Στέλιος
Λύτρας – ο θάνατος ένας θλιμμένος έφηβος που πολύ τον αγάπησε.
Κι οι μέρες δίχως τέλος Ελπήνορα,
τώρα, πια δεν μπορείς ούτε καν να ονειρεύεσαι Ελπήνορα…
Από τους
πρώτους στίχους του ποιήματος «Ελπήνωρ»
- με αυτό το ποίημα γνώρισα το ποιητικό σύμπαν του Στέλιου Λύτρα.
Δεν είμαι
καλός στο να θυμάμαι λεπτομέρειες από το παρελθόν. Αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν αρχές της δεκαετίας
του ’80 όταν γνώρισα τον Στέλιο Λύτρα.
Εγώ έκανα τα
πρώτα μου βήματα στο λογοτεχνικό χώρο κι εκείνος άλλωστε και αν σωστά μπορώ να
θυμηθώ πρέπει να ήταν η Αθηνά Παπαδάκη που μας έφερε κοντά .
Ελπήνωρ –από
κείμενα παλιά ερχότανε ένα όνομα που
ένας νέος ποιητής το διάλεγε για να το θέσει ως τίτλο και άξονα μιας ολόκληρης
ποιητικής του σύνθεσης –της πρώτης
μάλιστα.
Από όσες κρίσεις έτυχε να πάρει τ’
αυτί μου, έχω την εντύπωση πως αυτός ο τρυφερός μέσος άνθρωπος πάει να γίνει ο
πιο συγκινητικός ανάμεσα στα πρόσωπά μου, ίσως γιατί συμβολίζει αυτούς που
δηλώνουμε στην καθημερινή μας ομιλία με το επιφώνημα «ο κακομοίρης». Ωστόσο, ας
μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι
συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του. [...]
Σημειώνει
στις Δοκιμές του ο Γιώργος Σεφέρης και αν καλά θυμάμαι ο Στέλιος Λύτρας αυτές τις σκέψεις είχε κατά νου όταν
αποφάσιζε να κάνει ήρωα ενός ποιήματος πρόσωπο της Οδύσσειας.
Κι άλλωστε ο
ίδιος ένας… άκακος άνθρωπος.
Ναι αυτή την
εικόνα μου έδινε όταν τον συναντούσα.
Άκακος
–ευγενής, διακριτικός… Αρχοντικός. Κάτι
ακόμα… Ναι, κάτι ακόμα που μου διέφευγε.
Ήταν τις
βραδιές που τον επισκεπτόμουνα στο διαμέρισμα της Πλατείας Πλαστήρα.
Όλα να έχουν τη σφραγίδα ενός εκλεπτυσμένου
γούστου. Και ο φωτισμός στο σαλόνι πάντα διακριτικός. Και από το
στερεοφωνικό πάντα κλασσική μουσική –πρέπει να ήταν έργα Βιβάλντι ή Περγκολέζι… Δεν έχω
συγκρατήσει παρά μόνο την όλη ατμόσφαιρα.
Και ο
Στέλιος καθισμένος σε πολυθρόνα απέναντι να γέρνει ανεπαισθήτως τον κορμό προς
τη μεριά μου, έτοιμος να μου προσφέρει τη φιλοξενία του, μαζί με κόκκινο κρασί
μέσα σε καλό κρυστάλλινο ποτήρι.
Και τότε –με
τη βοήθεια του οίνου, των ήχων και του διακριτικού φωτισμού , αυτό που μου
διέφευγε, γινότανε ξεκάθαρο… Απτό.
Αποφασισμένος σε άλλα λιμάνια, σε
άλλη γη να κυνηγήσει το όνειρο
Ναι, αυτός
ήταν ο Στέλιος. Αποφασισμένος να κερδίσει όχι την Ποίηση, αλλά τον τρόπο με
αυτήν να ζει.
Ζούσα με
εντελώς διαφορετικό τρόπο – ή μάλλον βίωνα τη σχέση μου με τη λογοτεχνία με ένα
διαφορετικό τρόπο. Δυο διαφορετικές επιλογές ζωής –εγώ οικογένεια με παιδιά,
εκείνος με τη σταθερή του σύντροφο.
Δεν ξέρω αν
τον ζήλευα… Δεν ξέρω αν ο δικός μου τρόπος ζωής τον έκανε να προβληματίζεται
αν σε κάποιες άλλες επιλογές θα έπρεπε
να ενδώσει.
Μα το 1988,
στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, επιλέγει και πάλι Σεφέρη για να καθορίσει το
στίγμα της –
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης* Το
ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Ξαστόχησες
Στέλιο; -τον ρώτησα άραγε; Μάλλον όχι, μα το ερώτημα δε γινότανε να μη με
απασχολεί. Ανεστραμμένο, όμως -
Ξαστόχησα;
Εκείνος
–τόσο ευθύβολος.
Αφού ήδη η
αναγνώριση είχε έρθει με ένα Κρατικό Βραβείο
…χείλη αυτού κρίνα στάζοντα σμύραν
Δεν ήταν
μόνο λόγια που ο Δεύτερος Ψάλτης έλεγε στο Άσμα Ασμάτων, αλλά και κάτι παρόμοιο
φωνάζανε και όσοι ανακαλύπτανε τον νέο θεατρικό συγγραφέα, αυτή τη νέα ποιητική
γραφή που έφερνε άρωμα άλλο στη θεατρική καθημερινότητα της Αθήνας του 1985.
Και όχι μόνο
εκείνη τη χρονιά. Εγώ θυμάμαι και το 1989 – Οι θλιμμένες σιωπές του
ποταμού Οκαβάγκο. Παρακολούθησα κι
εκείνη την παράσταση… Τη χειροκρότησα
Αλλά –ακόμα
και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, θυμάμαι την ανατριχίλα μου, καθώς άκουγα
την τελευταία φράση του έργου :
Ο άνθρωπος δεν έζησε ποτέ στα βάθη
του ποταμού Οκαβάγκο…
Ήταν το 1989;
Πόσος χρόνος
έμενε ακόμα; Υποψία καμιά.
Κι όμως τώρα
που τα σκέφτομαι όλα αυτά –τα ποιήματα, το θεατρικά… Τους δίσκους με την
κλασική μουσική, το κόκκινο κρασί μέσα στο κρύσταλλο και τον Στέλιο να γέρνει
προς τη μεριά μου τον κορμό… Σκέφτομαι
ξανά την φράση εκείνη και πάλι
ανατριχιάζω.
Αναζητώ άλλη
στιγμή του παρελθόντος μας. Μα ναι –την ανακαλύπτω. Σε εκείνη την αυλή, όπου
μας κέρασε το γεύμα του αποχωρισμού.
Έφευγε για
Βενετία. Σε παλάτσο στεγαζότανε το
ελληνικό προξενείο.
«Θα σας
περιμένω…» μας προσκάλεσε.
Θα έρθουμε…
Δεν
προλάβαμε.
Και εκείνο
τον Αύγουστο του 1993 δεν είμαστε στην
Αθήνα.
Ίσως
καλύτερα που δεν είμαστε. Μπορώ με μια επίμονη πίστη να σχεδιάζω μια επίσκεψη
σε πόλη που τη χαράζουν κανάλια και μέσα στα στενά της έχει χυθεί κόκκινο υγρό…
Ο Στέλιος
–αυτό το πιστεύω- εκεί στη Βενετία με περιμένει. Πόλη παραθαλάσσια, αλλά κανείς
δεν τη σκέφτεται ως πόλη που τη βρέχει μια θάλασσα.
Πόλη με
παρελθόν… Αν την σεργιανίσεις αισθάνεσαι πως
άλλοτε περπατάς στη στεριά κι
άλλοτε πως λικνίζεσαι μέσα σε ιδιότυπο πλεούμενο. Και δεν ξεχωρίζεις την αρχή,
το τέλς.. Δεν κατανοείς πως μπορεί να συμβεί το απρόσμενο τέλος…
Κι ο Τειρασίας, ντυμένος την πιο
επίσημη, την αρχιερατική στολή του, υψώνοντας τη φωνή, τελετουργικά σου απάντησε απαγγέλλοντας το φοβερό χρησμό:
«Δεν υπάρχει άκρη του κόσμου, δεν υπάρχει άκρη του κόσμου* ο κόσμος είναι
στρογγυλός* σαν πικρολέμονο* σα δάκρυ που κλαίει το σκοτωμένο ταίρι»
Στο μυστικό
ημερολόγιο ενός τοξότη, ανατρέχω συχνά και αγαπώ κάποιους στίχους:
Αν πάρεις τη στεριά θα χάσεις και θα
χαθείς.
Αν πάρεις τη θάλασσα θα κερδίσεις και
θα χαθείς
Ποια είναι η
μοίρα ενός ποιητή που έχουν από αυτόν απομείνει μόνο οι λέξεις του;
… δάκρυ πέρδικας που κλαίει το
σκοτωμένο ταίρι
Αγαπητή μου
Μαρία
Σε ευχαριστώ
που μου πρότεινες να είμαι ένας από αυτούς
μιλάνε σήμερα. Χαίρομαι που τα Θεατρικά του Στέλιου Λύτρα έχουν όλα μαζί βρει τη θέση του σε ένα τόμο.
Χαίρομαι
όπως και τότε , το 2000, που είχαμε κάτι παρόμοιο πετύχει και για τα ποιήματά
του.
Θυμάμαι
πάντα τον Στέλιο –ως ένα άνθρωπο που είχε κάνει τη ζωή του λογοτεχνία* ποίηση
και θέατρο.
Σκέφτομαι,
ακόμα, πως θα μπορούσα και να τον θεωρήσω ως θετικό εκπρόσωπο μιας όχι μόνο
γενιάς συγγραφέων, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής. Τα χρόνια του ’80 ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν μια κάποια
αντιστοιχία με την περίφημη άνοιξη του ’60. Μια άνοιξη κι αυτά ευαγγελίστηκαν
–μια άνοιξη θελήσαμε όλοι εμείς που κάπου τότε ξεκινήσουσαμε να κάνουμε πράξη
τα όνειρά μας.
Μια άνοιξη
που … Ναι, μάλλον δεν καρποφόρησε έτσι όπως είχαμε πιστέψει και ελπίσει. Ίσως γιατί ξεγελαστήκαμε ή
μπορεί κι εμείς να ξεγελάσαμε.
Αλλά όλα
αυτά δεν είναι του παρόντος. Ο Στέλιος Λύτρας αντιπροσώπευσε εκείνη τα χρόνια
της ποιητικής ματιάς και μήτε τα πρόδωσε μήτε και προδόθηκε. Καμιά φορά –ας το
σκεφτούμε κι έτσι κι ας παρηγορηθούμε- είναι καλύτερα να φεύγεις νωρίτερα.
Δεν είμαι ο
κατάλληλος για να μιλήσω περισσότερο διεξοδικά για το έργο του. Δεν μπορώ να πω
αν οι σελίδες του έχουν επηρεάσει
νεώτερους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σκηνοθέτες
που ενδιαφέρονται να ανεβάσουν τα έργα του.
Το εύχομαι.
Το ελπίζω.
Θα είναι μια δικαίωση
για εκείνον που έφυγε το ελπίζω(Ομιλία στην παρουσίαση του τόμου -9/11/2018)
1 comment:
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλιου του Μιχάλη Κατσαρού ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018,ωρα 8.00, στο POLIS ART CAFÉ, Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου, Τηλ.210-3245988
_____________________________________________________________________
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του ελευθεριακού ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ προχώρησαν στην έκδοση του βιβλίου «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ» .Το βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου, περιλαμβάνει όλο το έργο της πρώτης συγγραφικής περιόδου του ποιητή, δηλαδή τις συλλογές ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, ΟΡΟΠΕΔΙΟ και ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ καθώς και για πρώτη φορά ΑΝΕΚΔΟΤΑ, ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΚΑΙ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ποιήματα από την ίδια εποχή, δηλαδή από τα χρόνια της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και των κατοπινών χρόνων, μέχρι και το 1957.
Στο πρώτο μέρος του μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει ποιήματα διάσημα όπως τη Διαθήκη με το Αντισταθείτε και το «Ελευθερία Ανάπηρη πάλι σου τάζουν» ή το «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Το δεύτερο μέρος του τόμου, έχει άγνωστα ποιήματα, με την ίδια θεματολογία αλλά και παλιότερα , των ηρωικών εποχών, όπως αυτό, γραμμένο για (κι επάνω στα ) οδοφράγματα των Δεκεμβριανών:
Έφοδος
Δέσαμε την καρδιά μας στο οδόφραγμα.
Κι η σιωπή της νύχτας λαγοκοιμότανε.
Μετρήσαμε τα δένδρα τ’ ασάλευτα
στην ατέλειωτη λεωφόρο.
Κι άχνιζεν η ανάσα μας προσμένοντας
έσταζε το μολύβι απ’ την καρδιά μας
κι ακούγαμε τελεύοντας τον ήχο του στην άσφαλτο.
Κι όπου τα ξημερώματα λύθηκαν τ’ αγριοπούλια
που προσμένανε το μήνυμα της έφοδος.
Χτύπησαν τις φτερούγες αλαλάζοντας
στη φωτεινή γραμμή χωρίς θάνατο
Πήρανε την κορφή τ’ Ολύμπου την ασάλευτη
και παίξανε στη μάχη το τραγούδι.
Και προσπεράσαμε τα πεθαμένα δέντρα που δεν έγνεφαν
Και προσπεράσαμε τα μολυβένια στρατιωτάκια
π’ απορήσανε για τον άνεμο.
Έσκαζε ο ήλιος στήνοντας το λάβαρό μας
δύο τετράγωνα πιο μπρος από τα χτες...
…………………………………………………………………………………
Ή όπως αυτό, που το έγραψε σένα πακέτο από τσιγάρα αμέσως μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη:
Με το λάβαρό σου
Με το λάβαρό σου
το κοντάρι σπασμένο
προσπαθείς ν’ ανεβείς τα σκαλιά.
Τα πλήθη κάτω–
κάτω από σε
λουφασμένα στον ίσκιο
ή καθισμένα αδιάφορα σε μια πέτρα
σκύβουν όλο και σκύβουν
κι άξαφνα ανάβουν οι πυρκαγιές
–η δικιά σου φωτιά
του ανθρώπου με το γαρίφαλο
και του άλλου.
Κι άξαφνα
ακούγεται μια φωνή
κι ύστερα πάλι σωπαίνουν
κι εσύ στα σκαλιά
εσύ τη σημαία κυματίζεις για λίγο.
Μετά περνάνε καμιόνια
αυτοκίνητα, υπηρεσιακά έγγραφα,
πυροβολικό, στρατιώτες,
περνάνε εργάτες που έχασαν
το σαββατόβραδο
κι άλλα σπουδαία.
Σε περιμένω.
Και αυτό, για τους μεγάλους «Ηγέτες» :
Στην όρχηση
Στους ήχους
Στα κρουστά
Πρώτος ο Μάγος Ισκαβάντι.
Τέλειος εις όλα.
Εις την φρουράν
Εις το μαστίγιον
Υψούτο με το τραχύ βλέμμα του
Ως τίγρης πάνω από τα πλήθη του λαού Γιαμά – Σι – Εν.
Παράδειγμα προς νέους
Σε χίλιους αιώνας εις όλην την Ασίαν.
Μόνον Που έπασχε από νόσον άγνωστον των οφθαλμών
Κανείς όμως δεν το γνώριζεν
Κι έτσι ευτυχούσε
Post a Comment