22.3.15

«Ουίσκι Μπλε»



Τέσυ Μπάιλα
«Ουίσκι Μπλε»
Εκδ. Ψυχογιός, 2014

Ο άνθρωπος ήθελε πάντα να ακούει, μα και να λέει, ιστορίες.
Η αφήγηση –πιστεύω- πως κατά κάποιο τρόπο είναι συνυφασμένη με την ίδια την ουσία της ζωής.
Ίσως γιατί «αφηγούμαι» σημαίνει «κατανοώ» και «παρακολουθώ» σημαίνει συμπάσχω.
Κάπως έτσι, για κάποιον τέτοιο λόγο ξεκινά ο άνθρωπος να συνθέτει ιστορίες.
Μύθους, θρύλους, παραμύθια, έπη… Μυθιστορήματα.
Το μυθιστόρημα γεννιέται από την ανάγκη να γίνουν τα πάθη του άλλου δικά μου. Αυτό που έχει κάποτε συμβεί, να μπορέσω εγώ τώρα να το κατανοήσω.  Κι αν είναι κάτι δυσάρεστο ή να το ξορκίσω ή να προσπαθήσω να μην φτάσει σε μένα. Αν είναι πάλι κάτι καλό τότε να ακολουθήσω κι εγώ το δρόμο που θα με κάνει κάτι παρόμοιο να ζήσω.
Τα πρώτα μυθιστορήματα του Δυτικού Πολιτισμού είναι τα Ομηρικά Έπη.
Κάπου εκεί, στο ξεχασμένο λιμάνι της Αυλίδας ξεκινά η αφηγηματική περιπέτεια της Δύσης. Και η πρώτη μυθιστορηματική ηρωίδα δεν πρέπει να είναι άλλη από την Ιφιγένεια.

Αλλά από τότε μέχρι την εποχή μας πολλά έχουν αλλάξει.
Και μπορεί το πρώτο μυθιστόρημα που τυπώθηκε να είναι ο Δον Κιχώτης, εκεί στις αρχές του 1600, αλλά αυτό που σήμερα εμείς έχουμε στο νου όταν χρησιμοποιούμε τον όρο μυθιστόρημα στην ουσία ξεκινά τον 18ο αιώνα, μα παίρνει την πλήρη του μορφή μέσα στο 19ο.
Τι ήταν εκείνο που έκανε το είδος αυτό του γραπτού λόγου τόσο αγαπητό σε ένα πλατύ κοινό;
Μα ακριβώς αυτό που λίγο πιο πριν είπα – η αφήγηση είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή.
Και το μυθιστόρημα ζωές αφηγείται και ζωές διαπλάθει.
Μέσα από τα έργα ενός Ντίκενς αναγνωρίζεται η ανάγκη κοινωνικής μέριμνας προς τους πάσχοντες και αδύναμους.
Μέσα από το έργο ενός Ουγκώ χαράζεται εγγράφεται στο κοινωνικό σύνολο η ιδέα της ισότητας και της ελευθερία για όλους.
Μέσα από τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ ο αστός ανασκαλεύει την ουσία των βημάτων του.
Μέσα από το Πόλεμος και Ειρήνη, ανιχνεύουμε τα σημεία που διαχωρίζουν τα ανθρώπινα πάθη. Και μέσα από τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι αυτά τα ανθρώπινα πάθη καταφέρνουν να φανερώσουν τα ερεβώδη μυστικά τους.
Και παράλληλα, και δίπλα σε αυτών των μορφών της ανιχνεύσεις, οι αναγνώστες πληροφορούνται για αυτά που έχουν συμβεί ή και που συμβαίνουν, πληροφορούνται και ευαισθητοποιούνται.
Σήμερα το μυθιστόρημα δεν είναι μήτε ο μόνος τρόπος πλατιάς αφήγησης της ανθρώπινης περιπέτειες, μήτε και ο πλέον ίσως αγαπητός. Ο κινηματογράφος μάλλον αποτελεί την πρώτη επιλογή αφήγησης του ανθρώπου του 21ου αιώνα και ίσως σε λίγο κι αυτός να δίνει την πρωτοκαθεδρία σε μια διαδικτυακής μορφής αφήγηση.
Αλλά η μυθιστορηματική αφήγηση δεν έχει όχι μόνο περιθωριοποιηθεί, αλλά αντίθετα λες και έχει επανεύρει τα βασικά πρώτα χαρακτηριστικά της.
Γιατί αν η εικόνα παρασύρει τον θεατή της και τον καθοδηγεί προς τα εκεί που εκείνη θέλει, αντίθετα ο λόγος ζητά την προσωπική επέμβαση του αναγνώστη για να ολοκληρώσει την συναισθηματική του εκφόρτιση.
Κι έτσι σήμερα, τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε μια στροφή κοινού και δημιουργών προς το μυθιστόρημα εκείνο που απλώνεται σε πολλές σελίδες, που αν και έχει ένα κεντρικό ήρωα, δίπλα του τοποθετεί και επαρκώς φωτίζει και άλλα πρόσωπα και που τέλος απλώνεται σε αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ο αναγνώστης έτσι εισέρχεται πλήρως μέσα στην εποχή, συνομιλεί με τους ήρωες, μαθαίνει για τη σχέση ιστορικών γεγονότων με ατομικά πάθη.
Καθώς η καθημερινότητά μας συνθλίβεται από τις πολλές και επιφανειακές πληροφορίες των ΜΜΕ, έχουμε ανάγκη να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Καβάφη:

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη∙  όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

…………………………………………………………………………

Αυτά  -ωραία και μεγάλα φωτισμένα-
έγραψε ο Αλεξανδρινός και εγώ με την αυθάδεια του αναγνώστη στους επιθετικούς προσδιορισμούς αυτούς διαβάζω πως μεγάλο και φωτεινό είναι το κάθε ανθρώπινο.
Όπως τόσο ανθρώπινο είναι κι αυτό που εκπέμπεται από όλο το μυθιστόρημα «Ουίσκι Μπλε» της Τέσυ Μπάιλα.
Το τελευταίο μυθιστόρημα μιας νέας συγγραφέα.
Από το 2009 μέχρι το 2014, δηλαδή μέσα σε πέντε μόλις χρόνια η Τέσυ εκδίδει τέσσερα μυθιστορήματα. Και όλα τους με πολλές, έως πάρα πολλές σελίδες.
Τέσσερα μυθιστορήματα που ξεκινάνε από τη διάθεση της δημιουργού τους να γράψει με τον τρόπο που τα κλασικά μυθιστορήματα γραφόντουσαν.
Περιγραφές τοπίων, περιγραφές ανθρώπων, καταγραφές γεγονότων, εμβάθυνση συναισθημάτων.
Ας ψάξουμε να τα βρούμε μέσα στις σελίδες του τελευταίου μυθιστορήματος της Τ. Μ.

Περιγραφές τοπίων :

Κι ενώ είναι Αύγουστος, το κρύο είναι ακόμα χειμωνιάτικο. Τσούζει σαν σφυρίζει ο αέρας. Τα δέντρα τώρα αρχίζουν να βγάζουν τα πρώτα τους φύλλα. Όταν πρασινίσουν όμως, όλα εδώ θα είναι αλλιώτικα. Λένε πως τότε είναι πολύ όμορφα, μα ποιος έχει κουράγιο να δει την ομορφιά όταν τα μάτια του είναι γεμάτα σκοτάδι από την κούραση και τη μαυρίλα; Καμιά φορά κάνω να τα κλείσω να κοιμηθώ, μα νιώθω τη σκόνη του κάρβουνου βαθιά μέσα τους να με καίει. Σηκώνομαι και ρίχνω λίγο νερό από το κανάτι στις χούφτες μου και τα ξεπλένω ακόμα μια φορά, μα τίποτα. Εκεί η σκόνη, δε φεύγει όσο νερό κι αν ρίξω επάνω τους. Γρατζουνάει τα βλέφαρά μου και ματώνει τα μάτια μου. Μα μη φοβάσαι, ύστερα από λίγο περνάει και πέφτω να κοιμηθώ.
Σ’ αυτή την πόλη φαίνεται ότι κάνει πάντα κρύο.
Μου λείπει η θάλασσα. Λένε πως για να τη δεις εδώ πρέπει να ανέβεις ψηλότερα. Τι χώρα είναι αυτή, ρε μάνα; Ακούς η θάλασσα να είναι πιο ψηλά από τον κάμπο! Λέω να πάω μια μέρα κατά κει να τη δω, αλλά κι ένας Ιταλός όταν πήγε είπε μόνο ότι είναι γκριζοπράσινη κι αυτή, σαν το ποτάμι. Τι να την κάνει κανείς τη θάλασσα να τη δει άμα είναι πράσινη σαν τον Νείλο;

Λοιπόν, το τοπίο συνομιλεί με τον αφηγητή, αυτό που μέσα του ζει. Και ο τρόπος που ο αφηγητής βιώνει τον περίγυρό του γίνεται οικείος στον αναγνώστη. Λες κι αυτός ο τελευταίος ταξιδεύει, ζει στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο.

Περιγραφές ανθρώπων: 

Η Φάτμα δεν ήξερε κανένα από τα ελληνικά έθιμα. Αρκέστηκε, λοιπόν, να παρακολουθεί τις κοπέλες και χωρίς να μιλά έκανε ό,τι της έλεγαν για να τις βοηθήσει. Έραψε όμως η ίδια το δαντελένιο πέπλο της νύφης, τραγουδώντας συνεχώς ένα τρυφερό τραγούδι. Η Βιργινία την άκουγε από παιδί να της το τραγουδά όταν την έβαζε για ύπνο∙ ήταν το τραγούδι της. Την ημέρα του γάμου, αν και το έθιμο πρόσταζε νεαρές κοπέλες να ντύσουν τη νύφη και να τη στολίσουν, η Βιργινία ζήτησε μόνο η Φάτμα να μπει μαζί της στο δωμάτιο και να την ντύσει. Και η Φάτμα άρχισε να τραγουδά ξανά εκείνο το παράξενο τραγούδι και να τη στολίζει δακρύζοντας κάθε τόσο. Ήταν μια αληθινή μάνα αυτού του παιδιού. Για τη Φάτμα δεν είχε σημασία ότι μια άλλη γυναίκα είχε γεννήσει τη Βιργινία. Η μητρική αγάπη μπορεί να είναι το ίδιο ισχυρή σε όσους αφιερώνουν τη ζωή τους στην αγκαλιά ενός παιδιού, έστω κι αν αυτό δε μεγάλωσε στα δικά τους σπλάχνα. Και η Φάτμα είχε χαρίσει τη δική της ζωή στο ορφανό, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη της για την ευεργεσία του πατέρα της Βιργινίας κάμποσα χρόνια πριν.
 Τραγουδώντας και πειράζοντας τη νύφη η Φάτμα της έφτιαξε τα μαλλιά, της στόλισε το κεφάλι με ανθούς μοσχοβολιστούς και προτού της στερεώσει το μακρύ πέπλο, το φτιαγμένο με την πιο ακριβή δαντέλα, δώρο του γαμπρού, άρχισε να την τσιμπά σε όλο της σχεδόν το σώμα. Η Βιργινία έσκουξε από τον πόνο σαν ένιωσε τα χοντρά δάχτυλα της Φάτμα να τσιμπούν το δέρμα της και να μπήγονται τα νύχια της μέσα στο κορμί της.
«Τι κάνεις Φάτμα;» ούρλιαξε βλέποντας τη να ετοιμάζεται να της δώσει  ακόμα μια γερή τσιμπιά.
 Εκείνη δε σταμάτησε, παρά μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι το παλιό αιγυπτιακό έθιμο, το οποίο απαιτούσε να τσιμπήσουν τη νύφη λίγο πριν από τον γάμο για να της φέρουν γούρι είχε καταφέρει να κοκκινήσει το μπράτσο και τα μάγουλα της Βιργινίας. Έξαλλη η νύφη έβλεπε τη Φάτμα να γελά με την καρδιά της κι έτριβε το κοκκινισμένο της μάγουλο, έτοιμη σχεδόν να βάλει τα κλάματα.
Λοιπόν, να που εδώ, ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου –η Φατμά- που μήτε ρόλο πρωταγωνιστικό θα παίξει, μήτε και ιδιαιτέρως θα επηρεάσει την ροή των γεγονότων, γίνεται όμως οικείο στον αναγνώστη και ποτέ δεν πρόκειται να το ξεχάσει. Κι αυτό γιατί η συγγραφέας έσκυψε με αγάπη από πάνω του και μελέτησε τις εσωτερικές στιγμές του.

Καταγραφές γεγονότων:

Ο καπετάν Βαγγέλης άρχισε να κωπηλατεί προς την αντίθετη κατεύθυνση για να μπορέσει να κρατήσει τον έλεγχο της βάρκας και να αποφύγει τους κλυδωνισμούς. Πολύ γρήγορα ένιωσε τη δύναμη του νερού να ανασηκώνει, σαν παιδικό παιχνίδι, το σκαρί της και να το παρασέρνει.
Ένιωσε μονάχα ένα κάψιμο στα μπράτσα του, προσπαθώντας να την επαναφέρει στη σωστή της θέση. Συνέχισε να κωπηλατεί, λίγες στιγμές μετά όμως το νερό πίεσε με δύναμη το σώμα του. Η βάρκα αναποδογύρισε έτσι όπως παρασύρθηκε από τα νερά  και τα τέσσερα παιδιά βρέθηκαν άξαφνα στην παγωμένη θάλασσα, ουρλιάζοντας κυριολεκτικά από τον φόβο. Ο λοστρόμος ακολουθούσε με τη δική του βάρκα. Βλέποντας τι συνέβαινε, άρχισε να κωπηλατεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, από φόβο μην παρασυρθεί κι αυτός από τα απόνερα του πλοίου.
Η καρδιά του καπετάνιου πήγαινε να σπάσει από τον πανικό, όταν ανασήκωσε το κεφάλι του μέσα από το νερό και είδε τη βάρκα αναποδογυρισμένη και τα παιδιά, με ορθάνοιχτα τα κατατρομαγμένα μάτια τους, να τον κοιτούν και να φωνάζουν, βουλιάζοντας κάθε τόσο σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να σωθούν.
 Πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια και ο καπετάν Βαγγέλης, χωρίς να χάσει καιρό, κατάφερε να φτάσει κοντά τους κολυμπώντας με δύναμη, αν και ένιωθε τον φόβο τους να βαραίνει, σαν τεράστια πέτρα, την ψυχή του. Πρόλαβε να δει ένα κουπί να επιπλέει δίπλα τους και το άρπαξε. Με γρήγορες κινήσεις έφτασε κοντά στα παιδιά. Έντρομα εκείνα κρεμάστηκαν από τον λαιμό του, κάνοντάς τον να βουλιάξει κι αυτός μαζί τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και όταν με δυσκολία βγήκε ξανά στην επιφάνεια έβαλε ένα ένα τα παιδιά να κρατηθούν από το κουπί.
Πάγωσε όμως μόλις είδε ότι δίπλα του, κρεμασμένα από το μεγάλο κουπί, είχε μόνο τα τρία από τα τέσσερα παιδιά που βρίσκονταν μαζί του στη βάρκα. Άρχισε να κοιτάζει ολόγυρά του, κρατώντας με το ένα χέρι το κουπί με τα φοβισμένα παιδιά, αναζητώντας εκείνο το μικρό αγόρι, το οποίο όμως δε φαινόταν πουθενά. Κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του. Άρχισε να το φωνάζει με δύναμη έτσι όπως είχε ακούσει από ένα κοριτσάκι πρωτύτερα να το αποκαλεί, καμία απάντηση όμως δεν ερχόταν να διασκεδάσει την αγωνία του.
Λες και η συγγραφέας δεν ήταν απλώς παρούσα στα γεγονότα που περιγράφει, αλλά τα έχει η ίδια ζήσει. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί έχουν ένταση –την ένταση της αμεσότητας.

Εμβάθυνση συναισθημάτων:

Ήταν απόγευμα όταν το πλοίο μπήκε στο ελληνικό λιμάνι και ο Μιχάλης, βλέποντας ξανά τη γνώριμη εικόνα ένιωσε ξαφνικά όλους τους φόβους του να πετούν μακριά, όπως ακριβώς τα πουλιά του λιμανιού πετούσαν, σκούζοντας αλαφιασμένα, πάνω από τη γερασμένη γέφυρα του πλοίου για να απαγκιάσουν στη φωλιά τους προτού τα βρει το σκοτάδι.
Έφτασε βράδυ στο σπίτι του. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και διστακτικά το έβαλε στην πόρτα, νιώθοντας την αγωνία του για το μέλλον να σφυροκοπά τα μηλίγγια του. Τι θα γινόταν αν η Εριέτα δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της; Μάλλον δίκιο θα είχε, όποια απόφαση και να έπαιρνε. Την είχε εγκαταλείψει χωρίς καμιά εξήγηση, πιστεύοντας ότι θα κατάφερνε να της προσφέρει μια καλύτερη ζωή· και είχε γυρίσει πίσω, σαν δαρμένο σκυλί με την ουρά κάτω από τα σκέλια, εντελώς απογοητευμένος από την αποτυχία του.
Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος, μπαίνοντας μέσα, ακούμπησε τον σάκο του στο πάτωμα. Η Εριέτα βρισκόταν από ώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και διάβαζε ένα βιβλίο όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Έντρομη σηκώθηκε, νομίζοντας ότι κάποιος άγνωστος είχε μπει μέσα στο σπίτι της. Τη στιγμή που έδενε τη ζώνη της ρόμπας της τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο και να την κοιτάζει ολόισια μέσα στα μάτια, αναζητώντας ένα δικό της χαμόγελο.
Έχασε τη μιλιά της η Εριέτα. Ο άντρας της στεκόταν απέναντί της. Ήταν όμως πολύ πιο αδύνατος και το βλέμμα του δεν είχε τίποτα πια από τη γλύκα και το μεθύσι του έρωτα που είχε γνωρίσει στην αγκαλιά του εκείνη. Μέσα στα ζεστά, καστανά του μάτια αυτό που αντίκριζε τώρα η Εριέτα ήταν η σταύρωση ενός ανθρώπου που είχε εγκλωβιστεί σε μια εναγώνια μάχη με το πεπρωμένο του.
Ένιωσε άσχημα με τον εαυτό της επειδή τον είχε εγκαταλείψει κι εκείνη. Αν, όταν της είχε πει ο πατέρας της, είχε κάνει μαζί του εκείνο το ταξίδι, αν τον είχε πιστέψει έστω και λίγο και τον είχε βοηθήσει… αν δεν άφηνε το πείσμα να
κυριαρχήσει στις αποφάσεις της, τότε ίσως κάτι να είχε αλλάξει, ίσως…
Έπεσε στην αγκαλιά του από χαρά, θέλοντας τουλάχιστον, έστω κι εκείνη τη στιγμή να του δείξει ότι τον στηρίζει· και εκείνος, ως διά μαγείας, απαλλάχτηκε από τους φόβους του, την έσφιξε στην αγκαλιά του και λίγες στιγμές αργότερα ξεχάστηκε μέσα της.

Η Μπάιλα ξέρει να ανακαλύπτει τις απότομες εναλλαγές στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιδρούν. Ξέρει να βλέπει πότε αυτή η εναλλαγή συντελείται και γι αυτό με ζωντάνια και ευαισθησία τη φωτίζει.
 …………………………………………………………………….


Ζούμε σε μια εποχή όπου αυτό που έχει συμβεί πριν από λίγο, εγγράφεται ως πολύ μακρινό παρελθόν προτού προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε. Η ταχύτητα μας κουράζει ψυχικά. Κι ίσως γι αυτό και όσοι από εμάς να εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη συντροφιά της λογοτεχνίας, να αναζητάμε πλούσια σε γεγονότα και συναισθήματα μυθιστορήματα. Τουλάχιστον μέσα στις σελίδες τους θα μπορέσουμε να ενώσουμε τις ανάσες μας με τις ανάσες άλλων ανθρώπων.

Λοιπόν, αν η Τέσυ Μπάιλα μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να γίνει μια από τις αγαπημένες συγγραφείς ενός μεγάλου αριθμού αναγνωστών, είναι –πιστεύω- γιατί γνωρίζει το πως θα κυκλοφορεί μέσα στο χρόνο και δίπλα σε ανθρώπους, χωρίς απλώς και μόνο να καταγράφει τις συνθήκες και τις πράξεις, αλλά να τις κατανοεί, να συμπάσχει και να ερμηνεύει.

16.3.15

Εν τέλει ΜΙΑ πολιτική πράξη



Με το βλέμμα προς τα πίσω - κι όμως μπροστά!-  στραμμένο


Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί  ένα ακόμα βιβλίο μου –το μυθιστόρημα «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»
Δεν κάθομαι  να μετρήσω αν είναι το 60ο, το 61ο  ή δεν ξέρω ποιο  βιβλίο μου που βλέπει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι κι αλλιώς το κάθε νέο ‘παιδί’ για το γονιό, είναι πάντα μοναδικό όπως και τα άλλα του που έχουν προηγηθεί.
Όμως… ‘Όμως δεν είναι μόνο τα βιβλία που αυξάνονται. Μαζί τους έχουν αυξηθεί και τα χρόνια.
Από το 1979 μέχρι το 2015 μετρήστε πόσα χρόνια έχουν περάσει.
Καθόλου λίγα και σίγουρα λιγότερα από όσα μπροστά μου απλώνονται.
Α, όχι δε είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον μου –το συγγραφικό και το βιολογικό. Νέο ακόμα θεωρώ  τον εαυτό μου –και είμαι… Για την εποχή μας, τουλάχιστον.
Κι άλλωστε το νέο μου μυθιστόρημα είναι ένα έργο που πιστεύω πως με το θέμα του θα ταράξει τα νερά!
Και το να μπορεί ένα συγγραφέας να αναστατώνει με τις θέσεις και τις απόψεις των κειμένων του και των ηρώων του μέρος, τουλάχιστον, της κοινωνίας είναι για μένα κάτι που πολύ εκτιμώ όταν το βλέπω να το εφαρμόζουν άλλοι συγγραφείς, πολύ καμαρώνω όταν εγώ το πετυχαίνω. Κατά κάποιο τρόπο είναι έκφρασης νεανικότητας.
Ποιο το θέμα του νέου μου μυθιστορήματος;
Λοιπόν, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που παρουσιάζει  μια άλλη γυναικεία ταυτότητα,  ένα άλλο ερωτικό ένστιχτο… Εν τέλει μία πολιτική πράξη.
Και καθώς σε λίγες μέρες θα το κρατώ  στα χέρια μου και θα το δω στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, θυμάμαι πως με τα ίδια συναισθήματα περίμενα και το πρώτο μου βιβλίο που εκεί στα 1979 κυκλοφορούσε κι έμελλε να ταράξει κι εκείνο με τον τρόπο του τα νερά.

Ήταν το παραμύθι «Κάποτε στην Ποντικούπολη» που εκδόθηκε από τον Καστανιώτη
Οι υπέροχες εικόνες του Αντώνη Καλαμάρα, βοήθησαν το βιβλίο να γίνει γρήγορα γνωστό.
Αλλά και ένα άλλο ακόμα στοιχείο ήταν που έκανε την Ποντικούπολη πασίγνωστη και εμένα, αν και νέο συγγραφέα, να γίνω γρήγορα γνωστός. Το θέμα του.
Θέμα της Ποντικούπολης ήταν η απεργία.
Σε ένα εργοστάσιο τυριών, οι εργάτες ποντικοί απαιτούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καταφεύγουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ήταν μια εποχή που όλα στην Ελλάδα αλλάζαν και όλοι μας ένα καλύτερο αύριο ονειρευόμαστε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το παραμύθι μου και ασφαλώς εξέφραζε τη θέση που από τότε είχα πως στα παιδιά μπορούμε να λέμε τα πάντα, φτάνει να ανακαλύπτουμε τον σωστό τρόπο για να τα κατανοήσουν.
Κι όμως… όσο κι αν η εποχή χαρακτηριζότανε από προοδευτικές αντιλήψεις, πάρα πολλοί υπήρξαν που διαφώνησαν με αυτό που επιχειρούσα με την Ποντικούπολή μου.
Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα κι ούτε άλλωστε υπάρχει λόγος να τα κάνουμε να ενδιαφερθούνε –αυτά ήταν σε γενικές γραμμές που καταλογίζανε στο παραμύθι. Και κάποιοι, μάλιστα, φτάσανε στο σημείο να με κατηγορήσουν πως έγραψα ένα βιβλίο ακολουθώντας κομματικές εντολές.
Ασφαλώς και όταν έγραφα την Ποντικούπολη δεν είχα καμιά εντολή να εκτελέσω –κι ούτε ποτέ μου το έκανα.. Με έσπρωξε η διάθεσή μου να μοιραστώ με τα δικά μου παιδιά κάποιες συνθήκες της δικής μου καθημερινότητας, να τους γνωρίσω τις συνθήκες εργασίας των δασκάλων τους.
Από εκεί και πέρα, χρόνια πολλά ήρθανε και φύγανε, νέα βιβλία, νέοι προβληματισμοί, νέες συνθήκες εργασιακές, νέα εκπαιδευτικά συστήματα, νέοι τρόποι αντίδρασης των νέων.
Το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» εξακολουθεί να κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Κανείς πια δεν θεωρεί πως τέτοια ζητήματα δεν αφορούν και δεν ενδιαφέρουν τα παιδιά. Και να το πιστεύει κάποιος, δεν κάθεται να ασχοληθεί περισσότερο και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διαμαρτυρηθεί.
Η Ποντικούπολη ήταν ένα ακόμα στοιχείο του συγγραφικού μου παρελθόντος. Έτσι πίστευα… Μέχρι πριν από ένα , περίπου, χρόνο…
Ήταν σε μια συνάντησή μου  με μια ομάδα παιδιών Τετάρτης Τάξης του Δημοτικού, όπου  ένα κοριτσάκι με πλησίασε και μου είπε πως είχε να μου παραδώσει ένα γράμμα από τον πατέρα της.
Το πήρα και όταν βρέθηκα μόνος άνοιξα το φάκελο και διάβασα τις τέσσερις χειρόγραφες σελίδες Α4.
Τις αντιγράφω τώρα εδώ:

… Μια φορά και ένα καιρό στην Ποντικούπολη, θα λέγαμε αν ήταν παραμύθι.

Δυο παιδάκια, αδέρφια, έξι και τεσσάρων ετών, στη τσιμεντούπολη, Φάληρο 1979. Το «κλίμα» στη χώρα ακόμα γελαστό, χαρούμενο. Πέντε χρόνια μακριά απ΄ τη χούντα, νόμπελ ποίησης, πανέμορφα φεστιβάλ, τραγούδια, πίστη πως τελικά :
«Και να αδερφέ μου που μάθαμε
να κουβεντιάζουμε
ήσυχα και απλά!
Καταλαβαινόμαστε τώρα!»
Πατέρας Ρίτσος
Τα αδέρφια ζουν όμορφα με τη μητέρα τους, ο πατέρας δουλεύει στην επαρχία. Η μητέρα τους διαβάζει, τους φροντίζει με τη στοργή που φυλάει κάθε μητέρα μέσα της, θέατρα, Μορμόληδες, παιδικά βιβλία, αγάπη…
Κι ήρθε η μέρα που γνώρισαν, που γνωρίσαμε, ένα πολύ ιδιαίτερο κόσμο, γεμάτο χρώματα, τρυφερότητα, μα και σκληράδα, αίμα, αγώνα…
Γνωρίσαμε την Ποντικούπολη!
Μας έφερε η μητέρα μας το βιβλίο, κι όπως κάνουν πάντα τα παιδιά, μαγευτήκαμε από τις εικόνες. Ιδίως με αυτήν του εξωφύλλου, της αφίσας που είχε δώρο μέσα. Μα και με τις άλλες ζωγραφιές : Ποντίκια γλυκά, Ποντίκια τρυφερά, Ποντίκια θυμωμένα, Ποντίκια με επιδέσμους…
Ύστερα ήρθε η ιστορία, το Παραμύθι! Πόσες φορές δε μας το διάβασε η μητέρα μας, και πάλι και πάλι… Θέλαμε κάθε βράδυ το παραμύθι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Ωραία του παππού, ωραία της γιαγιάς, τα γνωστά, μα τούτο είχε μια άλλη γεύση, κάτι που σε πείσμωνε, που σου βγαζε ένα «δίκιο» αλλιώτικο, μια μαχητική διάθεση. Μαζί με τα πρώτα δάκρυα για τα δάχτυλα και το αίμα της «Καλλιοπίτσας», προστέθηκε και το γιατί… Γιατί;… Αφού παραπονέθηκε, αφού το΄πε στον επιστάτη; Γιατί να πονέσει;
Έπειτα, το σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, του μαστρο – Βρασίδα, με το καπέλο στα χέρια. Γιατί;
Γιατί να κλάψει μπροστά στο αφεντικό; Γιατί να του φέρονταν έτσι; Οι σπόροι μπήκαν στο παιδικό χωράφι της ψυχής μας, φύτρωσαν γρήγορα, βγήκαν τα πρώτα λουλούδια του «ΔΙΚΙΟΥ» και του αγώνα για την υπεράσπισή του, της ανθρωπιάς, των ευγενικών ποντικιών, της συσπείρωσης…
Οι παιδικές γροθιές μας σφίξανε σαν δυνάμωνε «ο Φρίξος, ο Αντρίκος, ο Βαγγέλης, η Φροσούλα…». Σκιρτάγαμε όταν φώναζαν οι εργάτες: «Άδικο! Άδικο!»
Και ποτέ δε θα ξεχάσουμε εκείνη την ποιητική εικόνα, την ομορφιά που ‘χουμε όλοι μέσα στην ψυχή και γίνεται λέξη και γίνεται ιδέα, έννοια, ιδανικό στις καρδιές του κόσμου:
«Μια ηλιαχτίδα!»
«… κι ήταν μια ηλιαχτίδα που χρύσιζε τα τζάμια του παραθύρου. Μια ηλιαχτίδα!»
Και ναι, αγαπητέ μας κύριε Μάνο, δεν την ξεχνώ ποτέ την ηλιαχτίδα σας κείνη, μια ζωή την προσέχω, έτσι όπως την χάραξε το κοντύλι σας!
*Η λ ι α χ τ ί δ α*
Τα χρόνια πέρασαν, η Ποντικούπολη είναι παραμύθι και για τα δικά μυ παιδιά, η γλύκα και η συγκίνηση όμως φωλιάζει πάντα στην παιδική μου ψυχή…
Μόλις μου είπε η κόρη μου, η Δ…, πως θα επισκεφθούν σε εκδρομή μαθητική της βιβλιοθήκη και μπορεί να είστε και σεις… λύγισα από τη χαρά, έγινα πάλι πεντάχρονος, εξάχρονος. Που ακούει το παραμύθι σας και χαζεύει τις εικόνες του κ. Αντώνη Καλαμάρα και … ποντικεύει.
Σας ευχαριστώ για την αντάμωση κι ας μη σας γνωρίζω, γνωρίζω τον κόσμο σας.
Της φαντασίας, της ευγένειας, της Αγάπης!
Σας εύχομαι Υγεία και Ευτυχία!

Σ… Λ…


Αυτή ήταν η επιστολή που το κορίτσι μου έδωσε εκ μέρους του πατέρα της.
Και εγώ έμεινα να σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια συγγραφικής ζωής δεν πρέπει να πήγανε χαμένα…

Σε ευχαριστώ αγαπητέ μου Σ. Λ. (για προφανείς λόγους δεν έχω το δικαίωμα να κοινοποιήσω, χωρίς άδεια, το όνομά σου) που με έκανες να δω το τι πήρα και το τι έδωσα μέσα σε αυτά όλα τα χρόνια.
Εύχομαι να είσαι εσύ, όλη σου η οικογένεια, η κορούλα σου όχι μόνο πάντα καλά, αλλά να έχετε πάντα αυτή την ικανότητα τα διακρίνεται μια ηλιαχτίδα.
Σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου χάρισες. Με έκανες να αισθανθώ… δικαιωμένος.

Και τώρα… Ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα ζητήσει να αποδεχτούμε και να υποστηρίξουμε μια άλλη ελπίδα στη ψυχή και στη ζωή κάποιων συνανθρώπων μας.
Άλλη η προβληματική της ‘Ποντικούπολης’ – φοβάμαι όμως πάντα επίκαιρη.
Άλλη η προβληματική των ‘Δαχτύλων’ –από τότε και από πιο πριν, αλλά και μέχρι τώρα πάντα κι αυτή επίκαιρη.
Το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο έστω και για ένα συνάνθρωπο μας πάντα υπάρχει.
Οι μειονότητες εξακολουθούν να απαιτούν ίσα δικαιώματα με την πλειοψηφία.
Κι εγώ γράφω υπακούοντας όχι σε εντολές άλλων, αλλά σε δικές μου αξίες.
Άραγε… Ναι, ας το εξομολογηθώ.
Θα βοηθήσει το νέο μου μυθιστόρημα έστω και ένα αναγνώστη να πάρει μια άλλη στάση ζωής, έτσι όπως το παλιό μου παραμύθι επηρέασε τον Σ. Λ. ;
Το εύχομαι. Το παρακαλώ. Το ελπίζω.


 Πρώτη δημοσίευση :
http://keimena.gr/?p=134

11.3.15

Ελένη Δικαίου – η Ελληνική Υποψηφιότητα του Διεθνούς Βραβείου Άντερσεν για το 2016

.

 Όταν εκεί γύρω στο 1990, ως μέλος κριτικής επιτροπής, διάβαζα το χειρόγραφο μιας νέας συγγραφέα με τον τίτλο «Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά» και συμφωνούσα με τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής να της απονείμουμε το πρώτο βραβείο, δεν μπορούσα να φανταστώ πως η γλυκιά και κάπως συνεσταλμένη γυναίκα που παρουσιάστηκε τη μέρα της τελετής απονομή για να παραλάβει το βραβείο και η οποία ονομαζότανε Ελένη Δικαίου, πολύ γρήγορα θα γινότανε μια από τις πλέον όχι μόνο δυναμικές, αλλά και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες παρουσίες στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Η νεοελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας (1974) παρουσίασε μια έντονη και ουσιαστική άνθηση. Συγγραφείς που είχαν ήδη παρουσιαστεί πριν από το 1967, μαζί με νέους που μπορούσαν πλέον να εκφραστούν ελεύθερα, αποτέλεσαν μια ομάδα που χάρισε, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, στα ελληνόπουλα σπουδαία λογοτεχνικά έργα –προσεγμένη γλώσσα, καλοπλασμένοι χαρακτήρες, πλούσια θεματική, αποφυγή κάθε μορφής διδακτισμού ήσαν τα χαρακτηριστικά εκείνων των έργων (μυθιστορημάτων, διηγημάτων, παραμυθιών, ποιημάτων) Η Ελένη Δικαίου αν και κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, σε αυτή την ομάδα πρέπει να ενταχθεί. Κι αυτό όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω των στοιχείων που διακρίνουν τα έργα της. Πραγματικά, όλα όσα πιο πάνω ανέφερα σχετικά με τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους συγγραφείς της μεταπολίτευσης, περιγράφουν με απόλυτη συνέπεια και το σύνολο του έργου της Ελένης Δικαίου. Από το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα, η Δικαίου δείχνει το πόσο άρτια μα και με ευαισθησία χρησιμοποιεί τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Από το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα, αλλά και με όλα τα επόμενα που θα κυκλοφορήσουν, δείχνει το πόσο καλά ξέρει να σχεδιάζει τους χαρακτήρες των ηρώων της. Από την παιδική ματιά (Η ιστορία ενός άσπρου γατούλη), στην εφηβική ανησυχία (Μου μαθαίνετε να χαμογελάω, σας παρακαλώ;) και από τη διάθεση κοινωνικής συμπαράστασης (Θα σε ξαναδώ φιλαράκι μου), στο πάθος εκείνου ακολουθεί ως το τέλος τις ιδέες του (Αναζητώντας τους χαμένους ήρωες) η Δικαίου χαρίζει στην πινακοθήκη των ηρώων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας της Ελλάδας πρόσωπα ολοζώντανα και απολύτως πειστικά. Αλλά με την ίδια άνεση ξέρει και να αναπλάθει το παρελθόν, να αφηγείται με σύγχρονη άποψη παμπάλαιους και διαχρονικούς μύθους . Η σειρά των βιβλίων της για την Ελληνική Μυθολογία, όπως και το μυθιστόρημά της για τον Μέγα Αλέξανδρο (Οι θεοί δεν πεθαίνουν στην Πέλλα) αποτελούν πρότυπα αφηγηματικής θέσης πάνω στο πως γράφει κανείς σήμερα για θέματα που έχουν διαμορφώσει την μυθολογία όχι μόνο ενός λαού, αλλά και ολόκληρου του Δυτικού Πολιτισμού . Αλλά ανάμεσα σε όλα αυτά, η Ελένη Δικαίου διατηρεί πάντα την φρεσκάδα μιας παιδικής ματιάς και πλάθει άλλοτε μοντέρνα παραμύθια (Το αλογάκι, η τυχερή πασχαλίτσα, μια αρκούδα κι εμείς κ.α.) κι άλλοτε προτείνει μυθιστορήματα φαντασίας (Τα φαντάσματα της γυάλινης αυλής, Περιπέτειες με μια πριγκιπέσα) ή με ουσιαστικό περιβαλλοντολογικό περιεχόμενα έργα επιστημονικής φαντασίας (Η κοιλάδα με τις πεταλούδες). Ξεκίνησα το σημείωμα αυτό με αναφορά στο πως και πότε γνώρισα την Ελένη Δικαίου. Θέλω με εκείνη την απόφαση μιας επιτροπής που την τιμούσε με ένα βραβείο να τελειώσω. Και να δηλώσω πόσο τελικά ικανοποιημένος αισθάνομαι που η κρίση μου εκείνη έχει δικαιωθεί. Η Ελένη Δικαίου έχει αποδείξει πως είναι ένας συγγραφέας με ταλέντο, με πλούσια κουλτούρα, με ανήσυχη λογοτεχνική ματιά και –κυρίως αυτό- με το ήθος που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε δημιουργό που αποφασίζει το ταλέντο το να το θέσει στην υπηρεσία του σχεδιασμού έργων για παιδιά και νέους.