30.11.18

Άντριαν Βέχμπιου «Οι παρεμβάσεις του κ. Σιούτη»


Άντριαν Βέχμπιου
«Οι παρεμβάσεις του κ. Σιούτη»
Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
Εκδόσεις Πληθώρα

  


Με όχημα τη λογοτεχνία μπορείς να γνωρίσεις τον εαυτό σου* να επικοινωνήσεις με τον άλλον* να κατανοήσεις τον γείτονα.
Εν τέλει η λογοτεχνία φέρνει κοντά άτομα και ομάδες.
Προσφέρει ουσιαστικές προσεγγίσεις –αμβλύνει διαφωνίες, ξεκαθαρίζει ιδεοληψίες και γεφυρώνει χάσματα ιδεολογικά.
Ως λαός δεν μπορεί κανείς μας να ισχυριστεί πως ανήκουμε σε εκείνους  που διαβάζουμε πολύ λογοτεχνία. Παρόλα αυτά και αναλογικά με τον πληθυσμό μας είναι ιδιαιτέρως πολλά τα λογοτεχνικά βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά –κυρίως από τις κεντρικές χώρες και γλώσσες του δυτικού πολιτισμού (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) και με αξιοπρεπή εκπροσώπηση ακόμα λογοτεχνικά κείμενα από Ιαπωνία, Κίνα, Λατινική Αμερική…
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας να έδειχνε ουσιαστικό ενδιαφέρον και προς τις λογοτεχνίες όμορων εθνών –Βουλγαρίας, ας πούμε. Αλβανίας.
Αλλά δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το γιατί νομίζω πως είναι ένα μεγάλο ερώτημα και δεν θεωρώ μήτε τον εαυτό μου προετοιμασμένο  να αναζητήσει και να προτείνει ερμηνείες.
Αλλά δεν μπορώ να μην το σκεφτώ καθώς διαβάζω το βιβλίο «Οι παρεμβάσεις του κ. Σιούτη».
Η Αλβανική Λογοτεχνία έχει με αρκετούς συγγραφείς δώσει το παρόν της στα  δικά μας βιβλιοπωλεία.
Βέβαια θα πρέπει να παραδεχτώ πως δεν μπορώ να υποστηρίξω μήτε και αυτό το  ‘αρκετούς’ που έγραψα, μιας στην ουσία αγνοώ πόσοι είναι οι σύγχρονοι αλβανοί συγγραφείς, έτσι ώστε να θεωρήσω αρκετούς  ή όχι εκείνους που είχαν την τύχη ή την ευκαιρία να δούνε έργα τους να μεταφράζονται στα ελληνικά.
Ασφαλώς πασίγνωστος –και δικαιολογημένα- ο Κανταρέ.  Πρόχειρα ανακάλυψα και κάποιους άλλους – από τον πλέον ηλικιωμένο Mustafa Besnik (1958) έως τη νεοτάτη Fationa Muca (1988). Αλλά και τους Virion Graci (1968), Ben Blushi (1969) κ.α. –όλοι τους γεννημένοι πριν τις πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στην χώρα τους.
Αλλά κανείς δεν έτυχε μιας κάπως πλατύτερης αναγνωστικής  συμπάθειας εκ μέρους των αναγνωστών μας.
Βέβαια υπάρχει –δεν πρέπει μέσα σε αυτόν τον προβληματισμό να μην τον αναφέρουμε- ο Τηλέμαχος Κώτσιας, ο οποίος με συνεπή ποιότητα γράφει για τη ζωή των ελλήνων που γεννήθηκαν και ζούνε στην Αλβανία.  Και τα έργα του έχουν αγαπηθεί. Αλλά είναι έργα γραμμένα από τη σκοπιά μιας μειονότητας.
Με άλλα λόγια θα μπορούσα να ισχυριστώ πως ως έλληνες αναγνώστες δεν έχουμε και τόση διάθεση να πλησιάσουμε τους γείτονές μας.
Εγώ, τουλάχιστον, δεν είχα αυτή τη διάθεση. Θα έλεγα πως δεν έβρισκα νόημα κάτι τέτοιο να το επιχειρήσω. Αισθανόμουνα αναγνώστης και συγγραφέας της Δύσης…. Όχι Βαλκάνιος.
                              ***********
Σκέψεις όλα αυτά που μου δημιουργήθηκαν μετά από την ανάγνωση του βιβλίου του Άντριαν Βέχμπιου.
Ο συγγραφέας  γεννήθηκε στα Τίρανα αλλά εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Μα η συγγραφική του παρουσία είναι έντονη στην Αλβανία τόσο με τα βιβλία του, τόσο και με άρθρα του στον εκεί καθημερινό τύπο κλπ.
Το βιβλίο έχει τον τίτλο  «Οι παρεμβάσεις του κ. Σιούτη»  και είναι μια συλλογή…
Αλήθεια τι είδους συλλογή; Ας ξεκινήσω από αυτό το ερώτημα.
Τα μικρά κείμενα που υπάρχουν στο βιβλίο αυτό πως μπορεί  λογοτεχνικά να χαρακτηριστούνε;
Σαφώς όχι διηγήματα. Και μήτε  καν αφηγήματα. Δεν έχουν πλοκή, δεν έχουν συμπυκνωμένη συναισθηματική ένταση.
Χρονογραφήματα, λοιπόν; Νομίζω πως ναι κι άλλωστε αγαπώ το είδος αυτό μιας και έχω μεγαλώσει με αντίστοιχα κείμενα του Παύλου Νιρβάνα, του Παύλου Παλαιολόγου, της Ελένης Βλάχου…
Στις μέρες μας θα έλεγα πως το είδος αυτό μάλλον έχει εξαφανιστεί ή έστω έχει μεταλλαχτεί σε κάτι άλλο –σχολιασμοί που δεν μπαίνουν στο βάθος του γεγονότος, αλλά απλώς το περιγράφουν.
Ως χρονογραφήματα, λοιπόν, διάβασα τα κείμενα της συλλογής.
Αλλά ας θυμηθούμε πως ακριβώς χαρακτηρίζεται το χρονογράφημα, να θυμηθούμε τα στοιχεία ταυτότητάς του – Να προκαλεί συγκίνηση, να περιγράφει συνθήκες, να σχολιάζει. Με τον δικό του τρόπο να αφυπνίζει.
Ο Βέχμπιου με τα κείμενά του όλα αυτά τα επιτυγχάνει. Και έχει, μάλιστα, βρει ένα εύστοχο εύρημα να τα υλοποιήσει. Τον κ. Σιούτη.
Ο εν λόγω κύριος, είναι μιας κάποιας ηλικίας και ασφαλώς διαθέτει μια πλατιά όσο και βαθιά γνώση μα και αντίληψη των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα του αλλά και σε όλη τη Γη.
Στοχαστής και φιλόσοφος. Και τους στοχασμούς του τους μοιράζεται με ένα ακροατήριο που μαζεύεται γύρω του, μέσα σε κάποιο καφενείο.
Τις σκέψεις του δεν τις μαθαίνουμε κατευθείαν από αυτόν τον ίδιο. Ο Βέχμπιου με ένα άλλο ακόμα εύρημα, βάζει το ακροατήριο  του κ. Σιούτη να μας αφηγείται τις σκέψεις και τις απόψεις του. Και μάλιστα η εξιστόρηση γίνεται στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Δεν είναι οι απόψεις του ατόμου, αλλά του κοινωνικού συνόλου –απόψεις  πάνω στο τι ειπώθηκε αλλά και στο πως αυτό εισπράχθηκε από την ομάδα.
Να ,λοιπόν, που το γνωστό ύφος και η κλασική δομή του χρονογραφήματος, εδώ κατά κάποιο τρόπο μετατοπίζει το κέντρο της ματιάς της. Από τον ένα στους πολλούς. Από τον δάσκαλο στους μαθητές. Πρωτότυπη άποψη και με ιδιαίτερο κοινωνικό βάρος.
Τα όσα ο κ. Σιούτης αφηγείται έχουν μια ποικιλία προελεύσεων. Όλα μαζί συνθέτουν το παρόν και το παρελθόν, μα και το μέλλον μιας κοινωνίας. Ο κ. Σιούτης τελικά διδάσκει με ένα τρόπο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα.
Η Πλατωνική Ακαδημία έρχεται στο νου μας, μόνο που εδώ –να ένα ακόμα εύρημα- οι διάλογοι δεν γίνονται κατά τη διάρκεια περιπάτων, αλλά όσην ώρα οι ακροατές του κ. Σιούτη απολαμβάνουν τον εσπρέσο τους.
Ο κ. Σιούτης αναλύει, επεξηγεί με τρόπους συναρπαστικούς τις δομές μιας χώρας. Γειτονικής μας, αλλά δεν είναι μόνο η διάθεση να γνωρίσουμε τους γείτονες που μας κάνει να διαβάζουμε απνευστί τα κείμενα. Είναι γιατί ενώ αναφέρονται σε συγκεκριμένη περιοχή, παράλληλα αφορούν μια ολόκληρη εποχή, αφορούν όλα τα Βαλκάνια, όλη την Ευρώπη. Όλη τη Δύση.
Κι έτσι είναι το σωστό. Από το Μέρος στο Όλον και από το Όλον πίσω στο Μέρος.
Θα σταθώ σε δυο κείμενα για να αποδείξω αυτή τη σύνδεση –σχέση.
Στο χρονογράφημα που μιλά για τη μετάβαση από τον τούρκικο καφέ στον εσπρέσο, διαβάζουμε
…Ο εσπρέσο επικράτησε τελευταία, αντικαθιστώντας ή μάλλον για να αντικαταστήσει την Τουρκία με την Ιταλία, την Ανατολή με τη Δύση, σα να θέλει να μας πει ότι μαζί με την τεχνική παρασκευής του καφέ αλλάζει κι ο τρόπος που βλέπουμε το μέλλον: δεν το βλέπουμε πια ως κρυπτογραφημένο μήνυμα που περιμένει την ανάγνωση από ειδικούς, αλλά ως χαοτικό νεφέλωμα που πλέον δεν μπορεί να διαβαστεί.
Ενώ σε ένα άλλο με τον τίτλο «Ο κ. Σιούτης δεν αποφεύγει τη χυδαιότητα χάριν της ιστορικής  ακρίβειας» αφού γίνει περιγραφή  με γλαφυρό τρόπο της κολονοσκόπησης  μιας εργάτριας (τον καιρό του αλβανικού υπαρκτού σοσιαλισμού) από γνωστό και σοβαρό γιατρό και που κατά τη διάρκεια της εξέτασης ο γιατρός διαβάζει στην περιπρωκτική περιοχή της εργάτριας την είδη του θανάτου σημαντικού κινέζου πολιτικού (κι αυτό λόγω της χρήσης την εποχή εκείνη χαρτιού εφημερίδας για τον καθαρισμό του πρωκτού), ο εκ μέρους όλων των ακροατών του κ. Σιούτη αφηγητής καταλήγει :
Ο κ. Σιούτης γέλασε και είπε, την εποχή του κομμουνισμού ήταν οι εφημερίδες εκείνες που αποτυπώνονταν στα οπίσθιά μας, τώρα είναι τα οπίσθια (αν και όχι τα δικά μας) που αποτυπώνονται στις εφημερίδες.

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11095-paremvaseis-siouth-kontolewn



25.11.18

Μάνος Κοντολέων: 40 χρόνια έψαχνα πάντα τις λέξεις (Ημερίδα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας)







Ημερολόγιο 2019 της Εταιρείας Συγγραφέων - Πως φοριούνται οι λέξεις



Τα ενδύματα των αισθήσεων

Ρούχο είναι ό,τι  φορώ πάνω στο σώμα μου.
Ένδυμα –θα κάνω αυτή τη διάκριση- είναι το κάλυμμα της υπάρξής μου. Της εσώτερης,  αυτής που μόνο εγώ βιώνω.
Το ένδυμα  αυτό,  θεωρώ πως είναι το δέρμα μου!
Αν τα ρούχα με σχεδόν απόλυτη ελευθερία τα επιλέγω, το ένδυμα  ελάχιστα το ελέγχω. Ίσως μόνο ως ψευδαίσθηση να πιστεύω πως έχω τη δύναμη να το διατηρώ σε κατάσταση που εγώ θέλω. Μα μέσα από αυτό αισθάνομαι.
Γεννήθηκα λουσμένος στα υγρά και στις βλέννες  -μνήμες μιας ενδομήτριας ζωής.
Στη συνέχεια το ένδυμα αυτό άκουγα να το χαρακτηρίζουν με επίθετα από την επικράτεια της Γεύσης: τρυφερό, τραγανό, αφρατούλικο.
Και μεγάλωνα.  Δοκίμαζα τις αντοχές του ενδύματός μου καθώς άλλοτε το έφερνα σε βίαιη επαφή με σκληρά υλικά –πέτρες, καδρόνια, πρόκες- κι άλλοτε πάλι ανίχνευα τις ευαισθησίες του  -παγωμένο, κρύο, ζεστό, καυτό. Ηγερία του η Αφή.
Τότε, με εκείνο πάντα το παιδικών προδιαγραφών ένδυμα,  ανακάλυπτα τον τρόπο να επικοινωνώ με τους άλλους. Με χάδια ή σκαμπίλια. Το ένδυμα –δέρμα μου μάθαινε τις ανθρώπινες σαρκικές επαφές.
Στην εφηβεία θα ζητούσα αυτές τις επαφές να τις οδηγήσω σε μια ολοκλήρωση. Όχι και τόσο επιτυχημένο το αποτέλεσμα της προσπάθειας εκείνης τη περιόδου.
Το ένδυμα απαιτούσε πολλά και πρόσφερε ελάχιστα. Με άλλα λόγια δεν ήταν ένδυμα για μια συναναστροφή, αλλά περισσότερο ταίριαζε στην αγχωμένη εσωστρέφεια της ανασφάλειας… Μπορεί και  της αμφισβήτησης. Κάτω από τα δεσμά διστακτικής Όσφρησης.
Ακολούθησε το ένδυμα της νεότητας και της μεστής ωριμότητας. Αυτό πολλά μυστικά ήξερε να φέρνει στην επιφάνεια –ηδονικές ανακαλύψεις, τεχνικές προσκλήσεων, ολόλαμπρες προκλήσεις.  Ο εκμαυλισμός της Όρασης
Ένδυμα που δεν αναλογίστηκε την φθορά. Και χωρίς προετοιμασία αναγκάστηκε να αποδεχτεί την επόμενη εικόνα του.
Συρρικνωμένο, με λεκέδες και σχισίματα. Ύφανση έτοιμη να διαλυθεί.  Κι όμως…
Κι όμως το πλέον ατελέσφορα απαιτητικό ένδυμα –ίσως γιατί έχει πάνω του όλες τις ανάσες  των αναμνήσεων.  Η Ακοή, ευτυχώς, του συμπαραστέκεται – η μόνη αίσθηση που δεν γνωρίζει τα συστατικά της σήψης.

.(Το δικό μου κείμενο στο Ημερολόγιο 2019 της Εταιρείας Συγγραφέων)






24.11.18

Από τις «Ανασκαφές» στον Φωκίωνα που δεν ήταν ελάφι, γράφει ο Κώστας Στοφόρος


Από τις «Ανασκαφές» στον Φωκίωνα που δεν ήταν ελάφι, γράφει ο Κώστας Στοφόρος





«Βασιλικά. Καλοκαίρι του 89, Ιούλιος, κάτω από τα σκιερά πλατάνια. Ο συγγραφέας σκάβει μέσα του ν’ ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς από το παρελθόν, μαρτυρίες ατομικές, ιστορικές, κάποιων άλλων εποχών, συνέχειες μια ιστορίας, αγάλματα που μιλούν, σκελετούς που αποκτούν ξανά τη σάρκα και τα μάτια τους, το νου και τη λαλιά τους…» Διαβάζω με συγκίνηση τις «Ανασκαφές», το βιβλίο με τις σκέψεις και τα σκόρπια γραπτά της Διδώς Σωτηρίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Για όλους εμάς που από παιδιά αγαπήσαμε τη μεγάλη συγγραφέα, διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα βιβλία της, τα δίνουμε και στα δικά μας παιδιά, είναι πολύ ιδιαίτερο το συναίσθημα να γνωρίζεις κάποιες μύχιες σκέψεις της και να ανακαλύπτεις πως όσο κι αν μεγάλωνε παρέμενε νέα στο πνεύμα και στην ψυχή. Γράφει: «…Να πλησιάζεις τα ογδόντα και το κακομαθημένο μυαλό σου να συνεχίζει να σε θεωρεί μια έφηβο που απαξιοί να λικνίζεται στα ρομαντικά βαλς της εποχής της και θέλγεται να απολαμβάνει, έστω και νοερά, το παρανοϊκό, έξαλλο ροκ, που απαιτεί κορμί νεανικό, λαστιχένιο…» Αυτή η πάντα νέα, μέχρι τα βαθιά γεράματά της γυναίκα, για όσους τη γνώρισαν ήταν ένας άνθρωπος γενναιόδωρος και δοτικός… …και να που διαβάζοντας ένα άλλο βιβλίο, εκεί στην τελευταία σελίδα, στο σημείωμα ενός μεγάλου μας συγγραφέα, πέφτω και πάλι πάνω της: «ΥΓ. Θέλω -τόσα χρόνια μετά- να θυμηθώ τις καίριες παρατηρήσεις που η Διδώ Σωτηρίου είχε κάνει πάνω στο χειρόγραφο που τότε της είχα δώσει. Οι συμβουλές της ακόμη και τώρα μου είναι πολύτιμες»     Ο συγγραφέας δεν είναι άλλος από τον Μάνο Κοντολέων, που το 2019 γιορτάζει σαράντα χρόνια συγγραφικής παρουσίας. Το βιβλίο είναι «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Όπως γράφει στο ίδιο σημείωμα «Ο Φωκίων ήταν ο ήρωας του πρώτου βιβλίου που έγραψα. Ο τίτλος του Ο Φωκίων ήταν ελάφι και είχε κυκλοφορήσει το 1979. Ήταν το πρώτο μου παραμύθι, αλλά ίσως και το μοναδικό -τότε- παραμύθι που μιλούσε για το Πολυτεχνείο και την εισβολή στην Κύπρο. Το είχα γράψει θέλοντας να βοηθήσω τη μικρή μου κόρη να καταλάβει το τι είχε συμβεί τη χρονιά που εκείνη είχε γεννηθεί -το 1974… …κάποια στιγμή αποφάσισα κι εγώ να σταματήσω για λίγο να διαβάζω νέες ιστορίες και να ξεφυλλίσω εκείνη την πρώτη -την ιστορία της ζωής ενός ελαφιού που το λέγανε Φωκίωνα. Μα, όταν έκλεισα το βιβλίο, είχα καταλάβει πως τελικά ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι…» Η νέα έκδοση, με τη θαυμάσια εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά, θα αγαπηθεί σίγουρα κι από νέες γενιές αναγνωστών. Σαράντα χρόνια μετά δεν παραμένει απλώς επίκαιρο. Είναι σα να γράφτηκε σήμερα. Δεν είναι μόνο η φρεσκάδα της γραφής και η πρωτοτυπία του, αλλά και η συγκυρία στην οποία ζούμε. Οι Άρχοντες, που εκμεταλλεύονται τη χώρα όπου ζει ο Φωκίων, εξακολουθούν να βασιλεύουν, αλλάζοντας μόνο πρόσωπα. Οι Γύπες, οι Σαύρες και οι Κίσσες συνεχίζουν να επιτελούν το έργο τους. Αλλά και οι Δάσκαλοι αγωνίζονται να βοηθήσουν τα παιδιά να βρουν τον δρόμο τους. Μέσα από την αλληγορία και τον μύθο ο Μάνος Κοντολέων δεν διστάζει να πει την αλήθεια στα παιδιά, κάτι που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο για πολλούς συγγραφείς. Δεν διστάζει να πάρει θέση απέναντι στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Οι σημερινοί Γύπες και η παρέα τους βρίσκονται ακόμη και μέσα στο Κοινοβούλιο. Κι έχουν το θράσος να υπερασπίζονται τα εγκλήματα  που έκαναν οι προγονοί τους. Ή να αρνούνται απλώς το έγκλημα. Ο συγγραφέας, ακολουθώντας την προτροπή από το περίφημο ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, λέει  «το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι», μας δείχνει «με το χέρι τους κακούς», μας μαθαίνει «ονόματα σαν προσευχές» και μας «τραγουδά τους νεκρούς μας»… Δεν διστάζει αν περιλάβει κι ένα πανέμορφο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, που λέει τι πρέπει να κάνεις αν δεν θέλεις να πάψεις να λέγεσαι άνθρωπος. Τόλμημα κι αυτό… Σε ό,τι αφορά την ίδια την ιστορία, ο ήρωάς του ο Φωκίων, που δεν ήταν ελάφι, φεύγει από τη χώρα του κυνηγημένος γιατί ήθελε τη Δικαιοσύνη. Δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα. Το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι ανακαλύψεων και αγώνα. Εκεί που οι άνθρωποι μάχονται για την ελευθερία τους, εκεί που αγωνίζονται να σταματήσει ο πόλεμος. Καθόλου τυχαίο και το μότο από το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ. Κι ενώ ο Μάνος Κοντολέων μιλά για τόσο μεγάλα και δύσκολα θέματα, ούτε στιγμή δεν νιώθεις πως σου κάνει «μάθημα». Ακούς ή διαβάζεις ένα όμορφο και συναρπαστικό παραμύθι, όπου το κάθε παιδί ή ενήλικος θα μπορέσει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Δεν λειαίνει καταστάσεις, δεν «στρογγυλεύει», παίρνει θέση. Αυτή η ειλικρίνεια που συνδυάζεται με το ταλέντο και την έμπνευση χαρίζουν τη λάμψη της νεότητας σε αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν -σχεδόν -σαράντα χρόνια…        Σημείωση: Ο Μάνος Κοντολέων θα τιμηθεί για την παρουσία του στα γράμματα και στα σχολικά βιβλία, στην Τελετή Βράβευσης του 5ου Διεθνούς Μαθητικού Διαγωνισμού που διοργανώνουν το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης  του Εθνικού Κέντρου Έρευνας & Διάσωσης Σχολικού Υλικού και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Οι εικόνες των σχολικών βιβλίων πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας» που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 24 Νοεμβρίου από τις 11πμ στο Αμφιθέατρο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, με την αιγίδα της διοργάνωσης Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου του δήμου Αθηναίων. 

https://www.literature.gr/    23-11-2018

21.11.18

Γιάννης Ξανθούλης «Του φιδιού το γάλα»


Γιάννης Ξανθούλης
«Του φιδιού το γάλα»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Διόπτρα, 2018

                     
Έχω μια δυσπιστία ως προς τις επανεκδόσεις των λογοτεχνικών έργων.
Γιατί ένα μυθιστόρημα ή μια συλλογή διηγημάτων να επανεκδοθεί; Αναρωτιέμαι,  καθώς συλλογίζομαι  πως η επανέκδοση θα πάρει τη θέση ενός  νέου έργου –ή στο πρόγραμμα του εκδότη ή στους πάγκους των βιβλιοπωλείων ή στις επιλογές του αναγνώστη.
Αλλά –καταλήγω- η απόφαση μιας επανέκδοσης μπορεί να έχει λόγο και νόημα όταν το έργο που επανεκδίδεται κατέχει σημαντική θέση στη συγγραφική πορεία του δημιουργού.
Νομίζω πως σε αυτή την περίπτωση ανήκει και η επανακυκλοφορία του μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη «Του φιδιού το γάλα»
Αρκετά από το έργα του Γ. Ξ. είχαν κυκλοφορήσει πριν από κάποια χρόνια από εκδοτικό οίκο που στη συνέχεια έκλεισε.  Τώρα τα έργα αυτά βρήκαν στέγη στις Εκδόσεις Διόπτρα. Ανάμεσά τους και  τούτο το μυθιστόρημα.
Ήταν το 2007 που «Του φιδιού το γάλα» είχε δει το φως της δημοσιότητας. 
Μετά από 11 χρόνια νομίζω πως μπορούμε να του αναγνωρίσουμε το ότι κατέχει ξεχωριστεί θέση μέσα στα πολλά βιβλία του Ξανθούλη, καθώς το διακρίνουν από τη μια η γνωστή αφηγηματική άνεση του συγγραφέα και από την άλλη  μια εκρηκτική συνύπαρξη δυο –στην ουσία- κόσμων* ρεαλιστικός ο ένας,  σουρεαλιστικός ο άλλος.
Ο ήρωας του έργου, ο Ανέστης Κομνηνός, είναι πια ένας ηλικιωμένος μικροεκδότης.
Καθώς πριν από μερικά χρόνια είχε υποψιαστεί πως η μνήμη του σιγά, σιγά αλλά σταθερά τον εγκατέλειπε, κάθισε και συνέγραψε την ιστορία μιας σημαντικής περιόδου της ζωής του, την έκλεισε σε ένα φάκελο , την παρέδωσε σε δικηγορικό γραφείο και έδωσε εντολή να του αποσταλεί μετά από 13 χρόνια, εφόσον βέβαια θα ήταν ακόμα έν ζωή.
Ο μυθιστορηματικός  χρόνος ξεκινά από εκείνη τη μέρα, λοιπόν.  Μια μέρα σε χρονιά από τις πρώτες  του 21ου αιώνα. Φτάνει στο γραφείο του Κομνηνού  ένας φάκελος. Αποστολέας κάποιος με το δικό του όνομα. Μέσα σελίδες που είναι γεμάτες με τη μυθιστορηματική απόδοση μιας ζωής –της δικής του;
Ο Ανέστης Κομνηνός ελάχιστα θυμάται από το παρελθόν του. Και σε αντίθεση με ότι συνήθως συμβαίνει στα άτομα που χάνουν λόγω ηλικίας την πρόσφατη  μνήμη τους και  θυμούνται μόνο γεγονότα και πρόσωπα των προηγούμενων χρόνων, εκείνος έχει ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του. Θυμάται μόνο πως είχε μια γυναίκα με την οποία χώρισε, πως η κόρη τους είχε πεθάνει, αλλά έχει ξεχάσει τον θάνατο το αδελφού του.
Κι ενώ προσπαθεί να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση –μια ζωή χωρίς λες ρίζες- έρχεται ο φάκελος  με την ιστορία που φαίνεται πως ο ίδιος είχε γράψει και υπογράψει.
Κι αυτό όμως είναι ένα γεγονός που το έχει ξεχάσει. Κι έτσι ξεκινά να διαβάζει αυτά που  υποθέτει ότι είχε ο ίδιος ζήσει… Ή μήπως είναι αυτά που ένας άλλος με το δικό του όνομα έζησε;
Ο Ξανθούλης  γράφει για  το παιχνίδι ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, την εναλλαγή του θυμάμαι και δε θυμάμαι, το ερώτημα τι έζησα και τι δεν έζησα.  Αυτό το παιχνίδι  φωτίζει με έντονες χρωματικές αντιθέσεις το χτες, αλλά με ουδέτερες αποχρώσεις το τώρα.
Η νεανική ζωή του Ανέστη Κομνηνού πέρασε ανάμεσα στη μικροαστική δική του οικογένεια και στην μεγαλοαστική της οικογένειας  Μέντα.
Ο φερετροποιός πατέρας, η αποκλεισμένη στο σπίτι μητέρα, ο αδελφός που ευχαρίστως αποδέχεται να ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα.
Και από την άλλη μεριά –στο παλιό αρχοντικό με τον αχανή κήπο, κάπου στο τέλος της οδού Αχαρνών της δεκαετίας του ’60- η οικογένεια Μέντα.
Η μητέρα με την μεγαλοαστική υπεροψία της, ο πατέρας βυθισμένος στην άνοια των εγκεφαλικών, η κόρη που μπορεί να μυήσει στον έρωτα και ο γιος που ως άλλος Ουάιλντ μυεί σε μια  άλλη μορφή λογικών συνειρμών. Ο κόσμος τους γοητευτικός και πεισιθανάτιος.
Δυο διαφορετικοί κόσμοι που διεκδικούν την μετατροπή του έφηβου σε άνδρα.
Ποιος κέρδισε; Τελικά ποια ήταν η ζωή που έζησε ο ενήλικας Ανέστης Κομνηνός;
Η αμνησία από τη μια και η ύπαρξη του γραπτού κειμένου από την άλλη μάλλον δίνουν την απάντηση –αλήθεια είναι μόνο ότι εμείς  αλλά και οι άλλοι γνωρίζουν. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως γνώση είναι ό,τι και γράφτηκε.
Και αν τελικά αυτό που οι λίγοι μήνες της εφηβείας ενός εφήβου προσφέρανε ως εμπειρία, δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει και τη συνέχεια της ζωής του, ο υπαίτιος  που μπορεί να αναζητηθεί;
Ο Γιάννης Ξανθούλης έχει γράψει ένα εντελώς ασυνήθιστο μυθιστόρημα – ο σουρεαλισμός συμπορεύεται με τον ρεαλισμό, τα σύμβολα κρατάνε καλά κλεισμένες τις πιθανές ερμηνείες τους και όλα τα πρόσωπα του έργου εγγράφονται στη μνήμη του αναγνώστη γιατί έχουν πλαστεί με έντονες φωτοσκιάσεις την ώρα που το ίδιο έντονες είναι οι ασάφειες των κινήτρων τους.
Πίσω από τη σύγκρουση του μικροαστικού με τον μεγαλοαστισμό, πίσω από την ερωτική έλξη , πίσω από τις αποφάσεις πάθους ή συμφέροντος, υπάρχει το μεγάλο δίλημμα της προδοσίας ή της προσφοράς. Προδοσία ή προσφορά συμβολίζει το γάλα με το οποίο μια φιδομάνα μεγάλωσε το βρέφος που βρήκε σε κοίτη ποταμού, και το έκανε γερό παλικάρι, τόσο γερό που όλα τα άλλα ζώα  νικούσε και στο τέλος μέχρι και την δια τη φιδομάνα σκότωσε;
Σελίδες που κάποιες φορές σε παρασύρουν με την αυθόρμητη επαναληπτικότητά τους (οι ερωτικές συνευρέσεις μέσα στον κήπο του αρχοντικού, για παράδειγμα. Ή εκείνες που αναφέρονται στις αντιδράσεις του ήρωα μπροστά στο γεγονός της αμνησίας του). Μα και άλλες που επίσης σε κερδίζουν με την αφηγηματική τους ευρηματικότητα (εδώ να σημειώσω τη σελίδα με τις μπάλες που μαζεύονταν από τον κήπο και κλεινόντουσαν σε σκοτεινό δωμάτιο ή την άλλη με τις πεταλούδες που βγαίνουν από τα βιβλία στο υπόγειο).
Τελικά ένα μυθιστόρημα που σωστά επανεκδόθηκε.  Ολοκληρωμένο από μια ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα  συγγραφική ματιά.
Από τα σημαντικότερα  έργα ένας σημαντικού και πρωτότυπου νεοέλληνα συγγραφέα.


 Πρώτη ανάρτηση: https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10988-tou-fidiou-to-gala


19.11.18

Η Μαρία Σκιαδαρέση για την Κασσάνδρα


Το έργο του Μάνου Κοντολέων είναι πλούσιο και αποτέλεσμα δουλειάς σε μακρά διάρκεια χρόνου, αφού γράφει με επαγγελματική ευσυνειδησία από παιδί. Κάθε βιβλίο του ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη γιατί επιλέγει θέματα που απασχολούν και προβληματίζουν την πλειονότητα των σύγχρονων ανθρώπων, πάντα σωστά δοσμένα στο μέτρο που αφορούν τον καθένα μας είτε απευθύνονται σε ενήλικες είτε σε παιδιά ή εφήβους. Θα έλεγα πως δύο είναι οι πυλώνες του έργου του Κοντολέων στην ολότητά του· θεματικά ένας βαθύς ανθρωποκεντρισμός και εκφραστικά η στιβαρότητα του ύφους συνδυασμένη με έναν ρεαλισμό που δε φοβάται να ξαφνιάσει, επιστεγασμένα με μιαν αισθαντικότητα που προσδίδει στο έργο του μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην αδρότητα και την ευαισθησία.
Και για να έρθουμε στην Κασσάνδρα, θα έλεγα εξ αρχής ότι το θεωρώ το πιο βαθύ, το πιο φιλοσοφικό και συγχρόνως το πιο τρυφερό μυθιστόρημα του Κοντολέων εξαιτίας του υπαρξιακού πόνου που το κατακλύζει. Σίγουρα το όλο έργο προβάλλει τον συγγραφέα στην πιο καλή του ώρα.
Το βιβλίο αυτό θέτει ζητήματα που άπτονται διαχρονικά των περισσότερων κοινωνικών και ατομικών εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας. Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, σχέσεις οικογενειακές –όπως μάνας και παιδιών, διαφορετικές αυτές με τα αγόρια από εκείνες με τα κορίτσια, σχέσεις αδελφικές, σχέσεις δυσλειτουργικές και άλλες πολλές. Επίσης, η εξουσία και η διαχείρισή της στην ειρήνη και στον πόλεμο, η προδοσία, η αφοσίωση στο καθήκον, η στάση του ηγεμόνα στη δόξα του αλλά και τη στιγμή της κατάρρευσης, ο έρωτας, ο σκοτεινός, ο αδικαίωτος, ο δύσκολος έρωτας με παγίδες και διλήμματα, η σύγκρουση του συναισθήματος με τη λογική -θυμός και λόγος-, η βία που σήμερα και πάλι βιώνουμε σε έξαρση και που συχνά πυκνά διαβάζοντας το βιβλίο αυτό πιάνουμε τον εαυτό μας να κάνει αυτόματους συνειρμούς του τότε και του σήμερα, όπως και το εξαιρετικά επίκαιρο, η κατάσταση του ανθρώπου που εγκαταλείπει βίαια την πατρίδα του –για όποιο λόγο- τότε και τώρα, πάντα με την ίδια δοκιμασία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Πλαίσιο του έργου ο τρωικός πόλεμος και κεντρική ηρωίδα η πριγκίπισσα της Τροίας και μάντισσα Κασσάνδρα. Ένας καμβάς κατά κύριο λόγο προσχηματικός ώστε να απλώσει ο συγγραφέας όλους τους προβληματισμούς που προαπαρίθμησα.
Από όλα αυτά τα πάμπολλα στοιχεία που διαπερνούν το έργο, θα ήθελα να μείνω σε ένα που, στην ουσία, στηρίζει σαν ραχοκοκκαλιά όλη τη δράση του βιβλίου μιας και εκλαμβάνεται ως κύρια αιτία της τελικής καταστροφής. Στο γεγονός ότι η Κασσάνδρα αρνείται την πρόταση του Απόλλωνα να ζευγαρώσει μαζί του και να τον ακολουθήσει στον Όλυμπο, απαρνούμενη την ανθρώπινη ιδιότητά της με το να γίνει ημίθεη.
Η άρνησή της επιφέρει την τιμωρία να κρατήσει μεν την ικανότητα τής προφητείας αλλά να μην εισακούεται από κανέναν.
Στην ουσία δηλαδή, ο θιγμένος θεός καταδικάζει την Κ. να γίνει μια φωνή «βοώντος εν τη ερήμω».
- Όταν η Κ. ωριμάζει βιολογικά και γίνεται γυναίκα, σύμφωνα με τα ανθρώπινα (παρότι ιέρεια του θεού, είναι και λογίζεται άνθρωπος όπως όλοι όσοι συναναστρέφεται) ερωτεύεται κρυφά –απαγορευμένα κατά τους νόμους των ανθρώπων- τον αδελφό της Έκτορα, σφάλμα που, a priori, την κρατά δεμένη στη θνητότητά της. Μέσα απ’ αυτόν τον έρωτα αλλά και τους δεσμούς της με την οικογένεια και τους αγαπημένους της, επιλέγει να αρνηθεί τον θεό και την πρότασή του να την περάσει στην ημιαθανασία. Έτσι, τη στιγμή εκείνη η Κ. είναι ένας άνθρωπος που αρνείται το θεϊκό χρίσμα και γι’ αυτό τιμωρείται. Φαίνεται λοιπόν πως ο άνθρωπος φέρει μια νομοτελειακή ρύθμιση να αρνείται το χρίσμα του θεού, να αμφισβητεί τα θέσφατα, γεγονός που προκαλεί την τιμωρία του, ήτοι τη θνητότητά του.
Άραγε ο Κρόνος είχε διαβλέψει αυτήν την αχαριστία των τέκνων του (αν δεχτούμε πως οι άνθρωποι είναι τέκνα του θεού) είχε δηλαδή διαβλέψει την μελλοντική τους άρνηση να δεχτούν το χρίσμα –την παντοδύναμη εξουσία του θεού στην προκειμένη περίπτωση- και προλάβαινε, τρώγοντας τα παιδιά του, να σταματήσει την ύβρι πριν καν αυτή εκδηλωθεί; Μήπως ο Θεός δεν αντέχει αυτή την αμφισβήτηση και γι’ αυτό προβαίνει στη συμπαντική σχέση –ύβρις, άτη, νέμεσις- τίσις; Εδώ, οι Τρώες φτάνουν στην Ύβρι (αλαζονεία) μέσα από τη βεβαιότητά τους για την αδιαμφισβήτητη δύναμη της πόλης τους. Έτσι ο θεός στέλνει την Άτη – το θόλωμα, την τύφλωση του νου- και οι Τρώες αδυνατούν να πιστέψουν την Κ. όταν προβλέπει τα οικεία κακά. Η Άτη, με τη σειρά της οδηγεί σε νέα σφάλματα –τη συναισθηματική αποδοχή του Έκτορα στην πρόκληση να βγει και να μονομαχήσει έξω από τα τείχη, την εξίσου αλαζονική στάση της πόλης να δεχτεί το δώρο-παγίδα των Αχαιών, σίγουρη ότι αξίζει τέτοιο δώρο, και σε μια σειρά άλλων λαθών- που επιφέρουν τη Νέμεσι, δηλαδή την οργή και την εκδίκηση του θεού που έτσι θα στείλει την Τίσι, την τιμωρία που είναι η καταστροφή της Τροίας και η σφαγή ή ο εξανδραποδισμός των κατοίκων της.
Μήπως και αυτή καθ’ αυτή η άρνηση της Κασσάνδρας να δεχτεί την πρόταση του θεού δεν εκλαμβάνεται ως ύβρις από τον Απόλλωνα; Θεολογική νομοτέλεια όλων των ιερατείων από καταβολής κόσμου δεν είναι άλλωστε αυτό το δίδυμο ύβρεως και τίσεως; (Ας θυμηθούμε τον Αδάμ και την Εύα στη βιβλική εκδοχή, ή τον Δία και τον Προμηθέα, καθώς και συλλήβδην το ανθρώπινο γένος με τους κατακλυσμούς όλων των θρησκειών πολυθεϊστικών και μονοθεϊστικών. Οι απανταχού λαοί θεώρησαν θεϊκή τιμωρία για την ίδια τους την έπαρση τις φυσικές καταστροφές όπως –το γνωστότερο παράδειγμα- ο Κατακλυσμός. Μόνο ένας ενάρετος άνθρωπος –αυτός που προφανώς αποδέχτηκε το χρίσμα του θεού- σώζεται από αυτόν και έτσι συνεχίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη στη Γη. (Αυτός ο συν-φιλιωμένος με τον Θεό, στη Μεσοποταμία είναι ο Ουτναπιστίμ, στο Ισραήλ και κατ’ επέκταση στις μονοθεϊστικές θρησκείες –εβραϊκή-χριστιανική-ισλαμική- είναι ο Νώε, στην Ελλάδα είναι ο Δευκαλίων, στους ινδουιστές ο Μανού, στη σκανδιναυική μυθολογία ο Μπέρκελμιρ).
Με λίγα λόγια ο θεός καταδικάζει την ύβρι και την τιμωρεί με καταστροφές. Η Κασσάνδρα μάλιστα είναι καταδικασμένη να δεχτεί διπλά την τιμωρία του θεού: Για την προσωπική της ύβρι δέχεται την πρωτογενή τιμωρία να μην πιστεύουν οι άνθρωποι τους χρησμούς της. Για την ύβρι των συμπατριωτών της βλέπει την πατρίδα της να καταστρέφεται και τους δικούς της να πεθαίνουν ενώ η ίδια γίνεται σκλάβα και παλλακίδα του ηγεμόνα των Αχαιών. Έτσι, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μια βαθιά ενοχή γιατί αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση-χρίσμα του θεού, την κυνηγάει ως το τέλος της ζωής της.
Αν θέλαμε να διακρίνουμε έναν συμβολισμό πίσω απ’ όλον αυτόν τον μύθο, θα λέγαμε πως ο Απόλλων, ερωτευόμενος την Κασσάνδρα, της μεταδίδει την ικανότητα του σκέπτεσθαι. Γιατί, τι άλλο είναι ο άνθρωπος ο ικανός να προφητεύει τα μέλλοντα, αυτός δηλαδή που “βλέπει μακριά” ήτοι αυτός που λειτουργεί δια της σκέψης, του λόγου, και όχι δια του θυμού, του συναισθήματος;
Έτσι, η Κασσάνδρα γίνεται κοινωνός της λογική σκέψης και ως τέτοια δεν παρασύρεται από τον έρωτα στον οποίο την καλεί ο Απόλωνας, (εδώ, με τη ιδιότητα του αρσενικού ερωτικού συμβόλου). Ο θεός λοιπόν, μη μπορώντας να της πάρει πίσω την ικανότητα τού να “βλέπει” το μέλλον, δηλαδή την ευφυΐα, προσωποποίηση της οποίας είναι ο ίδιος, την καταδικάζει να μην πιστεύουν τα λεγόμενά της. Εν ολίγοις, η Κ. δεν είναι τίποτε άλλο από τον άνθρωπο που λειτουργεί με βάση τον ορθό λόγο και όχι το συναίσθημα όπως η πλειονότητα των ανθρώπων. Ένας τέτοιος άνθρωπος βλέπει συνήθως τις παγίδες που κρύβουν οι υποσχέσεις, τα όνειρα, η άκριτη πίστη του συνόλου σε ρόλους και ζει στην αφόρητη μοναξιά τής μη επικοινωνίας με τους πολλούς. Κανείς δεν τον ακολουθεί (ή κάποιοι ελάχιστοι που και αυτοί είναι της ίδιας αντίληψης και ίσως της ίδιας ικανότητας). Τέτοιοι άνθρωποι συχνά ακόμα και λοιδωρούνται από τον χύδην όχλο που είναι ανίκανος να σκεφτεί εφόσον λειτουργεί θυμοειδώς ήτοι παρορμητικά. Ώσπου επέρχεται η καταστροφή που οδηγεί τους Επιμηθείς στη συνειδητοποίηση του λάθους τους. Είναι όμως αργά!
Παρόλα αυτά ακόμα και ο νουν-εχής άνθρωπος έχει στιγμές αδυναμίας, και η σημαντικότερη είναι η επίγνωση της ικανότητάς του να διαβλέπει αυτά που αδυνατούν να δουν οι υπόλοιποι. Αυτό από μόνο του υποκρύπτει μιαν αλαζονεία, μια υπερβολική πίστη στον εαυτό του, άρα και αυτός, ως άνθρωπος, διαπράττει την ύβρι που του αναλογεί.
- Υπ’ αυτή την έννοια ο Κοντολέων βάζει εδώ ένα μεγάλο ζήτημα για την ανθρώπινη ύπαρξη:
Ο άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος και τα λάθη στις επιλογές του είναι αυτά που συντηρούν τη θνητότητά του. Η ίδια η φύση του ανθρώπου, μέσα από την ενσυναίσθηση του άφευκτου τέλους του, τον καθιστά μια δύσκολη και περίπλοκη ύπαρξη έτσι όπως το εντοπίζει πολύ σωστά ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του «πολλά τα δεινά κ’ ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει...» Η Κασσάνδρα είχε την ευκαιρία να αποτινάξει την ανθρώπινη ιδιότητα από πάνω της μαζί με όσα δεινά αυτή συμπαρομαρτεί. Δεν το κάνει. Έτσι νομοτελειακά βιώνει και αυτή τον πόνο, την απώλεια και τον θάνατο. Καταλήγοντας, θα λέγαμε πως η Κ. σε σχέση με τη σοφόκλεια ρήση, είναι δυο φορές «δεινότερη» από τον μέσο άνθρωπο μιας και αυτός δεν εκλήθη να επιλέξει τη μοίρα του αλλά απλώς του δόθηκε.
Ευτυχώς λοιπόν που δε γνωρίζουμε το μέλλον μας. Θα είμασταν τα πιο δυστυχή πλάσματα που πλανήτη. Ήδη, όπως προείπαμε, η γνώση της θνητότητας μάς δίνει την επίγνωση του τέλους μας, πράγμα που διαρκώς ξορκίζουμε για να μην το σκεφτόμαστε. Φανταστείτε να γνωρίζαμε και το πότε ακριβώς θα επέλθει αυτό το τέλος!



(από την παρουσίαση του βιβλίου στο Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, της Λειβαδιάς, 12 Νοε. 2018)











18.11.18

Για την Κασσάνδρα από τον Π. Χατζημωυσιάδη



Αλώσεις



Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Μάνος Κοντολέων, «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο», εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 290

Το αρχαία θέματα ποτέ δεν κλείνουν. Έρχονται και επανέρχονται στο προσκήνιο της γραφής γιατί περιέχουν οριακές εντάσεις, πρωτοθέτουν τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα, κουβαλούν την αίγλη της παλιάς σοφίας και προσφέρουν τη δυνατότητα μιας σχετικά ελεύθερης ή εν πάση περιπτώσει ανοιχτής επεξεργασίας. Σε τούτη ακριβώς την επεξεργασία υπάρχει πάντα η ευκολία ενός ήδη δοσμένου υλικού,  που διατίθεται έτοιμο από τον μύθο, αλλά και ο κίνδυνος να παρασυρθείς, να υπερβάλεις και να μη σταθείς αντάξιός του.  Όπως και να τα αντιμετωπίζεις, είτε ως κύρια ή πρόσθετη αφηγηματική ύλη είτε ως αφήγηση που μιλάει για τον εαυτό της ή που χρησιμοποιείται για να μιλήσει για κάτι άλλο, τα αρχαία θέματα προσφέρονται για λογής λογής αναμετρήσεις.
Η Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου και της Εκάβης, αδελφή του Έκτορα, ιέρεια του Απόλλωνα, είναι από τα πλέον τραγικά αλλά όχι αρκούντως φωτισμένα πρόσωπα του αρχαίου μύθου. Απολύτως λοιπόν εμπνευσμένη η επιλογή του Κοντολέων να την κάνει ηρωίδα του καινούριου του βιβλίου. Στο πρόσωπό της συγκεντρώνονται μικροί κύκλοι τραγικού, που συστεγάζονται μέσα στην τραγική μοίρα της Τροίας. Τούτους τους κύκλους σχεδιάζει ο ταυτισμένος με το πρόσωπο της ηρωίδας αφηγητής από την πρώτη στιγμή της αιχμαλωσίας της μέχρι και την επικείμενη θανάτωσή της, δηλαδή ένα ταξίδι δρόμος από την Τροία μέχρι τις Μυκήνες, οπότε ο κύκλος της συλλογικής τραγωδίας κλείνει με τον κύκλο της ατομικής τραγωδίας.
Η επιβιβασμένη στο πλοίο του Αγαμέμνονα Κασσάνδρα βλέπει πίσω της την Τροία να καίγεται, οραματίζεται τον εαυτό της να θανατώνεται σε λίγο και ανακαλεί τη μνήμη σαν το τελευταίο καταφύγιό της. Ο Κοντολέων παρακολουθεί αυτή τη μνήμη όπως διαρκώς πυροδοτείται, ξεδιπλώνεται και ελίσσεται με κάθε ευκαιρία ανάμεσα στα μικρά περιστατικά του πλου, τις ερωτικές δηλαδή ορέξεις του μισητού Αγαμέμνονα, τα ξερατά της ηρωίδας και τη φροντίδα που της παρέχεται από μια γριά ιερόδουλη.
Τα γνωστά εδώ περιστατικά με την πολιορκία της Τροίας, τη μήνι του Αχιλλέα, τον σκοτωμό του Πατρόκλου, τη μονομαχία με τον Έκτορα, την κατασκευή του Δούρειου Ίππου, πλαισιώνονται απ’ άλλα που ο ίδιος Κοντολέων επινοεί ή αντλεί από παραλλαγές του μύθου, όπως οι δολοπλοκίες του Έλενου, ο έρωτας της Κασσάνδρας για τον αδελφό της Έκτορα, η συνάντησή της με τον Αχιλλέα κτλ. κτλ., με τέτοιο τρόπο ώστε το μυθολογικό υλικό να προεκτείνεται εντελώς αβίαστα προσθέτοντας διαρκώς κι άλλες επιστρώσεις του τραγικού ή βαθαίνοντας τις ήδη υπάρχουσες.

Κι ενώ το πιο φυσικό θα ήταν να δούμε τη γραφή του Κοντολέων να παρασύρεται, να περιδινείται και να εγκλωβίζεται στις συσπάσεις αυτού του τραγικού καταφέρνει και ελέγχει απολύτως το συναισθηματικό φορτίο αποφεύγοντας τον εύκολο συναισθηματισμό και τις ακρότητες του μελοδραματισμού. Υπάρχει μια υποταγμένη μοιρολατρία σε όσα γράφει, μια αφαιρετική αυτοσυγκράτηση, μια στοχαστική ενατένιση της ανθρώπινης πορείας που συγκρατεί το συναίσθημα στην άκρη κάθε λέξης, ώστε να μην ξεχειλίζει και να μη ζεματάει την ανάγνωση. Έτσι ό,τι καταφέρνει να αποδώσει ο Κοντολέων είναι κάτι πολύ παραπάνω από την υπόθεση της Κασσάνδρας: διαμέσου της Κασσάνδρας απεικονίζει την τραγωδία του αδύναμου ανθρώπου όλων των τόπων και όλων των εποχών, που όσο και αν το θέλει, όσο κι αν το προσπαθεί είναι αδύνατο να σταματήσει τους άνωθεν σχεδιασμούς, που τόσο καταλυτικά επηρεάζουν  τη δική του τη ζωή ή αποβαίνουν σε βάρος του κοινού καλού.
Αλλά η πιο σημαντική αρετή του Κοντολέων είναι ότι σε αυτό το βιβλίο διοχετεύει τη συγγραφική εμπειρία δεκαετιών δίχως να χαρίζεται σε καμιά ευκολία, δίχως να ενδίδει σε καμιά υπερβολή, μόνο και μόνο για να πάρει τον αναγνώστη από το χέρι να τον επιβιβάσει στο πλοίο του Αγαμέμνονα και να τον καταστήσει ωτακουστή στις πιο μύχιες σκέψεις της Κασσάνδρας.  Πράγματι, ο ήσυχος παφλασμός των κυμάτων, καθώς χτυπάνε στα πλαϊνά του πλοίου, φτάνει στα αυτιά του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος αυτού του οδυνηρά απολαυστικού ταξιδιού.
 Πρώτη ανάρτηση:  http://fractalart.gr/alwseis/
13/11/2018, 11:08 ΜΜ

15.11.18

Από την Τροία ως τις Μυκήνες





Ο πολυγραφότατος πεζογράφος Μάνος Κοντολέων έχει γράψει συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια. Τα περισσότερα από τα βιβλία του έχουν ως κέντρο τους βιώματα της παιδικής ηλικίας. «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα (Μάρτιος 2018), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ και έχει ως κύριο πρόσωπο την Κασσάνδρα, δίδυμη αδερφή του Έλενου, παιδιά του Πρίαμου και της Εκάβης, με μαντικές ικανότητες, που όμως πολλές φορές δε γίνονται πιστευτές ή δεν μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα των ανθρώπων.  «Έψαχνα πάντα τις λέξεις. Πρώτα εκείνες που θα πείθανε… τους άλλους. Μετά όσες θα μπορούνε να παρηγορήσουνε… Εμένα. Πάντα λέξεις έψαχνα κι άφηνα τον καιρό να αποφασίζει. Όλα τα είχα δει να σχηματίζονται πάνω στη Μαύρη Άμμο του εφιάλτη μου. Και πεθάνανε, τώρα κι εγώ πεθαίνω». Είναι η αρχή του μυθιστορήματος, που διαβάζεται σαν ένα παραμύθι και μεταφέρει τον αναγνώστη στο καράβι του Αγαμέμνονα, αυτό που πηγαίνει την Κασσάνδρα, σκλάβα του πλέον μετά την καταστροφή της Τροίας και τη σφαγή των δικών της, από την Τροία στο βασίλειό του, για να πεθάνει μαζί του. Μετά την εξαιρετική ποιητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση  της Κασσάνδρας, που λειτουργεί ως πρόλογος, ακολουθούν 30 κεφάλαια στα οποία η ίδια μιλάει για τη ζωή της, την οικογένεια και τα πρώτα της χρόνια, τη σχέση της με τον Απόλλωνα και την άρνησή της να τον ακολουθήσει στον Όλυμπο, για τη Μαύρη Άμμο και τις μαντικές της ικανότητες. Περιγράφει το ταξίδι από την Τροία ως το παλάτι του Αγαμέμνονα που τους περίμενε ο θάνατος, αναφέρεται στον Ευρυμέδοντα και στη γριά πόρνη, καθώς και την περιποίηση που δέχεται από εκείνη για να ικανοποιεί στη συνέχεια τους πόθους του ο Αγαμέμνονας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τής έρχονται στο μυαλό εικόνες και ιστορίες από τη ζωή της με: τον Έλενο, τον Έκτορα, τον Πρίαμο και την Εκάβη, την Ελένη και τον Πάρη, την Πολυξένη, τη Διοτίμα, τον Αχιλλέα και τη Θέτιδα, την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα, τον Απόλλωνα και τους ιερείς του, την Καλλιρόη και όλους τους δούλους του παλατιού. Για την Κλυταιμνήστρα μιλάει ελάχιστα, μια και ο Αγαμέμνονας ήθελε, τι τραγικό αλήθεια, να κάνει μαζί της παιδί και να ζήσει ήσυχος στο βασίλειό του. Μετά το τέλος του μυθιστορήματος ακολουθούν: σημείωμα του συγγραφέα, ευχαριστίες και σημειώσεις, με τις οποίες διευκρινίζεται από ποια έργα είναι οι στίχοι που παραθέτονται στην αφήγηση της Κασσάνδρας (Ιλιάδα Ομήρου, τραγωδίες Αισχύλου και Ευριπίδη). Ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, όπως ένα ηρωικό παραμύθι, γεμάτο από έρωτα, πόθους, αγώνες, πόλεμο και θάνατο, ανθρώπινα και θεϊκά πάθη, όπου τόσο η Κασσάνδρα όσο και οι άλλοι ήρωες δίνουν το δικό τους αγώνα για τη ζωή τους και για τη μοίρα τους. Η Κασσάνδρα του τότε γίνεται ηρωίδα του σήμερα, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αγωνιστεί, μην μπορώντας να ξεφύγει το πεπρωμένο της. Με συγγραφική εμπειρία ο Κοντολέων, κάνει την ποιητική αφήγηση κινηματογραφική ταινία, που φέρνει ζωντανή στα μάτια μας την ηρωίδα και μας κάνει να την αγαπήσουμε και να αισθανθούμε έντονα διάφορα συναισθήματα, όσο διαρκεί το ταξίδι. Μια διαδρομή από την Τροία ως τις Μυκήνες, με τέλειες περιγραφές των τόπων και των ανθρώπινων χαρακτήρων και με πρωταγωνίστρια πάντα την όμορφη Κασσάνδρα, όπως ο Κοντολέων τη φαντάστηκε και μας την παρουσιάζει…

Γράφει η Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου στο fractal

http://fractalart.gr/kassandra-sti-mayri-ammo/?fbclid=IwAR3qTFJW8HlMIwk0EZ04ZntC1PxjDqlAXjyfyd2tMnqhrupc3VUU-YSTK8w



Ηλίας Κουνέλας «Το εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν»


Ηλίας Κουνέλας
«Το εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν»
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο




Κάποτε ήταν οι γελωτοποιοί –σήμερα τους συναντάμε με τη μορφή των κλόουν.
Οι γελωτοποιοί, κάποτε, προσφέρανε το γέλιο –αλλά και όχι μόνο- άλλοτε σε ομαδικές συναθροίσεις καθημερινών ανθρώπων κι άλλοτε μέσα στις αυλές των βασιλιάδων.
Το γέλιο, αλλά και όχι μόνο αυτό. Με τη βοήθεια ενός αστεϊσμού μπορούσαν να διατυπώσουν κρίση που αν και πικρή και καυστική δεν προκαλούσε τη μήνη καθώς την ‘γλύκαινε’ το χαμόγελο, συχνά ακόμα και το γέλιο.
Πασίγνωστος γελωτοποιός ο Γιόρικ, από τον Άμλετ.   «Ολόκληρος ένα ταξίδι μέσα στο όνειρο» μονολογεί ο εσωστρεφής πρίγκιπας καθώς κρατά στα χέρια του το κρανίο του γελωτοποιού της βασιλικής αυλής.
Αν η φιγούρα του γελωτοποιού κάποτε πρόσφερε το γέλιο μαζί με μια ματιά προς την σκοτεινή πλευρά των σκέψεων και των συναισθημάτων –είδωλο στην ουσία του προσώπου που δε θέλουμε να παραδεχτούμε πως μπορεί να είναι και δικό μας- σήμερα αυτό τον ρόλο τον έχει πάρει ο κλόουν.
Ο κλόουν βρίσκεται συνέχεια / στο εκτελεστικό απόσπασμα / και δεν είναι ποτέ έτοιμος.
Οι παραπάνω προτάσεις υπάρχουν στο βιβλίο «Το εγχειρίδιο ενός  καλού κλόουν» του Ηλία Κουνέλη που κυκλοφορεί από το Καλειδοσκόπιο σε μια ιδιαιτέρως υπέροχη εκδοτική μορφή.
Ο Ηλίας Κουνέλης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης και πολύ συχνά ενδύεται τα ενδύματα ενός κλόουν και τριγυρνά σε μέρη όπου ο πόνος αναζητά το πολυεπίπεδο βάλσαμο ενός χαμόγελου.
Με πολύ, λοιπόν, γνώση, αλλά και ουσιαστικό προβληματισμό για  μια μεταμφίεση που μετατρέπει το άτομο σε μια μορφή όπου μόνιμα υπάρχει πάνω της ζωγραφισμένο ένα δάκρυ ή ένα χαμόγελο, σε μια μορφή που από τη μια προσφέρει το χαμόγελο και από την άλλη  τη λύτρωση του να μην υπάρχει ανάγκη να είσαι πάντα ο νικητής, που πείθει  πως και η πτώση μπορεί να είναι και μια εμπειρία ανάτασης –με εφόδια όλα αυτά ο Κουνέλης καταγράφει σκέψεις πάνω σε ότι μπορεί να είναι ένας κλόουν και την ίδια στιγμή έχει καταθέτει μια ιδιότυπη σειρά φιλοσοφικών σκέψεων πάνω στην ίδια τη ζωή.
Σταχυολογώ προτάσεις (η κάθε μια καλύπτει αισθητικά και μια σελίδα)
-         Ο κλόουν δε θεωρεί / πιο έξυπνο είδος/ τον άνθρωπο / εφόσον οι άνθρωποι / δεν ξέρουν να γελούν.
-         Ο κλόουν ξέρει / πως είναι πιο σημαντικό / το να μοιράζεσαι / από το να δίνεις
-         Κάθε πρόσωπο / έχει πολλές εμμονές/ ίδια χρώματα / ίδιες γραμμές / δεν είναι όμως ποτέ το ίδιο.
Το «Εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν» ασφαλώς και δεν είναι αυτό –ή έστω μόνο αυτό- που υπονοεί ο τίτλος . Πρόκειται για μια ασυνήθιστη, ως προς την υλοποίηση της,  αναζήτηση κλίμακας αξιών όπου  το ανώτατο σκαλοπάτι είναι η ταύτιση του Εγώ με τον Άλλον.
Μια κλίμακα που την ανεβαίνει εκείνο το άτομο που έχει καταφέρει να κρύψει τις δικές του ανάγκες και να αφεθεί στο να υπηρετήσει τους φόβους του συνανθρώπου του. Ένας κλόουν δηλαδή. Ίσως γιατί…
Ο κλόουν είναι ένας άγγελος/ που έχασε το δρόμο του.
Αληθινά ένα ξεχωριστό βιβλίο. Σε κάθε σελίδα μπορεί ο αναγνώστης να σταθεί. Για να συλλογιστεί, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει … Να αμφισβητήσει –το κυριότερο.
Αφού…
Ο κλόουν / έρχεται σε στύση / μόνο όταν κλέβει.

Πρώτη ανάρτηση:
https://diastixo.gr/kritikes/diafora/10962-to-egxeiridio-enos-kalou-klooun?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=manoskontoleon%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_14_10_2018_14_19


14.11.18

Κώστας Κατσουλάρης «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά»


Κώστας Κατσουλάρης
«Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο



Μια σταθερή παρουσία στην πεζογραφία μας  είναι  ο Κώστας Κατσουλάρης.
Εμφανίζεται το 1997 και μέχρι αυτή τη χρονιά έχουν δει το φως της δημοσιότητας εννέα βιβλία του –τελευταίο το μυθιστόρημα «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά».
Έχει γράψει κι άλλα μυθιστορήματα, έχει επίσης  εκδώσει και συλλογές διηγημάτων, ενώ γενικότερα εκφράζεται  ως άνθρωπος ολότελα δοσμένος στο χώρο  και το πνεύμα του βιβλίου.
Παλαιότερα ως στέλεχος του ΕΚΕΒΙ υπήρξε υπεύθυνος για τον συντονισμό της Επιτροπής Φιλαναγνωσίας, ενώ από το 2010 διευθύνει την διαδικτυακή εφημερίδα Book Press.
Θα έλεγα πως με αυτό το τελευταίο του βιβλίο επιχειρεί  να περιγράψει το πως η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά μέσα στις  ζωές των νέων ατόμων που βιώνουν τη βία της εποχής μας. Και παράλληλα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα για να στήσει τον μυθιστορηματικό καμβά.
Τα κεντρικά πρόσωπα του έργου είναι δύο. Ένας φιλόλογος καθηγητής και ένας χαρισματικός μαθητής του Λυκείου.
Ο καθένας τους κρύβει και ζει το δικό του μυστικό.
Ο μαθητής θα πάρει την απόφαση να διακόψει το σχολείο. Ο καθηγητής  θα αντιδράσει –δεν μπορεί να αποδεχτεί πως ένας νέος άνθρωπος πλασμένος να ενεργοποιηθεί από  την θετική επίδραση της Παιδείας, κινδυνεύει να χαθεί. Αποφασίζει να επέμβει.
Οι αιτίες που έχουν κάνει τον μαθητή να οδηγήσει τον εαυτό του εκτός του σχολείου, θα φέρουν τον καθηγητή  αντιμέτωπο με συνθήκες οικογενειακών δυσλειτουργιών, πράξεις ρατσισμού, εκφράσεις πολιτικής  βίας, προσπάθειες παραπλάνησης των νέων, με πράξεις παρεμβατικές. Όπλα του οι μεταφράσεις του Ομηρικού Έπους και ποιήματα του Σεφέρη , του Ρίτσου, του Χειμωνά.
Παράλληλα όμως και ο ίδιος καλείται να αποφασίσει για τις δικές του ενοχές. Αυτές που από τη μια τον έχουν οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση και από την άλλη σε ψυχολογικά αδιέξοδα.
Όμως εμείς μόνο τη φήμη ακούμε, γνώση δεν έχουμε καμιά… - ο Όμηρος τον προειδοποιεί. Και λίγο αργότερα ο διάδοχος του Ομήρου, ο Αινείας,   θα τον διαβεβαιώσει: ο κάθε λόγος φέρνει αντίλογο, που τον ακούς σ΄ ό,τι θα πεις.
Ο Κώστας Κατσουλάρης θα μπορούσε να είχε γράψει ένα μυθιστόρημα που από τη μια θα διέθετε στοιχεία πολιτικού θρίλερ και από την άλλη περιπλανήσεις σε αισθήματα ενοχών. Και να κρατούσε την εξιστόρηση της πλοκής εντός του αστικού ιστού αλλά και του εκπαιδευτικού κατεστημένου.
Τα κάνει όλα αυτά, αλλά παράλληλα προσθέτει και μια άλλη διάσταση καθώς οι σχέσεις των δύο ηρώων φωτίζονται από μια ιδιότυπη ανάγνωση της Ιλιάδας. Και λέω ιδιότυπη, αναζητώντας τη λέξη με την οποία θέλω να εξηγήσω τη στάση του Κατσουλάρη απέναντι του Έπους.
Η Ιλιάδα δεν μπορεί να είναι μόνο μια εξιστόρηση γεγονότων, δεν μπορεί να είναι μόνο μια αστείρευτη πηγή γλωσσικών καταβολών της ελληνικής γλώσσας.  Κείμενα αυτού του βεληνεκούς επιζούν και διατρέχουν τους αιώνες γιατί μπορεί να λειτουργούν και ως καθρέφτες σύγχρονων σκέψεων και ως οδηγητές σημερινών προβληματισμών.
Το μυθιστόρημα δομείται σε παράλληλα επίπεδα εξιστόρησης.  Στα όσα συμβαίνουν σε γειτονιές της Αθήνας, αλλά και στα  όσα συζητιούνται σε ομάδες ψυχανάλυσης ή αποφασίζονται σε ιδεολογικά παραπλανημένες νεανικές ομάδες * σε ατομικές ενδοσκοπήσεις και σε επαγγελματικές αντιπαλότητες* σε απόψεις που ανταλλάσσονται μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μα και σε συγκριτικές αντιπαραθέσεις μεταφράσεων του Έπους.
Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που σε ξαφνιάζει –ευχάριστα σε ξαφνιάζει- καθώς  ενώνει το παρελθόν με το παρόν και προσθέτει βαθύτερες αποχρώσεις σε γεγονότα που πρόσφατα απασχόλησαν την επικαιρότητα.


Πρώτη ανάρτηση (14/11/2018)
http://fractalart.gr/sto-stithos-mesa-xalkini-kardia/

11.11.18

Στέλιος Λύτρας

Στέλιος Λύτρας – ο θάνατος ένας θλιμμένος έφηβος που πολύ τον αγάπησε.



Κι οι μέρες δίχως τέλος Ελπήνορα, τώρα, πια δεν μπορείς ούτε καν να ονειρεύεσαι Ελπήνορα…
Από τους πρώτους στίχους  του ποιήματος «Ελπήνωρ» - με αυτό το ποίημα γνώρισα το ποιητικό σύμπαν του Στέλιου Λύτρα.
Δεν είμαι καλός στο να θυμάμαι λεπτομέρειες από το παρελθόν.  Αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν γνώρισα  τον Στέλιο Λύτρα.
Εγώ έκανα τα πρώτα μου βήματα στο λογοτεχνικό χώρο κι εκείνος άλλωστε και αν σωστά μπορώ να θυμηθώ πρέπει να ήταν η Αθηνά Παπαδάκη που μας έφερε κοντά .
Ελπήνωρ –από κείμενα παλιά ερχότανε ένα όνομα  που ένας νέος ποιητής το διάλεγε για να το θέσει ως τίτλο και άξονα μιας ολόκληρης ποιητικής  του σύνθεσης –της πρώτης μάλιστα.
Από όσες κρίσεις έτυχε να πάρει τ’ αυτί μου, έχω την εντύπωση πως αυτός ο τρυφερός μέσος άνθρωπος πάει να γίνει ο πιο συγκινητικός ανάμεσα στα πρόσωπά μου, ίσως γιατί συμβολίζει αυτούς που δηλώνουμε στην καθημερινή μας ομιλία με το επιφώνημα «ο κακομοίρης». Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του. [...]
Σημειώνει στις Δοκιμές του ο Γιώργος Σεφέρης και αν καλά θυμάμαι ο Στέλιος  Λύτρας αυτές τις σκέψεις είχε κατά νου όταν αποφάσιζε να κάνει ήρωα ενός ποιήματος πρόσωπο της Οδύσσειας.
Κι άλλωστε ο ίδιος ένας… άκακος άνθρωπος.
Ναι αυτή την εικόνα μου έδινε  όταν  τον συναντούσα.
Άκακος –ευγενής, διακριτικός…  Αρχοντικός. Κάτι ακόμα… Ναι, κάτι ακόμα που μου διέφευγε.
Ήταν τις βραδιές που τον επισκεπτόμουνα στο διαμέρισμα της Πλατείας Πλαστήρα.
Όλα  να έχουν τη σφραγίδα ενός  εκλεπτυσμένου  γούστου. Και ο φωτισμός στο σαλόνι πάντα διακριτικός. Και από το στερεοφωνικό πάντα κλασσική μουσική –πρέπει να ήταν  έργα Βιβάλντι ή Περγκολέζι… Δεν έχω συγκρατήσει παρά μόνο την όλη ατμόσφαιρα.
Και ο Στέλιος καθισμένος σε πολυθρόνα απέναντι να γέρνει ανεπαισθήτως τον κορμό προς τη μεριά μου, έτοιμος να μου προσφέρει τη φιλοξενία του, μαζί με κόκκινο κρασί μέσα σε καλό κρυστάλλινο ποτήρι.
Και τότε –με τη βοήθεια του οίνου, των ήχων και του διακριτικού φωτισμού , αυτό που μου διέφευγε, γινότανε ξεκάθαρο… Απτό.
Αποφασισμένος σε άλλα λιμάνια, σε άλλη γη να κυνηγήσει το όνειρο
Ναι, αυτός ήταν ο Στέλιος. Αποφασισμένος να κερδίσει όχι την Ποίηση, αλλά τον τρόπο με αυτήν να ζει.
Ζούσα με εντελώς διαφορετικό τρόπο – ή μάλλον βίωνα τη σχέση μου με τη λογοτεχνία με ένα διαφορετικό τρόπο. Δυο διαφορετικές επιλογές ζωής –εγώ οικογένεια με παιδιά, εκείνος με τη σταθερή του σύντροφο.
Δεν ξέρω αν τον ζήλευα… Δεν ξέρω αν ο δικός μου τρόπος ζωής τον έκανε να προβληματίζεται αν  σε κάποιες άλλες επιλογές θα έπρεπε να ενδώσει.
Μα το 1988, στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, επιλέγει και πάλι Σεφέρη για να καθορίσει το στίγμα της –
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης* Το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Ξαστόχησες Στέλιο; -τον ρώτησα άραγε; Μάλλον όχι, μα το ερώτημα δε γινότανε να μη με απασχολεί. Ανεστραμμένο, όμως  - Ξαστόχησα;
Εκείνος –τόσο ευθύβολος.
Αφού ήδη η αναγνώριση είχε έρθει με ένα Κρατικό Βραβείο
…χείλη αυτού κρίνα στάζοντα σμύραν
Δεν ήταν μόνο λόγια που ο Δεύτερος Ψάλτης έλεγε στο Άσμα Ασμάτων, αλλά και κάτι παρόμοιο φωνάζανε και όσοι ανακαλύπτανε τον νέο θεατρικό συγγραφέα, αυτή τη νέα ποιητική γραφή που έφερνε άρωμα άλλο στη θεατρική καθημερινότητα της Αθήνας  του 1985.
Και όχι μόνο εκείνη τη χρονιά. Εγώ θυμάμαι και το 1989 – Οι θλιμμένες σιωπές του ποταμού  Οκαβάγκο. Παρακολούθησα κι εκείνη την παράσταση… Τη χειροκρότησα
Αλλά –ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, θυμάμαι την ανατριχίλα μου, καθώς άκουγα την τελευταία φράση του έργου :
Ο άνθρωπος δεν έζησε ποτέ στα βάθη του ποταμού Οκαβάγκο…
Ήταν  το 1989;
Πόσος χρόνος έμενε ακόμα;  Υποψία καμιά.
Κι όμως τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά –τα ποιήματα, το θεατρικά… Τους δίσκους με την κλασική μουσική, το κόκκινο κρασί μέσα στο κρύσταλλο και τον Στέλιο να γέρνει προς τη μεριά μου τον κορμό…  Σκέφτομαι ξανά  την φράση εκείνη και πάλι ανατριχιάζω.
Αναζητώ άλλη στιγμή του παρελθόντος μας. Μα ναι –την ανακαλύπτω. Σε εκείνη την αυλή, όπου μας κέρασε το γεύμα του αποχωρισμού.
Έφευγε για Βενετία. Σε παλάτσο  στεγαζότανε το ελληνικό προξενείο.
«Θα σας περιμένω…» μας προσκάλεσε.
Θα έρθουμε…
Δεν προλάβαμε.
Και εκείνο τον Αύγουστο του 1993  δεν είμαστε στην Αθήνα.
Ίσως καλύτερα που δεν είμαστε. Μπορώ με μια επίμονη πίστη να σχεδιάζω μια επίσκεψη σε πόλη που τη χαράζουν κανάλια και μέσα στα στενά της έχει χυθεί κόκκινο υγρό…
Ο Στέλιος –αυτό το πιστεύω- εκεί στη Βενετία με περιμένει. Πόλη παραθαλάσσια, αλλά κανείς δεν τη σκέφτεται ως πόλη που τη βρέχει μια θάλασσα. 
Πόλη με παρελθόν… Αν την σεργιανίσεις αισθάνεσαι πως  άλλοτε περπατάς  στη στεριά κι άλλοτε πως λικνίζεσαι μέσα σε ιδιότυπο πλεούμενο. Και δεν ξεχωρίζεις την αρχή, το τέλς.. Δεν κατανοείς πως μπορεί να συμβεί το απρόσμενο τέλος…
Κι ο Τειρασίας, ντυμένος την πιο επίσημη, την αρχιερατική στολή του, υψώνοντας τη φωνή, τελετουργικά  σου απάντησε απαγγέλλοντας το φοβερό χρησμό: «Δεν υπάρχει άκρη του κόσμου, δεν υπάρχει άκρη του κόσμου* ο κόσμος είναι στρογγυλός* σαν πικρολέμονο* σα δάκρυ που κλαίει το σκοτωμένο ταίρι»
Στο μυστικό ημερολόγιο ενός τοξότη, ανατρέχω συχνά και αγαπώ  κάποιους στίχους:
Αν πάρεις τη στεριά θα χάσεις και θα χαθείς.
Αν πάρεις τη θάλασσα θα κερδίσεις και θα χαθείς
Ποια είναι η μοίρα ενός ποιητή που έχουν από αυτόν απομείνει μόνο οι λέξεις του;
… δάκρυ πέρδικας που κλαίει το σκοτωμένο ταίρι
Αγαπητή μου Μαρία
Σε ευχαριστώ που μου πρότεινες να είμαι ένας από αυτούς  μιλάνε σήμερα. Χαίρομαι που τα Θεατρικά του Στέλιου Λύτρα  έχουν όλα μαζί βρει τη θέση του σε ένα τόμο.
Χαίρομαι όπως και τότε , το 2000, που είχαμε κάτι παρόμοιο πετύχει και για τα ποιήματά του.
Θυμάμαι πάντα τον Στέλιο –ως ένα άνθρωπο που είχε κάνει τη ζωή του λογοτεχνία* ποίηση και θέατρο.
Σκέφτομαι, ακόμα, πως θα μπορούσα και να τον θεωρήσω ως θετικό εκπρόσωπο μιας όχι μόνο γενιάς συγγραφέων, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής.  Τα χρόνια του ’80 ίσως  θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν μια κάποια αντιστοιχία με την περίφημη άνοιξη του ’60. Μια άνοιξη κι αυτά ευαγγελίστηκαν –μια άνοιξη θελήσαμε όλοι εμείς που κάπου τότε ξεκινήσουσαμε να κάνουμε πράξη τα όνειρά μας.
Μια άνοιξη που … Ναι, μάλλον δεν καρποφόρησε έτσι όπως είχαμε πιστέψει  και ελπίσει. Ίσως γιατί ξεγελαστήκαμε ή μπορεί κι εμείς να ξεγελάσαμε.
Αλλά όλα αυτά δεν είναι του παρόντος. Ο Στέλιος Λύτρας αντιπροσώπευσε εκείνη τα χρόνια της ποιητικής ματιάς και μήτε τα πρόδωσε μήτε και προδόθηκε. Καμιά φορά –ας το σκεφτούμε κι έτσι κι ας παρηγορηθούμε- είναι καλύτερα να φεύγεις νωρίτερα. 
Δεν είμαι ο κατάλληλος για να μιλήσω περισσότερο διεξοδικά για το έργο του. Δεν μπορώ να πω αν  οι σελίδες του έχουν επηρεάσει νεώτερους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σκηνοθέτες που ενδιαφέρονται να ανεβάσουν τα έργα του.
Το εύχομαι. Το ελπίζω.
Θα είναι μια δικαίωση  για εκείνον που έφυγε το ελπίζω

(Ομιλία στην παρουσίαση του τόμου -9/11/2018)