26.4.25
Φλάννερυ Ο’Κόννορ «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος»
Φλάννερυ Ο’Κόννορ
«Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος»
Μετάφραση: Ρένα Χάτχουτ
Εκδόσεις Αντίποδες
«Καμιά φορά, η τελευταία σειρά από δέντρα φάνταζε σαν συμπαγές γκριζογάλανο τείχος, λίγο πιο σκούρο από τον ουρανό, όμως εκείνο το απόγευμα ήταν σχεδόν μαύρη και πίσω της ο ουρανός είχε ένα πελιδνό, εκτυφλωτικά άσπρο χρώμα» (σελ. 165)
Οι παραπάνω προτάσεις είναι χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίον η Φλάννερυ Ο’Κόννορ περιγράφει τον περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούνε οι ήρωες των διηγημάτων της.
Και λίγες σελίδες πιο πέρα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον… «Τα τρία παιδιά έρχονταν προς το μέρος τους, αλλά σαν να ετοιμάζονταν να συνεχίσουν το δρόμο τους προς το πλάι του σπιτιού. Εκείνο που κρατούσε τη βαλίτσα προχωρούσε πρώτο τώρα… Τα τρία αγόρια έμοιαζαν κάπως μεταξύ τους, μόνο που το μεσαίο στο μπόι φορούσε γυαλιά με ασημένιο σκελετό και κουβαλούσε τη βαλίτσα. Το ένα του μάτι ήταν λίγο αλλήθωρο και το βλέμμα του έμοιαζε να έρχεται από δυο κατευθύνσεις ταυτόχρονα σαν να τους περικύκλωνε… Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο μέτωπο του από τον ιδρώτα. Έδειχνε γύρω στα δεκατρία. Και τα τρία παιδιά είχαν κενά, διαπεραστικά βλέμματα» (σελ. 172)
Μια ατμόσφαιρα νεφελώδους δυστοπίας, ένας απροσδιόριστος κίνδυνος -αυτά είναι τα κεντρικά στοιχεία τα οποία, θεωρώ, πως ενεργοποιούν το ενδιαφέρον ενός σύγχρονου αναγνώστη διηγημάτων που γραφτήκανε γύρω στα 1955 από μια συγγραφέα που στην ουσία με μόνο δυο συλλογές διηγημάτων και δυο μυθιστορήματα κατάφερε να αφήσει ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος στην αμερικάνικη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Η Φλάννερυ Ο’Κόννορ γεννήθηκε το 1925 στην Πολιτεία Τζόρτζια των ΗΠΑ και στο ίδιο τόπο πέθανε το 1964.
Μεγαλωμένη σύμφωνα με αυστηρές καθολικές αρχές, μέσα στην καρδιά του συντηρητικού Νότου, από πολλούς καταγγέλθηκε η στάση της ως προς τις φυλετικές διακρίσεις, την ίδια όμως στιγμή η Ο’ Κόννορ είχε θετικά εκφρασθεί για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Τελικά -επανέρχομαι στην εντύπωση που αποκομίζει ένας σημερινός αναγνώστης των γραπτών της- αυτό που η Ο΄Κόννορ έχει επιτύχει με τη γραφή της είναι να σκιαγραφεί μια εικόνα ταυτίσεων όσο και αντιθέσεων ανάμεσα στον τόπο και στους ανθρώπους που τον κατοικούν.
Οι χαρακτήρες των διηγημάτων δείχνουν άλλοτε να επηρεάζονται από το μέρος που έχουν μεγαλώσει και κατοικούν κι άλλοτε να θέλουν να το αποφύγουν. Το έχουν ενστερνισθεί, αλλά και δεν έχουν απόλυτα προσαρμοσθεί σε αυτό.
Ο φόβος προς το όποιο νέο ή διαφορετικό τους εξουθενώνει, αν και δεν παύουν να αναζητούν μια ζωογόνο αλλαγή.
Από αυτήν τη αναγνωστική σκοπιά αν διαβάσει κανείς τα τόσο περίτεχνα γραμμένα διηγήματα της συλλογής, θα αισθανθεί πως οι περιγραφές δεν αφορούν κάποια συντηρητική περιοχή των ΗΠΑ στα μέσα του 20ου αιώνα, αλλά μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν πως καταγράφουν ένα διαχρονικά-ή και επίκαιρα- ανοίκειο τοπίο μέσα στο οποίο το άτομο έχει εγκλωβιστεί και δεν καταφέρνει να βρει μια διέξοδο διαφυγής του.
«Τα μεγάλα άσπρά σπίτι έμοιαζαν από μακριά σαν μισοβουλιαγμένα παγόβουνα . Δεν υπήρχαν πεζοδρόμια, μόνο ιδιωτικοί δρόμοι για τα αυτοκίνητα που γύριζαν γύρω γύρω σε ατέλειωτους γελοίους κύκλους… Ο γέρος ένιωθε ότι αν έβλεπε μπροστά του υπόνομο, θα έπεφτε μέσα και θα άφηνε το ρεύμα να τον πάρει… Ένα δυνατό γάβγισμά τον έκανε να πεταχτεί και, σηκώνοντας τα μάτια, είδε να πλησιάζει ένας χοντρός με δυο μπουλντόγκ. Ανέμισε τα δυο του χέρια σαν ναυαγός σε έρημο νησί. ‘Έχω χαθεί!΄φώναξε . ‘Έχω χαθεί και δεν μπορώ να βρω το δρόμο μου!... Ω, Θεέ μου, έχω χαθεί! Για το θεό, λυπήσου με γιατί χάθηκα!» (σελ. 158)
Σε κάθε περίπτωση μια συλλογή διηγημάτων γραμμένων το 1952 καταφέρνει να διατηρεί μια επικαιρότητα καθώς ρίχνει μια δέσμη ερμηνείας σε σύγχρονες πολιτικές εκφράσεις του Νότου, κυρίως, των ΗΠΑ.
Ίσως γιατί πάντα -αν όχι και πλέον έντονα- ο άνθρωπος παραμένει μεν δεμένος με τον γενέθλιο τόπο, αλλά και συνεχώς -απρογραμμάτιστα πάντως και ανεξέλεγκτα- προσπαθεί να ξεφύγει από απόψεις και συνήθειες που ο ίδιος δεν μπορεί να τις αλλάξει. Η παράνοια του νεοσυντηριστισμού, με άλλα λόγια.
Θα έλεγα πως αυτή η συνθήκη είναι ο ορισμός του εφιάλτη. Και η γραφή της Ο’ Κόννορ έχει πολλά στοιχεία που σχηματοποιούν μια εφιαλτική κατάσταση.
Η μετάφραση της πεπειραμένης Ρένας Χάτχουτ έχει καταφέρει να μεταφέρει αυτό το κλίμα από τη μια γλώσσα στην άλλη – «Η φωνή του έμοιαζε έτοιμη να ραγίσει και το μυαλό της γιαγιάς καθάρισε για μια στιγμή. Είδε το πρόσωπο του άντρα κοντά στο δικό της, συσπασμένο σαν να ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάματα, και μούγκρισε: ’Μα είσαι κι εσύ ένα από τα παιδιά μου. Είσαι κι εσύ ένα από τα παιδιά μου!’ Άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε στον ώμο. Ο Ανισόρροπος τινάχτηκε πίσω σαν να τον είχε δαγκώσει φίδι και την πυροβόλησε τρεις φορές στο στήθος. Έπειτα άφησε το όπλο του στο χώμα, έβγαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να τα καθαρίζει» (σελ. 31-32)
Και μόνο αυτές οι προτάσεις το αποδεικνύουν.
(780 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο, 26/4/2025
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment