18.10.16

Αμαρτωλή Πόλη - Ενηλικίωση στην εποχή της χαμένης αθωότητας

Ενηλικίωση στην εποχή της χαμένης αθωότητας, της Τέσυ Μπάιλα 





Τέσσερις άνθρωποι αναζητούν τον τρόπο να ισορροπήσουν σε μια δύσκολη εποχή. Και η υπόγεια παρακμή που διαπερνάει τα πρόσωπα, τη δύναμή  και, εν τέλει τη μοίρα τους, σαρώνοντας διαβρωτικά κάθε τους όνειρο, σε μια πόλη που προσπαθεί κι αυτή να μη χαθεί. Απουσίες που «χωρούν μέσα σε ένα μόνο βότσαλο», άνθρωποι που σκαρφαλώνουν στο μέλλον τους χωρίς να διανοούνται ότι κάποιοι έχουν φτάσει πλέον στον γκρεμό». Αποφάσεις που γκρεμίζουν ψυχές και αναπόδραστοι πόθοι, εγκλωβισμένοι σε κατακόκκινες τούφες μαλλιών, που ξεθωριάζουν στο χρόνο, όπως τα ματωμένα χαμόγελα των ανεξέλεγκτων παθών, είναι το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Μάνος Κοντολέων στήνει το νέο του αφηγηματικό κόσμο. Κι όλα αυτά σε μια χώρα που στροβιλίζεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης, μιας κρίσης που καθορίζει τις συμπεριφορές των κατοίκων της και τις προσωπικές τους υποχωρήσεις. Τους φόβους και τις δεσμεύσεις. Τον ηθικό εκφυλισμό των αξιών τους και τελικά την τύχη τους. Ο Κλεάνθης, η Στεφανία, ο Τονίνο και η Χρύσα, αντιπροσωπευτικοί ήρωες της εποχής μας, αγωνίζονται να επιβιώσουν στην Ελλάδα της αποσύνθεσης και ταυτόχρονα να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Εκπλήσσονται και οι ίδιοι με τις αντοχές και τις ανοχές τους, απεκδύονται την παρθενικότητα των αισθήσεών τους και τελικά ενηλικιώνονται μέσα σε μια κοινωνία που συνθλίβει κάθε τους όνειρο για το μέλλον. Κάποιοι από αυτούς επιλέγουν να αποσυρθούν, να ζήσουν ισορροπώντας στην ψευδαίσθηση, όπως ο Κλεάνθης. Άλλοι μαθαίνουν να επιβιώνουν μέσα το συμβιβασμό, όπως η Χρύσα. Μερικοί κατρακυλούν ολοένα και περισσότερο. Όλοι τους όμως οδηγούνται σε ακραίες πράξεις και καταστάσεις. Όλοι τους ματώνουν. Άραγε μπορεί να μείνει κανείς αθώος σε μια τέτοια διαδικασία; Ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Με ποιο δικαίωμα κρατά κάποιος την αθωότητά του;» όταν όλα γύρω του ευτελίζονται και παρακμάζουν;   Η Στεφανία μοιάζει να γίνεται βορά στη μανιώδη φύση της αμαρτίας, ωστόσο κρύβει βαθιά στην ψυχή της τη δική της αθωότητα. Η ανάμνησή της αθωότητας αυτής βρίσκεται μέσα στο μικρό βότσαλο που έχει στο σακίδιό της. Το βότσαλο που θα ακουμπήσει «ανάμεσα σε άνθη, κεριά και αποχαιρετιστήρια σημειώματα» μπροστά από το καμένο κτήριο στο κέντρο της πόλης. Σπονδή μιας αθωότητας που βιάστηκε και συναίσθηση του χαμένου χτες μπροστά στο φλεγόμενο παρόν της πόλης που χάνεται. Τι ρόλο μπορεί να παίξει η διαφορετικότητα στη ζωή; Μπορεί μια αισιόδοξη σκέψη να σαμποτάρει τη μαυρίλα που γιγαντώνεται πρώτα μέσα μας αλλά και ολόγυρά μας; Να τρομάξει την αμαρτωλή πόλη και να διώξει μακριά την αμαρτία; Ο Τονίνο μοιάζει να γνωρίζει καλά πόσο μπορεί να καμουφλαριστεί η ανάγκη να υπάρχεις διαφορετικός αλλά ανθρώπινος. Και είναι εκείνος ο ήρωας του βιβλίου που τελικά θα κλέψει την παράσταση δίνοντας μια δραματική ένταση στις αποφάσεις που ρυθμίζουν τις ζωές. Όλοι όμως οι ήρωες δοκιμάζονται και πάσχουν, ο καθένας στο βαθμό που του αναλογεί. Ο συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανέναν. Παρακολουθεί τις ανάσες τους και καταγράφει ρεαλιστικά κάθε τους αντίδραση. Όλοι τους θα νιώσουν στο πετσί τους πόσο μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, τα δεδομένα της ζωής του και τα όρια των συμβιβασμών του μια μακρόχρονη και βαθιά οικονομική κρίση. Και πώς το αβέβαιο μέλλον μπορεί να σηματοδοτήσει ένα παρόν βουτηγμένο στην υποχώρηση και στο κοινωνικό τέλμα. Η αμαρτία ανοίγεται σαν την άβυσσο κάτω από τα πόδια των ηρώων κι εκείνοι χάνουν την ισορροπία τους. Γκρεμίζονται. Αλλά πριν από αυτούς μια πόλη, μια ολόκληρη χώρα έχει γκρεμιστεί, επειδή έχει πρώτα αμαρτήσει και η ίδια. Οι πολίτες της έμαθαν να επιβιώνουν μέσα στον πυρήνα της δικής της καταστροφής. «Αμαρτία άλλοτε όμορφη ως έρωτας των αστεριών. Αμαρτία άλλοτε ζέουσα ως βιασμός κάποιου γαλαξία! Μέσα στην αμαρτία ζει η Στεφάνια. Στην καρδιά της…». Αλλά, «οι αμαρτίες των ανθρώπων πάντα παρόμοιες, ίδιες. Οι πόλεις οι αμαρτωλές είναι που κάθε φορά αλλάζουν». Ο Μάνος Κοντολέων βρίσκει την ευκαιρία να καταγράψει, για μια ακόμη φορά, μια προσωπική καταγγελία για όλα όσα εξεγείρουν τη συνείδησή του. Να επικοινωνήσει στους αναγνώστες προβληματισμούς οικείους που μας παρουσίασε και στο «Μέλι κόλλησε στα χείλη». Και το κάνει με τη γνωστή τρυφερή εκφορά του λόγου του. Με μια γλώσσα βελούδινη καταφέρνει να περιγράψει την αιχμηρή σκληρότητα της εποχής. Χωρίς καμιά λογοκρισία αποτυπώνει καλειδοσκοπικά τη σύγχρονη πραγματικότητα και καλεί τον αναγνώστη του να εντοπίσει μέσα στο σύμπαν της αφήγησής του όλα όσα καθορίζουν την ανθρώπινη αναζήτηση μιας ταυτότητας, τόσο της προσωπικής όσο και της κοινωνικής. Επειδή, αν υπάρχουν δύο πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζει το μυθιστορηματικό του οικοδόμημα ο Κοντολέων αυτοί δεν είναι άλλοι από την αναζήτηση της σεξουαλικής και προσωπικής ταυτότητας και η αγάπη, ο έρωτας με την αναγεννητική του δύναμη, άλλοτε σαρκοβόρος και επιθετικός, άλλοτε τρυφερός μα πάντοτε ακραίος. Πυλώνες που μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει και στις προηγούμενες δουλειές του Μάνου Κοντολέων, καθώς πάνω τους ο συγγραφέας ακουμπά τις προσωπικές του ανησυχίες και όλα όσα ταλανίζουν τη σκέψη του. Ένα σύγχρονο, cross over, μυθιστόρημα για την ενηλικίωση και την απώλεια σε μια εποχή χαμένης αθωότητας και βιασμένων συνειδήσεων. Ένα μυθιστόρημα για την ελευθερία και τις επιλογές της σε μια περίοδο ανελεύθερων ονείρων.

Πρώτη δημοσίευση:http://www.literature.gr/

15.10.16

Συνέντευξη στο Book City

h





O Μάνος Κοντολέων είναι αναμφίβολα από τους αγαπημένους συγγραφείς παιδιών και ενηλίκων
 Έχει γράψει δεκάδες βιβλία για παιδιά, νέους και ενήλικες και πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το νέο του cross over μυθιστόρημα, με τίτλο «Αμαρτωλή πόλη» (εκδ. Πατάκης).

Συναντήσαμε τον κ. Μάνο Κοντολέων και μας μίλησε για το νέο του βιβλίο, τη συγγραφή αλλά και την πηγή έμπνευσής του.

Πολυγραφότατος, άκρως προσιτός, όταν τον γνωρίσεις καταλαβαίνεις πως η συγγραφή είναι κάτι παραπάνω από αγάπη για εκείνον, είναι μία ζωτική ανάγκη.

Πως εμπνευστήκατε την ιστορία και τον χαρακτήρα της Στεφανίας;

Αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα στηριζότανε πάνω στο πως η μακρόχρονη οικονομική κρίση επηρεάζει τις ατομικές συμπεριφορές.  Κι όπως συνήθως κάνω, αφού πήρα την απόφαση για το ποιο θα ήταν το βασικό θέμα του νέου μου μυθιστορήματος, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να συναντηθεί με το κεντρικό πρόσωπο του έργου. Κι έτσι μπροστά μου στάθηκε  κάποια μέρα η Στεφανία. Εκεί γύρω στα δεκαεπτά, με κόκκινα μαλλιά και…  Τρομαγμένη με τα όσα έβλεπε να συμβαίνουν στη ζωή της.

Στεφανία, Κλεάνθης, Τονίνο, Χρύσα. Τέσσερις άνθρωποι βουτηγμένοι στην κρίση και τις συνέπειές της. Πόσο δύσκολη ήταν η συγγραφή της Αμαρτωλής Πόλης;

Πόσο επώδυνη, θα έλεγα. Γιατί πέρα από τις δυσκολίες σύνθεσης ενός μυθιστορήματος, αυτό που ιδιαίτερα με ταλάνισε σε τούτο το έργο ήταν οι ακραίες συνθήκες που έβλεπα τους ήρωές μου να ζούνε. Κατέγραφα αυτές τις συνθήκες και αναζητούσα τρόπους να τους βοηθήσω να τις ξεπεράσουν.

Ποιο ήταν έναυσμα για την Αμαρτωλή Πόλη;

Μα αυτό που εδώ και κάμποσα χρόνια ζούμε, αλλά κυρίως η αγωνία μου για το τι πρόκειται στο μέλλον να ζήσουμε και η ανάγκη μου να ψελλίσω, έστω, ένα τρόπο διαφυγής. Μια, έστω και ασήμαντη, πρόταση λύσης.



Τι μέλλον φαντάζεστε για τους τέσσερις τους; Πως συνεχίζεται η ιστορία τους εκτός των σελίδων του βιβλίου;

Συγγραφέας είμαι. Πλάσματα καθημερινά πλάθω. Τα παρακολουθώ και συμπάσχω μαζί τους. Όπου μπορώ να τα βοηθήσω, το κάνω. Αλλά δεν είμαι θεός. Δεν έχω την όποια οικονομική, πολιτική ή άλλης μορφής εξουσία στα χέρια μου. Όταν γράψω τη λέξη «Τέλος», οι ήρωές μου –όπως παιδιά που ενηλικιώθηκαν- παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Πράττουν  αυτά που θέλουν να πράξουν. Και πολύ συχνά –όπως παιδιά που ενηλικιώθηκαν- ξεχνούν ακόμα και να ενημερώσουν τους γονείς τους για το τι τους συμβαίνει.

Μέσα από τα έργα σας είναι διάχυτη η αγάπη σας για τα cross over μυθιστορήματα. Τι είναι αυτό που σας ελκύει σε μία ιστορία ενηλικίωσης;

Οι ήρωες μου είναι παιδιά μου. Μου αρέσει γι αυτό να τους παρακολουθώ καθώς ενηλικιώνονται και από έφηβοι μετατρέπονται σε ενήλικα άτομα. Του καθενός ανθρώπου το κομβικό σημείο είναι η περίοδος ενηλικίωσης. Τα μυθιστορήματα που περιγράφουν αυτή τη φάση μιας ζωής, είναι cross over μυθιστορήματα. Με άλλα λόγια διαπερνούν ηλικιακά τόσο τους ίδιους τους ήρωές τους, όσο και τους αναγνώστες προς τους οποίους απευθύνονται.

Έχετε γράψει παιδικά, εφηβικά αλλά και βιβλία για ενηλίκους. Ποια είναι η δυσκολία στο καθένα από αυτά αλλά και τι είναι αυτό που σας γοητεύει.

Για κάθε είδος από αυτά που αναφέρετε υπάρχουν θα έλεγα οι ίδιες δυσκολίες, αλλά και οι ίδιες χαρές. Ή για να είμαι πιο ακριβής παρόμοιες δυσκολίες και παρόμοιες χαρές. Κεντρική δυσκολία να μπορέσεις να βρεις των κώδικα επικοινωνίας με τον κάθε αναγνώστη σου. Κεντρική χαρά η ανακάλυψη πως έχεις φίλους που άλλοτε είναι παιδιά, άλλοτε έφηβοι, άλλοτε ενήλικες.

Ποιον ήρωα/ηρωίδα σας αγαπήσατε περισσότερο και ποιος ή ποια «έμεινε» για περισσότερο καιρό μαζί σας.

Νομίζω πως λίγο πιο πριν είπα πως οι ήρωες των βιβλίων μου είναι παιδιά μου. Άρα όπως κάθε γονιός –χαζομπαμπάς, αν θέλετε- έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα στερνοπαίδια μου. Μέχρι που να έρθει η ώρα μια νέας γέννας.

Μετά από δεκάδες τίτλους βιβλίων, είναι σίγουρο «δε ζείτε» χωρίς τη συγγραφή. Έχετε σκεφτεί πως θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχατε εκδώσει ποτέ το πρώτο σας βιβλίο;

Ούτε ποτέ μου έχω γράψει ιστορίες τρόμου, μήτε και μου αρέσουν να τις διαβάζω.



Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για εσάς και πως ξεκινά μία ιδέα να μετουσιωθεί τελικά σε ολόκληρη ιστορία;

Έμπνευση; Συγκεκριμένη έμπνευση; Θα έλεγα πως δεν υπάρχει για μένα κάτι τέτοιο. Μόνο εμμονές. Δυο στην ουσία. Η Ταυτότητα και ο Έρωτας. Από αυτές τις δυο εμμονές ξεκινά πάντα κάθε βιβλίο μου… Όπως, άλλωστε και συνεχίζεται η ίδια μου η ζωή.

Μπορεί η «Αμαρτωλή πόλη» να κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες, όμως υπάρχει κάποια νέα ιδέα για βιβλίο;

Ναι, υπάρχει. Αν δεν υπήρχε τότε… Αλλά δεν σας είπα πως μήτε γράφω,  μήτε διαβάζω ιστορίες τρόμου; Ε, πόσο μάλλον και να τις ζω!



Μίλησε στην Τατιάνα Τζινιώλη





Πρώτη δημοσίευση:

ttp://www.bookcity.gr/%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/22527-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD-%C2%AB%CE%BF%CE%B9-%CE%AE%CF%81%CF%89%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9-%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%B8%CF%8E-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CF%8E%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%BF%
CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9%C2%BB

Άγριες θάλασσες

Τέσυ Μπάιλα
‘Άγριες θάλασσες’
Ψυχογιός

Πρώτη δημοσίευση: www.diastixo.gr


Το ιστορικό μυθιστόρημα προσφέρει στον αναγνώστη από τη μια την απόλαυση της ταύτισης με ήρωες που πριν από λίγα ή πολύ περισσότερα χρόνια είχαν υπάρξει και από την άλλη την δυνατότητα να γνωρίσει πτυχές ιστορικών περιόδων όχι με μια κάπως άψυχη εξιστόρηση, αλλά με την ένταση της περιγραφής ενός γεγονότος από κάποιον που το έχει ζήσει.
Με άλλα λόγια, αν έτσι κι αλλιώς η λογοτεχνική αφήγηση είναι μια μεταφορά του αναγνώστη  από τη δική του ζωή στις ζωή ενός άλλου προσώπου, η ιστορική λογοτεχνική αφήγηση προσφέρει ακόμα κάτι περισσότερο – την ψευδαίσθηση πως ζήσαμε το χτες, το έχουμε αρκούντως γνωρίσει κι έτσι το σήμερα μπορούμε καλύτερα και να το κατανοήσουμε, αλλά και πλέον αποτελεσματικά –αν χρειαστεί- να του αντισταθούμε ή να το διαμορφώσουμε.
Η Ιστορία δημιουργεί μνήμη.
Ή μήπως η ανάγκη σύνθεσης μιας συγκεκριμένης  μνήμης συγγράφει την ιστορία;
                                                           *********
Ζούμε και ως άτομα και ως έθνος μια ιδιαιτέρως κρίσιμη μα και πικρή περίοδο.
Έχουμε ανάγκη από τη μια να κατανοήσουμε το τι έχει στο παρελθόν συμβεί και από την άλλη να στηριχτούμε σε αυτό το παρελθόν για να  ελπίσουμε σε ένα ευτυχέστερο μέλλον.
Όταν οι λαοί αισθάνονται ανασφαλείς επιστρέφουν στις ρίζες τους. Ανάλογα με το ήθος και το ύφος του δρόμου επιστροφής, άλλοτε μετατρέπονται σε συντηρητικές κοινωνίες, άλλοτε σε αυτοθαυμαζόμενες ολιγομελείς ή μη ομάδες, κάποτε, κάποτε επιτρέπουν σε μέλη τους  να αναλογιστούν τα λάθη και να προτείνουν  διορθωτικές κινήσεις.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, το ιστορικό μυθιστόρημα που γράφεται από σύγχρονους έλληνες συγγραφείς ανθεί εκδοτικά.   Το αν η ανθοφορία αυτή συνυπάρχει με μια ουσιαστική ενδοσκόπηση και δεν προτρέπει προς μια εσωστρεφή απομόνωση, είναι κάτι που πολλούς προβληματίζει, αλλά ελάχιστους απασχολεί.
                                                        ***********
Ιστορικό, λοιπόν, μυθιστόρημα γραμμένο από σημερινούς συγγραφείς.
Από αυτούς οι περισσότεροι δεν έχουν μια προηγούμενη θητεία στο λογοτεχνικό αυτό είδος. Οι περισσότεροι γράφανε κοινωνικά ή και ερωτικά μυθιστορήματα και μέσα στα πλαίσια των συνθηκών που πιο πάνω έχω αναφέρει, ενδύσανε κοινωνικά πάθη και σωματικούς καημούς με ιστορικά ενδύματα.
Η Τέσυ Μπάιλα ανήκεις σε αυτήν την κατηγορία;
Το «Άγριες Θάλασσες» είναι το έκτο της μυθιστόρημα και το πρώτο που αγγίζει –προσωπικά αυτό θεωρώ πως είναι- το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.
Συγγραφικά, αφού πρώτα ανίχνευσε με τα δυο πρώτα της έργα τις ψυχολογικές και ερωτικές ανάγκες κάποιων προσώπων, στη συνέχεια  -με τα δύο επόμενα έργα της και τα οποία την έκαναν ιδιαιτέρως γνωστή και αναγνωρίσιμη-  αναζήτησε το πώς τα ατομικά οράματα πορεύονται μέσα στην ιστορία. Οι ήρωες αυτών των έργων της αν και επηρεάζονται από τα ιστορικά γεγονότα, δεν συμμετέχουν στην διαμόρφωση τους.
Τώρα, με το τελευταίο της αυτό πόνημα, φέρνει τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας της να συμμετέχουν στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πορεία των αποφάσεων  που άλλοι –ανώτεροι- είχαν πάρει.
Με άλλα λόγια, η Τέσυ Μπάιλα αποφάσισε να γράψει για τους μικρούς όσο και καίριους -και τις περισσότερες φορές άγνωστους-  ήρωες των μεγάλων ιστορικών περιόδων.
Το μυθιστόρημα στηρίχτηκε πάνω σε ένα ντοκουμέντο. Στο ημερολόγιο που κρατούσε ο ήρωας της αφήγησης και που βέβαια υπήρξε πρόσωπο υπαρκτό.
Δίπλα του και  άλλα άτομα –κι αυτά υπαρκτά.
Η Μπάιλα αναζήτησε ένα τρόπο να μετατρέψει το ιστορικό συμβάν σε ιστορικό μυθιστόρημα.
Με την εμπειρία της πλούσιας αφηγηματικής της τεχνικής κατάφερε αυτή τη ‘μετενσάρκωση’ να την πετύχει.
Ο ναυτικός της Σάμου που με τον αυθορμητισμό ενός ανθρώπου που δεν έχει χάσει την ατομική μα και εθνική του αξιοπρέπεια, προσχωρεί σε μια επικίνδυνη συμμαχική  αποστολή μέσα στα νερά της Μεσογείου, γίνεται μυθιστορηματικός  ήρωας και το αυθεντικό του ημερολόγιο στηρίζει της αποφάσεις του και εντός της μυθιστορηματικής πλοκής.
Οι σχέσεις του με κάποια ακόμα πρόσωπα –άτομα από άλλους τόπους μεν, αλλά με τον ίδιο στόχο, την αμφισβήτηση δηλαδή, του ναζισμού και του φασισμού- περιγράφονται ολοζώντανα. Όπως επίσης με πάθος αλλά και ευπρέπεια καταγράφεται η ερωτική σχέση του κεντρικού προσώπου με τη γυναίκα που θα τον συντροφεύσει και στην αληθινή ζωή.
Έτσι έχουμε, τελικά, ένα μυθιστόρημα που από τη μια μπορεί να καλύψει την ανάγκη ενός σημερινού αναγνώστη να στηριχτεί σε αξίες που οι πρόσφατοι προγονοί του υποστηρίξανε και μάλιστα χωρίς ποτέ να ζητήσουν να εξαργυρώσουν την προσφορά τους και από την άλλη  να χαρίσει πλούσια πλοκή και έντονα συναισθήματα.
Στις « Άγριες Θάλασσες» οι χαρακτήρες δεν υποδύονται ιστορικές περσόνες. Είναι αυθεντικά άτομα του χτες που τις ανάσες τους ακόμα τις αφουγκράζονται κάποιοι.
Η τεχνική της Τέσυ Μπάιλα –παρόμοια με τα προηγούμενα έργα της, αν και εδώ πλέον σωστά οργανωμένη-  πρωτίστως στηρίζεται στην ικανότητα της  να ζωντανεύει όλα τα πρόσωπα  του έργου *από τους πρωταγωνιστές  μέχρι και κάποιους που απλώς σε ελάχιστες σελίδες  τους αναφέρει.   Κι ακόμα έχει να κάνει με την αξιοποίηση των περιγραφών, με τη πληθωρική αφηγηματική της συγγραφική ταυτότητα και με μια ευαισθησία που από τη μια ενεργοποιείται με μια  θηλυκή παρατηρητικότητα και από την άλλη με ένα αρσενικό πάθος.
Την εντιμότητα του όλου εγχειρήματος την εδραιώνει η παράθεση μιας πλούσιας βιβλιογραφίας, αλλά και η σεμνή –όσο και ιδιαιτέρως κατατοπιστική- εισαγωγή.
                                               ****************
Για όσους θα ήθελαν μια κάποια περίληψη της υπόθεσης του βιβλίου, αντιγράφω το κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Νομίζω πως επαρκώς θα τους ικανοποιήσει

Στις άγριες θάλασσες της κατεχόμενης Ελλάδας υπάρχει ένα μυστικό ελευθερίας που το γνωρίζουν μόνο οι γενναίοι. Η «Ευαγγελίστρια», το καΐκι της διαφυγής, δε μεταφέρει ανθρώπους∙ μεταφέρει την ελπίδα της εθνικής ξαστεριάς στην πιο σκοτεινή στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας. Κατακτητές και πατριώτες, διώκτες και κυνηγημένοι, όλοι τους στρατευμένοι σ’ έναν πόλεμο που θα κρίνει το μέλλον του κόσμου. Από τον ασυμβίβαστο καπετάν Μιλτιάδη Χούμα μέχρι την καρτερική Ελένη του, μικροί και μεγάλοι ήρωες στροβιλίζονται σ’ ένα έπος που εκτυλίσσεται στην πανάρχαια θάλασσα του Ομήρου.
Ζωή μοιρασμένη σε επεισόδια που θα αδυνατούσε να συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία. -


12.9.16

Παντελής Καλιότσος - Αποχαιρετισμός




Όταν κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του’80 συναντούσα για πρώτη φορά τον Παντελή Καλιότσο, δεν μπορούσα ούτε καν να υποψιαστώ πως 35 περίπου χρόνια μετά, θα ήμουνα εγώ εκείνος που εκ μέρους της Εταιρείας Συγγραφέων (ιδρυτικό μέλος της οποίας ο Καλιότσος ήταν) θα είχα την πικρή Τιμή να τον αποχαιρετήσω.
Αλλά αποχαιρετά ποτέ κανείς ένα συγγραφέα;
Μπορεί το σώμα του να μην είναι πια σε λίγο ανάμεσά μας, αλλά τα έργα του για πολλά χρόνια ακόμα θα συντροφεύουν τις αναγνώσεις όσων αγαπούν την καλή λογοτεχνία.
Και ο Παντελής Καλιότσος υπήρξε ένας όχι μόνο καλός λογοτέχνης, μα και ένας γνήσιος συγγραφέας.
Η ζωή και το έργο του –ή πιο σωστά ο τρόπος ζωής και σκέψης του και τα βιβλία του αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο Παντελής στα 91 χρόνια που έζησε συνεχώς αμφισβητούσε, συνεχώς εστοχάζετο, συνεχώς έπαιζε.
Θα μπορούσε ο ίδιος να ήταν ήρωας σε μυθιστόρημα ενός σύγχρονου Καζαντζάκη.
Ρουφούσε τη ζωή, παθιαζότανε με τη θάλασσα, λάτρευε το βουνό, χαιρότανε την ανθρώπινη συντροφιά, ζούσε αρμονικά με τη μοναξιά του, δεν φοβότανε να πει τις αλήθειες του, δεν κανάκευε το κοινό του, ήταν τρυφερός με τις γυναίκες, με ένα δικό του γνήσιο τρόπο πιστός στους έρωτές του.
Μέσα στο ίδιο σώμα, κατοικούσε ένα παιδί και ένας έφηβος και ένας άντρας.
Γι αυτό και μπόρεσε να γράψει βαθυστόχαστα μυθιστορήματα, ολοζώντανα εφηβικά έργα, σπαρταριστά παιδικά.
Μέσα στη σοβαρή γραφή του ενήλικα εισχωρούσε κάτι από την ανατρεπτική ματιά ενός παιδιού, μέσα στον αυθορμητισμός της παιδικής ηλικίας ανάσαινε η σοφία αυτού που πολλά έζησε.
Ο Παντελής Καλιότσος είναι ένας από τους ελάχιστους (και για την εποχή της συγγραφικής του ακμής ίσως και ο μοναδικός) έλληνας συγγραφέας που έγραψε τόσο για ενήλικο κοινό όσο και για ανήλικους αναγνώστες.
Και στα δυο αυτά είδη υπήρξε μεγάλος μάστορας. Γιατί γνώριζε –βίωνε πιο σωστά- το γεγονός πως ο πλήρης άνθρωπος της μέσης ηλικίας είναι αυτός που έχει μέσα του φυλαγμένη τη δυναμική μιας παιδικότητας.
Ο Παντελής Καλιότσος δεν κυνήγησε τη δημοσιότητα, αδιαφόρησε για την προβολή του εαυτού του.
Γι αυτό –πιστεύω- και πολλαπλά αναγνωρίστηκε το έργο του. Γι αυτό –είμαι σίγουρος- τόσο αγαπήθηκε από τους άλλους συγγραφείς.
Γι αυτό –ελπίζω- και να μη λησμονηθεί.
Και επιστρέφω σε εκείνη τη μέρα που για πρώτη φορά τον συνάντησα.
Εγώ ένα νέος συγγραφέας, με το πρώτο μου μυθιστόρημα  σε χειρόγραφη μορφή να περιμένω από τον Καλιότσο να μου πει τη γνώμη του.
Συναντηθήκαμε στο αγαπημένο του στέκι εκείνης της εποχής. Στο καφενείο γωνία Μαυρομιχάλη και  Σόλωνος. Μπροστά μας, πάνω στο ξύλινο τετράγωνο τραπεζάκι ένα ανοιχτό σκάκι. Γύρω μας οι ήχοι από τα ζάρια και τα πούλια.
Και ο Παντελής Καλιότσος με το τσιμπούκι στις άκριες των χειλιών του  να με μαθαίνει το τι σημαίνει λογοτεχνία και το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας.
Να δείχνει το δρόμο –εκείνος ο καταξιωμένος και πολυβραβευμένος σε μένα που δοκίμαζα τα πρώτα μου βήματα.
Και –θυμάμαι- πως μου είχε φανερώσει και ένα μυστικό συγγραφής.
«Όταν θέλω να γαληνέψω την ψυχή του αναγνώστη μου από κάτι βαρύ και ασήκωτο που μόλις του έχω περιγράψει, τότε έτσι ξεκάρφωτα πετάω ανάμεσα στις άλλες λέξεις μου ένα χρώμα –ας πούμε κόκκινο, ή μια μυρωδιά –ας πούμε δενδρολίβανο… Και τον παρηγορώ!»

Λοιπόν Παντελή… Και τώρα εγώ…
«Δενδρολίβανο!» λέω…
Και ελπίζω να παρηγοριέμαι καθώς θα επιστρέφω στις σελίδες σου – στα «Ξύλινα Σπαθιά» και στον «Μεσαίο Τοίχο»
Με άρωμα δενδρολίβανου, το «Καλό σου Ταξίδι», Δάσκαλε.











12.8.16

Τιτίκα


Ήταν εκείνα τα χρόνια που η τουριστική ανάπτυξη δεν απασχολούσε κανένα.
Στο πανέμορφο παραθαλάσσιο προάστιο της Αθήνας υπήρχαν μόνο δυο ταβερνάκια, το ένα λίγο πιο πέρα από την ακροθαλασσιά, το δεύτερο εκεί που τα βράχια δεχόντουσαν να χρησιμοποιηθούν ως φυσική προβλήτα.
Τον στενόμακρο κόλπο τον σχηματίζανε αριστερά και δεξιά χαμηλοί, πευκόφυτοι λόφοι. Στο κέντρο του όμως η άμμος κυριαρχούσε.
Κι ήταν σ΄ αυτήν την αμμουδερή παραλία που οι λίγοι –ίσως και ελάχιστοι- παραθεριστές απλώνανε τις πετσέτες τους, ακουμπούσαν δίπλα τους κάποιες τσάντες με βραστά αβγά, φέτες ψωμιού, τυρί, ντομάτες…
Ήταν τα ίδια εκείνα άτομα που το προηγούμενο απόγευμα, είχαν διαλέξει τραπεζάκια στο ταβερνάκι της προβλήτα και θαυμάζανε τα ολόλευκα κοστούμια κάποιων ανδρών, τις αέρινες μουσελίνες κάποιων γυναικών. Και ανοιγοκλείνανε τα ρουθούνια τους να  κρατήσουν την ανάμνηση του καπνού των κουβανέζικων πούρων και των παριζιάνικων αρωμάτων.
Από τα δυο ή τρία κότερα που αγκυροβολούσαν στο κέντρο του κόλπου, τα απογεύματα εξωλέμβιες βάρκες έφερναν στην ακτή εκείνους που τα πρωινά λιαζόντουσαν στα καταστρώματα  ή κολυμπούσαν γύρω από αυτά –κάμποσα, πολλά  μέτρα από τη ρηχή αμμουδιά όπου παιδάκια ζωσμένα με τα σωσίβιά τους πλατσουρίζαν, μερικά μόλις είχαν μάθει μόνα τους να επιπλέουν και «Μαμά, κοίτα!» ουρλιάζανε θέλοντας να κάνουν τις μανούλες τους να τα καμαρώσουν.
Κι εκείνες με την παλάμη να προφυλάσσει τα μάτια από το φως, προτιμούσαν το «Μπράβο!» τους να το συνοδεύουν και με τη συμβουλή «Ως εκεί που πατώνεις να πας!»
Οι ίδιες αυτές γυναίκες, μαζί με τους άντρες τους που τα απογεύματα επιστρέφανε από τις αστικές δουλειές τους και βέβαια έχοντας πάντα σε ακτίνα παρακολούθησης τα πιτσιρίκια τους, πίνανε πορτοκαλάδα Παρθενών ή Σινάλκο και σχολιάζανε τις εμφανίσεις εκείνων που η βάρκα του κότερου τους έφερνε στα βράχια και κάποιος ναύτης τους συγκρατούσε να κάνουν τα πρώτα βήματα στην ανώμαλη επιφάνεια της πέτρας.
Ήταν μια γνωστή τραγωδός με καριέρα και  στο διεθνή κινηματογράφο, ήταν –ασφαλώς!- η μεγάλη Ντίβα που μόλις είχε ολοκληρώσει μια σειρά παραστάσεων στη Σκάλα, ήταν η κόρη και σύζυγος μεγαλοεφοπλιστών και βέβαια ο ίδιος ο σύντροφός της με τα μαύρα του γυαλιά και ακόμα ο σκηνοθέτης τραγωδιών στο θέατρο της Επιδαύρου και… Ναι, ήταν και ο ευτραφής παλιός πολιτικός που πριν από δέκα, ίσως και λιγότερα χρόνια, είχε βάλει την υπογραφή του στη μοιρασιά της Υφηλίου.
Μέλη όλοι τους μιας ομάδας θρυλικών προσωπικοτήτων, μιας θρυλικής εποχής. Σύμβολα ενός νέου κόσμου που όλοι τον ονειρευόντουσαν να είναι ανέφελος, χαμογελαστός, με πολλές ηλεκτρικές συσκευές, πολλά χρώματα, νέες γεύσεις και με ανθρώπους καλοζωισμένους, γυμνασμένους, όμορφους.
Αλλά… Αλλά τα σύμβολα μιας νεοφερμένης ευμάρειας, όσο κι αν τα καμαρώνεις, δεν τα θεωρείς και δικά σου.
Δικά σου είναι εκείνα που αν και λιάζονται δίπλα σου, αν και πάνω στις φτέρνες τους κολλάνε οι ίδιο κόκκοι άμμου που έχουν ανάμεσα και στα δικά σου δάχτυλα χωθεί, εντούτοις σε κάτι διαφέρουν από τους πολλούς… Από εσένα.
Ίσως γιατί ετοιμάζονται να τολμήσουν αυτό που θα θεωρηθεί πρόκληση. Ολοκληρώνουν  ήδη αυτό που ενώ θα το ήθελες ως όνειρο να σε επισκέπτεται τις υγρές, θερμές νύχτες, εξαναγκάζεσαι να το υποδέχεσαι ως εφιάλτη.
Η Τιτίκα, λοιπόν… Κι ο Γιώργος…
Τα δικά σου σύμβολα μιας επανάστασης ιδανικής –ιδανικής γιατί εσύ ποτέ δε θα την τολμήσεις, μα θα την χαρείς καθώς άλλοι θα την υλοποιούν…
Όπως η Τιτίκα και ο Γιώργος -θα την υλοποιούν αδιαφορώντας για το κόστος.
                                           **********************
Η Τιτίκα θυμάμαι πως ήταν όμορφη! 
Όμορφη… Έτσι τουλάχιστον την έβλεπα εγώ –αγόρι στο πρώτο κατώφλι της εφηβείας. Μα έτσι άκουγα να τη χαρακτηρίζουν και οι ενήλικες που δίπλα τους ζούσα.
Αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν μελαχρινή.
Ναι, το χρώμα της επιδερμίδας της δεν το ξέχασε ο έφηβος που τότε το κοιτούσε. Σκουρόχρωμη σάρκα. Που σχεδόν χωρίς καμιά κάλυψη ενδύματος περνούσε μπροστά από τους άλλους λουόμενους. Με μπικίνι!
Μπικίνι των χρόνων αμέσως μετά τον πόλεμο! Αλήθεια πόσο τολμηρό σήμερα θα το θεωρούσε κανείς;
Αλλά η τόλμη και η πρόκληση αλλάζουν από εποχή σε εποχή.
Κι άλλωστε δεν ήταν μόνο πως η Τιτίκα διέσχιζε την παραλία από τη μια άκρη ως την άλλη φορώντας ένα μπικίνι. Μα ήταν και πως κάθε μέρα το μπικίνι ήταν διαφορετικό.
Πλούσια;
Δεν ξέρω αν η ερώτηση αυτή είχε απασχολήσει τις εφηβικές ανησυχίες μου. Περισσότερο με ενδιέφερε να παρακολουθώ τα μεσημέρια της Κυριακής σε μια από τις δυο ταβέρνες, τον άντρα της Τιτίκας –ερχότανε πάντα σαββατόβραδο και έφευγε καθώς έπεφτε η θλίψη του κυριακάτικου απογεύματος.
Τα δυο παιδιά του ζευγαριού –δίδυμα διαφορετικού όμως φύλλου- κρεμόντουσαν από τα γόνατα του πατέρα τους κι αυτός ενώ έδειχνε πως κάθε τι που του ζητούσαν τους το έδινε –παγωτό ξυλάκι και τα τελευταία τεύχη του Μίκυ Μάους και των Κλασσικών Εικονογραφημένων- στην ουσία όλο του το σώμα ήταν γερμένο προς τη μεριά της Τιτίκας. Της γέμιζε με μπύρα το ποτήρι, της καθάριζε τα ψάρια, της έδινε με το πιρούνι του  μικρά, κατακόκκινα κομμάτια ντομάτας.
Το κυριακάτικο πρωινό –η παραλία με περισσότερο κόσμο- η Τιτίκα δεν κατέβαινε να κολυμπήσει. Μόνος ο σύζυγος με τα δυο παιδιά.
Θυμάμαι πως σε κανένα δε μιλούσε –δεν είχε προλάβει ή μπορεί και να μην το ΄θελε, να πιάσει γνωριμίες.
Αλλά και κανείς δεν αποφάσιζε να τον πλησιάσει.
Ίσως –τώρα το σκέφτομαι- πως αισθανόντουσαν οίκτο για τον στρουμπουλό άντρα με το χαλαρό στομάχι και την αρχή φαλάκρας. Οίκτο ή και ντροπή. Μπορεί και θυμό ή ακόμα και αποστροφή.
Λυπάσαι, ντρέπεσαι, θυμώνεις, αποστρέφεσαι τον απατημένο που δεν κατανοεί ή δεν θέλει να δει πως γίνεται ρεζίλι.
Γιατί όλοι στην παραλία που μετά από λίγα –λιγότερα από πέντε- χρόνια θα γινότανε οργανωμένη πλαζ κι η φήμη της μέχρι και τραγούδι θα την έκανε, γνωρίζανε το τι συνέβαινε όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Από Δευτέρα πρωί μέχρι απόγευμα Σαββάτου. Όλοι ξέρανε τον Γιώργο.
Ξανθός, αυτός, με σώμα που το θαυμάζαμε εμείς –μόνο εμείς;- τα εφηβάκια. Πρωταθλητής στην πεταλούδα ήταν κι έκανε τη θητεία του στο Λιμενικό.
Λόγω των μεταλλίων και των πολλών διακρίσεων στον υγρό το στίβο, η τοποθέτηση ήταν ευνοϊκή. Θητεία σε προάστιο της Αττικής, όπου και οι δικοί του είχαν μια μικρή επιχείρηση –αν θυμάμαι καλά ένα ψιλικατζίδικο –αγόραζα από εκεί φωτογραφίες ηθοποιών που ακόμα κάπου σε συρτάρι τις έχω φυλαγμένες.
Κι ο Γιώργος με τη ολόλευκη στολή του Λιμενικού διέσχιζε την παραλία, χαριεντιζότανε με εμάς τα πιτσιρίκια, χαμογελούσε στις μανούλες μας που με συγκρατημένο βλέμμα τον κοιτούσαν και μετά…
Μετά, όλοι περιμέναμε την ώρα που η Τιτίκα θα κατέβαινε με κάποιο νέο μπικίνι και εκεί στο μέσο ακριβώς του κόλπου η σοκολατένια σάρκα της θα αφηνότανε στο γαλάζιο χάδι της ματιάς του Γιώργου.
Μια ολίγων δευτερολέπτων συνάντηση. Μα που θα είχε συνέχεια. Αλλού. Αργότερα.
Το που ποτέ δεν μαθεύτηκε, μήτε νομίζω και κανείς το είχε ανακαλύψει.
Σημασία είχε πως για μισή ώρα –ίσως και παραπάνω- η Τιτίκα δεν φαινότανε, κι ο Γιώργος είχε εξαφανιστεί.
Μετά… Να τους και πάλι! Εκείνη, από τη μια πλευρά να πλησιάζει τα παιδιά της που φτιάχνανε το κάστρο τους στην άμμο, κι ο άλλος από την αντίθετη μεριά να συνεχίζει να χαμογελά σε όλους εμάς του πιτσιρικάδες.
Τον κοιτούσα –θυμάμαι. Κοιτούσα να ανακαλύψω πάνω στη στολή του ή πάνω στο δέρμα του ίχνη μιας πράξης που ακόμα δεν είχα γνωρίσει τον τρόπο κι εγώ να την εκτελώ, μα που ήξερα πως θα ήταν πράξη που όπου νάναι θα ερχότανε η ώρα κι η στιγμή να κυριαρχεί στο νου και στο όνειρό μου.
Τον κοιτούσα. Και μετά τα ίδια αναζητούσα να διακρίνω πάνω στο κορμί της Τιτίκας που κράταγε στο κάθε χέρι κι ένα της παιδί και επέστρεφε για το μεσημεριανό φαγητό στο σπιτικό τους.
Την κοιτούσα ψαχουλεύοντας με το βλέμμα μου να δω αν υπήρχαν πάνω της ίχνη –αμυχές, μώλωπες, ξηλωμένο σε καίριο σημείο το μπικίνι… Ποιος ξέρει τι ακόμα;… Ίχνη που θα έδειχναν το πέρασμα ένας αρσενικού από τις θηλυκές καμπύλες.
Δεν τα ανακάλυψα ποτέ.
Κι άλλωστε εκείνο το καλοκαίρι –όπως όλα – γρήγορα τέλειωσε.
Δεν ασχολούμαι με τον αθλητισμό –δεν έμαθα τις μελλοντικές νίκες του Γιώργου.
Και για τη μόνη Τιτίκα που μπορεί κάποιος να μου μιλήσει, είναι αυτή του Βίκτωρα Ουγκώ.
Η άλλη χάθηκε –μαζί με την ελεύθερη ακρογιαλιά της πρώτης, πρώτης εφηβεία μου.
Περιστασιακά –πλέον- τη θυμάμαι… Την Τιτίκα, εννοώ.
Τι να έγινε; -Όχι δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αναρωτηθεί.



 Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/titika/



12.7.16

Θα σου χαρίσω τον ήλιο

Τζάντυ Νέλσον
«Θα σου χαρίσω τον ήλιο»

Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη
Εκδόσεις Πατάκη


                                                    

Πρώτη δημοσίευση:
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/5503-tha-sou-xariso-ton-ilio

Οι Εκδόσεις Πατάκη εδώ και τριάντα χρόνια υποστηρίζουν τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες (literature for young adults) κυκλοφορώντας μυθιστορήματα ξένων κυρίως, αλλά και ελλήνων συγγραφέων που έχουν ως βάση τους την εφηβεία –πιο σωστά τη μετάβαση από την αρχή της εφηβείας στο τέλος της.
Μυθιστορήματα όπως αυτά των Κόρμιερ, Μπέρτζες, Φισκ, Πρέσσλερ, Έϊβι, Ντίκινσον κ.α. είδαν το φως της δημοσιότητας και στη χώρα μας, επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και έλληνες λογοτέχνες και παράλληλα διαπλάτυναν το είδος εκείνο της λογοτεχνίας που το χαρακτηρίζουμε ως ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’.
Οι νέες εκδοτικές συνθήκες έχουν δημιουργήσει τον όρο cross over μυθιστόρημα. Στην ουσία -με τρόπο πλέον ξεκάθαρο- τα έργα που εντάσσονται κάτω από αυτή την εκδοτική πρόταση ασχολούνται με τον ψυχισμό της εφηβείας, ως μιας περιόδου που στιγματίζει το ενήλικο άτομο. Άρα μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον όχι μόνο ενός νεανικού κοινού, αλλά και του κάθε ενήλικου αναγνώστη. Παράλληλα δε αυτήν την θέση τους την υποστηρίζουν με μια γραφή που διαθέτει πληρέστατη λογοτεχνική επάρκεια και πολυσήμαντη δομική υπόσταση.
Συνεπείς σε αυτήν την πορεία υποστήριξης μιας τόσο δυναμικής λογοτεχνίας, οι Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησαν (σε μια ενδιαφέρουσα μετάφραση της Αργυρώς Πιπίνη) το μυθιστόρημα «Θα σου χαρίσω τον ήλιο» της Τζάντυ Νέλσον.
Η νέα αυτή συγγραφέας από τις ΗΠΑ έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 2011 με το μυθιστόρημα “The sky is everywhere” –και αυτό ανήκει στην κατηγορία των cross over μυθιστορημάτων- και αμέσως κέρδισε την εύνοια κοινού και κριτικών.
Την ίδια επιτυχία έχει και το δεύτερο βιβλίο της “Ill give you the sun”.
Σχετικά με την βασική υπόθεση του έργου, αντιγράφω από το site του εκδότη:

Η Τζουντ και ο δίδυμος αδερφός της, ο Νόα, είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Στα δεκατρία τους, ο κλειστός κι απομονωμένος Νόα, που ζωγραφίζει διαρκώς, ερωτεύεται το αγόρι της διπλανής πόρτας, ενώ η ριψοκίνδυνη Τζουντ σερφάρει στα κύματα του ωκεανού φορώντας κατακόκκινο κραγιόν και συνήθως μιλάει για λογαριασμό και των δυο τους.
Τρία χρόνια αργότερα, στα δεκάξι τους, η Τζουντ και ο Νόα έχουν αποξενωθεί. Μια απώλεια κι όλα τα μυστικά που είναι πλεγμένα γύρω και μέσα τους, έχουν διαλύσει τη ζωή των διδύμων με διαφορετικό τρόπο για το καθένα. Μέχρι που η Τζουντ θα γνωρίσει έναν αλαζονικό, απρόβλεπτο άντρα, ο οποίος θα αποτελέσει την απροσδόκητη νέα δύναμη που θα αλλάξει και πάλι τις ισορροπίες.
Ο Νόα διηγείται την ιστορία των πρώτων χρόνων. Η Τζουντ των κατοπινών. Αυτό που δε συνειδητοποιούν, είναι ότι καθένας γνωρίζει μόνο τη μισή ιστορία κι ότι αν έβρισκαν τον τρόπο να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, θα μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο…

Η Νέλσον, λοιπόν –και στα δυο της μυθιστορήματα- δείχνει πως την απασχολούν δυο βασικά θέματα: οι αδελφικές σχέσεις και ο σεξουαλικός προσανατολισμός έτσι όπως διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Παράλληλα και στα δυο της αυτά μυθιστορήματα δε διστάζει από τη μια να κάνει βαθιά εξερεύνηση σε συναισθήματα και σκέψεις των εφήβων και από την άλλη να χρησιμοποιήσει μια ιδιαιτέρως αισθαντική και πολυδύναμη γλώσσα –«Ευχόμαστε με τα χέρια μας, αυτό κάνουμε ως καλλιτέχνες».
Καλλιτέχνες, λοιπόν, οι ήρωες –ένας από τους κεντρικούς άξονες του μυθιστορήματος.
Αδέλφια παράλληλα –άρα και πιθανοί αντίζηλοι; Να, ένας ακόμα άξονας.
Ο δημιουργός την ώρα που γεννιέται, την στιγμή που συνειδητοποιεί το χάρισμα, όταν θα το υπερασπιστεί ή όταν θα το προδώσει.
Θα έλεγα πως αυτός είναι ο καμβάς που πάνω του η Νέλσον απλώνει το σχέδιο της, την ιστορία των δίδυμων Νόα και Τζούντυ.
Δυο έφηβοι που επειδή μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό, εκφράζονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους.
Ο ένας θα προδίδει τον ανδρισμό του, η άλλη θα μετατρέπει την θηλυκότητα της σε επιθετική στάση.
Θα διεκδικούν με πάθος την μονομερή αγάπη της μητέρας, την ίδια ώρα που δε θα διστάζουν να θυσιάσουν ότι πλέον πολύτιμο έχουν και να το προσφέρουν ο ένας στον άλλο. Γονική προστασία ή ευνουχισμός; Καλλιτεχνική έπαρση ή αδελφικός αλτρουισμός;
Αδιέξοδα που ίσως οδηγούν στην αυτοκτονία ή διέξοδοι που ανοίγουν νέες προοπτικές.
Η εφηβεία έτσι όπως αρχίζει και θα τελειώσει; Ή μπορεί η πορεία προς την ενηλικίωση να φέρει την ανατροπή;
Ερωτήματα που ο αναγνώστης τα παρακολουθεί μέσα από μια ενδιαφέρουσα δομή αφήγησης. Ο πρωτοπρόσωπος λόγος άλλοτε της Τζούντυ κι άλλοτε του Νόα, κάνει συνεχή άλματα στο χρόνο και έτσι βοηθά όχι μόνο να περικυκλωθεί η εξιστόρηση των γεγονότων, αλλά και να φωτιστεί με πολυδύναμες φωτοσκιάσεις.
Πολλά είναι τα πλεονεκτήματα τούτου του μυθιστορήματος.
Ας κρατήσουμε έστω και ένα –την ταύτιση μιας σύγχρονης μορφής αφήγησης με την ανάλυση μιας σημερινής έκφρασης νεανικών αναζητήσεων.
Με άλλα λόγια μια ολοκαίνουργια υλοποίηση cross over  μυθιστορήματος εφηβείας.