος

 

‘Αλμπερτ Μπετράν Μπας

«Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος»

Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

Εκδόσεις Κλειδάριθμος

 

              Ο Αλμπερτ Μπετράν Μπας γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1982.

Σπούδασε Δημοσιογραφία, αλλά σύντομα ανακάλυψε πως προτιμά να ασχοληθεί με την συγγραφή σεναρίων. Οπότε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου και συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα του σεναρίου και της σκηνοθεσίας.

Όταν ολοκλήρωσε το πρώτο του σενάριο, οι διάφοροι παραγωγοί στους οποίους απευθύνθηκε του το απέρριψαν λόγω μεγάλου κόστους -επρόκειτο για μια ιστορία που με βάση των έρωτα δύο νέων, περιέγραφε και τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά και προχωρούσε μέχρι της μέρες μας.

Οπότε ο Μπας σκέφτηκε πως την ίδια ιστορία θα μπορούσε να την αφηγηθεί με τη μορφή ενός μυθιστορήματος. Και αυτό έκανε κι έτσι προέκυψε το «Εκεί που πεθαίνει ο άνεμος».

Πρόκειται για τη ζωή ενός άνδρα, που στα δεκαπέντε του χρόνια μένει ορφανός καθώς οι φρανκιστές σκοτώνουν τους δυο γονείς του και που στη συνέχεια θα ζήσει μια περιπετειώδη ζωή -μια ζωή που θα τον φέρει  να πίνει το ποτό του με τον Χέμινγουεϊ, να γνωρίζει τον Χίτλερ, να κάνει έρωτα στο αυτοκίνητο του Φράνκο, να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη βύθιση του πλοίου ‘Ουρουγουάη’ , αφού όμως πρώτα είχε γνωρίσει τη φτώχεια και τη βιαιότητα  σε μια Βαρκελώνη που τα ναζιστικά αεροπλάνα την βομβαρδίζαν και αφού ακόμα πιο πριν, φυγάς στα ορεινά σύνορα Ισπανίας- Γαλλίας , θα είχε ερωτευθεί μια σχεδόν συνομήλική του αντάρτισσα, η οποία και τελικά θα γίνει το κέντρο όλης του της ζωής, χωρίς ποτέ οι δυο τους να καταφέρουν να ζήσουν μαζί.

Δίπλα του μια κιθάρα, πάνω στις χορδές της θα συνθέτει μελωδίες που θα περιγράφουν όλα αυτά, αλλά κυρίως να αναφέρονται σε εκείνον τον πρώτο και μοναδικό του έρωτα.

Μυθιστόρημα, λοιπόν, που συνδυάζει την έντονη πλοκή, τα πλούσια συναισθήματα, τις ιστορικές περιγραφές, το «Εκεί που πεθαίνει άνεμος» λογικά έγινε αμέσως μια μεγάλη επιτυχία.

Αλλά παράλληλα με αυτά τα στοιχεία που του δίνουν τη δυνατότητα να μπορεί να συγκινήσει ένα πολυπληθές κοινό, ο Μπας καταφέρνει με το μυθιστόρημά του αυτό να περιγράψει έναν σχεδόν αιώνα και το πως οι ιδεολογίες που στα μέσα του 20ου ξεσήκωναν τους λαούς, σήμερα έχουν γίνει λέξεις χωρίς περιεχόμενο :

Και τί απέγινε η δημοκρατία; Ευτελίστηκε από τους μεν και από τους δε. Γιατί δεν ωφελεί να δίνεις φωνή στον λαό όταν κανείς δεν θέλει να τον ακούσει; Και τι ωφελεί να ψηφίζουνε χιλιάδες όταν η εξουσία συγκεντρώνεται σε πέντ’ έξι πρόσωπα; (σελ. 573)

Κάπου εδώ ίσως και να υπάρχει το ένα από τα δυο -θα τα έλεγα καινοφανή- στοιχεία αυτού του μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος γραμμένου από άνδρα κοντά σαράντα χρονών που ξεκαθαρίζει τον τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο μέρος των συνομηλίκων του πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο εκφράζουν την νέα μορφή πολιτικοποίησης.

Κι ακόμα το ότι διαθέτει μια μορφή όπου η λογοτεχνική δόμηση δανείζεται τις τεχνικές διαλόγου και περιγραφών σεναρίου. Μια μορφή απρόσμενης αφηγηματικής οικονομίας, αλλά και παράλληλα χαρακτήρες έντονα σχεδιασμένοι, όχι τόσο γιατί εκφράζουν με σύνθετες προτάσεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, όσο γιατί όλα αυτά φανερώνονται μέσα από σύντομους διαλόγους που συνυπάρχουν με κινηματογραφικά- θα έλεγε κανείς –  πλάνα.

Άρπαξα το μενταγιόν πάνω από τα ρούχα.

«Δεν μπορώ να στο δώσω. Δεν είναι δικό μου. Υποσχέθηκα να το επιστρέψω στον ιδιοκτήτη του»

«Ναι…κατάλαβα, είναι κλεμμένο».

«Δεν το έκλεψα», φώναξα προσβεβλημένος.

«Φυσικά, φυσικά… Τώρα μιλάει η εμπειρία, ξέρεις; Την ακούω και την αφουγκράζομαι. Και σε διαβεβαιώ, κανείς δεν δίνει κάτι τέτοιο με την ελπίδα ότι θα του το επιστρέψουν».

«Ίσως σου λείπει η εμπειρία».

«Ό,τι πεις», ψιθύρισε καθώς μου γύριζε την πλάτη.

«Δηλαδή…δεν θα με βοηθήσεις;»

Ο Πολίτο με κοίταξε  κάπως ενοχλημένος. Ο θυμός  του όμως ξεθύμανε και τελικά χαμογέλασε.

«Θα δείξει», απάντησε καθώς κουλουριαζότανε  βάζοντας το μπράτσο του για μαξιλάρι και έκλεινε τα μάτια του.(σελ. 78)

Διάλογοι ειλικρινείς που με την αμεσότητα σεναριακής προσέγγισης περιγράφουν χαρακτήρες.

Ίσως, βέβαια, σε αυτό το αποτέλεσμα να οδηγήθηκε ο Μπας καθώς -όπως ο ίδιος έχει δηλώσει- όλη η ιστορία στηρίζεται στις αναμνήσεις του από τις αφηγήσεις του παππού του, που και τελικά υπήρξε το πρόπλασμα του κεντρικού χαρακτήρα.

Τελικά το βίωμα πάντα έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει στην Τέχνη, μα και στην Ιστορία.

Η μετάφραση της Αγγελική Βασιλάκου διαθέτει (τα πιο πάνω αποσπάσματα, νομίζω, πως το αποδεικνύουν) μια ροή και παρακολουθούν τις απαιτήσεις του αρχικού κειμένου.

(774 λέξεις)

(Βιβλιοδρόμιο, 1/10/2022

1.10.22

Μάκης Τσίτας "Έρχεται ο Γίγαντας"

 

Μάκης Τσίτας

«Έρχεται ο γίγαντας»

Εικόνες: Νικόλας Χατζησταμούλος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ο Μάκης Τσίτας σίγουρα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στη λογοτεχνία μας.

Γράφει μυθιστορήματα , νουβέλες, διηγήματα και θεατρικά για ενήλικες και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία και πανευρωπαϊκή αναγνώριση, και παράλληλα γράφει μικρές ιστορίες για παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού.

Οι ιστορίες τους αυτές έχουν συχνά και μια κοινωνική διάσταση (πχ «Και βγάζω το καπέλο μου»), όπως επίσης και πολύ επίσης συχνά ασχολούνται με τις ενδοοικογενειακές σχέσεις (πχ «Ο δικός μου παππούς»)

Αυτού του είδους οι αφηγήσεις έτσι όπως έχουν ως στόχος τους να ‘συνομιλήσουν΄ με αναγνώστες όπου μόλις έχουν μάθει μόνοι τους να διαβάζουν,  διαθέτουν φράσεις στρωτές και σύντομες και λέξεις που περιέχονται στο λεξιλόγιο ενός μικρής ηλικίας αναγνώστη, την ίδια όμως στιγμή που θα επιχειρούν και να το εμπλουτίσουν.

Συνθήκες που καθιστούν την αισθητική αποτελεσματικότητα της αφήγησης ιδιαίτερα δύσκολη και το όλο εγχείρημα θα τύχει μιας επιτυχημένης ενσάρκωσης , αν ο δημιουργός του γνωρίζει τον τρόπο να επικοινωνεί με ένα μικρής ηλικίας αναγνώστη χωρίς παράλληλα να μειώνει το ουσιώδες που κινητοποίησε την αφήγησή του.

Αυτές τις συνθήκες ο Μάκης Τσίτας γνωρίζει τον τρόπο να τις συνταιριάζει και αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως και στο τελευταίο του βιβλίο –«Έρχεται ο γίγαντας»- όπου στην ουσία πρόκειται για ένα καθαρώς πολιτικής ανάλυσης αφήγημα που αφορά την συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στο σύγχρονο πλέγμα της ανεξέλεγκτης διάδοσης μιας είδησης.

Η αφηγούμενη ιστορία απλή: σε μια πόλη διαδίδονται φήμες πως πλησιάζει μια καταστροφή που θα έρθει μαζί με την άφιξη ενός γίγαντα.

Οι απλοί πολίτες φοβισμένοι μαζεύουν τρόφιμα, ενισχύουν με σύγχρονα μέσα την προστασία των σπιτιών τους, οπλίζονται και οι ίδιοι με διάφορα όπλα.

Από πού ξεκίνησε αυτή η είδηση και ποιοι είναι τελικά εκείνοι που θα έχουν υλικό όφελος από τον τρόμο των πολιτών;

Και τελικά όταν ο γίγαντας θα έρθει θα είναι αυτός που κάποιοι έπεισαν τους πολλούς πως θα είναι -ένας, δηλαδή,  επικίνδυνος καταστροφέας;

Μέσα από μια απλή στην σύλληψή της ιστορία και με τρόπο επίσης απλό όσο και κατανοητό από ένα μικρό παιδί, ο Τσίτας προσφέρει τη δυνατότητα αυτό το μικρό παιδί (και με τη βοήθεια ενός ενήλικα -γονιού ή δάσκαλου) να θωρακιστεί από την μη ελεγχόμενη πληροφορία και να κατανοήσει πως πριν αποδεχτούμε μια είδηση αξίζει να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε την πηγή της.

Από τις καλύτερες μικρές ιστορίες του Μάκη Τσίτα, το «Έρχεται ο γίγαντας», είχε και την τύχη να εικονογραφηθεί με παραστατική ευρηματικότητα από τον Νικόλα Χατζησταμούλο.

 

(402 λέξεις)

https://bookpress.gr/fakeloi/paidia/16215-erxetai-o-gigantas-tou-maki-tsita-kritiki?utm_source=Newsletter&utm_medium=email&fbclid=IwAR2JeqSACLIuRN4KzsWFNAFRn-Y71QWDMIJZwFTvn8duF6meTv2IfK_ZsOQ

30/9/2022