Λος
Άντζελες, 1932. Η Πολωνέζα την καταγωγή και Αμερικανή ως προς την υπηκοότητα,
Στανισλάβα Βαλασίεβιτς ή Στέλλα Γουόλς κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στα 100 μ.
γυναικών (στην επόμενη Ολυμπιάδα θα πάρει το ασημένιο μετάλλιο στο ίδιο
αγώνισμα). Μετά από σαράντα τέσσερα χρόνια, σε μια ληστεία σε σούπερ μάρκετ, θα
σκοτωθεί. Και τότε θα αποκαλυφθεί πως ήταν άντρας.
********************
Αγόρι
ήταν. Το ήξερε πως ήταν αγόρι. Τα σημάδια του σώματος ήταν ξεκάθαρα. Αλλά δεν
αισθανότανε σαν αγόρι. Πώς αισθανότανε; Παρατηρούσε –εκεί στις φτωχογειτονιές
των μεταναστών– τα άλλα τ΄ αγόρια να παίζουν, να τρέχουνε, να ρίχνουνε την
μπάλα, να φωνάζουνε, να βρίζουνε και… Ναι, ήθελε να πήγαινε μαζί τους, ήθελε να
βρεθεί κοντά τους, αλλά δεν το έκανε. Δεν το τόλμαγε. Γιατί δεν το τόλμαγε;
Όταν
βρισκότανε κοντά τους –όποτε μπόρεσε να νικήσει αυτό το δισταγμό και να πάει
κοντά τους– ήξερε πως κάτι το αλλόκοτο θα γέμιζε το στήθος, κάτι που δεν ήξερε
τι όνομα να του δώσει, αλλά που σίγουρα ήταν κάτι το απαγορευμένο… Ήταν μια
αίσθηση αμαρτωλή. Μια αίσθηση που την ξυπνούσανε οι μυρωδιές των αγοριών, οι
εικόνες των ιδρωμένων κορμιών τους, τα ακούσματα από τις βίαιες λέξεις που
φωνάζανε, οι απότομες, σκληρές κινήσεις χεριών και ποδιών… Μια αίσθηση αμαρτωλή
και απαγορευμένη. Μια αίσθηση που σε έσπρωχνε στο να αφεθείς στη βάρβαρη
γοητεία, να υποκύψεις σ΄ εκείνη την γνήσια αρσενική δύναμη.
Να
υποκύψει, να θαυμάσει, να αποδεχτεί, να γευτεί τη δύναμη των άλλων, αυτό ήθελε.
Δεν
τολμούσε –τι λόγος!– να εκφράσει αυτή τη διάθεση. Αλλά τις διαθέσεις του
σώματος και της ψυχής, όσο κι αν τις κρύβεις, αυτές βρίσκουν τον τρόπο –πόσο
ύπουλες είναι!– βρίσκουν οι αναθεματισμένες τον τρόπο να φανερωθούνε, να
δηλώσουν την ύπαρξή τους.
Η
σχέση με τ’ αγόρια
Έτσι
γινότανε. Οι διαθέσεις φωνάζανε την παρουσία τους και τα αγόρια ακούγανε το
κάλεσμα και γυρνούσανε το κεφάλι, τα χείλια τους στενεύανε σε σατανικό
χαμόγελο, τα χέρια τους κάνανε χειρονομίες ντροπής και οι φωνές τους –βραχνές
και δίχως οίκτο– λέγανε λέξεις που μόνο το χλευασμό φέρνανε. Κι έτσι έφευγε.
Κρυβότανε πίσω από θάμνους, κολώνες, γωνιές. Μοναχά έβλεπε, παρατηρούσε,
οσμιζότανε. Και αισθανότανε την ιδιαιτερότητα.
Κι
όταν περπατούσε στους δρόμους, προσπαθούσε να ξεχωρίσει το είδωλο του σώματος
πάνω στα κρύσταλλα των βιτρινών, να δει ποιες μπορεί να ήταν οι κινήσεις που
φανερώνανε τις σκέψεις, ποιες οι αδιόρατες στάσεις που μαρτυρούσανε τα
συναισθήματα. και μετά κλεινότανε σε χώρους ολότελα προσωπικούς και άφηνε τα
δάκρυα να λεκιάζουν τα μάγουλα και μέσα από τα χείλια τρέχανε στάλες σάλιου και
έβγαινε εκείνη η λέξη, η γεμάτη πίκρα. «Γιατί;»
Αλλά
–κοίτα κάτι το παράξενο!– ξαναγυρνούσε πάντα στα μέρη που συχνάζανε τα αγόρια.
Να τα δει ήθελε, να αισθανθεί ξανά εκείνο το απαγορευμένο τράβηγμα στην κοιλιά.
Μα και κάτι άλλο ακόμα… Ήθελε τόσο να βρεθεί ανάμεσά τους, να παίξει μαζί τους…
Όχι να παίξει, να τους νικήσει ήθελε. Και ήξερε πως θα το μπορούσε. Ήξερε πόσες
δυνάμεις έκρυβε μέσα του αυτό το κορμί που ακροβατούσε ανάμεσα σε δυο φύλα.
Ήξερε
την αντοχή των ποδιών, το εύρος που μπορούσαν να πάρουνε οι πνεύμονες, το πόσο
αυτό το σώμα είχε την ικανότητα να κυρτώνει και να γίνεται μια σαΐτα. Τα ήξερε
όλα αυτά… Πόσα πολλά ήξερε και σε πόσο μικρή ηλικία. Πώς να τα αντέξεις όλα
αυτά; Και πώς και να τα συνδυάσεις; Κι έτσι πήρε μια μέρα την απόφαση. Κι έφυγε
μακριά από τη γειτονιά που γνώριζε και βρέθηκε σε άλλα μέρη. Ένας άγνωστος που
έγινε… μια άγνωστη. Αλλά είχε μια ταυτότητα, ήταν πλέον εκείνη!
Η
λύση είχε βρεθεί. Τόσο απλή, τόσο τραγική. Τα παντελόνια γίνανε φουστάνια. Τα
μαλλιά μακρύνανε. Κι ευτυχώς το δέρμα δεν πρόδωσε την προδοσία. Έμεινε άτριχο,
ροδαλό, ίσως κάπως σκληρό… Αλλά ήταν δέρμα που μπορούσε να το έχει μια γυναίκα
η οποία περνούσε τις περισσότερες ώρες της στους δρόμους, στις αλάνες, στα
γυμναστήρια και στις πισίνες.
Ήταν
πια γυναίκα.
Και
τώρα μπορούσε να γεύεται τη συντροφιά των αγοριών δίχως να εισπράττει το
χλευασμό. Να κάθεται δίπλα τους και να μπορεί άνετα να ρουφά τη μυρωδιά της
σάρκας τους. Βέβαια, έμενε πάντα μια μυρωδιά που δεν έπρεπε, δεν επιτρέπετο να
την αφήσει να χωθεί μέσα στις κρυφές γωνιές του κορμιού του. Αλλά αποδεχότανε
τον συμβιβασμό αυτό. Κι άλλωστε μπορούσε –αυτό ήταν το εξαίσιο!– να παίζει μαζί
τους τα δικά τους τα παιχνίδια και να νικά σε όλα… Σχεδόν πάντα.
Οι
νίκες
Νίκες
που ξαφνιάζανε, νίκες που προκαλούσαν τον θαυμασμό, νίκες που της φέρανε τις
προτάσεις να γίνει μια αθλήτρια. Όταν το πρωτάκουσε, ίσως να γέλασε. Όποιοι
ακούσανε το γέλιο της, το παρεξηγήσανε. Το νομίσανε έκφραση πως ήταν συστολής ή
αδιαφορίας. Και βιαστήκανε να της εξηγήσουνε πως με τα προσόντα που είχε –«Αυτό
το σώμα που κρύβει μέσα του δυνάμεις αντρικές!», έτσι της είπανε– θα μπορούσε
να γίνει μια αθλήτρια μεγάλη. Με νίκες και έπαθλα…
Νίκες!
Κάποτε είχε κάνει το μεγάλο συμβιβασμό. Κι όταν τον αποφάσιζε το μόνο που
λαχτάραγε ήταν να μπορεί να ζει ήρεμα μέσα σε ένα σώμα που άλλα είχε εξωτερικά
χαρακτηριστικά κι άλλα εσωτερικά πάθη. Και τώρα της λέγανε για νίκες. Θα νικούσε,
λοιπόν; Μπορούσε να νικήσει! Να γευτεί την αναγνώριση! Το αποφάσισε. Και δόθηκε
σε αυτό το τόσο περίεργο παιχνίδι. Παιχνίδι παράτολμο. Και ανταμείφθηκε.
Δηλαδή,
τί κέρδισε; Α, ναι! Δοξάστηκε. Αναγνωρίστηκε. Σαν τι αναγνωρίστηκε;
Ξαναγύρισε
στους προσωπικούς χώρους και πάλι έκλαιγε. Νίκες δικές της και συνάμα νίκες
ψεύτικες. Δόξα κλεμμένη. Κι εκείνο το μετάλλιο που το φόρεσε στο στήθος, εκείνο
το μετάλλιο βιάστηκε να το κρύψει σ’ ένα συρτάρι. Να μην το βλέπει και της
θυμίζει την μεγίστη πλεκτάνη.
Ξεγέλασε
πολλούς… Όλους. Κορόιδεψε ένα θεσμό. Είχε λεηλατήσει αξία αιώνων… Δεν το ήθελε!
Ντρεπότανε, την ίδια ώρα που απολαύανε την αναγνώριση. Έμενε, δηλαδή, πάντα
κρυμμένη πίσω από κολώνες και γωνιές. Ένα ψεύτικο όνομα, μια ψεύτικη ταυτότητα.
Ψεύτικη νίκη. Και ποτέ να μην μπορεί και σε καμιά μορφή, να γευτεί τα πάθη του
σώματος.
Μόνη…
Η μοναξιά το πιο σίγουρο μετάλλιο. Η ανταμοιβή που είχε διαλέξει. Και πάλι
κλεινότανε στους χώρους τους προσωπικούς… Τώρα ούρλιαζε. Ούρλιαζε τον πόνο και
τον θυμό. Ούρλιαζε και καταριότανε. ‘Αλλοτε το σώμα της που την πρόδωσε, κι
άλλοτε μια κοινωνία που δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί την ιδιαιτερότητα.
Κι ήξερε πως κάποτε όλα θα φανερωνόντουσαν. Κάποτε. Μέχρι πότε θα ξεγελούσε
τους άλλους;
Την
φόβιζαν οι αρρώστιες, οι σοβαροί τραυματισμοί… Κάτω από τις ματιές των γιατρών
δε θα μπορούσε να κρύψει ότι είχε κρυμμένο. Κι όταν θα ερχότανε ο θάνατος, τότε
αυτό το έρημο το σώμα, το στερημένο και υπέροχα δυνατό, θα ήταν ευάλωτο στην
όποια κατακραυγή. Δεν είχε μέλλον. Ποτέ δεν είχε μέλλον. Δεν άξιζε να έχει
σχέδια. Ό,τι κι αν σχεδίαζε, το τέλος ήταν δεδομένο. Θέμα χρόνου μόνο η
αποκάλυψη.
Λύτρωση
Κι
έτρεμε. Φοβότανε τη ντροπή, το φτύσιμο. Ήξερε πως θα της αμφισβητούσανε ότι
είχε κερδίσει. κανείς δε θα υπολόγιζε το τι είχε θυσιάσει. Κανείς δε θα
σκεφτότανε γιατί έκανε ότι έκανε. Μια απάτη όλα. Λες και δεν τα είχε αυτή η
ίδια πετύχει. Μα –δεν ξεγελιότανε– ήταν ψεύτικες επιτυχίες. Με συναγωνίστριες
που δεν μπορούσαν από τη φύση τους να την ανταγωνιστούνε.
Κορόιδευε.
Ψεύτικες νίκες. Προδοσίες. Δυο ψέματα. Το πρόσωπο της και το πρόσωπο του.
Μια
μέρα έκοψε τα μαλλιά, φόρεσε ρούχα που ταιριάζουν και σε γυναίκα και σε άντρα.
Βγήκε στο δρόμο. Δεν ήθελε πια να κρυφτεί. Ήθελε να μάθει, να γνωρίσει το
τέλος. Να το προκαλέσει. Δεν πρόλαβε. Οι σφαίρες δώσανε τη λύση τους. Μια λύση
τόσο μα τόσο σπλαχνικιά.
Ποτέ δε διάβασε τη γράψανε οι εφημερίδες. Ποτέ δεν είδε αν το μετάλλιο εκείνο συνέχιζε να κρατά τη λάμψη του χρυσαφιού του. Δεν έμαθε. Πέθανε μόνη και μόνος. Ξαφνικά. Με τα ρούχα που ταιριάζανε στον όποιο άνθρωπο, θηλυκό κι αρσενικό. Με μια προσωπική ταυτότητα. Τα ψέματα ήταν πια παρελθόν. Κι έμειναν μόνο οι τοίχοι που είχαν ακούσει το κλάμα και τα ουρλιαχτά μιας ζωής. Μα έτσι κι αλλιώς σαν τοίχοι παραμείνανε βουβοί. Άχρηστοι μάρτυρες. Ουδέτεροι. Ο επόμενος ένοικος τους έβαψε. Τους άλλαξε χρώμα.
www.slpress.gr (27/6/2021)
No comments:
Post a Comment