Ζοζέ Σαραμάγκου
«Περί θανάτου»
Μετάφραση: Αθηνά Ψύλλια
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Η λέξη morte (θάνατος) στα πορτογαλικά είναι θηλυκού γένους. Κι έτσι ο Σαραμάγκου, γυναίκα πλάθει για να ενσαρκώσει το θάνατο στο μυθιστόρημά του αυτό. Και πολύ εύστοχα η μεταφράστρια του έργου τολμά να χρησιμοποιήσει τη λέξη αυτή σε γένος θηλυκό.
Η θάνατος, είναι, λοιπόν, η ηρωίδα αυτού του βιβλίου. Μια οντότητα επιφορτισμένη (από ποιον και γιατί δεν διευκρινίζεται απόλυτα) στο να αφαιρεί τις ζωές των κατοίκων μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας.
Αυτή η οντότητα θέλησε να προσφέρει στους ανθρώπους που ζούσανε στην επικράτειά της, και οι οποίοι την αντιπαθούσαν όσο και την φοβόντουσαν, ένα μικρό δείγμα τι θα σήμαινε να ζούσανε για πάντα.
Για μερικούς μήνες, λοιπόν, κανείς δεν πεθαίνει στη χώρα. Αλλά πολύ σύντομα, την γενικά ευφορία των κατοίκων τη διαδέχεται μια απροσδόκητη αγωνία. Γιατί όλη η δομή της ανθρώπινης κοινωνίας στηρίζεται πάνω σε δυο πόλους –τη γέννηση από τη μια , τον θάνατο από την άλλη. Αν ο ένας από τους δυο αυτούς πόλους καταργηθεί, η ισορροπία της ζωής καταρρέει.
Με τη γνωστή του καυστική σάτιρα ο Σαραμάγκου περιγράφει μια κοινωνία που οδηγείται στην αναρχία και στην τρομοκρατία, γιατί οι άνθρωποι έπαψαν να πεθαίνουν. Μια σαρκαστική ανάλυση της οικονομικής, πολιτικής, θρησκευτικής, συναισθηματικής και ενδοοικογενειακής ταραχής μετά από την απουσία εκείνου του γεγονότος που ενώ τρομάζει, στην ουσία συντηρεί θεσμούς και ιδεολογικά κινήματα.
Τα νοσοκομεία γεμίζουν συνεχώς με ετοιμοθάνατους ασθενείς που δεν πεθαίνουν. Κλάδοι εργαζομένων, όπως όσοι ασχολούνται με τις κηδείες, αντιμετωπίζουν επαγγελματική κρίση. Οικογένειες βλέπουν τους δικούς τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται και να μην μπορούν να αναπαυθούν. Και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες προβληματίζονται και δεν ξέρουν ποια στάση να κρατήσουν , γιατί … «Οι θρησκείες, όλες τους, όσο κι αν τις εξετάσουμε, δεν έχουν άλλη δικαιολογία ύπαρξης παρά το θάνατο, τον χρειάζονται όπως χρειάζεται το στομάχι το ψωμί»
Μα οι άνθρωποι έχουν μάθει να ελίσσονται. Κι έτσι τρόπος να πεθαίνουν όσοι πρέπει να πεθάνουν, ανακαλύπτεται –είναι η μετακίνηση των ετοιμοθάνατων στις διπλανές χώρες. Αλλά τότε ξεπροβάλουν προβλήματα εξωτερικών σχέσεων. Ενώ παράλληλα κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία να τρομοκρατούν και να εκβιάζουν ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση.
Το απόλυτο χάος. Που θα το διαλύσει το ίδιο πρόσωπο που το δημιούργησε. Η θάνατος, αναστέλλει την απεργία της, επαναφέρει σε ισχύ τη μοίρα κάθε θνητού, μόνο που τώρα προτού πάρει τη ζωή κάποιου, θα φροντίζει να τον ενημερώνει γραπτώς οκτώ μέρες πιο πριν.
Όλα αυτά στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος.
Αμέσως μετά, ο Σαραμάγκου, με τη σιγουριά του μεγάλου τεχνίτη, αδιαφορεί για τη δομή και από το σύνολο, μεταφέρει την εξιστόρησή του στο άτομο.
Και τότε είναι που ο αναγνώστης γνωρίζει ουσιαστικά την ηρωίδα του μυθιστορήματος, τη θάνατο.
Οντότητα καταδικασμένη να ζει μέσα σε ένα παγωμένο υπόγειο, με τη μοναδική συντροφιά ενός σκουριασμένου δρεπανιού που πια δε χρησιμοποιεί. Διαλέγει στην τύχη από τα αρχεία της τα ονόματα εκείνων που πρόκειται να τους αφαιρέσει τη ζωή και τους ειδοποιεί με μια ευγενικά ψυχρή επιστολή πως θα πρέπει να φροντίσουν τις εκκρεμότητες της ζωής του. Οι επιστολές πάντα φτάνουν στον παραλήπτη τους. Αλλά κάποια φορά μια επιστρέφει στην αποστολέα της. Και η παντοδυναμία της θανάτου αμφισβητείται. Η ίδια πλέον αποφασίζει να γνωρίσει προσωπικά το άτομο που η δύναμή της δεν έχει πάνω του ισχύ.
Είναι ένας άντρας καθημερινός, μοναχικός, καλλιτέχνης. Παίζει βιολοντσέλο σε μια ορχήστρα και ζει με τον σκύλο του.
Η θάνατος θα τον επισκεφτεί, θα καταφέρει να γνωριστούνε και ενώ είναι αποφασισμένη να του δώσει η ίδια προσωπικά την επιστολή, τελικά δεν μπορεί να σταματήσει το ερωτικό συναίσθημα που την έχει κατακλείσει και στη δική του πρόταση να της φωνάξει ταξί για να φύγει, εκείνη -«…Όχι. θα μείνω μαζί σου, και πρόσφερε τα χείλη της. Μπήκαν στο δωμάτιο, γδύθηκαν και ό,τι ήταν γραφτό να συμβεί επιτέλους συνέβη, και ξανά, κι άλλη μία.» Η επιστολή θα καεί και -«Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς». Είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος.
Έργο πολλαπλών αναγνώσεων, απεγνωσμένα τραγικό. Ανορθόδοξα αισιόδοξο.
Για μια ακόμα φορά ο Σαραμάγκου στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και τη μοίρα του. Και δείχνει να συμπάσχει και με τους δύο. Ίσως, εκεί στα 85 του χρόνια, και να αναζητά τη δική του παρηγορία.
«Περί θανάτου»
Μετάφραση: Αθηνά Ψύλλια
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Η λέξη morte (θάνατος) στα πορτογαλικά είναι θηλυκού γένους. Κι έτσι ο Σαραμάγκου, γυναίκα πλάθει για να ενσαρκώσει το θάνατο στο μυθιστόρημά του αυτό. Και πολύ εύστοχα η μεταφράστρια του έργου τολμά να χρησιμοποιήσει τη λέξη αυτή σε γένος θηλυκό.
Η θάνατος, είναι, λοιπόν, η ηρωίδα αυτού του βιβλίου. Μια οντότητα επιφορτισμένη (από ποιον και γιατί δεν διευκρινίζεται απόλυτα) στο να αφαιρεί τις ζωές των κατοίκων μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας.
Αυτή η οντότητα θέλησε να προσφέρει στους ανθρώπους που ζούσανε στην επικράτειά της, και οι οποίοι την αντιπαθούσαν όσο και την φοβόντουσαν, ένα μικρό δείγμα τι θα σήμαινε να ζούσανε για πάντα.
Για μερικούς μήνες, λοιπόν, κανείς δεν πεθαίνει στη χώρα. Αλλά πολύ σύντομα, την γενικά ευφορία των κατοίκων τη διαδέχεται μια απροσδόκητη αγωνία. Γιατί όλη η δομή της ανθρώπινης κοινωνίας στηρίζεται πάνω σε δυο πόλους –τη γέννηση από τη μια , τον θάνατο από την άλλη. Αν ο ένας από τους δυο αυτούς πόλους καταργηθεί, η ισορροπία της ζωής καταρρέει.
Με τη γνωστή του καυστική σάτιρα ο Σαραμάγκου περιγράφει μια κοινωνία που οδηγείται στην αναρχία και στην τρομοκρατία, γιατί οι άνθρωποι έπαψαν να πεθαίνουν. Μια σαρκαστική ανάλυση της οικονομικής, πολιτικής, θρησκευτικής, συναισθηματικής και ενδοοικογενειακής ταραχής μετά από την απουσία εκείνου του γεγονότος που ενώ τρομάζει, στην ουσία συντηρεί θεσμούς και ιδεολογικά κινήματα.
Τα νοσοκομεία γεμίζουν συνεχώς με ετοιμοθάνατους ασθενείς που δεν πεθαίνουν. Κλάδοι εργαζομένων, όπως όσοι ασχολούνται με τις κηδείες, αντιμετωπίζουν επαγγελματική κρίση. Οικογένειες βλέπουν τους δικούς τους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται και να μην μπορούν να αναπαυθούν. Και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες προβληματίζονται και δεν ξέρουν ποια στάση να κρατήσουν , γιατί … «Οι θρησκείες, όλες τους, όσο κι αν τις εξετάσουμε, δεν έχουν άλλη δικαιολογία ύπαρξης παρά το θάνατο, τον χρειάζονται όπως χρειάζεται το στομάχι το ψωμί»
Μα οι άνθρωποι έχουν μάθει να ελίσσονται. Κι έτσι τρόπος να πεθαίνουν όσοι πρέπει να πεθάνουν, ανακαλύπτεται –είναι η μετακίνηση των ετοιμοθάνατων στις διπλανές χώρες. Αλλά τότε ξεπροβάλουν προβλήματα εξωτερικών σχέσεων. Ενώ παράλληλα κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία να τρομοκρατούν και να εκβιάζουν ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση.
Το απόλυτο χάος. Που θα το διαλύσει το ίδιο πρόσωπο που το δημιούργησε. Η θάνατος, αναστέλλει την απεργία της, επαναφέρει σε ισχύ τη μοίρα κάθε θνητού, μόνο που τώρα προτού πάρει τη ζωή κάποιου, θα φροντίζει να τον ενημερώνει γραπτώς οκτώ μέρες πιο πριν.
Όλα αυτά στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος.
Αμέσως μετά, ο Σαραμάγκου, με τη σιγουριά του μεγάλου τεχνίτη, αδιαφορεί για τη δομή και από το σύνολο, μεταφέρει την εξιστόρησή του στο άτομο.
Και τότε είναι που ο αναγνώστης γνωρίζει ουσιαστικά την ηρωίδα του μυθιστορήματος, τη θάνατο.
Οντότητα καταδικασμένη να ζει μέσα σε ένα παγωμένο υπόγειο, με τη μοναδική συντροφιά ενός σκουριασμένου δρεπανιού που πια δε χρησιμοποιεί. Διαλέγει στην τύχη από τα αρχεία της τα ονόματα εκείνων που πρόκειται να τους αφαιρέσει τη ζωή και τους ειδοποιεί με μια ευγενικά ψυχρή επιστολή πως θα πρέπει να φροντίσουν τις εκκρεμότητες της ζωής του. Οι επιστολές πάντα φτάνουν στον παραλήπτη τους. Αλλά κάποια φορά μια επιστρέφει στην αποστολέα της. Και η παντοδυναμία της θανάτου αμφισβητείται. Η ίδια πλέον αποφασίζει να γνωρίσει προσωπικά το άτομο που η δύναμή της δεν έχει πάνω του ισχύ.
Είναι ένας άντρας καθημερινός, μοναχικός, καλλιτέχνης. Παίζει βιολοντσέλο σε μια ορχήστρα και ζει με τον σκύλο του.
Η θάνατος θα τον επισκεφτεί, θα καταφέρει να γνωριστούνε και ενώ είναι αποφασισμένη να του δώσει η ίδια προσωπικά την επιστολή, τελικά δεν μπορεί να σταματήσει το ερωτικό συναίσθημα που την έχει κατακλείσει και στη δική του πρόταση να της φωνάξει ταξί για να φύγει, εκείνη -«…Όχι. θα μείνω μαζί σου, και πρόσφερε τα χείλη της. Μπήκαν στο δωμάτιο, γδύθηκαν και ό,τι ήταν γραφτό να συμβεί επιτέλους συνέβη, και ξανά, κι άλλη μία.» Η επιστολή θα καεί και -«Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς». Είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος.
Έργο πολλαπλών αναγνώσεων, απεγνωσμένα τραγικό. Ανορθόδοξα αισιόδοξο.
Για μια ακόμα φορά ο Σαραμάγκου στέκεται απέναντι στον άνθρωπο και τη μοίρα του. Και δείχνει να συμπάσχει και με τους δύο. Ίσως, εκεί στα 85 του χρόνια, και να αναζητά τη δική του παρηγορία.
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής)
4 comments:
Εξαιρετικό βιβλίο και όμορφη παρουσίαση.
Είχα γράψει μια ιστορία σχετική χωρίς βέβαια να συγκρίνονται τα μεγέθη (αλοίμονο) και είχε δημοσιευθεί στις στάχτες,το είχα και στο μπλογκ μου - http://katsaris.blogspot.com/2006/06/blog-post_16.html
Ευχαριστώ.
Θα κοιτάξω να βρω και τη δική σου ιστορία. Αλλά, λόγω μετακόμισης, έχω κάποια προβλήματα μεταξύ αυτών και με το internet.
Προσπάθησα κι εγώ με τον τρόπο μου να συνεισφέρω στην παρουσιάση του νέου βιβλίου του Ζοζέ Σαραμάγκου "Περί Θανάτου".
Η εν λόγω παρουσίαση βρίσκεται στο blog μου στο Link:
http://panosnotes.blogspot.com/2007/12/as-intermitencias-da-morte.html
Αγαπητέ Παναγιώτη
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα τις απόψεις σου πάνω στο μυθιστόρημα. Και βέβαια χάρηκα που ανακάλυψα το blog σου.
Είναι για μένα ιδιαίτερα σημαντικό να ξέρω πως υπάρχουν πάντα -έστω και λίγοι - Αναγνώστες.
Χρόνια σου Πολλά και Χρόνια ΠΟλλά σε όλους τους φίλους
Post a Comment