Ήταν εκείνα τα χρόνια που η τουριστική ανάπτυξη δεν
απασχολούσε κανένα.
Στο πανέμορφο παραθαλάσσιο προάστιο της Αθήνας υπήρχαν μόνο
δυο ταβερνάκια, το ένα λίγο πιο πέρα από την ακροθαλασσιά, το δεύτερο εκεί που
τα βράχια δεχόντουσαν να χρησιμοποιηθούν ως φυσική προβλήτα.
Τον στενόμακρο κόλπο τον σχηματίζανε αριστερά και
δεξιά χαμηλοί, πευκόφυτοι λόφοι. Στο κέντρο του όμως η άμμος κυριαρχούσε.
Κι ήταν σ΄ αυτήν την αμμουδερή παραλία που οι λίγοι –ίσως
και ελάχιστοι- παραθεριστές απλώνανε τις πετσέτες τους, ακουμπούσαν δίπλα τους
κάποιες τσάντες με βραστά αβγά, φέτες ψωμιού, τυρί, ντομάτες…
Ήταν τα ίδια εκείνα άτομα που το προηγούμενο απόγευμα, είχαν
διαλέξει τραπεζάκια στο ταβερνάκι της προβλήτα και θαυμάζανε τα ολόλευκα
κοστούμια κάποιων ανδρών, τις αέρινες μουσελίνες κάποιων γυναικών. Και
ανοιγοκλείνανε τα ρουθούνια τους να
κρατήσουν την ανάμνηση του καπνού των κουβανέζικων πούρων και των
παριζιάνικων αρωμάτων.
Από τα δυο ή τρία κότερα που αγκυροβολούσαν στο κέντρο του
κόλπου, τα απογεύματα εξωλέμβιες βάρκες έφερναν στην ακτή εκείνους που τα
πρωινά λιαζόντουσαν στα καταστρώματα ή
κολυμπούσαν γύρω από αυτά –κάμποσα, πολλά μέτρα από τη ρηχή αμμουδιά όπου παιδάκια
ζωσμένα με τα σωσίβιά τους πλατσουρίζαν, μερικά μόλις είχαν μάθει μόνα τους να
επιπλέουν και «Μαμά, κοίτα!» ουρλιάζανε θέλοντας να κάνουν τις μανούλες τους να
τα καμαρώσουν.
Κι εκείνες με την παλάμη να προφυλάσσει τα μάτια από το φως,
προτιμούσαν το «Μπράβο!» τους να το συνοδεύουν και με τη συμβουλή «Ως εκεί που
πατώνεις να πας!»
Οι ίδιες αυτές γυναίκες, μαζί με τους άντρες τους που τα
απογεύματα επιστρέφανε από τις αστικές δουλειές τους και βέβαια έχοντας πάντα
σε ακτίνα παρακολούθησης τα πιτσιρίκια τους, πίνανε πορτοκαλάδα Παρθενών ή Σινάλκο
και σχολιάζανε τις εμφανίσεις εκείνων που η βάρκα του κότερου τους έφερνε στα
βράχια και κάποιος ναύτης τους συγκρατούσε να κάνουν τα πρώτα βήματα στην
ανώμαλη επιφάνεια της πέτρας.
Ήταν μια γνωστή τραγωδός με καριέρα και στο διεθνή κινηματογράφο, ήταν –ασφαλώς!- η
μεγάλη Ντίβα που μόλις είχε ολοκληρώσει μια σειρά παραστάσεων στη Σκάλα, ήταν η
κόρη και σύζυγος μεγαλοεφοπλιστών και βέβαια ο ίδιος ο σύντροφός της με τα
μαύρα του γυαλιά και ακόμα ο σκηνοθέτης τραγωδιών στο θέατρο της Επιδαύρου και…
Ναι, ήταν και ο ευτραφής παλιός πολιτικός που πριν από δέκα, ίσως και λιγότερα
χρόνια, είχε βάλει την υπογραφή του στη μοιρασιά της Υφηλίου.
Μέλη όλοι τους μιας ομάδας θρυλικών προσωπικοτήτων, μιας
θρυλικής εποχής. Σύμβολα ενός νέου κόσμου που όλοι τον ονειρευόντουσαν να είναι
ανέφελος, χαμογελαστός, με πολλές ηλεκτρικές συσκευές, πολλά χρώματα, νέες
γεύσεις και με ανθρώπους καλοζωισμένους, γυμνασμένους, όμορφους.
Αλλά… Αλλά τα σύμβολα μιας νεοφερμένης ευμάρειας, όσο κι αν
τα καμαρώνεις, δεν τα θεωρείς και δικά σου.
Δικά σου είναι εκείνα που αν και λιάζονται δίπλα σου, αν και
πάνω στις φτέρνες τους κολλάνε οι ίδιο κόκκοι άμμου που έχουν ανάμεσα και στα
δικά σου δάχτυλα χωθεί, εντούτοις σε κάτι διαφέρουν από τους πολλούς… Από
εσένα.
Ίσως γιατί ετοιμάζονται να τολμήσουν αυτό που θα θεωρηθεί
πρόκληση. Ολοκληρώνουν ήδη αυτό που ενώ
θα το ήθελες ως όνειρο να σε επισκέπτεται τις υγρές, θερμές νύχτες, εξαναγκάζεσαι
να το υποδέχεσαι ως εφιάλτη.
Η Τιτίκα, λοιπόν… Κι ο Γιώργος…
Τα δικά σου σύμβολα μιας επανάστασης ιδανικής –ιδανικής
γιατί εσύ ποτέ δε θα την τολμήσεις, μα θα την χαρείς καθώς άλλοι θα την
υλοποιούν…
Όπως η Τιτίκα και ο Γιώργος -θα την υλοποιούν αδιαφορώντας
για το κόστος.
**********************
Η Τιτίκα θυμάμαι πως ήταν όμορφη!
Όμορφη… Έτσι τουλάχιστον την έβλεπα εγώ –αγόρι στο πρώτο
κατώφλι της εφηβείας. Μα έτσι άκουγα να τη χαρακτηρίζουν και οι ενήλικες που
δίπλα τους ζούσα.
Αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν μελαχρινή.
Ναι, το χρώμα της επιδερμίδας της δεν το ξέχασε ο έφηβος που
τότε το κοιτούσε. Σκουρόχρωμη σάρκα. Που σχεδόν χωρίς καμιά κάλυψη ενδύματος
περνούσε μπροστά από τους άλλους λουόμενους. Με μπικίνι!
Μπικίνι των χρόνων αμέσως μετά τον πόλεμο! Αλήθεια πόσο
τολμηρό σήμερα θα το θεωρούσε κανείς;
Αλλά η τόλμη και η πρόκληση αλλάζουν από εποχή σε εποχή.
Κι άλλωστε δεν ήταν μόνο πως η Τιτίκα διέσχιζε την παραλία
από τη μια άκρη ως την άλλη φορώντας ένα μπικίνι. Μα ήταν και πως κάθε μέρα το
μπικίνι ήταν διαφορετικό.
Πλούσια;
Δεν ξέρω αν η ερώτηση αυτή είχε απασχολήσει τις εφηβικές
ανησυχίες μου. Περισσότερο με ενδιέφερε να παρακολουθώ τα μεσημέρια της
Κυριακής σε μια από τις δυο ταβέρνες, τον άντρα της Τιτίκας –ερχότανε πάντα
σαββατόβραδο και έφευγε καθώς έπεφτε η θλίψη του κυριακάτικου απογεύματος.
Τα δυο παιδιά του ζευγαριού –δίδυμα διαφορετικού όμως
φύλλου- κρεμόντουσαν από τα γόνατα του πατέρα τους κι αυτός ενώ έδειχνε πως
κάθε τι που του ζητούσαν τους το έδινε –παγωτό ξυλάκι και τα τελευταία τεύχη
του Μίκυ Μάους και των Κλασσικών Εικονογραφημένων- στην ουσία όλο του το σώμα
ήταν γερμένο προς τη μεριά της Τιτίκας. Της γέμιζε με μπύρα το ποτήρι, της
καθάριζε τα ψάρια, της έδινε με το πιρούνι του
μικρά, κατακόκκινα κομμάτια ντομάτας.
Το κυριακάτικο πρωινό –η παραλία με περισσότερο κόσμο- η
Τιτίκα δεν κατέβαινε να κολυμπήσει. Μόνος ο σύζυγος με τα δυο παιδιά.
Θυμάμαι πως σε κανένα δε μιλούσε –δεν είχε προλάβει ή μπορεί
και να μην το ΄θελε, να πιάσει γνωριμίες.
Αλλά και κανείς δεν αποφάσιζε να τον πλησιάσει.
Ίσως –τώρα το σκέφτομαι- πως αισθανόντουσαν οίκτο για τον
στρουμπουλό άντρα με το χαλαρό στομάχι και την αρχή φαλάκρας. Οίκτο ή και
ντροπή. Μπορεί και θυμό ή ακόμα και αποστροφή.
Λυπάσαι, ντρέπεσαι, θυμώνεις, αποστρέφεσαι τον απατημένο που
δεν κατανοεί ή δεν θέλει να δει πως γίνεται ρεζίλι.
Γιατί όλοι στην παραλία που μετά από λίγα –λιγότερα από
πέντε- χρόνια θα γινότανε οργανωμένη πλαζ κι η φήμη της μέχρι και τραγούδι θα την
έκανε, γνωρίζανε το τι συνέβαινε όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Από
Δευτέρα πρωί μέχρι απόγευμα Σαββάτου. Όλοι ξέρανε τον Γιώργο.
Ξανθός, αυτός, με σώμα που το θαυμάζαμε εμείς –μόνο εμείς;- τα
εφηβάκια. Πρωταθλητής στην πεταλούδα ήταν κι έκανε τη θητεία του στο Λιμενικό.
Λόγω των μεταλλίων και των πολλών διακρίσεων στον υγρό το
στίβο, η τοποθέτηση ήταν ευνοϊκή. Θητεία σε προάστιο της Αττικής, όπου και οι
δικοί του είχαν μια μικρή επιχείρηση –αν θυμάμαι καλά ένα ψιλικατζίδικο
–αγόραζα από εκεί φωτογραφίες ηθοποιών που ακόμα κάπου σε συρτάρι τις έχω
φυλαγμένες.
Κι ο Γιώργος με τη ολόλευκη στολή του Λιμενικού διέσχιζε την
παραλία, χαριεντιζότανε με εμάς τα πιτσιρίκια, χαμογελούσε στις μανούλες μας
που με συγκρατημένο βλέμμα τον κοιτούσαν και μετά…
Μετά, όλοι περιμέναμε την ώρα που η Τιτίκα θα κατέβαινε με
κάποιο νέο μπικίνι και εκεί στο μέσο ακριβώς του κόλπου η σοκολατένια σάρκα της
θα αφηνότανε στο γαλάζιο χάδι της ματιάς του Γιώργου.
Μια ολίγων δευτερολέπτων συνάντηση. Μα που θα είχε συνέχεια.
Αλλού. Αργότερα.
Το που ποτέ δεν μαθεύτηκε, μήτε νομίζω και κανείς το είχε
ανακαλύψει.
Σημασία είχε πως για μισή ώρα –ίσως και παραπάνω- η Τιτίκα
δεν φαινότανε, κι ο Γιώργος είχε εξαφανιστεί.
Μετά… Να τους και πάλι! Εκείνη, από τη μια πλευρά να
πλησιάζει τα παιδιά της που φτιάχνανε το κάστρο τους στην άμμο, κι ο άλλος από
την αντίθετη μεριά να συνεχίζει να χαμογελά σε όλους εμάς του πιτσιρικάδες.
Τον κοιτούσα –θυμάμαι. Κοιτούσα να ανακαλύψω πάνω στη στολή
του ή πάνω στο δέρμα του ίχνη μιας πράξης που ακόμα δεν είχα γνωρίσει τον τρόπο
κι εγώ να την εκτελώ, μα που ήξερα πως θα ήταν πράξη που όπου νάναι θα ερχότανε
η ώρα κι η στιγμή να κυριαρχεί στο νου και στο όνειρό μου.
Τον κοιτούσα. Και μετά τα ίδια αναζητούσα να διακρίνω πάνω
στο κορμί της Τιτίκας που κράταγε στο κάθε χέρι κι ένα της παιδί και επέστρεφε
για το μεσημεριανό φαγητό στο σπιτικό τους.
Την κοιτούσα ψαχουλεύοντας με το βλέμμα μου να δω αν υπήρχαν
πάνω της ίχνη –αμυχές, μώλωπες, ξηλωμένο σε καίριο σημείο το μπικίνι… Ποιος
ξέρει τι ακόμα;… Ίχνη που θα έδειχναν το πέρασμα ένας αρσενικού από τις θηλυκές
καμπύλες.
Δεν τα ανακάλυψα ποτέ.
Κι άλλωστε εκείνο το καλοκαίρι –όπως όλα – γρήγορα τέλειωσε.
Δεν ασχολούμαι με τον αθλητισμό –δεν έμαθα τις μελλοντικές
νίκες του Γιώργου.
Και για τη μόνη Τιτίκα που μπορεί κάποιος να μου μιλήσει,
είναι αυτή του Βίκτωρα Ουγκώ.
Η άλλη χάθηκε –μαζί με την ελεύθερη ακρογιαλιά της πρώτης,
πρώτης εφηβεία μου.
Περιστασιακά –πλέον- τη θυμάμαι… Την Τιτίκα, εννοώ.
Τι να έγινε; -Όχι
δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αναρωτηθεί.