Από το Bildungsroman στο μυθιστόρημα Crossover. Το
παράδειγμα της Αμαρτωλής πόλης του Μάνου Κοντολέων
Βίκυ Πάτσιου, Χριστίνα
Δράκου
(Υπό δημοσίευση στον Τιμητικό τόμο για τον Β.Δ. Αναγνωστόπουλο, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
Το 1857 ο Charles Augustin
Sainte-Beuve
οριοθετούσε μέσα από την κριτική του το
τέλος του κινήματος του Ρομαντισμού, τόσο στη Γαλλία όσο και στον ευρύτερο
ευρωπαϊκό χώρο. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Tα ιδανικά χάθηκαν, ο λυρισμός στέρεψε. Είμαστε πιο
νηφάλιοι. Η επίμονη, ανελέητη αναζήτηση της αλήθειας, η πλέον σύγχρονη μορφή
εμπειρισμού, έχει διεισδύσει ακόμα και στην τέχνη» (Τravers, 2005, σ. 123). Στα μέσα του 19ου αιώνα το
αίτημα για αληθοφάνεια και για πιστή απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου στο
κείμενο, αναδεικνυόταν μέσα από το νέο λογοτεχνικό κίνημα του ρεαλισμού.
Υποκαθιστώντας έννοιες όπως «φαντασία», «επινοητικότητα» και «όνειρο», με όρους
όπως «αντανάκλαση», «απεικόνιση» και «αναπαραγωγή», οι εκπρόσωποι του ρεαλισμού
έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη σύγχρονη κοινωνία, σε καθημερινές και τετριμμένες
καταστάσεις, αλλά και στην αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας.
Στη
Γερμανία την ίδια περίοδο εμφανίστηκε ένα αντίρροπο κίνημα ‒ο ποιητικός
ρεαλισμός‒ ο οποίος αντιτάχθηκε στην επιμονή των εκπροσώπων του ρεαλισμού να
εστιάζουν σε θέματα όπως η απομόνωση του ατόμου, η αδυναμία του να ενταχθεί στο
κοινωνικό πλαίσιο, η ερωτική απογοήτευση, αλλά και οι αυτοκτονικοί ιδεασμοί που
κυριαρχούν στη σκέψη του, όταν απογοητεύεται και αποστασιοποιείται. Οι
εκπρόσωποι του νέου αυτού κινήματος, υποστήριζαν ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται
να απεικονίζει και πρόσωπα τα οποία μπορούν να είναι ευτυχισμένα εντός της
οικογενειακής εστίας, σεβόμενα τα κοινωνικά ήθη και την παράδοση και να
αναγνωρίζουν στην εξωτερική πραγματικότητα τη ζωντάνια και τη χαρά της ζωής.
Για τους συγγραφείς του ποιητικού ρεαλισμού, το άτομο διαμορφώνει και διαμορφώνεται
μέσα σε μία ασφαλή και ηθική κοινωνική πραγματικότητα. Ο ποιητικός ρεαλισμός διαδόθηκε
ως κίνημα και σε χώρες της Σκανδιναβίας, στα όρια πάντα μιας περιφερειακής
εξέλιξης του ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Η σημασία δε αυτού του κινήματος έγκειται στην
προώθηση του λεγόμενου μυθιστορήματος μαθητείας (Bildungsroman) που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορηματικά
είδη του 19ου αιώνα (Τravers, 2005, σσ.
157-159).
Αφετηρία
ανάπτυξης του συγκεκριμένου μυθιστορηματικού είδους ήταν η Γερμανία, τον 18ο
και 19ο αιώνα. Ο όρος Bildungsroman
εισάγεται το 1810 από τον Καθηγητή κλασικής φιλολογίας Karl von Morgenstern,
o οποίος σε δύο διαλέξεις του με τίτλο «Über das Wesen des Bildungsromans» και «Zur Geschichte des Bildungsromans» (1819, 1820)
αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με το μυθιστόρημα μαθητείας (Martini, 1991, σ. 2 & Πάγκαλος, 22008, σ. 297). Σύμφωνα με την προσέγγιση του Dennis Mahoney, o Karl von Morgenstern στην προσπάθειά του να ορίσει την ταυτότητα του Bildungsroman αναφέρεται
στον ρόλο του αναγνώστη και δη στην αναγνωστική του ανταπόκριση. Υπογραμμίζει
το βασικό γνώρισμα του μυθιστορήματος διαμόρφωσης ‒που είναι να αναδεικνύει την
πορεία του ήρωα προς την ολοκλήρωση‒ θεωρεί όμως εξίσου σημαντικό το γεγονός
ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθητείας, προωθείται η ηθικοπνευματική καλλιέργεια
του αναγνώστη σε μεγαλύτερο βαθμό, από οποιοδήποτε άλλο είδος μυθιστορήματος (Mahoney, 1991, σσ. 100-101).
Αν και ο Morgenstern
ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο Βildungsroman για να προσδιορίσει το νέο λογοτεχνικό είδος, εν
τούτοις ο κριτικός και φιλόσοφος Wilhelm
Dilthey ήταν
εκείνος που καθιέρωσε αρκετές δεκαετίες αργότερα τον όρο (1870 /1906) και
συνέβαλε στη διάδοσή του (Mahoney, 1991, σ.
97). Ο Dilthey εστίασε στον ρόλο των συγκρούσεων που βιώνει το άτομο
κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, επισημαίνοντας την προσωρινή τους διάσταση,
καθώς θεωρεί ότι αυτές οι συγκρουσιακές καταστάσεις αποτελούν «μεταβατικές
φάσεις, τις οποίες υπομένει το άτομο στην πορεία του προς την κατάκτηση της
ωριμότητας και της αρμονίας» (Τravers, 2005, σσ.
159-160).
Ακολουθώντας την προσέγγιση του Bildungsroman με βάση την ετυμολογική του ερμηνεία (ο όρος «Bildung» σημαίνει «διάπλαση, διαμόρφωση»), μπορούμε να
δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας του έργου διαμορφώνει την
προσωπικότητά του, οδηγείται στην προσωπική του ολοκλήρωση και στην ωριμότητα,
μέσα από μία πορεία μαθητείας. Τα τρία στάδια από τα οποία περνάει ο
πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Bildungsroman
προκειμένου να φθάσει στο επιθυμητό επίπεδο της ωριμότητας έχουν σκιαγραφηθεί
ως εξής. Στο πρώτο στάδιο ο ήρωας
βρίσκεται μέσα σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, με «περιχαρακωμένα
όρια». Σε δεύτερο επίπεδο ‒την εποχή της νεότητας και της περιπλάνησης‒ ο
πρωταγωνιστής βιώνει μία έντονη συγκρουσιακή κατάσταση, μέσα από την οποία
έρχεται αντιμέτωπος τόσο με την κοινωνία όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο
τελευταίο στάδιο της μαθητείας του ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι «η προοπτική ανοίγεται ως ουτοπία και ξανακλείνει ως αναγνώριση λίγο πολύ αρμονική
και συνειδητή του κατεστημένου και των δυνατοτήτων ολοκλήρωσης που αυτό πράγματι
επιτρέπει» (Dahl,1999,
σσ. 400-401). Με το πέρας της μαθητείας του ο πρωταγωνιστής
επιστρέφει στο σπίτι του, αξιολογεί την πορεία του, νιώθει ώριμος και ικανός να
ενσωματωθεί και να αναλάβει ενεργό ρόλο στο κοινωνικό περιβάλλον που τον
πλαισιώνει.
Στην πρόθεσή της να ορίσει το είδος με βάση ειδικά
χαρακτηριστικά η Marianne Hirsch-Gottfried εστιάζει στην
πρόθεση του συγγραφέα μυθιστορήματος διαμόρφωσης να παρουσιάσει την
προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μέσα από τις σκέψεις και τις πράξεις του,
προκειμένου να αναδειχθεί ο χαρακτήρας στην ολότητά του. Σύμφωνα με την Hirsch-Gottfried,
βασικό γνώρισμα του Bildungsroman είναι «η ισορροπία η
οποία ενυπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο, καθώς και η διερεύνηση της
μεταξύ τους αλληλεπίδρασης» (Hirsch-Gottfried, 1976, σ. 122). Προς επίρρωση της
προαναφερθείσας άποψης ο Franco Moretti
υποστηρίζει ότι η διαχρονικότητα του είδους του Bildungsroman έγκειται στον καινοφανή και επιτυχή συνδυασμό
πειστικότητας και αισιόδοξης οπτικής. Στο μυθιστόρημα μαθητείας, όπως
επισημαίνει, δεν υπάρχει τελικά κανενός είδους διαμάχη ανάμεσα στο άτομο και
στην κοινωνία, καθώς η διαμόρφωσή του ως προσωπικότητα αυτόνομη και η
ολοκλήρωσή του συμπίπτει με την ομαλή ένταξή του στην κοινωνική ζωή (Moretti, 2000, σ. 562).
Το έργο το οποίο καθιερώνει όχι μόνο τη δημιουργία
ενός νέου λογοτεχνικού είδους, του Bildungsroman, αλλά και ενός νέου τύπου ήρωα ‒Wilhelm Meister‒
είναι το μυθιστόρημα Wilhelm Meisters Lehrjahre (1796) του Goethe. Μέσα από το προαναφερθέν μυθιστόρημα περιγράφεται η
πορεία του πρωταγωνιστή Βίλχελμ, o οποίος
χρειάζεται να περάσει εμπόδια τόσο σε εξωτερικό όσο και σε εσωτερικό επίπεδο. Ο
ήρωας στο μυθιστόρημα εκδηλώνει έναν έντονο εγωκεντρισμό, ο οποίος δυσχεραίνει
τις σχέσεις του με τους άλλους, παρόλη την πνευματική αυτάρκεια που τον
χαρακτηρίζει. Σταδιακά με την υπέρβαση των δυσκολιών αφυπνίζεται, ωριμάζει,
ενηλικιώνεται και φτάνει στην αποκαλούμενη σύμφωνα με τον αφηγητή του έργου
«ύψιστη μορφή εξέλιξης για τον άνθρωπο» (Τravers, 2005, σ. 160).
Με το μυθιστόρημα μαθητείας ασχολήθηκαν και επιφανείς
διανοητές του 20ού αιώνα σε χαρακτηριστικά για τη θεωρία του είδους
δοκίμιά τους. Ο Mikhail Bakhtin σε
ειδικό μελέτημά του για το Bildungsroman και τη σημασία του για την
ιστορία του ρεαλισμού υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο Wilhelm Meister
κινείται στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών εποχών· ανάμεσα σε αυτό που είναι και
σε αυτό που πρόκειται να γίνει και παρατηρεί σχετικά: «Αυτή η μετάβαση πραγματοποιείται
σε αυτόν και μέσω αυτού. Αναγκάζεται να γίνει ένας νέος, πρωτοφανής τύπος
ανθρώπου» (Μπαχτίν, 2014, σ.
28), ενώ ο Georg Lukács, ο οποίος αφιερώνει στο Bildungsroman και ειδικότερα
στα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ
Μάιστερ ένα κεφάλαιο στην κλασική μελέτη του για το μυθιστόρημα, αναγνωρίζει ως κεντρικό θεματικό άξονα του μυθιστορήματος
μαθητείας τη «συμφιλίωση του προβληματικού ανθρώπου, καθοδηγούμενου από
ένα ιδανικό που συνιστά γιʼ αυτόν βίωμα, με τη δεδομένη κοινωνική
πραγματικότητα» (Λούκατς, 2004, σ. 175).
Η ελληνική κριτική προσεγγίζοντας τα ζητήματα αυτά εστιάζει
τα τελευταία χρόνια στις σχέσεις ανάμεσα στο Bildungsroman και το μυθιστόρημα εφηβείας. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου «Θέμα του μυθιστορηματικού αυτού είδους δεν είναι γενικά η
εφηβεία ή η νεότητα. Η ηλικία της εφηβείας αποτελεί απλώς το πλαίσιο για τη
διαδικασία της ενηλικίωσης του νέου, που συνεπάγεται μία περίοδο μαθητείας, αγωγής»
(Αμπατζοπούλου, 2000, σ. 60). Η Αγγέλα Καστρινάκη συσχετίζει
το μυθιστόρημα εφηβείας με το μυθιστόρημα μύησης και σημειώνει σχετικά: «Το
μυθιστόρημα της εφηβείας […] παρουσιάζει μια διαδικασία κατά την οποία ο
ανώριμος άνθρωπος, το παιδί, εισέρχεται στον κόσμο των ενηλίκων μέσα από τη
διαδικασία της γνωριμίας με τον έρωτα και τον θάνατο. Το μυθιστόρημα αυτό
συνδέεται, χωρίς να ταυτίζεται, με το Bildungsroman, το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης ή της μαθητείας, που παρουσιάζει τη
σταδιακή διάπλαση ενός ήρωα από τα παιδικά του χρόνια έως την ωριμότητά του» (Καστρινάκη, 1995, σ. 30). Σύμφωνα με την ίδια, ο
πρωταγωνιστής του έργου υπόκειται σε μια διαδικασία ωρίμανσης «μέσα από μια
περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή αυτοδιαμόρφωση».
Το μυθιστόρημα μαθητείας θεωρήθηκε τυπικό είδος της γερμανικής
γραμματείας. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες του 20ού αιώνα ο
προβληματισμός σχετικά με το Bildungsroman
επεκτείνεται και σε άλλες εθνικές γραμματείες, όπως την αγγλική και τη γαλλική.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και του 20ού στην Αγγλία το Bildungsroman εμφανίζει μεγάλη διάδοση και έχει σταθερή παρουσία με
έργα όπως τα μυθιστορήματα του Charles
Dickens (David Copperfield,
1850 και Great Expectations,
1861) ή του Somerset Maugham (Of Human Bondage, 1915), ενώ στη Γαλλία το λογοτεχνικό αυτό είδος
αναδείχθηκε μέσα από το πεζογραφικό έργο του Stendhal (Vie de Henry Brulard,
1890) και αργότερα του Romain
Rolland (Jean-Christophe,
1904-1912).
Παράλληλα με την ανάπτυξη και τη διάδοση του Bildungsroman στον ευρωπαϊκό χώρο και τη διερεύνησή του ως είδους
με συγκεκριμένο θέμα, περιεχόμενο και χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή του, αναδύθηκε
πρόσφατα από μια διαφορετική αφετηρία, αυτή του αναγνώστη μια ιδιαίτερη
προβληματική που συσχετίστηκε με ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που
χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο
εντός Ευρώπης όσο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Αν η ύπαρξη του Βildungsroman θεωρείται ότι επικυρώνεται με το εμβληματικό
μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια
μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ως
ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, η στοίχιση με ένα άλλο ειδολογικό μοντέλο, αυτό
του crossover, καθώς και η προσέγγισή του ως μετεξέλιξη ή
μεταμόρφωση ενός προηγούμενου, εγείρει διάφορα θεωρητικά ζητήματα, που φέρνουν
στο προσκήνιο οι ολοένα αυξανόμενες μελέτες, έρευνες και κριτικές των
τελευταίων χρόνων στην ευρωπαϊκή κυρίως βιβλιογραφία σχετικά με τη λογοτεχνία crossover. Η ομοιοσυστασία του θεωρούμενου ως μοντέλου, η
ομοιογένεια των επικαλούμενων ιστορικών παραδειγμάτων, που φτάνουν στο βάθος
των αιώνων, τα σύγχρονα παραδείγματα και η απόστασή τους σε σχέση με το
νοούμενο ειδολογικό επίκεντρο, είναι ορισμένα από αυτά.
Σύμφωνα με
την Sandra Beckett πολλοί κριτικοί και δημοσιογράφοι θεωρούν τη λογοτεχνία crossover ως επινόηση του 21ου
αιώνα, ενώ ορισμένοι ανατρέχουν στις πρόσφατες δεκαετίες του 20ού
προκειμένου να εντοπίσουν παραδείγματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην
παράδοση του είδους (R. Adams, Watership Down, 1972· J. R. R. Tolkien, The Lord of the Rings, 1954-1955). Από άλλους έχει διατυπωθεί η
άποψη ότι ο 19ος αιώνας αποτέλεσε το χρονικό σημείο αφετηρίας για
την εμφάνιση έργων crossover με κορυφαίο παράδειγμα το μυθιστόρημα του L. Carroll Alice’s Adventures in Wonderland (1865).
Γενικότερα,
η Falconer
υποστηρίζει ότι είναι δύσκολο να προσεγγιστεί η λογοτεχνία crossover
ως ανεξάρτητο είδος, καθώς δεν υπάρχουν σταθερά χαρακτηριστικά, θέματα, μοτίβα
ή τεχνικές που να είναι κοινά σε όλα τα crossover έργα (Falconer,
2009, σ. 27). Στον αντίποδα της άποψης αυτής, η Maija-Liisa Harju επιλέγει τρία κριτήρια με βάση τα
οποία ένα έργο μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην crossover λογοτεχνία: να απευθύνεται σε
διαφορετικές ηλικίες αναγνωστών, να έχει σύνθετη μορφή ή και θέμα και να υπάρχει διαπιστωμένη η ευρεία αποδοχή του (Harju, 2009, σ. 363). Η Harju υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του λογοτεχνικού είδους των βιβλίων
crossover προϋποθέτει, αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει τον άρρηκτο
δεσμό που διακρίνει την ανθρώπινη εμπειρία, ανεξάρτητα από το ηλικιακό στάδιο
στο οποίο βρίσκεται το άτομο και εισάγει την έννοια του «crossover continuum»
προκειμένου να αναφερθεί στο «συνεχές» που συνδέει την εφηβική ηλικία με την
ενήλικη ζωή.
H συγκεκριμένη ηρωίδα μας προσφέρει μια προνομιακή θέα
του γιατί ή για ποιον γράφει κανείς, καθώς αναπτύσσει ή εκθέτει ένα λόγο για τη
βιωμένη της εμπειρία που αποσταθεροποιεί δραστικά τους καθιερωμένους λόγους
περί κανονικότητας, που συνήθως συνοδεύουν την πορεία προς την ενηλικίωση και
την κοινωνική ένταξη. Στη διαδρομή της η ηρωίδα πραγματοποιεί μια πολλαπλή
παραβίαση, καθώς καταπατά τα όρια του επικίνδυνου και του απαγορευμένου και
συναντά αλλόκοτα πλάσματα που μεταμορφώνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τους
φόβους ή τις επιθυμίες της.
H δεκαεφτάχρονη Στεφανία της Αμαρτωλής πόλης, μέσα από
μία πορεία μαθητείας, αλλαγών και ανατροπών οδηγείται στην ωριμότητα. Οι
αλλαγές οι οποίες ξεκινούν με την οικονομική κατάρρευση του πατέρα της Κλεάνθη,
σηματοδοτούν την αφετηρία ενός «ταξιδιού» μέσα από το οποίο η Στεφανία θα έρθει
αντιμέτωπη με το σκληρό και αδιάφορο πρόσωπο της κοινωνίας, αλλά και με τον
ίδιο της τον εαυτό: «Και η Στεφανία ‒στα δεκαεπτά της χρόνια‒ δεν είχε ποτέ της
φανταστεί πως υπάρχουν και αλλαγές που τρομάζουνε [...]. Αλλαγές, λοιπόν... Για να τις
πάρει μία μία... Έτσι. Η καθεμιά της μόνη της αποδυναμώνεται. Αντιμετωπίζεται.
Παλεύεται [...]. Ο πατέρας έκλεισε το μαγαζί. Το ιδιωτικό λύκειο έγινε δημόσιο.
Η μάνα... μετακόμισε! Χα! Μακριά απʼ όλα αυτά να μείνει η ίδια. Αυτοπροστασία»
(Κοντολέων, 2016, σσ. 26, 31).
Μέσα από τις δοκιμασίες που περνάει η πρωταγωνίστρια
συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, αντιμετωπίζει τους φόβους της και τις ενοχές της
και κατορθώνει να αποδεχθεί τόσο τον εαυτό της όσο και την αμαρτωλή πόλη στην οποία ζει: «Και περπατά πάντα η
Στεφανία. Μια πόλη για να την κατακτήσεις, να τη νικήσεις, να αντιμετωπίσεις
τις αμαρτίες που μαζί της σχεδίασες, πρέπει ολότελα να την έχεις αποδεχτεί
[...]. Περπατά, πάντα, η Στεφανία. Και τώρα πια ξέρει πού θέλει να φτάσει»
(Κοντολέων, 2016, σσ. 375-376).
Ένα από τα ζητήματα που θέτει το μυθιστόρημα είναι και
αυτό της σχέσης του με τη λογοτεχνία crossover.
H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια (όπως τα
προσδιόρισε η Harju, 2009) που σχετίζονται με
την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του χτίζοντας
γέφυρες ανάμεσα στα στάδια και τις εμπειρίες της ανήλικης και της ενήλικης
ζωής. Ο συγγραφέας απευθύνεται «επί ίσοις όροις» τόσο στον ενήλικα όσο και στον
νεαρό αναγνώστη. Χωρίς ψήγμα διδακτισμού, χρησιμοποιώντας έναν λόγο αιχμηρό, ο
συγγραφέας θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, για τα οποία καλείται να βρει
απαντήσεις: «Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή; Και πώς τάχα; Μήπως είναι οι
κάτοικοί της που αφού πρώτα οι ίδιοι αμαρτήσουν, στη συνέχεια μολύνουν και την
πολιτεία που τους φιλοξενεί; Ή να ’ναι η ίδια η πόλη που διοχετεύει τις
αμαρτωλές σκέψεις της σε όσους την επέλεξαν για να ζήσουν μέσα στις λεωφόρους
της, στα πάρκα της, στις πιο απόμερες γειτονιές της; Ό,τι κι αν ισχύει, το
αποτέλεσμα μένει σταθερό. Μιλάμε για μια πόλη αμαρτωλή. Που κάποτε ‒ίσως‒ να
μην ήταν. Και μιλάμε, ακόμα, για ανθρώπους αμαρτωλούς. Που κάποτε ‒ίσως‒ να μην
ήταν» (Κοντολέων, 2016, σ. 145).
Επιπρόσθετα, η Αμαρτωλή
πόλη είναι ένα πεζογράφημα το οποίο μέσω της πολυπλοκότητας των θεμάτων του
που αναφέρονται στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού κεντρίζει το ενδιαφέρον αναγνωστών
διαφορετικών ηλικιών. Ο συγγραφέας σκιαγραφώντας μια κοινωνία που δοκιμάζεται
παρουσιάζει τα μυθοπλαστικά του πρόσωπα να έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις
και συναισθήματα τα οποία βιώνει τόσο ο έφηβος όσο και ο ενήλικας: οικονομική
κρίση, ένδεια ψυχική, έλλειψη επικοινωνίας τόσο στο οικογενειακό επίπεδο όσο
και στο ευρύτερο κοινωνικό, αισθήματα αβεβαιότητας, απόρριψης και μοναξιάς. Το
ενήλικο αναγνωστικό κοινό συμπάσχει με την πορεία του Κλεάνθη, ο οποίος έχοντας
χάσει την οικονομική του ανεξαρτησία, χάνει ταυτόχρονα και την αποδοχή από το
οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ ο νεαρός αναγνώστης συμπάσχει με την πορεία
της Στεφανίας και του Τονίνο, των δύο νεαρών πρωταγωνιστών, οι οποίοι έρχονται
και εκείνοι αντιμέτωποι με την έννοια της απώλειας μέσα από τις ποικίλες
εκφάνσεις της: απώλεια της ασφάλειας τόσο σε οικονομικό όσο και σε
συναισθηματικό επίπεδο, απώλεια του έρωτα στην ακέραιη μορφή του. Τα πρόσωπα
όμως αυτά αποφασίζουν να μην υποκύψουν, να μην περιχαρακωθούν στα τραύματά τους.
Επιλέγουν να αναγνωρίσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους, να αμφισβητήσουν
τις συμβατικές αξίες και τελικά να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι
ζωή, οριοθετώντας τον εαυτό τους στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο για την ένταξη του
συγκεκριμένου μυθιστορήματος στη λογοτεχνία crossover μπορεί
να αποτελέσει η συγγραφική στόχευση, αλλά και οι διευκρινίσεις που μας παρέχει
ο ίδιος ο συγγραφέας για το πώς θα μπορούσε να διαβαστεί το έργο του στο
«Σημείωμα» που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Στην περίπτωση αυτή ο
συγγραφέας ανταγωνίζεται ή συμπληρώνει τον αναγνώστη του σε μια προσπάθεια να
νομιμοποιηθεί ή να αξιοποιηθεί η χρήση ενός πλούσιου παρακειμενικού υλικού από
την οπτική μιας θεωρίας της πρόσληψης που αντιμετωπίζει είδη, μορφές και
περιεχόμενα ως κοινωνική μεταβλητή. «Ολόκληρο τον πρώτο χρόνο συγγραφής του
μυθιστορήματος δεν μπορούσα να αποφασίσω αν το έργο που γράφω ανήκει στη
λογοτεχνία για νέους ή στην άλλη, αυτή των ενηλίκων», σημειώνει ο ίδιος. Και
συνεχίζει: «Τελικά κατάλαβα πως για μια ακόμα φορά υπηρετούσα το είδος του
μυθιστορήματος ενηλικίωσης ‒το Βildungsroman,
όπως διεθνώς αποκαλείται‒ και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθιστορηματική
καταγραφή της πορείας ενός νεαρού ατόμου προς την ατομική του και συνειδητή του
ενσωμάτωση στον κόσμο των ενηλίκων. Μια πορεία συνήθως επώδυνη και συχνά
ανατρεπτική ως προς τις κοινωνικές νόρμες. Που όμως τελικά οδηγεί το κεντρικό
πρόσωπο του έργου να βρει τη θέση του μέσα σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο.
Πιστεύω, λοιπόν, πως και η Αμαρτωλή πόλη
είναι ‒ή διεκδικεί να είναι‒ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή ‒με τον νέο
τρόπο ονοματοδοσίας αυτού του λογοτεχνικού είδους‒ ένα μυθιστόρημα crossover» (Κοντολέων, 2016, σσ. 387-388).
Είναι προφανές ότι το ζήτημα που θέτει ο Μάνος
Κοντολέων με την Αμαρτωλή του πόλη και τη λογοτεχνία crossover ως φαινόμενο
της σύγχρονης ελληνικής εκδοτικής κίνησης αλλά και της αναγνωστικής
ανταπόκρισης έχει μόλις ανοίξει.
Βιβλιογραφία
Adams, J. (2010). ‘Into Eternity’s Certain
Breadth’: Ambivalent Escapes in Markus Zusak’s ‘The Book Thief’. Children’s
Literature in Education, 41, 222–233.
Αμπατζοπούλου,
Φ. (1994). Αυτοβιογραφικός λόγος: Ιστορικοί και
μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας, Εντευκτήριο, 28-29, 74-88 (= Αμπατζοπούλου, Φ. (2000). Η
Γραφή και η Βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. Αθήνα: Πατάκης,
σσ. 57-83).
Bασιλαράκης,
Ι. Ν. (2004). Εσωτερικός και μυητικός της ζωής λόγος σε ελληνικά νεανικά
μυθιστορήματα μαθητείας των τελευταίων χρόνων. Μια μικρή δειγματική περιήγηση.
Στο Τ. Τσιλιμένη (Επιμ.), Το Σύγχρονο Ελληνικό Παιδικό - Νεανικό Μυθιστόρημα (σσ.
37-50). Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Beckett, S. L. (2009). Crossover fiction. Global and historical perspectives. New York and
London: Routledge.
Buckley, J. H. (1974). Season of Youth. The
Bildungsroman from Dickens to Golding. Cambridge, Massachusetts and London:
Harvard University Press.
Capshaw-Smith, K. (2012). Critical Cross-overs.
Children’s Literature Association Quarterly 37(1), 1-3.
Ciocia, S. (2009). Postmodern Investigations:
The Case of Christopher Boone in ‘The Curious Incident of the Dog in the
Night-time’. Children’s Literature in Education, 40, 320-332.
Dahl P. (1999). To
‘Bildungsroman’. Στο Benoit-Dusausoy,
A. & Fontaine, G. (Επιμ.). Ευρωπαϊκά Γράμματα. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας
- Τόμος Β´ (Α. Ζήρας, Β. Ιβάνοβιτς,
Γ. Κιουρτσάκης, Λ. Στεφάνου, Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη, Μτφρ.). Αθήνα: Σοκόλης.
Falconer, R. (2007). Crossover Literature and
Abjection: Geraldine McCaughrean’s ‘The White Darkness’. Children’s
Literature in Education, 38,
35-44.
Falconer, R. (2009). The crossover novel. Contemporary
children’s fiction and its adult readership. New York and London:
Routledge.
Galef, D. (1995). Crossing Over: Authors Who
Write Both Children’s and Adults’ Fiction. Children’s Literature Association
Quarterly, 20(1), 29-35.
Harju, M.-L. (2009). Tove Jansson and the
Crossover Continuum. The Lion and the Unicorn 33(3), 362-375.
Hirsch-Gottfried, M. (1976). Defining
Bildungsroman as a Genre. Publications of the Modern Language Association of
America, 91(1), 122-123.
Καστρινάκη,
Α. (1995). Οι περιπέτειες της Νεότητας: Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική
πεζογραφία (1890-1945). Αθήνα: Καστανιώτης.
Knoepflmacher, U. C. & Myers, M. (1997). From the Editors: ‘Cross-Writing’ and the
Reconceptualizing of Children’s Literary Studies. Children’s
Literature, 25(1), vii-xvii.
Κοντολέων,
Μ. (2011). Από το μυθιστόρημα εφηβείας σε εκείνα για νεαρούς ενήλικους
αναγνώστες και τώρα στα cross-over. Στο Μ. Κανατσούλη & Δ. Πολίτης, (Επιμ.), Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία. Από την ποιητική
της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της (σσ. 50-56). Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων,
Μ. (2016). Αμαρτωλή πόλη. Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων, Μ. (2016). Μυθιστόρημα Ενηλικίωσης: από
το Bildungsroman στο Crossover Novel. Διάστιχο. Δημοσιεύθηκε 15/3/2016. Aνακτήθηκε 13/1/2017, από http://diastixo.gr/epikaira/apopseis/5006-kontoleon-15032016
Λούκατς,
Γ. (2004). Η Θεωρία του Μυθιστορήματος (Ξ. Τσελέντη, Μτφρ., Γ.
Σαγκριώτης, Επιμ.). Αθήνα: Πολύτροπον.
Mahoney, D. F. (1991). The
Apprenticeship of the Reader: The Bildungsroman of the ‘Age of Goethe’. In J.
Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 97-117). Columbia: University of South Carolina
Press.
Martini, F. (1991).
Bildungsroman – Term and Theory. In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action:
Essays on the Bildungsroman (σσ. 1-25). Columbia:
University of South Carolina Press.
Μελισσαράτου, Γ. (1996-1997). Το μυθιστόρημα ‘Eroica’ ως Bildungsroman:
Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού. Ελίτροχος, 11, 103-121.
Moretti, F.
(2000). From the Way of the World: The Bildungsroman in European Culture. In M. McKeon
(Ed.), Theory of the Novel. A Historical Approach (σσ. 554-565). Baltimore & London: The Johns Hopkins
University Press.
Μπαχτίν, M. (2014). Δοκίμια ποιητικής (Γ. Πινακούλας, Μτφρ.). Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πάγκαλος, Γ. (22008). Bildungsroman. Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι (σσ. 296-299). Αθήνα: Πατάκης.
Saine, T. P. (1991). Was ‘Wilhem Meisters Lehrjahre’ really supposed
to be a Bildungsroman? In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on
the Bildungsroman (σσ. 118-141).
Columbia: University of South Carolina Press.
Shavit, Z. (1980). The
Ambivalent Status of Texts: The Case of Childrenʼs Literature. Poetics Today, 1(3), 75-86.
Travers, M. (2005). Εισαγωγή
στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Από τον Ρομαντισμό ως το Μεταμοντέρνο (Ι.
Ναούμ & Μ. Παπαηλιάδη, Μτφρ., Τ. Καγιαλής, Επιμ.). Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Περίληψη
Η παρούσα εργασία εστιάζει
στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων θέτοντας το ερώτημα του κατά πόσο
το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία crossover, στη συγκεκριμένη περίπτωση στη λογοτεχνία που μπορεί
να διαβαστεί από εφήβους και ενηλίκους. Αφού εξετάσουμε τον ορισμό του Bildungsroman και τον συσχετισμό του με το μυθιστόρημα εφηβείας,
αναφερόμαστε σε ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που χαρακτηρίστηκαν ως
λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο εντός Ευρώπης όσο και
εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Η Αμαρτωλή πόλη απευθύνεται σε αναγνωστικό
κοινό διαφορετικών ηλικιών και ενδιαφέρει τους νεαρούς αναγνώστες καθώς διαπραγματεύεται
την ενηλικίωση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Παράλληλα, η
κριτική ματιά του συγγραφέα αναδεικνύει σε αφηγηματικό επίπεδο την
επικαιρότητα, την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στα ήθη, στις πράξεις
και στις συμπεριφορές των ατόμων που δοκιμάζονται. Υπό αυτή την έννοια,
αποτελεί ένα ανάγνωσμα το οποίο μπορεί να ενδιαφέρει και το ενήλικο κοινό. H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια που
σχετίζονται με την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του
χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στα στάδια της ανήλικης και της ενήλικης ζωής.
Σύμφωνα με τον Thomas Saine, ο Goethe δεν είχε ποτέ παραδεχθεί ότι το μυθιστόρημά του Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ
ανήκε στο λογοτεχνικό είδος του Bildungsroman.
Σημειώνει σχετικά: «O Goethe δεν συνήθιζε να δίνει ερμηνείες για τα δικά του έργα
[...]. Η σύντομη περιγραφή του για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν ότι δεν
μπορούσε να το ερμηνεύσει κανείς με τη λογική» (Saine, 1991, σ. 127). Σε άμεση διακειμενική συνάφεια με το
έργο του Goethe βρίσκονται και δύο
χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα: Το μαγικό βουνό (1924) του Τhomas Mann και Το τενεκεδένιο ταμπούρλο (1959) του Günter Grass.
Βλ. μεταξύ άλλων, Buckley, J. H. (1974). Season of
Youth. The Bildungsroman from Dickens to Golding. Cambridge, Massachusetts
and London: Harvard University Press.
Ειδικότερα για το μυθιστόρημα αυτό και τις σχέσεις του με το Bildungsroman, βλ. Μελισσαράτου, Γ. (1996-1997). Το
μυθιστόρημα ‘Eroica’
ως Bildungsroman:
Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού. Ελίτροχος, 11, 103-121.
Σχετικά με το μυθιστόρημα του Carroll ως έργο που δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε
«κλειστή» κατηγορία, βλ.
Shavit, Z. (1980). The Ambivalent Status of Texts: The Case of
Childrenʼs Literature. Poetics Today, 1(3),
σσ. 79-86. H R. Falconer αναφερόμενη και αυτή στο ιστορικό
προηγούμενο της crossover
λογοτεχνίας επισημαίνει τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του συγκεκριμένου έργου σε
σχέση με το αναγνωστικό του κοινό. Όπως παρατηρεί, κάποιοι κριτικοί θεώρησαν
ότι ήταν ένα πεζογράφημα κατάλληλο για το ανήλικο κοινό, κάποιοι ακατάλληλο,
ενώ άλλοι εστίασαν στην έλξη που ασκούσε ως έργο crossover
(Falconer,
2009, σ. 12). Σύμφωνα με τον David Galef οι
συγγραφείς οι οποίοι μέσω των έργων τους απευθύνονται τόσο σε ενήλικους
αναγνώστες όσο και στο ανήλικο κοινό διαπερνώντας τα σχετικά όρια, χωρίζονται
σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πεζογράφοι οι οποίοι ενώ
αρχικά έγραφαν για ενήλικες, αποφάσισαν στη συνέχεια να στραφούν στην παιδική /
εφηβική λογοτεχνία. Στη δεύτερη κατηγορία οι δημιουργοί ακολουθούν μία
αντίστροφη συγγραφική πορεία· πρόκειται για συγγραφείς οι οποίοι αρχικά έγραφαν
για παιδιά και στη συνέχεια αποφάσισαν να απευθυνθούν στο ενήλικο αναγνωστικό
κοινό. Η τρίτη κατηγορία κινείται ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες.
Ο συγγραφέας, από την αρχή της συγγραφικής του πορείας, απευθύνεται ταυτόχρονα
τόσο στο ενήλικο όσο και στο παιδικό / εφηβικό αναγνωστικό κοινό (Galef, 1995, σ. 29).
Όπως σημειώνει
η Jenni Adams, το στοιχείο το οποίο κάνει το μυθιστόρημα
τόσο ασυνήθιστο για έργο που αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα είναι η επιλογή του
συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ως αφηγητή τον ίδιο τον θάνατο, μία δυνητικά ενοχλητική
μορφή για το αναγνωστικό κοινό. Μέσω του ιδιότυπου αυτού αφηγητή ο Zusak επιτυγχάνει να μεταφέρει τη
σκληρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε την εποχή του Ολοκαυτώματος, να φέρει τον
έφηβο αναγνώστη αντιμέτωπο με την έννοια του θανάτου, αλλά ταυτόχρονα και να
τον προστατεύσει (Adams, 2010, σ. 222).
Βασικά γνωρίσματα του έργου είναι ο (φεμινιστικός)
υπερ-ρεαλισμός και η (μεταμοντέρνα) φαντασία. Σύμφωνα με την Falconer αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με το
γεγονός ότι μέσα από την πορεία των μυθοπλαστικών προσώπων ‒και δη της
πρωταγωνίστριας Sym‒ διερευνώνται τα ψυχικά όρια των
ατόμων και οι διαφορετικές ταυτότητες είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το
συγκεκριμένο μυθιστόρημα ελκυστικό σε αναγνωστικό κοινό διαφορετικών ηλικιών (Falconer, 2007, σ. 36).