10.9.23

Φωτεινή Φραγκούλη «Η ιστορία βλέπει»

 


Φωτεινή Φραγκούλη

«Η ιστορία βλέπει»

Εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά

Εκδόσεις Πατάκη

 

                              

Ολιγοφράφο θα τη χαρακτήριζα την Φωτεινή Φραγκούλη (1958 – 2018), αλλά αν και λίγα τα βιβλία που έχουν την υπογραφή της, εντούτοις της έχουν προσφέρει μια ξεχωριστή θέση στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους.

Κι αυτό γιατί διαθέτουν κάποια ποιοτικά στοιχεία που σπάνια κανείς τα συναντά σε σχετικώς σύντομα κείμενα που ‘δείχνουν’ τη διάθεσή τους να ενταχθούν στην κατηγορία εκείνη των εικονογραφημένων βιβλίων που η ματιά τους  αγκαλιάζει ένα ευρύτερο ηλικιακά κοινό.

Γεγονός ακόμα πως η περίπτωση γραφής της Φραγκούλη μάλλον σπάνια είναι για τα ελληνικά δεδομένα. Αν θελήσω να βρω ‘συνοδοιπόρους’ της θα στεκόμουνα στον Χρήστο Μπουλώτη και στην Αργυρώ Πιπίνη.

Και οι τρεις αυτοί συγγραφείς μας έχουν χαρίσει βιβλία που δομή τους έχει έντονη μίξη πεζογραφίας και ποίησης, η θεματική τους ένα πλουραλισμό ανίχνευσης της σχέσης ρεαλισμού και φαντασίας και η γραφή τους μια ξεκάθαρη διάθεση να μην υποκύπτει στην ευκολία του ευκολοδιάβαστου.

Και βέβαια, να κρατήσει κανείς και τις πολύ προσεγμένες εκδόσεις που τύχανε -και τυχαίνουν- τα βιβλία τους.

Ξεχωριστή, λοιπόν, περίπτωση η Φωτεινή Φραγκούλη που είχε την ατυχία να φύγει νωρίς από τη ζωή και μάλιστα όταν πλέον η αναγνώριση της ιδιαιτερότητας του ταλέντου της έβρισκε ολοένα και μεγαλύτερη ανταπόκριση όχι μόνο από ένα απαιτητικό κοινό ειδικών (συχνά είχε τιμηθεί με σημαντικά βραβεία) αλλά και από ένα πλατύτερο πεδίο αναγνωστών.

Σχεδόν σε όλα τα βιβλία της συναντά κανείς μια τρυφερή ματιά μέσα από την οποία άλλοτε φωτίζεται η παράδοση, άλλοτε η Φύση, άλλοτε οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ζώων.

Και θα πρέπει κανείς να σημειώσει την υποστήριξη προς το έργο της των Εκδόσεων Πατάκη που αν και έχουν περάσει πέντε χρόνια από το θάνατό της, συνεχίζουν να εκδίδουν κείμενα της τα οποία ή θα πρέπει η ίδια να τα είχε παραδώσει στον εκδότη ή να έχουν βρεθεί στα κατάλοιπά της και πλέον να υποστηρίζονται από τις άξιες (και από την ίδια επιλεγμένες) διαχειρίστριες του έργου της.

Μέσα στον Ιούλιο του 2023 είδε το φως της έκδοσης και το βιβλίο «Η ιστορία βλέπει». Το έχει εικονογραφήσει η Εύη Τσακνιά, η οποία μαζί με την Φωτεινή Στεφανίδη υπήρξαν οι σταθερές εικονογράφοι των βιβλίων της Φραγκούλη.

Κεντρικό θέμα -όπως άλλωστε και ο τίτλος φανερώνει- η ιστορία. Μα που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο ιστορικό συμβάν, αλλά για μια ολόκληρη περίοδο που αν και φαίνεται να έχει ιστορικά ολοκληρωθεί στην ουσία συνεχίζει να υπάρχει μέσα από την Τέχνη που είχε δημιουργήσει.

Ο νεαρός Αχμέτ, κάτοικος της Πόλης, μετά το θάνατο του πατέρα του αναγκάζεται να γίνει βοηθός χτίστη υπό την επίβλεψη κάποιου θείου του. Οι δουλειές του συνεργείου θα φέρουν τον νεαρό μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο ορθόδοξο ναΐσκο που ο νέος ιδιοκτήτης του θέλει να τον χρησιμοποιήσει ως αποθηκευτικό χώρο και ζητά να καλυφθούν οι αγιογραφίες που υπάρχουν στους τοίχους του.

Ο Αχμέτ, στα πρόσωπα των μορφών που μέσα στο ημίφως τον κοιτούν θα δει τη θλίψη του από τον θάνατο του πατέρα του, στην ουσία θα συλλάβει την αίσθηση μιας διαχρονικής και καθόλου εξαρτώμενης από θρησκευτικές δοξασίες έκφρασης του ανθρώπινου πόνου.

Αν τα βλέμματα προσώπων στις τοιχογραφίες θα καλυφθούν, τότε μαζί τους θα σβηστεί και ο πόνος που συνδέει τον κάθε άνθρωπο της κάθε εποχή, του κάθε θρησκεύματος.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά η Φραγκούλη είχε στήσει την αφήγησή της και έτσι μας χάρισε ένα κείμενο που μιλά για την ανθρώπινη αγωνία του θανάτου και για το πως αυτή μετουσιώνεται πρώτα σε θρησκεία και στη συνέχεια επανέρχεται σε μια ατομική στάση διαχείρισης της ιστορικής μνήμης.

Ενδιαφέρον κείμενο, ευαίσθητα γραμμένο, ευρηματικά εικονογραφημένο και άψογα τυπωμένο.

(590 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/20888-i-istoria-vlepei

13.8.23

Διακοπές στο Ουέσσεξ

 


Διακοπές στο Ουέσσεξ

 

Καλοκαίρι του 2023, μήνας Ιούλιος και με δυσκολία ανασαίνω. Καπνοί από τις φωτιές στο Βελεστίνο έχουν φτάσει στις πλαγιές του Πηλίου και την άλλη μέρα ολόκληρο το πέτρινο σπίτι τραντάζεται από τις εκρήξεις στα πυρομαχικά του στρατοπέδου στην Νέα Αγχίαλο.

Ο καύσωνας έχει εγκατασταθεί μόνιμα εδώ και μέρες και ο τρόμος πως αυτό θα συνεχιστεί και στα χρόνια του μέλλοντός μου, με κάνει να νοιώθω ανασφαλής.

Και το ξέρω πως δεν είμαι ο μόνος. Στην παραλία του Βόλου τα γκαρσόνια δείχνουν θυμωμένα, τα βήματα των περιπατητών φανερώνουν συναισθηματική ανασφάλεια και οι αδειούχοι υπάλληλοι οδηγούν με ασαφή επιθετικότητα τα αυτοκίνητά τους. Στο roof garden του ξενοδοχείου οι νέες κοπέλες έχουν στρέψει τις ράχες τους στα παλικάρια που τις συνοδεύουν, μα κι αυτά μεταξύ τους συνομιλούν για θέματα που αφορούν οτιδήποτε άλλο εκτός από τον έρωτα.

Πνίγομαι και καταφεύγω σε τόπο γαλήνιο, τόπο υγρό, τόπο μιας άλλης εποχής. Κι εκεί θα αναζητήσω τη συντροφιά της ατάλαντης ποιήτριας που θα γεννήσει το παιδί το οποίο θα μοιάζει με τον ποιητή που ποτέ της δεν συνάντησε αλλά πάντα της τον θαύμαζε. Μα και την άλλη τη γυναίκα, την πρωτοπόρο χρήστρια (ακόμα το διαδίκτυο δεν έχει ανακαλυφθεί) της τεχνικής να χρησιμοποιείς την ταυτότητα τρίτου και μέσω αυτής να εκφράζεσαι και να βιώνεις τον έρωτα που έκλεψες από μιαν άλλη.

Λοιπόν, επέλεξα να κάνω τις δικές μου διακοπές σε τόπο τόσο μακρινό όσο και μη υπάρχοντα πλέον. Και το κέντρο της Αγγλίας γίνεται κέντρο του δικού μου κόσμου. Έχω αφήσει πίσω μου τις παραλίες του Αιγαίου και τις πλαγιές του Πηλίου. Τώρα βρίσκομαι στην ηρεμία της αγροτικής αγγλικής επαρχίας μιας δεδομένα περασμένης εποχής -στις μεγάλες, καταπράσινες, θαμνώδεις πλαγιές, τις στενές κοιλάδες, τα βοσκοτόπια με τα ψηλά χορτάρια που απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις, το διακριτικό ανθρώπινο στοιχείο που παίρνει συνήθως τη μορφή μιας μοναχικής αγροικίας ενός βοσκού.

Και βυθίζομαι στις… Ιστορίες από το Ουέσσεξ, που έγραψε ο Τόμας Χάρντυ.

 

Βιβλιοδρόμιο, 12/8/2023

 

(310 λέξεις)

6.8.23

Afonso Cruz "Ο Χριστός έπινε μπύρα"

 




Afonso Cruz

«Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα»

Μετάφραση – Σημειώσεις: Νίκος Πρατσίνης

Εκδόσεις Ευρασία- Στιγμός

 

Για πρώτη φορά το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνωρίζει τον Πορτογάλο συγγραφέα Afonso Cruz.

Πρόκειται για μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα στη χώρα του, μα και γενικότερα στον ισπανόφωνο κόσμο.

Γεννημένος το 1971, άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή  το 2008  και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περίπου σαράντα βιβλία διαφόρων ειδών -μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα, νεανικές νουβέλες και εικονογραφημένα άλμπουμ. Παράλληλα ασχολείται  με την εικονογράφηση, τον κινηματογράφο  και είναι μέλος μουσικού συγκροτήματος.

Θεωρείται από τους πλέον επιτυχημένους συγγραφείς της χώρας του. Χαρακτηριστικό είναι πως βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες, ενώ είναι πολλά και σημαντικά τα βραβεία με τα οποία διάφορα έργα του έχουν κατά καιρούς τιμηθεί.

Όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, το μυθιστόρημα «Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Cruz που μεταφράζεται στη γλώσσα μας. Και είναι ένα τόσο ιδιαίτερο έργο που ο έλληνας αναγνώστης θα θελήσει να έχει στο μέλλον την δυνατότητα να διαβάσει και άλλα βιβλία του Πορτογάλου αυτού καλλιτέχνη.

Ο τίτλος ασυνήθιστος και  από το οπισθόφυλλο αντιγράφω: Στο Αλεντέζου της Νότιας Πορτογαλίας, ένας εκκεντρικός ηλικιωμένος καθηγητής θα βοηθήσει μια φτωχή χωρική, τη Ρόζα, στο σχέδιό της να μεταμορφώσει το χωριό της σε απομίμηση της Ιερουσαλήμ, ώστε να εκπληρωθεί η επιθυμία τής σχεδόν κατάκοιτης πια γιαγιάς της να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους προτού πεθάνει. Στο σχέδιό τους θα συμβάλουν μια βαθύπλουτη Αγγλίδα, απόμαχη των μυστικιστικών αναζητήσεων, ένας Νιγηριανός μάγος, ένας Ινδός γυμνοσοφιστής, μια ιερόδουλη και πολλοί φιλοπερίεργοι κάτοικοι του Αλεντέζου, υπό την απειλητική παρουσία ενός μαζοχιστή ιερέα, ενός νταή χωροφύλακα κι ενός ερωτοχτυπημένου βοσκού, που εχθρεύονται τον καθηγητή, καθένας για δικούς του λόγους.

Ένας τίτλος μυθιστορήματος που δεν δείχνει να εξηγείται στο οπισθόφυλλο, σημαίνει πως το έργο διαθέτει ένα εκρηκτικό μείγμα γεγονότων και σχολιασμών, που δύσκολα περικλείεται μέσα σε λίγες αράδες.

Σε εκείνους που θα θελήσουν να ξεκινήσουν την ανάγνωση, θα τους πρότεινα να έχουν κατά νου το κλίμα που δημιουργεί μια ταινία του Αλμοδόβαρ και την πολλαπλή εστίαση που χρησιμοποιεί ο Πεσόα.

Ο Cruz με μια εντελώς δική του μαεστρία πλάθει τους χαρακτήρες του έργου και άλλους από αυτούς τους χρίζει κινητήριες δυνάμεις της πλοκής, άλλους απλώς υποστηρικτές των δικών του θέσεων.

Και μόνο με την αναφορά του ονόματος του Αλμοδόβαρ, νομίζω πως έκανα σαφές πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ιδιότυπων παθών και εντελώς απρόσμενων περιγραφών. Ενώ η μνεία του Πεσόα θα έλεγα πως παραπέμπει σε μια βασική αφηγηματική γραμμή που αρκετοί ισπανόφωνοι συγγραφείς ακολουθούνε.

Τα δυο κεντρικά πρόσωπα -η νεαρά Ρόζα και ηλικιωμένος καθηγητής Μπόρζα- έλκουν ολόγυρά τους ένα πλήθος άλλων χαρακτήρων που όλοι πλέον μαζί -μα και ο καθένας ξέχωρα- περιγράφουν μια περιοχή της Πορτογαλίας με τρόπο που ενώ δείχνει ρεαλιστικός, στην ουσία δημιουργεί την αίσθηση του μαγικού τρόπου αφήγησης.

Μαγικός ρεαλισμός; Όχι ακριβώς ή τουλάχιστον όχι με την γνωστή αναλογία περιεχομένου των δυο λέξεων.

Αλλά ας επανέλθουμε στον τίτλο –«Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπύρα». Η φράση δεν στηρίζεται μόνο σε ιστορική έρευνα, αλλά παράλληλα σημειώνει πως όλα αξίζει -ίσως και πρέπει- να επαναδιατυπωθούν.

Κι έτσι στη ρήση : Ένας εργολάβος κατασκευάζει ένα σπίτι, όμως μια γυναίκα κατασκευάζει ένα νοικοκυριό όπου ο αναγνώστης θα βρει μια παραδοσιακή θέση της σχέσης των δυο φύλων, θα αντιπαρατεθεί μια άλλη παράγραφος που φωτίζει αλλιώς ότι μπορεί να συνδέει ερωτικά δυο ανθρώπους που είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους: Ανάμεσά τους υπάρχει ολόκληρη ζωή που δεν φαίνεται. Η ζωή που έζησε αυτός και εκείνη δεν έζησε. Κρατιούνται χέρι χέρι αλλά ανάμεσά τους υπάρχει άβυσσος. Απόδειξη για το ότι το Τίποτα όχι απλώς υπάρχει αλλά είναι πανταχού παρόν, υπάρχει ακόμα και στο δυνατό σφίξιμο του χεριού κάποιου.

Παρόμοια αποσπάσματα συναντάμε συνεχώς και αναγνωρίζουμε την ικανότητα του Cruz να πρωτοτυπεί χωρίς να πέφτει σε εκζήτηση. 

Θα πρότεινα αυτό το μυθιστόρημα να διαβαστεί με όσο περισσότερο ανοιχτή ματιά μπορεί κανείς να διαθέσει. Κι αυτό για να μπορέσει από τη μια να χαρεί τη ροή του λόγου, τα συνήθως σύντομα κεφάλαια που ως κινηματογραφικά πλάνα διαδέχονται το ένα το άλλα και από την άλλη τις προτάσεις που προσφέρουν πολλαπλές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Μυθιστόρημα που αιματώνεται από τα κληροδοτήματα της λατινικής λογοτεχνίας και προτείνει μια νέα άποψη αφηγηματικής τεχνικής.

Την μετάφραση την υπογράφει ο Νίκος Πρατσίνης, όπως και τη εισαγωγή και τις σημειώσεις. Καλός γνώστης όχι μόνο της πορτογαλικής γλώσσας, αλλά και έμπειρος μεταφραστής, είναι αυτός που πρότεινε την κυκλοφορία του συγκεκριμένο έργου στη χώρα μας. Λογικά και το αποτέλεσμα της εργασίας του να είναι απολύτως επιτυχημένο.

 (730 λέξεις)

(Βιβλιοδρόμιο, 6/8/2023)

 

 


Υλλιέτ Αλίτσκα "Το βαλς της ευτυχίας"

 

Υλλιέτ Αλίτσκα

«Το βαλς της ευτυχίας»

Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

Εκδόσεις Πληθώρα

 

Αν και υπάρχουν αρκετοί τίτλοι λογοτεχνικών βιβλίων γραμμένων από σύγχρονους Αλβανούς συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας, εντούτοις δεν θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως στο ελληνικό βιβλιόφιλο κοινό είναι γνωστό το στίγμα της αλβανόφωνης λογοτεχνίας του σήμερα.

Οπότε παραμένει ένα ζητούμενο η ανακάλυψη της λογοτεχνικής ταυτότητας μιας χώρας που και συνορεύει με τη δική μας και που ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που έχουνε εκεί γεννηθεί ζει δίπλα μας.

Η Εκδόσεις Πληθώρα -θυγατρικός εκδοτικός οίκος των Εκδόσεων Ευρασία-  έχουν επιχειρήσει και στο παρελθόν να καλύψουν αυτό το κενό και συνεχίζοντας αυτήν την προσπάθειά τους, έδωσαν σε κυκλοφορία το έργο «Το βαλς της ευτυχίας» του Αλβανού συγγραφέα Υλλιέτ Αλίτσκα.

Ο Υλλιέτ Αλίτσκα γεννήθηκε και ζει στα Τίρανα της Αλβανίας. Είναι συγγραφέας, σεναριογράφος, και πρώην πρέσβης της Αλβανίας στην UNESCO, τη Γαλλία, την Πορτογαλία και το Μονακό. Κατέχει θέση Μέλους στην Επιτροπή Αλβανών Διπλωματικών Αντιπροσώπων, και από το 2016 θέση Καθηγητή στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο της Αλβανίας.

Ο Αλίτσκα έχει γράψει πλήθος μυθιστορημάτων και συλλογών με σύντομες ιστορίες, όπως και σενάρια βασισμένα στα βιβλία του. Η μεταφορά τους στον κινηματογράφο έχει συνοδευτεί με διεθνή αναγνώριση, όπως με τη βράβευση της ταινίας Slogans στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τόκιο το 2001, ενώ είχε σταθεί και η ευκαιρία να τον γνωρίσουμε στο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 2008.

Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, τα Αραβικά, τα Πολωνικά, τα Τσέχικα, τα Νορβηγικά, τα Περσικά, τα Μακεδονικά, τα Κινεζικά και στην Εσπεράντο.

Το έργο του «Το βαλς της ευτυχίας» στηρίζεται πάνω σε ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στην Αλβανία το 1985.

Μια οικογένεια Αλβανών -έξι αδέλφια- κατά τη διάρκεια της τελετής της κηδεία του Ενβέρ Χότζα, καταφεύγουν στην Ιταλική Πρεσβεία και ζητούν πολιτικό άσυλο.

Μέσα στο όλο κλίμα εκείνης της εποχής, η πράξη τους κυριολεκτικά συγκλονίζει όλη τη χώρα και πολύ γρήγορα αποκτά διεθνείς διαστάσεις.

Οι διπλωματικές ενέργειες  απέναντι  στις άτεγκτες αντιδράσεις του καθεστώτος που έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει, δε φέρνουν κάποιο αποτέλεσμα, τα έξι άτομα της οικογένειας Τότα βιώνουν μια νέα μορφή εγκλεισμού και αφού πρώτα το παράδειγμά τους θα προσπαθήσουν να το επαναλάβουν κάμποσες εκατοντάδες συμπατριωτών τους, τελικά θα δούνε τα χρόνια να φεύγουν, το νέο καθεστώς να εγκαθίσταται χωρίς και να μπορεί να αποτινάξει από πάνω του κατάλοιπα του παρελθόντος, ενώ ο Δυτικός Κόσμος αδυνατεί να απεμπλακεί  από τις γραφειοκρατικές συμβάσεις προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Τελικά, τα έξι αδέλφια θα φτάσουν στην Ιταλία, θα τους δοθεί και η άδεια παραμονής, μαζί με κάποιες στοιχειώδεις βοήθειες επιβίωσης, αλλά τα ίδια θα έχουν στην ουσία αποδεχτεί μια περιθωριοποίηση που θα τους κρατά μακριά από ενέργειες ουσιαστικής προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες που πλέον επικρατούν. 

Η μέρα εκείνη που με μια αυθόρμητη κίνηση τους οδήγησε να ζητήσουν άσυλο, θα αποδειχτεί μέρα καθοριστική για όλη τους τη ζωή.

Οι μεταξύ τους δεσμοί θα τραυματίζονται, οι κατά κάποιον τρόπο ευνουχισμένες από ένα απολυταρχικό καθεστώς προσωπικότητές τους θα τους εμποδίζουν να διαβούν δυναμικά στους νέους δρόμους που οι άλλοι συμπατριώτες τους ακολουθούν και τελικά ένας, ένας θα οδηγηθού σε ψυχολογικό ή και βιολογικό αδιέξοδο.

Πάνω σε αυτόν τον καμβά εξιστόρησης, ο Αλίτσκα στήνει την αφήγησή του και με μια γραφή ιδιαιτέρως λιτή, όσο και στιγμές σαρκαστική, φωτίζει το πόσο το άτομο αν θέλει να επιβιώσει θα πρέπει να πάρει στα δικά του χέρια το μέλλον του.

Βέβαια, η θέση αυτή -και χωρίς κάτι τέτοιο εμφανώς να καταγράφεται-  υποστηρίζει το πως ένα αυταρχικό καθεστώς που στηρίζεται στη βία και στην έλλειψη κοινωνικής σύμπνοιας τελικά δημιουργεί άτομα που ή θα ζητάνε μόνιμα την κάλυψή  τους από μια ανωτέρα Αρχή ή θα καταλήγουν σε σπασμωδικές ενέργειες απελευθέρωσης τους.

Ενδιαφέρουσα πρόταση που κινείται ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο ντοκουμέντο, που δίπλα στον σαρκασμό στήνει την κατανόηση και που έτυχε μιας καλής και συνετής μεταφοράς της στη γλώσσας μας από τον Ανδρέα Ζαρμπαλά.

Μετά το δείπνο κάθισε στη βεράντα μπροστά στην καμπίνα και ατένιζε τον ήλιο καθώς έδυε στη θάλασσα. Θυμήθηκε πως είχε καθίσει ξανά στο ίδιο σημείο, ατενίζοντας τη θάλασσα, σε μια εποχή  τόσο μακρινή που αμφέβαλλε αν είχε ζήσει πραγματικά σ΄ αυτήν. Μετά έδιωξε απ΄΄ το νου του την αμφιβολία και βάλθηκε να ανακαλύψει γιατί το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη είναι καλυμμένο με νερό.

«Γιατί να συμβαίνει αυτό;» αναρωτιόταν, μέχρι που αποκοιμήθηκε ελαφρά υπό τον μονότονο φλοίσβο των κυμάτων, δίχως να λύσει το αίνιγμα.

Ξύπνησε νωρίς απ΄ τους θορύβους των ποντικιών που έτρεχαν από καμπίνα σε καμπίνα.

(σελ. 189)

https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/18163-to-vals-tis-eftyxias-tou-ylliet-alitska-kritiki-ena-vivlio-anamesa-sti-logotexnia-kai-sto-dokoumento

3.8.23

Τόμας Χάρντι "Ιστορίες από το Ουέσσεξ"

 


Thomas Hardy

«Ιστορίες από το Ουέσσεξ»

Διηγήματα

Μετάφραση: Έφη Φρυδά

Εκδόσεις Ροές

 

Ο Τόμας Χάρντι (1840-1928) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, της περιόδου δηλαδή που εδραίωσε στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού την καθοριστική παρουσία του μυθιστορήματος στη διαμόρφωση της αφήγησης μέσω του πεζού λόγου.

Αν και έγραψε ποιήματα, τελικά έμεινε γνωστός κυρίως από τα μυθιστορήματά του, είχε όμως παράλληλα ασχοληθεί και με τη φόρμα του διηγήματος.

Ως πεζογράφος παρέμενε πάντα ένας πληθωρικός αφηγητής που αν και του ταίριαζε η απλάδα της μυθιστορηματικής δομής, εντούτοις κατάφερνε  αυτή την πληθωρικότητά του να την μορφοποιεί και σε πολυσέλιδα διηγήματα.

Σχεδόν όλα του τα έργα διαδραματίζονται σε μια ημιφανταστική  περιοχή, το Ουέσσεξ, εκεί όπου είχε ιδρυθεί ένα από τα σημαντικότερα Αγγλοσαξονικά βασίλεια τον 6ο αιώνα. Σε αυτήν την περιοχή κυκλοφορούν οι χαρακτήρες του -μεσοαστοί ή αγρότες- και οι ζωές τους ταυτίζονται με την γύρω φύση, αλλά και με τις οικονομικές όσο και κοινωνικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη Μεγάλη Βρετανία τον 19ο αιώνα.

Νατουραλιστής ο Χάρντι, καταφέρνει να παραμένει δημοφιλής και σε ένα σημερινό κοινό, γιατί -όπως σημειώνει η Βιρτζίνια Γουλφ : ‘Το φως του δεν πέφτει απευθείας πάνω στην ανθρώπινη ψυχή. Περνάει από πάνω της και βγαίνει πέρα στο σκοτάδι της παραστιάς , στα δέντρα που κλυδωνίζονται στη θύελλα. Όταν κοιτάζουμε πάλι στο δωμάτιο, η συντροφιά πλάι στο τζάκι έχει σκορπίσει. Άντρες και γυναίκες παλεύουν όλοι μες στη θύελλα  μονάχοι, ο καθένας ξεχωριστά, αποκαλύπτοντας περισσότερο τον εαυτό τους  όταν οι άλλοι τους προσέχουν λιγότερο’.

Αυτή η συγγραφική προσέγγιση ταυτίζεται απόλυτα με τον σύγχρονο τρόπο ζωής των ανθρώπων κι έτσι ο σημερινός αναγνώστης ενώ καθώς διαβάζει τις ιστορίες που αφηγείται ο Χάρντι  και είναι σχεδόν βέβαιος πως παρακολουθεί μια συχνά μελοδραματική ιστορία, όταν φτάνει στο τέλος της είναι πλέον πεπεισμένος πως παρακολούθησε το δράμα  ενός ανθρώπου -άνδρα ή γυναίκα -της διπλανής πόρτας.

Αυτή ακριβώς την εντύπωση δημιουργούν και τα εννέα διηγήματα αυτής της συλλογής και αυτό που πιο πάνω περιέγραψα σε όλα συμβαίνει.

Θα σταθώ σε δυο από αυτά. Στο ένα –‘Μια ευφάνταστη γυναίκα’ – η ηρωίδα, μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε συμβατικό γάμο, αλλά και ποιήτρια χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο, ερωτεύεται ένα ποιητή που θαυμάζει και θα ήθελε να φτάσει στο δικό του επίπεδο. Δεν τον έχει ποτέ της συναντήσει, απλώς έτυχε για μια περίοδο να μείνει σε δωμάτιο που κι εκείνος είχε μείνει, εκεί να βρει μια φωτογραφία του και έτσι η εικόνα του νεαρού άντρα ταυτίζεται με την γραφή του. Μια ιδιότυπα αρρωστημένη σχέση καταδυναστεύει την γυναίκα, ένα πάθος που δεν τολμά κοινωνικά να το εκφράσει, αλλά που με μια απροσδόκητη υπόγεια δυναμική καταφέρνει να εισέλθει τόσο εντός της, ώστε το παιδί που θα κάνει με τον επίσημο σύζυγό της να μοιάζει φυσιογνωμικά με τον ποιητή που ποτέ της δεν είχε γνωρίσει.

Στο άλλο διήγημα που στέκομαι –‘Στον δυτικό τομέα’- και πάλι κεντρικό πρόσωπο είναι μια καλλιεργημένη αλλά σε ουδέτερο γάμο δεσμευμένη γυναίκα.

Σε αυτήν την ιστορία η ηρωίδα ερωτεύεται ένα νεαρό άνδρα που εκείνος έχει προσέξει και αποπλανήσει την υπηρέτριά της. Η ηρωίδα αναλαμβάνει να γράφει την αλληλογραφία της αναλφάβητης κοπέλας και έτσι οι ανταλλαγές επιστολών δημιουργούν μια ψεύτικη σχέση ανάμεσα στο νεαρό εραστή και στην παντρεμένη άστη που τελικώς εκείνον μεν θα τον οδηγήσουν σε μια απόφαση λανθασμένη και αδιέξοδη, εκείνη δε στην οριστική επιστροφή της στην παγωμένη καθημερινότητά της. Μα κάτι από όλα αυτό θα έχει μείνει -οι επιστολές. Και πάνω σε αυτές στηριγμένοι -ίσως- οι δύο αλληλογράφοι να μπορέσουν να αντέξουν το υπόλοιπο της ζωής τους.

Μένω σε αυτές τις δυο ιστορίες -χωρίς αυτό να σημαίνει πως και τα άλλα διηγήματα δεν έχουν την δική τους ένταση και τα δικά τους ευρηματικά αφηγηματικά τεχνάσματα- γιατί αν και γραμμένες σε μια εποχή πολύ πλέον μακρινή από τη δική μας, στην ουσία διαπραγματεύονται κάτι που σήμερα είναι μια κατάσταση  την οποία έχει δημιουργήσει η δυνατότητα απόκτησης μιας πλασματικής ταυτότητας, ενός  avatar μέσω του οποίου καλύπτεις, εκτονώνεις ή και μπορεί να παρασύρεσαι σε συναισθηματικές και σεξουαλικές δεσμεύσεις και αναστολές.

Και χαίρεται κανείς τη δυναμική της καλής λογοτεχνίας που έχει περιγράψει συνθήκες και συναισθήματα διαχρονικά. Κι ακόμα χαίρεσαι να ανακαλύπτεις το πως και το γιατί κάποιοι συγγραφείς παραμένουν ολοζώντανοι. Γιατί τελικά -όπως και πάλι σημειώνει η Βιρτζίνια Γουλφ- ‘Ο Χάρντι δεν μας προσφέρει απλώς μια εγγραφή της ζωής σε δεδομένη στιγμή και τόπο. Μας δίνει το όραμα ενός κόσμου  και του μεριδίου του ανθρώπου στη ζωή, όπως του τα αποκαλύπτει η ισχυρή φαντασία του, η αυθεντική και ποιητική ιδιοφυία, η τρυφερή και ευσπλαχνική ψυχή του’.

https://www.fractalart.gr/istories-apo-to-wessex/

740 λέξεις


23.7.23

Η Ελένη Γεωργοστάθη για το "Ποτέ πιο πριν"

 


Ανάμεσα στο οδυνηρό πριν και στο ελπιδοφόρο μετά

 Με το ζήτημα της ενσωμάτωσης και της προσαρμογής των μεταναστών, ειδικότερα των εφήβων, σε περιβάλλοντα με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά από αυτά της χώρας προέλευσης των οικογενειών τους καταπιάνεται το τελευταίο εφηβικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Μάνος Κοντολέων, με τον τίτλο Ποτέ πιο πριν. Η ηρωίδα, η Ανίκα, έχει συνηθίσει σε μια ζωή περιπλάνησης μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της από μέρος σε μέρος στη μακρινή σκανδιναβική χώρα όπου έχει μεταναστεύσει η οικογένειά της. Στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ένα μικρό ψαροχώρι, θα αποκτήσει μια στενή φίλη, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί το πιο περιζήτητο αγόρι του σχολείου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα.

Όχι τυχαία, νομίζω, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση σε ένα μικρό μέρος, όχι σε μια μεγάλη πόλη με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εδώ η Ανίκα κι η οικογένειά της είναι ευδιάκριτα διαφορετικοί, οι σχέσεις λιγότερο απρόσωπες και χαοτικές, οι συμπεριφορές, αποδοχής ή απόρριψης, από τους ντόπιους πιο ξεκάθαρες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ανίκα θα εισπράξει τη ζήλια και τη διεκδικητική συμπεριφορά της ντόπιας ανταγωνίστριάς της για την καρδιά του Γιαν. Αλλά και θα αισθανθεί το άγγιγμα του φόβου στην παρουσία της παρέας των κυνηγών, νεαρών με απροκάλυπτα βίαιες και ρατσιστικές τάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η παρουσία τόσο των δεύτερων όσο και, κυρίως, της πρώτης εξυπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα να παίξει λίγο με τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι εύλογα θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι η πλοκή του βιβλίου θα εξελιχθεί προς την κατεύθυνση μιας διαρκώς εντεινόμενης ερωτικής αντιζηλίας ή μιας δραματικής αντιπαράθεσης της ηρωίδας και των φίλων της με τους κυνηγούς.

Οι προσδοκίες αυτές ωστόσο δε θα ευοδωθούν. Τόσο η παρουσία της αντιζήλου όσο και αυτή των κυνηγών λειτουργούν κυρίως ως το -ασφυκτικό- πλαίσιο εντός του οποίου η Ανίκα αλλά και η οικογένειά της έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα που θέτει το τραυματικό παρελθόν. Αυτό που τους οδήγησε στον δρόμο του ξεριζωμού. Ένα παρελθόν που, εισβάλλοντας με αγριότητα στη νέα ζωή της Ανίκα, φέρνει ωμά αντιμέτωπο τον αναγνώστη με μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζει το κορίτσι, τα ήθη και οι άγραφοι νόμοι της οποίας δεν αναγνωρίζουν στη γυναίκα το δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της, την αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο αντικείμενο και της επιφυλάσσουν τη μέγιστη σκληρότητα όταν δεν ικανοποιεί τις ιδεοληπτικές και εντελώς ανεδαφικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στο περιβάλλον της.

Μια αγρίως πατριαρχική κοινωνία λοιπόν, σκληρή, αδίστακτη, δολοφονική, είναι αυτή από την οποία έχει διαφύγει η οικογένεια της έφηβης. Μόνο που και εδώ ο συγγραφέας επιλέγει να διαψεύσει τις προσδοκίες των αναγνωστών του φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με αντρικούς χαρακτήρες ευαίσθητους, ήπιους, καλλιεργημένους και προοδευτικούς και με γυναίκες που συντηρούν, επιβάλλουν και διαιωνίζουν είτε από ιδεοληψία είτε από φόβο είτε από εμμονική προσκόλληση στην παράδοση, απάνθρωπες αντιλήψεις και πρακτικές.

Αλήθεια, μοιάζει να αναρωτιέται ο συγγραφέας, πόσοι έχουν σταθεί να σκεφτούν το αβάσταχτο βάρος, και μάλιστα ακάλεστο, που φορτώνουν όροι όπως «τιμή», «παράδοση» κτλ. στους ώμους ενός άντρα ο οποίος το μόνο που επιθυμεί είναι η ευτυχία της οικογένειάς του; Κι άραγε, από την άλλη, τι ακριβώς είναι αυτό που μετατρέπει μια γυναίκα από εν δυνάμει θύμα σε αδίστακτο θύτη και τιμωρό εκπροσώπων του ίδιου της του φύλου; Ανασφάλεια; Ελλιπής παιδεία; Ο φόβος που απορρέει από την αδυναμία της να φανταστεί την ύπαρξή της έξω από ένα γνώριμο κοινωνικό πλαίσιο;

Ο Μάνος Κοντολέων με αυτή του την επιλογή αποδεικνύει έμπρακτα ότι το μυθιστόρημα, όσο κι αν απηχεί μια κοινωνική πραγματικότητα, δε σχηματοποιεί, δεν είναι υποχρεωμένο να κινηθεί στη λογική κυρίαρχων τάσεων και ποσοστώσεων. Τουναντίον, ψηλαφεί το διαφορετικό, αναζητά να φωτίσει σκιές και αποχρώσεις αφανών συναισθημάτων, γυρεύει τη μη μετρήσιμη προσωπική αλήθεια των χαρακτήρων του. Και αυτή είναι και η μαγεία του.



μια φορά κι έναν καιρό η μικρή ελένη: Ανάμεσα στο οδυνηρό πριν και στο ελπιδοφόρο μετά (miaforakienankairoimikrieleni.blogspot.com)

10.7.23

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη -'Αυγή της Κυριακής' 9/7/2023

 

 

-Έχετε ήδη στο ενεργητικό σας πάνω από 70 βιβλία. Τι σας προσφέρει, τι σας έχει διδάξει αυτή η περιπέτεια με τις λέξεις;

*Η σχέση μου με τη δημιουργική γραφή (άλλοτε πεζό, άλλοτε ποίηση, κάποτε και κριτικά σημειώματα) ξεκίνησε από την εφηβεία μου. Ίσως γιατί μου άρεσε στην αρχή να ταξιδεύω στους τόπους των έργων, πολύ σύντομα να συνυπάρχω με τους ήρωες και τελικά να ανακαλύπτω μορφές εμπειριών και τρόπους ατομικών μα και κοινωνικών αντιδράσεων που η καθημερινότητα δεν μου τους πρόσφερε. Οπότε οι λέξεις έγιναν -έτσι χωρίς καλά, καλά να το καταλάβω- στοιχεία της πιο προσωπικής μου ταυτότητας. Για μένα η συγγραφή είναι στάση ζωής και προσπάθεια επαφής μου με τον άλλον.

-Τα θέματα της ταυτότητας, ο άνθρωπος σε σχέση με τον εαυτό,  τους φόβους, την εποχή και την κοινωνία του αλλά και μεγάλα ζητήματα που απασχολούν παιδιά, εφήβους και ενήλικες, βρίσκονται διαρκώς στο πεδίο των συγγραφικών ενδιαφερόντων σας. Γιατί επιμένετε; Θεωρείτε ότι η τέχνη της γραφής έχει κοινωνικό αντίκτυπο στις μέρες μας;

*Μα δεν επιμένω, απλώς συνεχίζω με αυτόν τον τρόπο να ζω. Δεν επιμένω, για παράδειγμα,  να εισπνέω οξυγόνο, απλώς χωρίς αυτό δεν θα ζούσα. Από εκεί και πέρα, αν και θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ως ‘ήρεμο πολίτη’, τη συγγραφική μου παρουσία δεν μπορώ να τη δω αποκομμένη από αυτά τα θέματα που λέτε. Γιατί χωρίς ταυτότητα δεν υπάρχει κοινωνία όντων με στοιχειώδη έστω νόηση, μα και επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα επαφής με τους άλλους. Τώρα αν αυτό που εγώ πιστεύω και έτσι όπως το εκτελώ έχει ένα γενικότερο αντίκτυπο στις μέρες μας, δεν μπορώ να το ξέρω… Ή μάλλον αυτό που γνωρίζω είναι πως σε μια εποχή όπως η δική μας που τόσο συχνά και ολοένα και περισσότεροι τη χαρακτηρίζουν ως εποχή του τέλους των ιδεολογιών, η Τέχνη της Γραφής με περιεχόμενο ιδεολογικό σαφέστατα κινδυνεύει. Και μαζί με αυτήν κινδυνεύουν και άλλα πολλά… Όλα αυτά που έχουν δημιουργήσει τον Πολιτισμό μας, τουλάχιστον όπως ο τελευταίος έχει διαμορφωθεί κάτω από την καθοδήγηση του Διαφωτισμού.

-Γράφοντας για όλα αυτά θεωρείτε ότι έχετε γίνει καλύτερος άνθρωπος;

*Όχι… Κι άλλωστε δεν ξέρω τι σημαίνει καλύτερος άνθρωπος. Καλύτερος ως προς τι; Απλούστατα εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ως ένα ασυμβίβαστο ιδεολόγο, μα ξέρω πως για κάποιους άλλους τύποι όπως εγώ θεωρούνται ξεπερασμένοι. Απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Παρόλα αυτά είμαι -δε γίνεται να μην είμαι αισιόδοξος. Ο κάθε δημιουργός, από την ώρα που δημιουργεί, αυτομάτως και αισιοδοξεί. Μια και η δημιουργία αμφισβητεί την νεκρική ακαμψία.

-Αν σας ζητούσε κάποιος να τον ξεναγήσετε στα ενδότερα της προσωπικής συγγραφικής σας διαδικασίας, πού θα σταθμεύατε, πού θα επικεντρωνόσαστε; 

*Σχεδόν κάθε μου βιβλίο σηματοδοτεί μια περίοδο της ζωής μου. Άλλοτε σύντομη, άλλοτε μακροχρόνια, συχνά μπερδεμένη, κάποτε αισιόδοξη, κάποτε φοβισμένη. Όλα αυτά τα συναισθήματα ζητάνε να μορφοποιηθούν σε κείμενα -αισιόδοξα, φοβισμένα, επαναστατικά. Σε ποιο απ΄όλα μπορώ να επικεντρωθώ; Το ένα στην ουσία έχει δημιουργηθεί από το προηγούμενό του και με τη σειρά του θα δημιουργήσει κάποιο νέο. Κι άλλωστε, τα τόσα βιβλία που έχω γράψει και γενικότερα όλα τα κείμενα μου που τόσο συχνά δημοσιεύονται σε διάφορα μέσα, αποδεικνύουν πως μπορεί να κάνω στάσεις κατά τη διάρκεια μιας πορείας ζωής, αλλά μάλλον αποφεύγω δρομολόγιο με κοντινό τέρμα. Απόφαση κι αυτό επιλογών, αλλά -ας μην είμαι και αχάριστος- και θέμα καλής τύχης. Τελικά, καθώς κανείς μεγαλώνει, συνειδητοποιεί την αξία της υγείας.

-Πως θα χαρακτηρίζατε το έργο σας εν τέλει;

*Θέλω να πιστεύω πως διαθέτει ένα προσωπικό στοιχείο. Μπορεί να μην είναι  -και σίγουρα δεν είναι- ότι το σημαντικότερο έχει γραφτεί, αλλά πιστεύω πως διαθέτει έντονα την συγγραφική μου ταυτότητα. Άλλωστε το γεγονός πως γράφω βιβλία και για παιδιά και για νέους και για ενήλικες -κάτι που στην ελληνική συγγραφική συντροφιά μήτε συχνό είναι μήτε και πάντα καλοδεχούμενα αναγνωρίσιμο- νομίζω πως επιβεβαιώνει ότι το έργο μου στο σύνολό του έχει κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό και με επιλεγμένη ποικιλία ύφους και στόχων, μάλιστα.

-Το τελευταίο σας βιβλίο "Η Μάσκα του Καπιτάνο",  βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο Εφηβικού Νεανικού Βιβλίου, ακουμπάει πολύ υπαρκτά και αρκετές φορές επώδυνα για τους εφήβους θέματα. Πώς ο μασκοφόρος ήρωας κόμικς βοηθάει τον έφηβο ήρωά σας να αντιμετωπίσει τους φόβους του, τον τραυλισμό αλλά και τη σχέση με τους γονείς και τους γύρω του, να αντιμετωπίσει την ταυτότητα του, να διακρίνει την ομορφιά του διαφορετικού αλλά και τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης;

*Η μάσκα είναι ένα πανάρχαιο σύμβολο. Και ακριβώς το γεγονός πως η χρήση της έχει τόσους αιώνες τώρα επιζήσει, αλλά και με πολλούς τρόπους εκφραστεί, αποδεικνύει πως είναι σύμβολο που μπορεί πάνω τους ένας συγγραφέας να ‘ακουμπήσει’ αυτό που θέλει να πει. Στη περίπτωση του δικού μου ήρωα, η μάσκα χρησιμοποιείται για να αποκρύψει τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας νεαρός που δεν πιστεύει στον εαυτό του μιας και οι πιο δικοί του άνθρωποι ποτέ δεν έδειξαν πως τον εμπιστεύονται. Καταφεύγει, λοιπόν, στην κάλυψη μιας μάσκας, στο να υποδυθεί κάποιον άλλον που θα τολμήσει να κάνει αυτά που ο ίδιος δεν τολμά. Αλλά αυτό δεν  είναι απελευθέρωση, είναι μια μορφή δουλείας. Η ταυτότητά του χάνεται πίσω από την ταυτότητα ενός άλλου. Πόσο μπορεί κάποιος να ικανοποιηθεί όταν αυτό που πράττει δεν τον εκφράζει, αλλά γίνεται κάτω από τη σκιά ενός άλλου; Αυτό ήταν το ζήτημα που θέλησα να διαχειριστώ. Και τελικά οδήγησα τον ήρωά μου σε δρόμους όπου η μάσκα αφαιρείται. Κάτι που το πετυχαίνει καθώς ανακαλύπτει πως υπάρχει πάντα ένας τρόπος να υποστηρίξεις την ιδιαιτερότητά σου και να κάνεις τους άλλους να τη σεβαστούν.

-Οι έμφυλες σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου. Σε μια περίοδο που η ορατότητα αλλά και ο αποκλεισμός κινούνται σε τεντωμένο σχοινί, και ταυτόχρονα σε μια περίοδο όπου ένα σύστημα ολόκληρο δείχνει να μισεί τη νεότητα, πως αντιμετωπίζετε αυτό το ευαίσθητο θέμα;

*Οι έμφυλες σχέσεις είναι πάντα στο επίκεντρο σχεδόν όλων των βιβλίων μου, μα και είναι ακόμα -αυτό πιστεύω- παρούσες στην καθημερινότητα όλων μας και κυρίως των νέων. Λέτε πως υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που δείχνει να μισεί τη νεότητα. Λογικό δεν είναι; Μιας και νεότητα πάντα σήμαινε επανάσταση και αμφισβήτηση. Μα εγώ ακριβώς το στοιχείο αυτό στοχεύω να προβάλω. Δεν είναι τυχαίο πως όχι μόνο γράφω βιβλία για νέους, αλλά και τα ‘ενήλικα’ μυθιστορήματά μου πάντα φωτίζουν τα νεανικά χρόνια των ενήλικων ηρώων μου. Η παιδική και εφηβική περίοδος κάθε ανθρώπου είναι η πατρίδα του. Όλοι έχουμε υποχρέωση να περιφρουρούμε τη νεότητα.

-Ταυτόχρονα σ' αυτό το βιβλίο δεν δαιμονοποιειτε τη νοσταλγία, και βάζετε σε ευκρινές πλάνο την ποίηση. Δεν φοβάστε μήπως σας πουν ντεμοντέ;

*Είπα πιο πριν πως ο ήρωάς μου αποδέχεται την ιδιαιτερότητά του καθώς ανακαλύπτει πως υπάρχει ένας τρόπος πρώτα ο ίδιος να την εκτιμήσει και να τη σεβαστή. Κι αυτό το πετυχαίνει καθώς γνωρίζεται με μια μεγαλύτερή του γυναίκα που συνηθίζει να χρησιμοποιεί στον λόγο της και στίχους παλιών ποιητών. Η διαχρονικότητα του ποιητικού λόγου. Και παράλληλα το απόλυτα μοντέρνο της. Ελπίζω να έπεισα για τη θέση μου αυτή. Τουλάχιστον η βράβευση αυτού του μυθιστορήματος κάτι τέτοιο με κάνει να πιστεύω πως συνέβη.

-Γιατί επιλέγεται ένα κάθε άλλο παρά ελληνικό περιβάλλον για την εξέλιξη της αφήγησης;

*Γιατί ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και είτε το θέλουμε είτε όχι και τα προβλήματα και οι λύσεις τους είναι σχεδόν παρόμοια σε κάθε μέρος του δυτικού κόσμου. Έπειτα θέλησα και να δημιουργήσω μια μυθιστορηματική αλήθεια, ένα μυθιστορηματικό κόσμο χωρίς τη βοήθεια συγκεκριμένων χωρικών αναφορών. Ως συγγραφέας έλκομαι να δημιουργώ δικούς μου κόσμους.

-Είστε από τους ελάχιστους λογοτέχνες που έχουν βραβευτεί τρεις φορές με Κρατικό Βραβείο. Αλήθεια αυτός ο θεσμός, πέραν της τιμής που αποδίδει στον συγγραφέα, διευκολύνει, θεωρείτε, τη σχέση  τη διείσδυση του συγγραφικού έργου  στο  αναγνωστικό κοινό;

* Κάθε βραβείο και ειδικά ένα Κρατικό, δημιουργεί ένα θετικό κλίμα για τον τίτλο που βραβεύτηκε. Αλλά ας μην ξεχνούμε πως η όποια επιλογή έχει να κάνει με την γνώμη οχτώ ή εννιά ανθρώπων. Κάποια άλλοι θα επέλεγαν ίσως κάποιο άλλο βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση το Κρατικό Βραβείο έχει αξία μιας και είναι η αναγνώριση της Πολιτείας στο έργο όχι μόνο εκείνου που βραβεύεται αλλά και σε όλους όσους ασχολούνται με τη γραφή. Αλλά χρειάζεται να αναθεωρηθεί ο τρόπος που εφαρμόζεται. Θα σας πρότεινα κάποια στιγμή να ξεκινήσετε μια έρευνα πάνω σε αυτό το θέμα.

-Έχετε μακρά και συχνά δια ζώσης σχέση με τους αναγνώστες σας, κυρίως τα παιδιά και τους εφήβους. Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για έναν συγγραφέα;

*Βοηθητική θα τη χαρακτήριζα και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Αλλά όχι αναγκαία. Εμένα με βοηθά να είμαι κοντά στη ψυχοσύνθεση των αναγνωστών μου. Είναι μια γνώση που συχνά με βοηθά όταν γράφω, χωρίς και να την αφήνω να μου επιβάλλεται. Όσον αφορά τους αναγνώστες και γι αυτούς είναι μια ενδιαφέρουσα εμπειρία… Τουλάχιστον τις περισσότερες φορές.

-To διαδίκτυο διευκολύνει αυτή τη σχέση; Επαρκεί;

* Ως προς την αμεσότητα της επαφής συγγραφέα – αναγνώστη, ξεκάθαρα όχι. Αλλά από την άλλη οι διαδικτυακές  αυτού του είδους συναντήσεις έχουν το πλεονέκτημα πως μπορούν να ‘μαζέψουν’ αναγνώστες από διάφορα σημεία της χώρας, κάποτε και από το εξωτερικό. Επίσης έχουν το πλεονέκτημα πως ο χρόνος που αμφότερα τα μέρη αφιερώνουν σε μια τέτοια συνάντηση είναι καθαρός και εύκολα πραγματοποιήσιμος  -εννοώ πως δεν χρειάζονται χρονοβόρες και συχνά κοστοβόρες μετακινήσεις κλπ.

-Αλήθεια τι σας λένε τα παιδιά και οι έφηβοι για τα βιβλία σας;  

*Άλλα λένε τα παιδιά κι άλλα ρωτάνε οι έφηβοι. Στις μικρές ηλικίες η εμπειρία της συνάντησης έχει κάτι το ζεστό, σαν κι αυτό που ένας μικρό παιδί παίρνει και δίνει όταν συνομιλεί με ένα ενήλικο. Μπορεί να υπάρχουν αφελείς ερωτήσεις, αλλά νομίζω πως μέσα στη ψυχή του παιδιού εγγράφεται το ίδιο το γεγονός της συνάντησης και όχι το τι ειπώθηκε. Στους εφήβους είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Εκεί η συζήτηση και οι προβληματισμοί έχουν την ένταση, το πάθος και τη δυναμική της εφηβείας. Μα και την αμφισβήτηση, συχνά και την αδιαφορία.  Ιδιαίτερο κοινό και γι αυτό μεγάλη εμπειρία μα και μεγάλη χαρά η συνάντηση με μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλά στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω πως καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος αυτού του κύκλου σπουδών, ολοένα και η ευκαιρία πραγμάτωσης μιας τέτοιας συνάντησης λιγοστεύει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα μάλλον φοβάται τη συνάντηση εφηβείας και λογοτεχνίας. Φοβάται τις εκρήξεις που ίσως θα τη συνοδεύουν. Και βέβαια -ας το αναφέρω και αυτό- οι φιλόλογοι στην πλειονότητά τους μάλλον αγνοούν,  αν και δεν απαξιώνουν, τα έργα εκείνα που μπορούν να συνομιλήσουν άμεσα με τους νέους. Κι έτσι αυτά τα βιβλία που προτείνουν δεν έχουν τα στοιχεία εκείνα που θα τα κάνουν αγαπητά στους εφήβους. Με άλλα λόγια, είναι καλά μεν βιβλία, που όμως δεν συνομιλούν, δεν φωτίζουν την εφηβεία. Κι έτσι αφήνουν αδιάφορους τους εφήβους. Κάποιους τους μετατρέπουν σε αρνητές της λογοτεχνίας. Κρίμα. Στην ηλικία που μπορεί να εδραιωθεί η φιλαναγνωσία, το  ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν κάνει τίποτε το ουσιαστικά αποτελεσματικό.

-Είστε από τους συγγραφείς που αντιμετωπίζετε τη γραφή και ως πολιτική πράξη. Τι διαπιστώνετε για την εποχή μας, για τη χώρα μας, για τον σύγχρονο άνθρωπο αυτή την περίοδο; Ο συγγραφέας έχει, θεωρείτε, τη θέση που του αξίζει στις σημερινές κοινωνίες;

*Στην εποχή μας η ατομική προβολή δείχνει να είναι εύκολα πραγματοποιήσιμη. Αλλά παράλληλα είναι και παραπλανητική. Και γι αυτόν που προβάλλεται και για όσους αποδέχονται αυτήν την προβολή. Η πληθώρα ‘αναγνωρίσιμων’ δημιουργών / καλλιτεχνών τελικά οδηγεί σε ένας είδος παραμερισμού του ίδιου του έργου. Δεν είναι αυτό που αναγνωρίζεται αλλά εκείνος που το εκτελεί.   Κι έτσι έχουμε μια επιφανειακή σχέση με τα πάντα -από την Πολιτική έως την Τέχνη.

-Οι πρόσφατες εκλογές, οι εξελίξεις στην αξιωματική αντιπολίτευση τι αντίκτυπο έχουν στη χώρα και τους πολίτες της;

* Μιλώντας ως άτομο με πίστη προς το δημοκρατικό πολίτευμα, λέω πως τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στη χώρα μας είναι πάρα πολύ δυσάρεστα. Κι αυτό γιατί αν το όποιο κόμμα που κυβερνά δεν αισθάνεται στην πλάτη του την ανάσα του αντίπαλου κόμματος, τότε είναι βέβαιο πως θα εφαρμόσει μια πολιτική αλαζονική, πολιτική πολλαπλά διαβλητή. Αλλά κάτι που επίσης με ανησυχεί -κι αυτό ισχύει και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- είναι η απροκάλυπτη επανεμφάνιση στα βουλευτικά έδρανα εκπροσώπων φασιστικής και ναζιστικής νοοτροπίας. Μπορεί αυτή η κατάσταση να αλλάξει; Και πότε; Ομολογώ πως δεν ξέρω. Αν μελετήσουμε τη νεότερη  ιστορία μας θα διαπιστώσουμε πως οι μεγάλες ανατροπές ήρθαν μετά από μεγάλες κρίσεις. Κι αν συμβούν… Θα τις αντέξουμε; Πως θα αντιδράσουμε;

-Χρειαζόμαστε, λέτε, κι εμείς οι ενήλικες έναν μασκοφόρο ήρωα κόμικ, να μας βοηθήσει αυτή την περίοδο;

*Θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο. Πλήρη χαρτογράφηση των ιδεών μας και σχεδιασμό των εφαρμογών τους. Αν κάτι μπορεί να μας βοηθήσει σε ατομικό μα και σε συλλογικό επίπεδο δεν είναι η επιλογή μιας κάποιας μάσκας, αλλά η εμπιστοσύνη στα δικά μας χαρακτηριστικά. Ας καταλήξω με μια άποψη: αρκετά επαναπαυτήκαμε στις πνευματικές και πολιτικές δόξες των αρχαίων προγόνων μας* καιρός πλέον να στρωθούμε και να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Διαφορετικά το πνευματικό και πολιτικό κενό που αφήνουμε να γιγαντώνεται στο τέλος θα μας ρουφήξει. Με άλλα λόγια, η κληρονομιά σπαταλήθηκε και η ένδεια έχει ήδη πλησιάσει. Επικινδύνως.