Όταν κάπου εκεί στις
αρχές της δεκαετίας του’80 συναντούσα για πρώτη φορά τον Παντελή Καλιότσο, δεν
μπορούσα ούτε καν να υποψιαστώ πως 35 περίπου χρόνια μετά, θα ήμουνα εγώ
εκείνος που εκ μέρους της Εταιρείας Συγγραφέων (ιδρυτικό μέλος της οποίας ο Καλιότσος
ήταν) θα είχα την πικρή Τιμή να τον αποχαιρετήσω.
Αλλά αποχαιρετά ποτέ
κανείς ένα συγγραφέα;
Μπορεί το σώμα του να
μην είναι πια σε λίγο ανάμεσά μας, αλλά τα έργα του για πολλά χρόνια ακόμα θα
συντροφεύουν τις αναγνώσεις όσων αγαπούν την καλή λογοτεχνία.
Και ο Παντελής
Καλιότσος υπήρξε ένας όχι μόνο καλός λογοτέχνης, μα και ένας γνήσιος
συγγραφέας.
Η ζωή και το έργο του
–ή πιο σωστά ο τρόπος ζωής και σκέψης του και τα βιβλία του
αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο Παντελής στα 91 χρόνια που έζησε συνεχώς αμφισβητούσε, συνεχώς εστοχάζετο, συνεχώς έπαιζε.
Θα μπορούσε ο ίδιος να
ήταν ήρωας σε μυθιστόρημα ενός σύγχρονου Καζαντζάκη.
Ρουφούσε τη ζωή,
παθιαζότανε με τη θάλασσα, λάτρευε το βουνό, χαιρότανε την ανθρώπινη συντροφιά,
ζούσε αρμονικά με τη μοναξιά του, δεν φοβότανε να πει τις αλήθειες του, δεν
κανάκευε το κοινό του, ήταν τρυφερός με τις γυναίκες, με ένα δικό του γνήσιο
τρόπο πιστός στους έρωτές του.
Μέσα στο ίδιο σώμα,
κατοικούσε ένα παιδί και ένας έφηβος και ένας άντρας.
Γι αυτό και μπόρεσε να
γράψει βαθυστόχαστα μυθιστορήματα, ολοζώντανα εφηβικά έργα, σπαρταριστά
παιδικά.
Μέσα στη σοβαρή γραφή
του ενήλικα εισχωρούσε κάτι από την ανατρεπτική ματιά ενός παιδιού, μέσα στον
αυθορμητισμός της παιδικής ηλικίας ανάσαινε η σοφία αυτού που πολλά έζησε.
Ο Παντελής Καλιότσος
είναι ένας από τους ελάχιστους (και για την εποχή της συγγραφικής του ακμής
ίσως και ο μοναδικός) έλληνας συγγραφέας που έγραψε τόσο για ενήλικο κοινό όσο
και για ανήλικους αναγνώστες.
Και στα δυο αυτά είδη
υπήρξε μεγάλος μάστορας. Γιατί γνώριζε –βίωνε πιο σωστά- το γεγονός πως ο
πλήρης άνθρωπος της μέσης ηλικίας είναι αυτός που έχει μέσα του φυλαγμένη τη
δυναμική μιας παιδικότητας.
Ο Παντελής Καλιότσος
δεν κυνήγησε τη δημοσιότητα, αδιαφόρησε για την προβολή του εαυτού του.
Γι αυτό –πιστεύω- και
πολλαπλά αναγνωρίστηκε το έργο του. Γι αυτό –είμαι σίγουρος- τόσο αγαπήθηκε από
τους άλλους συγγραφείς.
Γι αυτό –ελπίζω- και να
μη λησμονηθεί.
Και επιστρέφω σε εκείνη
τη μέρα που για πρώτη φορά τον συνάντησα.
Εγώ ένα νέος
συγγραφέας, με το πρώτο μου μυθιστόρημα
σε χειρόγραφη μορφή να περιμένω από τον Καλιότσο να μου πει τη γνώμη
του.
Συναντηθήκαμε στο
αγαπημένο του στέκι εκείνης της εποχής. Στο καφενείο γωνία Μαυρομιχάλη και Σόλωνος. Μπροστά μας, πάνω στο ξύλινο
τετράγωνο τραπεζάκι ένα ανοιχτό σκάκι. Γύρω μας οι ήχοι από τα ζάρια και τα
πούλια.
Και ο Παντελής
Καλιότσος με το τσιμπούκι στις άκριες των χειλιών του να με μαθαίνει το τι σημαίνει λογοτεχνία και
το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας.
Να δείχνει το δρόμο
–εκείνος ο καταξιωμένος και πολυβραβευμένος σε μένα που δοκίμαζα τα πρώτα μου
βήματα.
Και –θυμάμαι- πως μου
είχε φανερώσει και ένα μυστικό συγγραφής.
«Όταν θέλω να γαληνέψω
την ψυχή του αναγνώστη μου από κάτι βαρύ και ασήκωτο που μόλις του έχω
περιγράψει, τότε έτσι ξεκάρφωτα πετάω ανάμεσα στις άλλες λέξεις μου ένα χρώμα
–ας πούμε κόκκινο, ή μια μυρωδιά –ας πούμε δενδρολίβανο… Και τον παρηγορώ!»
Λοιπόν Παντελή… Και
τώρα εγώ…
«Δενδρολίβανο!» λέω…
Και ελπίζω να
παρηγοριέμαι καθώς θα επιστρέφω στις σελίδες σου – στα «Ξύλινα Σπαθιά» και στον
«Μεσαίο Τοίχο»
Με άρωμα δενδρολίβανου,
το «Καλό σου Ταξίδι», Δάσκαλε.
No comments:
Post a Comment