Κώστας Κατσουλάρης
«Μικρός δακτύλιος»
φωτογραφίες : Καμίλο Νόλλας
Ελληνικά Γράμματα, 2007
Ως Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες χαρακτηρίζει ο Κώστας Κατσουλάρης τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο.
Αθηναϊκές γιατί όλες τους έχουν να κάνουν με πρόσωπα ή καταστάσεις που συμβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας –στον μικρό δακτύλιο.
Και Νέες γιατί ο συγγραφέας τους θέλει από την αρχή να επισημάνει πως οι δικές του ιστορίες γύρω από τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα, θα διαφέρουν από τα αντίστοιχα διηγήματα που γραφόντουσαν εκεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα διαφέρουν τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς το ύφος.
Οι αθηναϊκές ιστορίες του παρελθόντος ήταν κείμενα κυρίως ηθογραφικά και είχαν μια ενιαία μορφή –αυτή της στρωτής, ως προς την αφηγηματική τεχνική, εξιστόρησης.
Ο Κατσουλάρης θέλει να αποφύγει την ηθογραφία. Και χρησιμοποιεί πολλαπλές και σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές.
Τα κείμενα της συλλογής (δυσκολεύομαι όλα τους να τα χαρακτηρίσω ως διηγήματα –κάποια πλησιάζουν ιδιότυπα το χρονογράφημα, κάποια αγγίζουν τον εσωτερικό μονόλογο) θα μπορούσε κανείς τα χωρίσει σε δυο κατηγορίες.
Στην πρώτη γίνεται μια περιδιάβαση σε δρόμους και στέκια της σημερινής Αθήνας, ενώ πρόσωπα αναγνωρίσιμα αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο κατά κάποιο τρόπο του πρωταγωνιστή (πχ «Ο σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα»). Στην ομάδα αυτή θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο συγγραφέας δεν ξέφυγε από μια ηθογραφική προσέγγιση του θέματός του.
Στη δεύτερη, το δραματουργικό στοιχείο έχει τον πρώτο λόγο και τα πρόσωπα μετατρέπονται σε τύπους της αθηναϊκής ζωής –νεαροί χαμένοι στα αδιέξοδά τους, άντρες που θεωρούν την σεξουαλική τους επίδοση ως ένα ακόμα στοιχείο έκφρασης της προσωπικότητάς τους, γυναίκες που καταναλώνουν ακόμα και τις ορμές του ίδιου του σώματός τους (πχ «Κυρίως σώμα»). Εδώ ο Κατσουλάρης εμβαθύνει τους προβληματισμούς του και ολοκληρώνει τις περιγραφές των νεοαστών.
Οι διαφορετικές τεχνικές αφήγησης άλλοτε δυναμώνουν την αναγνωστική συγκίνηση (πχ «Ο Βράχος») , μα άλλοτε πάλι λειτουργούν ανασταλτικά και αντί να προκαλέσουν την ένταση, δημιουργούν μια κόπωση στον αναγνώστη (πχ «Σχεδόν καθόλου»)
Αλλά πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις, νομίζω πως ο συγγραφέας κατάφερε να ολοκληρώσει σε σημαντικό βαθμό της προθέσεις του –να καταγράψει, δηλαδή, το νέο πρόσωπο του κέντρου μιας πόλης και να σκιαγραφήσει τα άτομα που έχουν επιλέξει να ζουν σε αυτό.
Και αυτή η καταγραφή δεν μένει στην επιφάνεια μιας άλλοτε αποτελεσματικής και άλλοτε όχι, ίσως, και τόσο εικονογράφησης. Προχωρεί σε μια κριτική στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν. Μια κριτική στάση που την στιγμή που καταγγέλλει, την ίδια και συμπάσχει (πχ «Αυτός ο Άλλος»).
Ο Κατσουλάρης δεν συλλέγει μόνο τύπους για να τους κάνει πρωταγωνιστές των ιστοριών του. Φέρνει και τον ίδιο του τον εαυτό ανάμεσά τους.
Κι έτσι πείθει αυτόν που διαβάζει : «Και καθώς όλα θα λούζονται μες στο χρυσό του ήλιου, η Αθήνα θα έμοιαζε με πόλη του ονείρου, και τώρα πια θα ήθελα –τώρα ναι, έτσι ναι, θα το ήθελα- να αφήσω αυτό το σώμα που με κρατάει στη γη, αυτά τα πόδια κι αυτά τα σπλάχνα που δονούνται μέσα μου, και θα απέμενε από εμένα μοναχά μια αύρα, κάτι που βουίζει σαν μικροσκοπικό έντομο στα βάθη της ύπαρξής μου, τα λιγοστά γραμμάρια ψυχής που μου αναλογούν, και θα έκανα την τελευταία μου βόλτα πάνω από την Ακρόπολη, μακριά, πιο πέρα κι από το Φάληρο, ώσπου κάπου στο Σαρωνικό, από το βάρος της αλμύρας και της λύπης, θα βυθιζόμουνα αργά, αργά στο γαλάζιο»
Όχι, το κέντρο μιας μεγαλούπολης δεν μπορεί πλέον να στεγάσει τη ζωή των κατοίκων της. Η αναζήτηση στέγης αλλού θα πρέπει να στραφεί.
Ο Κώστας Κατσουλάρης, νέο-αθηναίος και ο ίδιος (γεννήθηκε το 1968 στην Άρτα), με τις πολλαπλές ανιχνεύσεις του «μικρού δακτυλίου», εντέλει μας προσφέρει το άγχος μιας πόλης που κάποτε αγαπήθηκε και τώρα καταναλώνεται.
ΥΓ Αξίζει να σημειωθεί το εύρημα να συνοδεύουν τις ιστορίες φωτογραφίες τραβηγμένες από κινητό τηλέφωνο. Φωτογραφίες που δεν εξωραΐζουν, απλώς καταγράφουν με τον ελλιπή φακό ενός αντικειμένου που στην ουσία φτιάχτηκε όχι για να αποθανατίζει ιδιωτικές ή δημόσιες στιγμές των ανθρώπων, αλλά να βοηθά στην μεταξύ τους επικοινωνία.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαρτίου 2008)