7.7.23

Ποτέ πιο πριν -ο Απόστολος Πάππος στο Elniplex

 


«Αυτός που τολμά στο τέλος καταφέρνει να γίνει αυτό που θέλει…»

σελ. 159

Ο Μάνος Κοντολέων είναι ανεξάντλητος. Οικοδομεί υποδειγματικά για ακόμα μια φορά μια άρτια ιστορία για εφήβους, νέους, ενήλικες.

Περί τίνος πρόκειται

Εδώ και δέκα και πλέον χρόνια, η Ανίκα, η θεία της, Ντόνα Νεράν, και ο πατέρας της ζουν σε μια χώρα του Βορρά, όπου οι περισσότεροι είναι ξανθοί, με ανοιχτόχρωμα μάτια και μυρωδιά από τις πεδιάδες της Δύσης. Κάποτε ήταν και η μητέρα της μαζί, η Μόνα. Αλλά όχι πια. Δε ζει πια.

Η Ανίκα και οι γονείς της είχαν γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής. Αλλά στα δύο της, η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταναστεύσει και να μετακομίζει διαρκώς ολοένα και πιο βόρεια, όλο και πιο παγωμένα, όλο και λιγότεροι από εκείνους με την παρόμοια καταγωγή που έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς. «Ζητούνται ανειδίκευτοι εργάτες«. Βοηθός μάγειρα στο κυλικείο του εργοστασίου, έπιασε δουλειά ο μπαμπάς της, ο Αγκίπ Ζατάν, ευχή και κατάρα αυτού του μέρους.

Γνωρίζει τη συνομήλική της, Ντάφνη. Προσπαθεί να μπει στον κόσμο του καινούριου τόπου. Μάταια.

«Άλλωστε- σίγουρο αυτό- αν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της ή της Ντόνα, θα της την είχανε αρνηθεί. Ο πατέρας με μια κίνηση του κεφαλιού, ένα πετάρισμα των ματιών του, θα άφηνε να εννοηθεί πως μια τέτοια έξοδος δεν είναι πρέπουσα για κορίτσι της ηλικίας της, ενώ η Ντόνα Νεράν, με πλέον ξεκάθαρο τρόπο, θα έδειχνε- μα χωρίς και να αποδεικνύει- πως μια τέτοια ελευθερία θα ήταν επικίνδυνη, όχι μόνο τώρα, στα δεκαπέντε της τα χρόνια, μα και αργότερα και πάντα, σύμφωνα με όσα ισχύανε εκεί πέρα στην πατρίδα τους… Έως πότε;…

Κι εκείνο το Ποτέ πιο πριν πέρασε από τη σκέψη της Ανίκα… Και τη θόλωσε.»

Η συχνή αλλαγή τόπων δεν της χαρίζει περιθώρια προσαρμογής, κοινωνικοποίησης. «Κάθε τόπος έχει τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς κι η Ανίκα ποτέ δεν προλάβαινε να τους μάθει… Ώσπου να τους υποψιαστεί φεύγαν γι’ αλλού».

Είναι δεκαπέντε χρονών. Είναι έφηβη. Σε κάθε τόπο κουβαλά τις συνήθειες του τόπου που γεννήθηκε, των ανθρώπων της, της οικογένειάς της. Απαγορεύσεις, επιβεβλημένη τήρηση κανόνων που για εκείνους έχουν σημασία. Καταπιέζεται. «Η γοητεία του απαγορευμένου- είχε έρθει η ώρα η Ανίκα να της αφεθεί«. Αλκοόλ, μουσική, χορός, ερωτικές υποσχέσεις. Προσπαθεί να βρει τον εαυτό της, να τον προσδιορίσει μέσα στο πλαίσιο του νέου τόπου, νέα ξανά σε ένα ακόμη μέρος. Η θεία της είναι ο θεματοφύλακας των παραδόσεων του τόπου καταγωγής. Αποτελεί μια φωνή προσγείωσης, υπενθύμισης από πού προέρχεται προς τα πού πηγαίνει. «Θα πρέπει να της υπενθυμίσεις πως, αν για σένα ο δρόμος της επιστροφής στην πατρίδα έχει κλείσει, για κείνη δεν υπάρχει άλλη επιλογή… Σε δυο τρία χρόνια θα πρέπει να…» (σελ.47). Διαρκώς πιέζει τον αδερφό της να σφίξει τα λουριά της κόρης του. Εκείνος της παίρνει κινητό, όπως του ζήτησε η Ανίκα.

Δεκέμβρης. Χιόνι, παγωνιά. Το λευκό στον τόπο της ήταν χρώμα πένθους. Εδώ, όμως, όχι. Η Ντόνα Νεράν θα κάνει τα πάντα να πείσει τον αδερφό της να συνεφέρει την Ανίκα που αρχίζει να ξεμυαλίζεται κατά την άποψή της, να επιστρέψει στην πατρίδα, στον τόπο τους. «Κανένας τόπος δεν είναι κατάλληλος για να γεννάνε οι γυναίκες της φυλής τους, παρά μόνο η δική τους πατρίδα».

Αλλά η νιότη! Η νιότη! Ο έρωτας της χτυπά την πόρτα. Μια νέα ζωή της χτυπά την πόρτα. Θα βαδίσει μπροστά; Ή θα υπακούσει στα σκληρά κελεύσματα της θείας της και του οικογενειακού τόπου που ουρλιάζει από χιλιόμετρα μακριά μα και ακριβώς δίπλα της;

«Τι αναστενάζεις;» η αδερφή του τον αποπήρε. «Επειδή εσύ δεν άντεξες να κάμεις το χρέος που η τιμή της φαμίλιας μας επέβαλλε, δε σημαίνει πως η γενιά μας θα χαθεί από τη γη των πατεράδων μας. Η Ανίκα πρέπει να επιστρέψει… Αχάλαστη όμως. Το ξέρεις πως όλα είναι κανονισμένα εκεί. Έχεις εσύ ο ίδιος συμφωνήσει- έτσι έχω καταλάβει. Ο δεύτερος γιος των Σαλαμάν θα είναι ο άντρας της. Μέρος των κτημάτων τους θα ενωθούν με τα δικά μας… Νέα παιδιά θα έρθουν… Θα πάρουν το όνομα του πατέρα μας, της μάνας μας… Το δικό σου…» Όσο η Ντόνα Νεράν μιλούσε η φωνή της υψωνότανε.

Εστιάζοντας

Χώρα προέλευσης, χώρες διέλευσης, χώρα παραμονής. Καμία δεν κατανομάζεται, όλες φωτογραφίζονται, όχι ως ονόματα, αλλά ως σαφή πολιτισμικά και κοινωνικά status quo, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο το γεωγραφικό πλαίσιο που δεν αφορά σε χώρες αλλά σε σε νοοτροπίες, σε ολοκληρωτισμούς κάθε είδους. Κάποια πιθανότατα ισλαμική χώρα της Ασίας, με σκληρούς κώδικες συμπεριφοράς και ατομικών ελευθεριών για τις γυναίκες (κατά κύριο λόγο), η προέλευση, η καταγωγή. Δεν κατονομάζεται Κάθε τέτοια (όχι απαραίτητα ισλαμική) χώρα. Μια κοινωνία βάναυσα πατριαρχική, κυριαρχική πάνω στις γυναίκες, οι οποίες δεν αυτοπροσδιορίζονται, δεν έχουν λόγο, έχουν δοσμένες μοίρες, προδιαγεγραμμένες τροχιές, ζουν μέσα σε επαναλαμβανόμενες δίνες. Κάθε τέτοια κοινωνία. Κάποια βορειοευρωπαϊκή-σκανδιναβική χώρα, με κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες, όπου η πατριαρχία έχει αποκηρυχθεί ως νοσηρότητα και κυρίαρχο αφήγημα και καταπολεμάται δυναμικά με νομοθετικές και άλλες ανθρώπινες παρεμβάσεις. Μαζί με την εκούσια χρονική απροσδιοριστία, καταφέρνει να διαστείλει τα όρια του χωροχρόνου, ως εκ τούτου και τη θεατρική σκηνή του δράματός του, που καλύπτει κοντά μισό πλανήτη. Ενδιαφέρουσα ιδεοσύναψη είναι ότι η απροσδιοριστία ως αρχή της κβαντομηχανικής δηλώνει (όπως μας ενημερώνει η wikipedia) πως «ένα ζεύγος τιμών-φυσικών ποσοτήτων ενός σωματιδίου, όπως η θέση και η ταχύτητα ή η ορμή του, δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, ακόμα κι αν έχουν καθοριστεί οι αρχικές συνθήκες της κίνησής του· σύμφωνα με την αρχή, το γινόμενο της αβεβαιότητας της θέσης του σωματιδίου με την αβεβαιότητα της ορμής του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια γενική σταθερά, πράγμα που σημαίνει ότι με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορίζεται η θέση, τόσο πιο μεγάλο είναι το πιθανό σφάλμα στην πρόβλεψη της ορμής και αντίστροφα». Τώρα τοποθετήστε τη Ανίκα και την αβεβαιότητα της ορμής της εφηβείας στη θέση του σωματιδίου και θα δείτε γιατί οι άνθρωποι υπακούμε σε νόμους φυσικής και πώς τους διασπούμε μόνο εμπίπτοντας σε κάποιους άλλους, νέους, ανατρεπτικούς.

Αυτή η προσφυγική τροχιά, η πορεία από την Ανατολή προς τα βορειοδυτικά, είναι ένας δύσκαμπτος μίτος που σέρνει πίσω τους λαβυρίνθους που οικοδομεί επιδέξια ο Μ. Κοντολέων. Είναι ο λαβύρινθος εκείνου του πολιτισμού που θεωρεί τις γυναίκες προϊόντα σε διατεταγμένη υπηρεσία, με πορεία πυραυλικού συστήματος, από την οποία δεν δύναται να λοξοδρομήσει. Είναι ο πολιτισμός που θέλει τις γυναίκες άσπιλες, ανέγγιχτες, άχραντες, παρθένες, δώρο στον επίδοξο γαμπρό που θα παινευτεί για ένα κόκκινο σεντόνι, για ένα «αδειανό πουκάμισο«, για «μιαν Ελένη» της Ανατολής. Είναι ο πολιτισμός που λιθοβολεί μέχρι να πάρει την τελευταία ανάσα μιας γυναίκας που πρόδωσε τους σκληρούς νόμους της παρθενιάς, της αφοσίωσης στα πατρώα. Είναι ο πολιτισμός που δεν επιτρέπει λάθη, που δεν δέχεται καμία άλλη άποψη, καμία άλλη επιλογή. Υπάρχει μόνο αυτό που μεταφέρουμε ως τοξική σέχτα αιώνες πάνω στην καμπούρα μας και τίποτε άλλο. Μια ζωή που παίζει πάνω σε μια δογματική λούπα η οποία κραδαίνει ρυθμό αταίριαστο στα ανθρώπινα.

Και ακολουθεί ο λαβύρινθος της ταπείνωσης, της φυγής, της προσφυγιάς, της αναζήτησης μιας άλλης ζωής, καινούριας, μιας άλλης πατρίδας∙ δεν έρχεται και όλο τραβάμε και πιο βόρεια, όλο και πιο μακριά από τη ρίζα μας. Και ύστερα, ένας νέος λαβύρινθος, εκείνος της ζωής που πρέπει να χτίσουμε από την αρχή, μια δουλειά, ένα σχολείο, ένας άλλος κόσμος. Ουπς! Έφηβοι. Οι αναδυόμενοι άνθρωποι, οι αναδυόμενοι ενήλικες. Φιλίες. Φλερτ. Έρωτες. Θεατρικές παραστάσεις. Θέλω να ζήσω. Φυσιολογικά πράγματα. Συμβατά με την ατομική και συλλογική μας κβαντομηχανική. Αλλά ο μίτος του λαβυρίνθου καταγωγής φτάνει ως εδώ, κάνει κρότο, εκτινάσσει θραύσματα, θέλει να σε ανατινάξει, να σε γυρίσει πίσω, χωροχρονικά πίσω.

Το θέλω και το απαγορεύεται. Η μοίρα και η επιλογή. Το πάγιο και το νέο συμβόλαιο με τη ζωή. Το οδυνηρό καθήκον, η στεριωμένη αίσθηση του χρέους, το παρελθόν που επιτάσσει και εσύ που πρέπει να εκτελέσεις παρά τη θέλησή σου. Τα οικογενειακά μυστικά που κυνηγούν τη ζωή σου «να την ξεμοναχιάσουν μες τη νύχτα…, σαν ψάρι να σε πιάσουν μες τα δίχτυα«. Για την Ανίκα δεν είναι αργά. Μπορεί η θεία της να χτυπά αλύπητα πάνω στο μαλακό υπογάστριο των αναδυόμενων επιθυμιών της, μη μπορώντας η ίδια να κοιτάξει πέρα από την θεοποιημένη μοίρα που προδιαγράφει τα δοσμένα, υπάρχει όμως ένας πατέρας που αποδεικνύεται ο καλός αγωγός της κάθαρσης και της Εξόδου. Από τον άλλο κόσμο, από την κατάδυση σε έναν Αχέροντα κάποιας Ανατολής σε αυτόν μιας νέας ζωής.

Ο Κοντολέων δεν δοξολογεί τον δυτικό κόσμο, δεν αποκηρύσσει κάποιον ισλαμικό κόσμο. Αντιθέτως, μη κατονομάζοντας τίποτε από τα δύο, προβαίνει, όπου γης, στην ανακήρυξη της ατομικής ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού ως μεγίστων αρετών και ζητουμένων, ενώ αντιθέτως αποδυναμώνει στο βλέμμα του αναγνώστη οποιονδήποτε φονταμενταλισμό, όπου κι αν αυτός συμβαίνει, όποια κι αν είναι τα ριζά του. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι η ελληνική κοινωνία μέχρι πολύ πρόσφατα ζούσε πόρτα παρά πόρτα τέτοιες ιστορίες ατίμωσης, πεπρωμένου και ετεροπροσδιορισμού, ούσα μια χώρα με ισχυρά στοιχεία συντήρησης και στέρησης της προσωπικής επιλογής. Γράφει, κατά βάση, ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, crossover κατά τον πιο σύγχρονο ορισμό των βιβλίων που υπερβαίνουν το target group κάποιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας και γίνονται κατάλληλα για περισσότερα ηλικιακά κοινά (ενήλικες), το οποίο αναπτύσσει μια συστοιχία ιδεών όπου η ατομική ελευθερία, η ισότητα ευκαιριών και δικαιωμάτων και κυρίως η αναζήτηση, το πλησίασμα του εαυτού μας και η διαμόρφωση της ταυτότητάς μας ανακηρύσσονται άτυπα ως ο θεμελιώδης στόχος κάθε εφήβου, καθώς βαδίζει προς την ενηλικίωση, πόσω μάλλον ενός πρόσφυγα εφήβου, ο οποίος δεν ζει απλώς μακριά από τον τόπο καταγωγής του, αλλά ισορροπεί πάνω σε ένα διαρκώς τεντωμένο σχοινί, βλέποντάς τον παλιό κόσμο ακριβώς κάτω από τα πόδια του. Και επιλέγει να μην πέσει ξανά εκεί∙ και ακροβατεί.

Πέρα από τη δύναμη της προσωπικής επιλογής, τη σημασία του πατέρα ο οποίος αποτινάσσει για χάρη της κόρης του το ναρκοπέδιο που τους έχουν φυτέψει, ο συγγραφέας αναδεικνύει, κατά τη γνώμη κάτι ακόμα. Συχνά οι πρόσφυγες, οι βίαια εκτοπισμένοι, αλλά κυρίως οι μετανάστες που επιλέγουν άλλους τόπους για να ζήσουν, δεν απορροφούνται από τον κυρίαρχο τρόπο ζωής της χώρας προορισμού, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να τον αμφισβητούν αλλά εμμονικά να διαδηλώνουν τις εξτρεμιστικές απόψεις τους ως ορθές για την ανθρωπότητα. Στην ιστορία του Μάνου Κοντολέων, η Ανίκα φαίνεται ότι δεν λειτουργεί εχθρικά απέναντι στη χώρα υποδοχής, αντιθέτως ακολουθεί, δειλά μεν, αρχικά, τη ροή των συνομηλίκων της. Όμως, θεωρώ ότι κατά βάση ακολουθεί τη φυσική ροή του σώματος, της ψυχής, της εφηβείας, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης∙ κι αυτό δεν αφορά σε κάποια πολιτισμική αντιπαράθεση δυτικού και κάποιου άλλου κόσμου ή μοντέλου ζωής. Αφορά στην αντιπαράθεση με το σώμα, με τη φύση μας, με το είναι μας, με το εδώ και το τώρα μας κι όχι με κάποιο υποσχόμενο επέκεινα.

Τέλος, θα ήθελα να σταθώ λίγο στον τίτλο. Το Ποτέ Πιο Πριν, αυτά τα τρία Π, σαν τον περίφημο άρρητο αριθμό που δεν παύει ποτέ να επαναλαμβάνει μια μόνιμη παράσταση, προσδιορίζουν ένα χρονικό σύνορο όπου ο άνθρωπος ως δρων υποκείμενο προβαίνει σε πράξεις που δεν έχουν συμβεί ποτέ πιο πριν, διατελεί σε ψυχικές καταστάσεις όπως ποτέ πιο πριν, προχωρά σε σκέψεις όπως ποτέ πιο πριν, προχωρά μπροστά όπως δεν τόλμησε ποτέ πιο πριν, αποκηρύσσει το παρελθόν του και τα δοσμένα του, όπως ποτέ πιο πριν, αλλάζει και φτάνει στην κατάκτηση να ορίζει ο ίδιος τη ζωή του και τον εαυτό του όπως ποτέ πιο πριν. Και πράγματα που δεν έγιναν ποτέ πιο πριν. Και κάποτε έρχεται η ώρα τους να γίνουν. Οι υπερβάσεις θέλουν αυτό το ποτέ πιο πριν. «Αυτός που τολμά στο τέλος καταφέρνει να γίνει αυτό που θέλει…»

Η χρήση του λόγου είναι επιδέξια επιλεγμένη και δομημένη, η διάρθρωση των κεφαλαίων και η αφήγηση in medias res καθώς και οι συνολικές μυθοπλαστικές επιλογές εξασφαλίζουν στην ιστορία το μέγιστο αναγνωστικό ενδιαφέρον ενδυναμώνοντας την πλοκή, την αγωνία και την αναζήτηση του τι έχει συμβεί. Η κάθαρση που επιφέρει στο τέλος, ανοίγει έξοδο στο φως και στη ζωή. «Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…»

Σπουδαίο βιβλίο από έναν ανεξάντλητο συγγραφέα που δεν χάνει ποτέ τη σύνδεση με την εποχή του, αντιστέκεται στο σύγχρονο περιζήτητο καταγγελτικό λόγο και σχεδιάζει ένα οικοδόμημα ανθρώπινων συναισθημάτων, σχέσεων και μεταβολών της ζωής με σημεία αναφοράς το παρελθόν και το μέλλον. Και το Ποτέ Πιο Πριν.

Μικρές αναμνήσεις από το ήθος μιας υπουργού Πολιτισμού

 


Μικρές αναμνήσεις από το ήθος μιας υπουργού Πολιτισμού

Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/387060_diplos-apohairetismos-sti-myrsini-zormpa

24.04.2023

 

Τη Μυρσίνη Ζορμπά τη γνωρίζω από τα χρόνια που είχε, μαζί με τον Τίτο Μυλωνόπουλο, την ευθύνη των εκδόσεων «Οδυσσέας».

 

Μα ουσιαστικά άρχισα να συνεργάζομαι μαζί της όταν ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) – ένα δικό της όραμα που, με τη βοήθεια του τότε υπουργού Πολιτισμού Θάνου Μικρούτσικου, το υλοποίησε.

 

Η πρώτη έδρα του ΕΚΕΒΙ ήταν στη βίλα Μπότση, κάπου στην Κηφισιά, κι εκεί αρχίσαμε όλοι εμείς οι συγγραφείς να συναντιόμαστε και με την καθοδήγηση της Μυρσίνης να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τη συγγραφή όχι μόνο ως μια ατομική απασχόληση και έκφραση των ιδεών μας, αλλά και ως ένα κοινωνικό λειτούργημα που παράλληλα έπρεπε να έχει και τα στοιχεία μιας επαγγελματικής ταυτότητας που θα τη «σκέπαζε» η φροντίδα της Πολιτείας.

 

Πολλές οι πρωτοβουλίες και οι νέες ιδέες -κάποια στιγμή θα πρέπει ένας φορέας του βιβλίου (π.χ. ΟΣΔΕΛ) ή μια ένωση λογοτεχνών (π.χ. Εταιρεία Συγγραφέων) να φροντίσουν να καταγράψουν όλα όσα ξεκίνησαν εκείνα τα χρόνια, όλα εκείνα τα θέματα και τις πρωτοβουλίες που τελικά έχουν διαμορφώσει (ακόμα κι αν κάποιες από αυτές έχουν παραπλανηθεί ή εκφυλιστεί) σ’ ένα μεγάλο μέρος τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον χώρο του βιβλίου και των δημιουργών του.

 

Κάποια στιγμή η Μυρσίνη αποχώρησε από το ΕΚΕΒΙ, η έντονη προσωπικότητά της και η συνεχής έγνοια της για τον πολιτισμό γενικότερα και το παιδί ειδικότερα την οδήγησε σε νέες υπεύθυνες δραστηριότητας και θέσεις. Στο τέλος ο πολιτισμός της χώρας μας είχε την τύχη να βρεθεί κάτω από τη δική της διεύθυνση, καθώς ανάλαβε τα καθήκοντα της υπουργού Πολιτισμού.

 

Δυστυχώς έμεινε στη θέση αυτή μόνο κάποιους μήνες κι έτσι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα νέα της οράματα.

 

Από εκείνη την περίοδο της υπουργίας της κρατώ την ανάμνηση δυο μικρών στιγμών -ίσως φαίνονται σχεδόν ασήμαντες, αλλά προσωπικά πιστεύω πως είναι τα μικρά και περιστασιακά που δείχνουν το βάθος και τη σταθερότητα αξιών και ιδεών.

 

Το πρώτο συνέβη στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.

 

Στην τελετή απονομής των βραβείων ήρθε η Μυρσίνη και με την ιδιότητα της υπουργού Πολιτισμού έδωσε τα βραβεία σε σκηνοθέτες, ηθοποιούς κ.ά.

 

Την άλλη μέρα το πρωί -Κυριακή, θυμάμαι πως ήταν- στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου όλοι σχολιάζαμε τα βραβεία και αναμέναμε την υπουργό να κατεβεί με τον σύντροφό της και να μοιραστεί μαζί μας σχέδια και ιδέες.

 

Αλλά εκείνη δεν κατέβηκε. Μέσω του αξέχαστου Αντώνη Παπαδόπουλου (διευθυντή τότε του φεστιβάλ) μας έστειλε τη συγγνώμη της που δεν θα μας έβλεπε, αλλά είχε προτιμήσει να μείνει στο δωμάτιό της και από το βίντεο να δει τις ταινίες που βραβεύτηκαν και όχι μόνο αυτές.

 

Πράξη που σαφέστατα έδειχνε πως η Μυρσίνη Ζορμπά δεν κρατούσε μόνο τα ηνία του Πολιτισμού, αλλά ήθελε και να γνωρίζει καλά και τους ανθρώπους που τον δημιουργούσαν μέσω του έργου τους.

 

Αυτή είναι η πρώτη μου «μικρή» ανάμνηση που θέλησα δημόσια να την κοινοποιήσω γιατί πιστεύω πως πολλά δείχνει για το πώς κάποιοι με ήθος και συνέπεια προσεγγίζουν τα έργα του πολιτισμού.

 

Η δεύτερη έχει να κάνει με τη σχέση της Μυρσίνης με το βιβλίο και τους δημιουργούς του.

 

Τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας της χρονιάς, που εκείνη ήταν υπουργός Πολιτισμού, αναγγέλθηκαν και τότε η Μυρσίνη σκέφτηκε να προσκαλέσει τους νικητές μαζί με τους πρώτους επιλαχόντες κάθε κατηγορίας στο γραφείο της για να τους συγχαρεί με έναν πιο φιλικό και καθόλου επίσημο τρόπο, να γνωρίσει όσους δεν είχε τύχει να τους έχει γνωρίσει και με όλους να συνομιλήσει για τα βιβλία που είχαν βραβευτεί (ναι, τα είχε όλα διαβάσει)

 

Ημουνα επιλαχών στην κατηγορία του εφηβικού βραβείου και παρευρέθηκα σε εκείνη τη συνάντηση. Μαζί μου, εκτός από τους άλλους βραβευμένους συγγραφείς, ήταν και οι εικονογράφοι των βιβλίων και οι εκδότες τους. Η συζήτηση είχε να κάνει με τα θέματα των έργων μας και απλώθηκε σε γενικότερες ανταλλαγές απόψεων πάνω σε θέματα της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας.

 

Για μια ακόμα φορά, η Μυρσίνη Ζορμπά έδειχνε όχι μόνο την αγάπη της για το βιβλίο και τη διάθεσή της να τιμά όσους το υπηρετούν, αλλά την έγνοια της να ενημερώνεται για θέματα που τους απασχολούν. Και βέβαια με την πράξη της αυτή τιμούσε και τον ίδιο τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας.

 

Ας σταθούμε για λίγο σε αυτή τη σκέψη, γιατί ενώ από το τέλος Δεκεμβρίου του 2022 οι αρμόδιες επιτροπές έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και κοινοποιήσει δημόσια τις βραχείες λίστες όλων των κατηγοριών, η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχει προχωρήσει στην αναγγελία των βραβευμένων έργων και δημιουργών. Και ουδείς γνωρίζει πότε αυτό θα γίνει.

 

Μια στάση που μειώνει τον θεσμό, τις επιτροπές, τους συγγραφείς που τα έργα τους περιέχονται στις βραχείες λίστες και γενικότερα τους ανθρώπους του βιβλίου, από το ίδιο το υπουργείο που υφίσταται για να τους προστατεύει και να τους τιμά.

 

Αλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Αλλα ήθη. Δυστυχώς.

 

Μα πάντα θα υπάρχουν τα μέτρα σύγκρισης. Και η Μυρσίνη Ζορμπά υπήρξε ένα από αυτά τα μέτρα. Που θα πρέπει να τα θυμόμαστε και να ζητάμε να συνεχίσουν να έχουν ισχύ και περιεχόμενο.

(820 λεξεις)

2.7.23

Η Γιουλη Τσακάλου στον 'Ελεύθερο Τύπο'

 



Ο Μάνος Κοντολέων είναι από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς της γενιάς του και ακόμα εκείνος που το έργο του ξεκινά από βιβλία για αναγνώστες μικρών ηλικιών, περνά σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και καταλήγει στη λογοτεχνία των ενηλίκων.

Όλα του τα κείμενα τα διακρίνει μια άρτια λογοτεχνική γλώσσα και ένα σύγχρονος προβληματισμός.

Πρόσφατα είχε φτάσει στα χέρια μας το τελευταίο του cross over μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Ποτέ πιο πριν» (Εκδόσεις Πατάκη) που έχει αμέσως προσεχθεί από την κριτική και το κοινό καθώς είναι ένα έργο με σύγχρονο όσο και διαχρονικό προβληματισμό.

Η ιστορία εξελίσσεται σε μια χώρα του βορρά, αλλά οι ρίζες της ξεκινούν από μια χώρα της ανατολής. Κεντρική ηρωίδα η δεκαεξάχρονη Ανίκα που από τα δυο της χρόνια έχει μεταναστεύσει και μετά το θάνατο της μητέρας της , ζει με τον πατέρα της και την θεία της. Το οικογενειακό της περιβάλλον προσπαθεί να την κρατήσει μακριά από τα ήθη της νέας τους πατρίδας. Κάποιο τραγικό γεγονός ρίχνει τη βαριά σκιά του στην ξεριζωμένη οικογένεια και εμποδίζει την Ανίκα να αφεθεί στις νέες εμπειρίες μιας άλλης κοινωνικής νοοτροπίας.

Ο Μάνος Κοντολέων με αξιοθαύμαστη τεχνική μας περιγράφει τη ζωή σε δυο διαφορετικούς κόσμους και με ευαισθησία ζωντανεύει τα πρόσωπα που έχει πλάσει για να υποστηρίξουν τις ιδέες τους και τις θέσεις του. Και που μας υπενθυμίζει πως σε κάποιες περιοχές της γης το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι απαγορευμένο. Πως η θέση της γυναίκας δεν είναι παντού η ίδια.

Μυθιστόρημα συναρπαστικό το «Ποτέ πιο πριν» διαβάζεται και από νέους και από ενήλικες αναγνώστες με μεγάλο ενδιαφέρον.

Μα ενώ η προσοχή μας ήταν στραμμένη προς αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα, ήρθε η ανακοίνωση των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας  για βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει το 2021 για να φέρει και πάλι στο προσκήνιο της δημοσιότητας, ένα προηγούμενο μυθιστόρημα του άοκνου αυτού και διαχρονικού έφηβου.

«Η μάσκα του Καπιτάνο» (Εκδόσεις Πατάκη) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίων για εφήβους και νέους και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθούμε ένα ακόμα δικό του μυθιστόρημα cross over. Από τα πλέον συμβολικά όσο και ποιητικά έργα, το μυθιστόρημα αυτό -και για  μια ακόμα φορά- είχε δώσει την ευκαιρία στον Μάνο Κοντολέων να προβληματιστεί πάνω στο θέμα της ταυτότητας και της ανάγκης αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων του ‘άλλου’.

Όταν είχε κυκλοφορήσει, από αυτήν τη σελίδα είχα μεταξύ άλλων σημειώσει: Μια απρόβλεπτη ιστορία μυστηρίου όπου οι καθημερινοί άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τους υπόγειους φόβους τους και τις κρυμμένες ενοχές τους. Η μάσκα -προσωπείο απόκρυψης του υπαρξιακού φόβου ή της ένοχης εκδίκησης;- ταυτίζεται με την ανάγκη κάθε ανθρώπου να ανακαλύψει τρόπους όπου θα κρυφτούν οι ανασφάλειές του, μα και θα ενισχυθούν οι επιθετικές διαθέσεις του. Και η χρησιμοποίηση ενός χάρτινου ήρωα για να αποκτηθούν οι ικανότητες εκείνες που φοβόμαστε να φανερώσουμε. Τελικά το θύμα πόσο εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε θύτη; Όλα αυτά είναι τα ζητήματα που ενεργοποιούν την εξέλιξη μιας ιστορίας που διαδραματίζεται σε μια ασαφή, μα σίγουρα απρόσωπη περιοχή του πλανήτη μας.

Το συγκεκριμένο έργο είχε πάρει ενθουσιώδεις κριτικές, όλοι οι επαΐοντες είχαν σταθεί στον ευαίσθητο τρόπο με τον οποίο ο Κοντολέων είχε διαχειριστεί την πορεία ενός εφήβου προς την αυτογνωσία και είναι χαρακτηριστικά προφητική η παρακάτω παράγραφος με την οποία έκλεινε το κριτικό της σημείωμα η Καθηγήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου κα Μένη Κανατσούλη, που ήταν και η πρόεδρος της Επιτροπή Κρατικών Βραβείων –«Κάθε βιβλίο αρχίζει κάποια στιγμή τη διαδρομή του και ο συγγραφέας του εύχεται να διαρκέσει αυτή όσο γίνεται περισσότερο. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες διανύουν -πολλές φορές ερήμην του συγγραφέα τους- τη διαδρομή τους. Ο Φιλ και οι άλλοι χαρακτήρες ξεκίνησαν το δικό τους ταξίδι. Κάθε φορά που θα τους αφήνουμε να μας μιλάν σε μας τους αναγνώστες/αναγνώστριες θα ξαναπαίρνουν ζωή αλλά μπορεί και άλλο περιεχόμενο ή άλλη ερμηνεία»

Δυο άρτια, λοιπόν, μυθιστορήματα του είδους cross over, δηλαδή λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε αναγνώστες διαφόρων ηλικιών, γραμμένα από τον συγγραφέα εκείνο που θεωρώ ότι έχει φέρει και εδραιώσει αυτό το είδος βιβλίου και στην Ελλάδα, γίνονται οι πόλοι του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού.

Τελικά τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ο Μάνος Κοντολέων δικαιολογημένα είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σύγχρονης νεανικής μας λογοτεχνίας. Και αυτό γιατί διαθέτει πέρα από την ικανότητα να προσεγγίζει την εφηβική ιδιοσυγκρασία και μια πλούσια και πολυεπίπεδη σχέση με τη λογοτεχνία γενικώς.

Τα μυθιστορήματά του για ενήλικες είναι επίσης συναρπαστικά λογοτεχνικά έργα (θυμίζω το πιο πρόσφατο «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας»), αλλά και ο ίδιος με την συνεχή παρουσία το και στο χώρο της κριτικής , αποδεικνύει πως η καλή λογοτεχνία δεν περιορίζεται από διάφορους διαχωρισμούς ειδών κλπ, αλλά αποτελεί ένα ενιαίο σώμα και ως έτσι ενιαίο πρέπει και αναγνωστικά να προσεγγίζεται.

Πληροφορικά, ας σημειώσω ακόμα πως αυτό το Κρατικό Βραβείο είναι το τρίτο με το οποίο τιμάται ο Μάνος Κοντολέων.

Έχουν προηγηθεί το μυθιστόρημα «Μάσκα στο φεγγάρι» (Εκδόσεις Πατάκη, 1997) και η συλλογή παραμυθιών «Πολύτιμα δώρα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2009)

Γιούλη Τσακάλου

Ελεύθερος Τύπος

2/7/2023

30.6.23

Συνέντευξη στο Ταλκ

 

Η Ανίκα ζει μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε μια χώρα του Βορρά. Η ίδια, όπως βέβαια και οι δικοί της, έχει γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής, αλλά ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη όταν ήταν ακόμα δύο χρονών, ανάγκασε όλη την οικογένεια να μεταναστεύσει και να μετακομίζει διαρκώς ολοένα πιο βόρεια. Η Ανίκα καταπιέζεται από τα αυστηρά ήθη της πατρίδας της, τα οποία οι δικοί της θέλουν να της επιβάλουν. Είναι στην εφηβεία, αναζητά τρόπους να εκπληρώσει τα προσωπικά της όνειρα, ο έρωτας μπαίνει στη ζωή της… Κι ενώ προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της Γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο. Ο Μάνος Κοντολέων, εξαιρετικός όπως πάντα, έγραψε το Ποτέ πιο πριν, μια ιστορία για τις ατομικές ελευθερίες και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, που στάθηκε η αφορμή για μια βαθιά και ουσιαστική συζήτηση.Κ. Κοντολέων, πιστή στο ετήσιο ραντεβού μας, φέτος θα σας «ανακρίνω» για το crossover μυθιστόρημά σας με τίτλο «Ποτέ πιο πριν». Χαίρομαι πολύ που το κείμενο αυτό το έγραψε άνδρας και θέλω καταρχάς να ρωτήσω πώς μπορείτε (γιατί ισχύει στο σύνολο της δουλειάς σας) να συλλαμβάνετε και να αποδίδετε με τόση ακρίβεια τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Η ερώτησή σας μου θυμίζει μιαν άλλη, κάπως παρόμοια, που συχνά μου θέτουν. Πώς μπορείτε και άλλοτε γράφετε για μικρής ηλικίας αναγνώστες, άλλοτε για νεαρούς ενήλικους και άλλοτε για ενήλικους;  Βέβαια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Σχετικά με τη δική σας, έχω να σας πω πως, ως άνδρα, με ενδιαφέρει πολύ να πλησιάζω την ψυχοσύνθεση του άλλου φύλου. Άμα έχεις καταλάβει καλά τον άλλον, εκείνον μέσα από τον οποίον αυτόπροσδιορίζεσαι, τελικά ζεις μέσα σε μια συναισθηματική και πολιτιστική ισορροπία. Πάντα έτσι αισθανόμουν. Για να καταλάβετε, το πρώτο μου «ενήλικο» διήγημα, με το οποία μάλιστα έκανα το 1969 την επίσημη είσοδό μου στη λογοτεχνία, είχε ως ηρωίδα του μια γυναίκα που βίωνε το τέλος της περιόδου της. Και τότε είχαν σταθεί στο παράξενο φαινόμενο ένας εικοσιτριάχρονος νεαρός άνδρας να στέκεται σε ένα καθαρά «γυναικείο» θέμα. Αλλά… Ναι, ας αναλογιστούμε πως άνδρας έπλασε τη Μαντάμ Μποβαρύ, άνδρας και την Άννα Καρένινα…  Για μένα, λοιπόν, είναι κάτι όχι απλώς φυσιολογικό· εκφράζει την ουσία της ισότητας των φύλων. Αγαπώ και κατανοώ τη γυναίκα σημαίνει σέβομαι και κατανοώ τον εαυτό μου.

 

Γιατί επιλέξατε να μπει το βιβλίο στην κατηγορία 16+ (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) και όχι στα αμιγώς εφηβικά. Έχω την αίσθηση ότι όχι μόνο θα γίνει απολύτως κατανοητό και από παιδιά γυμνασίου, αλλά ότι θα είναι και ένα σπουδαίο μάθημα πάνω στα στερεότυπα. Θα βάλει κορίτσια και αγόρια να αναστοχαστούν πάνω στις άδικες παραδόσεις, να τις κρίνουν, να τις κατακρίνουν, να τις απορρίψουν. Να έρθουν σε σύγκρουση με τους ενήλικους που έχουν δυσαρεστηθεί με τη γυναικεία χειραφέτηση και της βάζουν διαρκώς τρικλοποδιές. Φυσικά και είναι σκληρό το κείμενο σε πολλά σημεία, όμως νομίζω ότι η σκληρότητά του αυτή είναι που αφυπνίζει. Γιατί αυτή η αφύπνιση να μην έρθει πιο νωρίς;

Επιλογή του εκδότη η αναφορά σε ηλικία. Προσωπικά, πάντα ήμουν αντίθετος με την όποια αναγραφή στο εξώφυλλο της προτεινόμενης ηλικίας αναγνώστη. Αλλά όσο κι αν την πολέμησα, όσο κι αν (μαζί με κάποιους ακόμα συγγραφείς της γενιάς μου) κατάφερα τουλάχιστον να μην υπάρχει το «από…  έως…», εντούτοις δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε από αυτή τη συνήθεια. Για μένα το αληθινό λογοτεχνικό κείμενο δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεται από κατατάξεις. Το γνήσια λογοτεχνικό κείμενο απλώς υπάρχει και ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τη διάθεσή του, τις γνώσεις του, τα ενδιαφέροντά του, την ωριμότητά του, το πλησιάζει ή όχι.

Αυτό, βέβαια, απαιτεί ένα ενημερωμένο κοινό, που θα μπορεί αμέσως να κατανοεί σε ποιον απευθύνεται ένα βιβλίο. Και στις προηγμένες λογοτεχνικά χώρες κάτι τέτοιο συμβαίνει. Αλλά, ας το παραδεχτούμε, το δικό μας κοινό είναι λογοτεχνικά μη επαρκές. Μα υπάρχει και ο παράλογος φόβος των γονιών –και όχι μόνο αυτών– μήπως το παιδί τους πληγωθεί από ένα κείμενο. Εδώ, αναρωτιέμαι αν θα κρύψουμε από το παιδί μας έναν πίνακα του Μποτιτσέλι ή θα το εμποδίσουμε να ακούσει τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι. Μάλλον ο λόγος θεωρείται περισσότερο μη ελεγχόμενος. Οπότε αν κρίνουν πως κάτι τέτοιο έχει συμβεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο, τότε στρέφονται ενάντια ή στον εκδότη ή στον συγγραφέα ή στον βιβλιοπώλη. Κάτω από μια τέτοια σκιά, οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες επιλέγουν την αναγραφή της ηλικίας. Κι όχι μόνο γι αυτόν τον λόγο. Ας δούμε και την εμπορικότητα. Ό, τι ταξινομείται κατά είδος πουλά περισσότερο. Προσωπικά στις αναγνωστικές επιλογές (για μένα ή για κάποιον άλλον) δεν κοιτώ την ένδειξη, μα προτιμώ να ξεφυλλίσω το βιβλίο. Κι έτσι να αποφασίσω αν θα το πάρω ή όχι.

 

Επιλέγετε να μην προσδιορίσετε ούτε τη χώρα καταγωγής της οικογένειας της Ανίκα ούτε τη χώρα όπου ζουν πλέον. Φυσικά, μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, αλλά γιατί δεν γίνατε πιο συγκεκριμένος;

Κάτι παρόμοιο έκανα, αν θυμάστε, και στη «Μάσκα του Καπιτάνο». Δεν θέλω τα θέματα που θίγω να χαρακτηρίζονται από εντοπιότητα, αλλά από την ίδια τους την ιδεολογική θέση. Από τη μια προοδευτικότητα, από την άλλη συντηρητισμός. Επέλεξα ένα γενικότερο διαχωρισμό βορά και νότου. Και με τη χρήση κάποιων ονομάτων και περιγραφών της φύσης αφήνω ένα στίγμα. Μου αρέσει στα κείμενα μου να υπάρχουν και… «σιωπές».  Κενά, αν θέλετε, τα οποία θα τα γεμίσει μόνος του ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Γενικά, πιστεύω πως στη λογοτεχνία δεν πρέπει όλα να τα εξηγεί ο συγγραφέας. Στην ουσία, μια από τις αρχές μου είναι πως με κάθε ανάγνωση το κάθε βιβλίο ξαναγράφεται.

 

Γράφετε ότι η ιστορία (όχι φυσικά τα πρόσωπα ή η ακριβής πλοκή) βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Από πού την αλιεύσατε και πώς την εντάξατε σε έναν νέο, δικό σας χωροχρόνο;

Συνηθίζω να κρατώ σημειώσεις από διάφορα γεγονότα, είτε διάβασα γι’ αυτά είτε μου τα αφηγήθηκαν είτε τα είδα. Και συχνά από αυτόν τον κατάλογο αντλώ τα θέματά μου. Για πολλά χρόνια παρακολουθούσα το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους. Εκεί είχα δει αρκετές ταινίες που στηρίζονταν στους διαφορετικούς ηθικούς κανόνες από χώρα σε χώρα, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Θέμα πολύ δυνατά παρουσιαζόμενο στην εποχή μας, όπου υπάρχουν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Η μετανάστευση, όπως και η προσφυγιά, φέρνει στην επιφάνεια και τέτοιου είδους συγκρούσεις, αλλά και την πρόθεση αυτές να ξεπεραστούν. Από εκεί και πέρα (όπως και στον «Καπιτάνο»), άφησα τη φαντασία μου να αναπτυχθεί προς όφελος της αφηγούμενης ιστορίας.

 

Πόσο εύκολο είναι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο να ξεφύγουν από αυτό; Ο Αγκίπ μοιάζει να τα καταφέρνει, αντλώντας δύναμη από την κόρη του και ενθυμούμενος τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην εξορία –και τη σύζυγό του στον θάνατο. Όμως, η Νεράν, καίτοι γυναίκα, προτιμάει να χάσει την οικογένειά της, παρά να προδώσει τα συντηρητικά, επικίνδυνα, θανατηφόρα έθιμα του τόπου της. Μια γυναίκα που δεν δέχεται μια άλλη γυναίκα, η αγαπημένη της ανιψιά, να έχει δικαιώματα και της έχει προκαθορίσει ένα μέλλον, χωρίς καν να τολμάει να της το αποκαλύψει…

Γιατί υπάρχουν άνθρωποι προοδευτικοί κι άλλοι συντηρητικοί; Οι πρώτοι είναι οι τολμηροί, αυτοί που αναγνωρίζουν πως το μέλλον αλλάζει και πως θα πρέπει να το ακολουθήσουν, αν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν. Οι δεύτεροι είναι όσοι φοβούνται την αλλαγή. Δεν τολμούν να γκρεμίσουν τις αρχές, τις δοξασίες που τους μεγάλωσαν. Ό,τι η νέα εποχή χαρακτηρίζει ως δικαίωμα, αυτοί το αντιμετωπίζουν ως κατάρρευση όλου του κόσμου τους.  Συγγραφικά αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τραγικά πρόσωπα, καθώς δεν μπορούν να ξεφύγουν από κάτι που στην ουσία τους καταπιέζει και τους πληγώνει. Η Νεράν είναι μια από τις πλέον ζωντανές και αγαπημένες ηρωίδες μου, καθώς υποκύπτει στις αδυναμίες της. Προτού τη χαρακτηρίσω σκληρή προς τους άλλους, είδα πόσο σκληρά συμπεριφέρθηκε στον ίδιο της τον εαυτό.

 

Ο Γιαν και η Ντάφνη δρουν ως καταλύτες για την «επανάσταση» της Ανίκα. Τι, άραγε, θα γινόταν αν δεν τους γνώριζε;

Ο Γιαν και η Ντάφνη, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, λειτουργούν ως καταλύτες. Και η παρουσία τους στη ζωή της Ανίκα ανατρέπει τα πάντα. Αλλά, αργά ή γρήγορα, αυτή η ανατροπή θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Η Ανίκα κοιτά προς τα εμπρός. Διστάζει, ματώνεται, αλλά προχωρά. Η παρουσία δυο νέων ανθρώπων τη βοηθά. Μα και μόνη της κάποια στιγμή θα κατάφερνε την απελευθέρωση… Από την άλλη, μυθιστόρημα έγραφα. Έπρεπε να έχει και μια πλοκή και λίγο έρωτα και… Ξέρετε τώρα –η κουζίνα του συγγραφέα.

 

Άνδρες και γυναίκες θα διαβάσουν με διαφορετικό βλέμμα το βιβλίο. Όταν γράφατε, είχατε αυτή τη διάκριση στον νου σας και πώς σας επηρέασε; Και ως συνέχεια, θεωρείτε αυτό το βιβλίο –όχι λογοτεχνικά, μα ως εργαλείο αποδόμησης στερεοτύπων– πιο «χρήσιμο», ας μου επιτραπεί η έκφραση, για άντρες ή για γυναίκες;

Γιατί να το διαβάσουν διαφορετικά οι άνδρες από ότι οι γυναίκες; Σε μια κοινωνία φυλετικών ανισοτήτων θύματα δεν είναι μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες. Όχι μόνο η Λούρα θύμα, αλλά και ο Μουρχάμ. Και θύτης η Νταμπέμπ, μα θύμα και ο Αγκίπ. Εγώ κάπως έτσι μάχομαι για την ισότητα των φύλων. Αρσενικό και θηλυκό συνυπάρχουν, πρέπει να συνυπάρχουν. Και η ισότητα, που είναι το ζητούμενο, δεν σημαίνει πως διαγράφει τη διαφορετικότητα. Προσπάθησα να τονίσω την ύπαρξη θυμάτων ανάμεσα και στα δυο φύλα. Κι αν θέλετε να συμφωνήσω με τη σκέψη σας, θα έλεγα πως ναι, θέλησα να βοηθήσω όσους άντρες το έχουν ανάγκη να δουν τον ασφυχτικό και άδικο κόσμο μέσα στον οποίο ζουν κάποιες γυναίκες, έστω και σε τόπους μακρινούς. Αλλά και τον ατιμωτικό για τη δική τους ύπαρξη κόσμο, μέσα στον οποίο ζουν αυτοί οι ίδιοι άνδρες.

 

Το θέμα της γυναικείας τιμής, της διατήρησης της παρθενίας μέχρι τον γάμο, θεωρητικά στην Ελλάδα είναι ξεπερασμένο. Είναι, όμως, στην πραγματικότητα; Διότι καθημερινά οι γυναίκες ερχόμαστε αντιμέτωπες με σεξιστικές συμπεριφορές, ενώ ακόμα οι γονείς μεγαλώνουν διαφορετικά τα αγόρια από τα κορίτσια και συνεχίζουν να καλλιεργούν, σε μια διόλου ευκαταφρόνητη πλειονότητα, στερεότυπα όπως ο μάτσο άντρας (ο ανδρισμός μεγαλώνει ανάλογα με τον αριθμό των γυναικών που θα περάσουν από το κρεβάτι του) και η σεμνή γυναίκα (που κρίνεται σαφώς αρνητικά αν έχει μεγάλο αριθμό ερωτικών συντρόφων).

Το θέμα της  παρθενίας είναι ξεπερασμένο. Αλλά, ναι, διαφορετικά αντιμετωπίζεται ο πολυγαμικός άντρας από την πολυγαμική γυναίκα. Τα στερεότυπα σαφώς και υπάρχουν και είναι αυτά που έχουν οδηγήσει σε τόσους φόνους και κακοποιήσεις γυναικών. Ελάτε, τώρα, να σκεφτούμε αν υπάρχει αρσενικό που θα θεωρήσει τον εαυτό του θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Σίγουρα μια τέτοιου είδους παρενόχληση υπάρχει, υπόγεια. Ή, πιο σωστά, δεν δηλώνεται. Αλλά από ποιον να δηλωθεί; Αν το κάνει ένας άνδρας, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί μα…ας.  Θέλουμε ακόμα πολύ δρόμο σε αυτό το θέμα. Και δεν προλαβαίνουμε να συζητήσουμε τίποτα και για τα πρόσωπα που αναζητούν να εκφραστούν μέσα από το φύλο που τα ίδια έχουν επιλέξει. Ξεπερασμένο, λοιπόν, το θέμα της παρθενίας, αλλά ας πιάσουμε το νήμα από εκεί για να πάμε και πιο πέρα.

 

Εσείς, ως πατέρας, «πιάσατε» τον εαυτό σας να ανατρέφει διαφορετικά την Άννα από τον Δομήνικο, σε μια εποχή ακόμα πιο «δύσκολη» για τα κορίτσια απ’ ό,τι η σημερινή;

Ξεκάθαρα σας απαντώ. Όχι! Για μένα η κόρη μου είναι το πλάσμα που έχει μέσα στις φλέβες της το αίμα της μητέρας μου και της συντρόφου μου. Σεβάστηκα και καμάρωσα και προφύλαξα αυτήν τη συνέχεια της ζωής –μάνα, σύντροφος, κόρη. Κάτι αντίστοιχο και με τον γιο μου. Ο πατέρας μου, εγώ, εκείνος –πόσο υπέροχη κι αυτή η αλυσίδα!

 

Τέλος, είστε αισιόδοξος για την πολυπόθητη ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων; Και όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο…

Η ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων είναι συνάρτηση μιας ολόκληρης σειράς άλλων κατακτήσεων. Όλες έχουν στραμμένο το βλέμμα προς την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου και του εαυτού μας. Όλες απαιτούν δικαιοσύνη. Καλύπτεται αυτή η απαίτηση –κι όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο; Νομίζω πως όχι. Θα καλυφθεί; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι… Μπαίνουμε στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, οπότε ίσως έπειτα από μερικά χρόνια αυτό το αίτημα της ισότητας να μην έχει κανένα νόημα. Τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς συζητάμε γι αυτό. Προς το παρόν πάντως αγωνιζόμαστε. Όπως και ο πατέρας της Ανίκα λέει στην τελευταία φράση του μυθιστορήματος, ελπίζω κι εγώ πως «Το πότε… Εσύ το αποφασίζεις».

https://www.talcmag.gr/hot/pote-pio-prin/

 

Ποτέ πιο πριν - Ο Κωστής Μακρής στο iport

 

Σε μερικά μέρη του κόσμου μας, την πρώτη νύχτα του γάμου τους οι νιόπαντροι κοιμούνται σε λευκό σεντόνι που την άλλη μέρα το πρωί πρέπει να έχει ματωθεί και να επιδειχθεί στους συγγενείς και του γαμπρού και της νύφης ως απόδειξη της “αγνότητας” της νύφης.

Αυτό ίσχυε (αν δεν ισχύει ακόμα) και σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Ένα από τα προβλήματα που πρέπει να λύσω όταν γράφω τις εντυπώσεις μου για ένα νεοεκδοθέν βιβλίο, είναι το πώς θα μιλήσω/γράψω γι’ αυτό χωρίς να αποκαλύψω τα σημαντικά σημεία της πλοκής και χωρίς να προϊδεάσω με λεπτομέρειες την αναγνώστρια και τον αναγνώστη για τις “εκπλήξεις” και το τέλος (με την αμφίσημη έννοια του «τερματισμού» αλλά και του «σκοπού») του βιβλίου.

Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει έμπρακτα ότι θέλει και μπορεί να εμβαθύνει στα δράματα και τις τραγωδίες του κόσμου μας. Με την λέξη δράματα δεν αναφέρομαι μόνο σε θλιβερά γεγονότα αλλά και στον τρόπο δράσης μερικών ανθρώπων που σκοπό έχουν (η δράση ή οι δράσεις τους) να ξεφύγουν από τραγωδίες που τους έχουν σημαδέψει, να προλάβουν ή και ―αν μπορέσουν― να αποφύγουν να εμπλακούν σε νέες.

Στο βιβλίο του «Ποτέ πιο πριν», οι βασικοί ήρωες του Μάνου Κοντολέων είναι η Ανίκα, ο Αγκίπ Ζατάν (πατέρας της Ανίκα) και η Ντόνα Νεράν, αδερφή του πατέρα (περισσότερο τίτλος παρά όνομα).

Αυτοί οι κάπως “σκούροι” (ώς απόχρωση δέρματος) ήρωες έχουν φύγει από μια ηλιοκαμμένη χώρα στην Ανατολή και έχουν επιλέξει να πάνε σε μια πολύ βόρεια, πολύ ευρωπαϊκή, πολύ άσπρη και πολύ διαφορετική (από την πατρίδα τους) χώρα. Οι χώρες δεν αναφέρονται και αυτό νομίζω ότι το κάνει επίτηδες ο συγγραφέας· ίσως για να αποφύγει την καταφυγή των αναγνωστών-αναγνωστριών του σε στερεότυπα.

Το «Ποτέ πιο πριν» ―που οι αναγνώστριες/αναγνώστες θα υποψιαστούν γρήγορα και θα μάθουν λίγο αργότερα τι ακριβώς σημαίνει― τους καταδιώκει ως εντολή, ως κατάρα και ως στίγμα στην πορεία τους αυτή προς την βόρεια δυτικο-Ευρωπαϊκή χώρα που επιλέγουν να εγκατασταθούν.

Ο Μάνος Κοντολέων νοιάζεται για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και όλες και όλους του “διωκώμενους” ή “αδικημένους”.

Σχεδόν 74 χρόνια μετά από την έκδοση του «Δεύτερου φύλου», της Σιμόν Ντε Μποβουάρ (1949, Γαλλία), ο Μάνος Κοντολέων επιμένει εμμέσως ―ή τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου προκαλεί―, μαζί με την ρηξικέλευθη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ότι οι γυναίκες «γίνονται και δεν γεννιούνται». Ότι οι κοινωνίες ―ανδροκρατούμενες εν πολλοίς― παράγουν, διαιωνίζουν και προβάλλουν ως θέσφατα ή νόμους απαράβατους τις ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο «Το δεύτερο φύλλο» είχε συναντήσει τόσο την αντίδραση των (τότε) κομμουνιστών (ως «αφήγημα της μπουρζουαζίας») αλλά και την σφοδρή επίθεση πολλών Χριστιανών και κυρίως των Ρωμαιοκαθολικών, καθώς το Βατικανό το είχε κατατάξει στα «Απαγορευμένα Βιβλία». Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραμένει εμβληματικό και αποτέλεσε ισχυρό σύμμαχο του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος.

Ας γυρίσουμε όμως στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων:

Όπως έγραψα πιο πάνω, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει, και μέσα από τα γραπτά του αλλά και με τον δημόσιο λόγο του, ότι τον απασχολεί έντονα το μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα.

Μέσα όμως από το νέο του βιβλίο, το «Ποτέ πιο πριν», δείχνει ότι νοιάζεται κάπως περισσότερο για τις γυναίκες που είναι θύματα προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, διωγμών, απειλών και εθίμων που καθιστούν την (πολλές φορές κακολογημένη ως “άσπλαχνη”) “Δύση” πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο και σίγουρα πολύ πιο πολιτισμένο τόπο διαμονής γι’ αυτές, ό,τι κι αν σημαίνει «πολιτισμένος» για τον καθένα και την καθεμιά.

Μέσα από το βιβλίο του, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει να νοιάζεται ακόμα και για τις γυναίκες εκείνες που μην έχοντας εφόδια μόρφωσης, γνώσεων ή ανοιχτού μυαλού, υπερασπίζονται (ως “πάτριον” έδαφος) εκείνες τις προκαταλήψεις και τα έθιμα που τις κρατάνε δέσμιες μιας απολύτως ανδροκρατικής αντίληψης για τον κόσμο και τις καθιστούν κατά κάποιον τρόπο εχθρικές απέναντι στην γυναικεία χειραφέτηση. 

Από το τεκμήριο της παρθενίας (την ημέρα ―ή νύχτα― του γάμου), μέχρι την κλειτοριδεκτομή και την απόλυτη υποταγή στους άνδρες και τα άλλα πρόσωπα εξουσίας που ορίζουν τη ζωή μιας γυναίκας: πατέρα, αδερφούς, σύζυγο, πεθερό αλλά και Πεθερά!

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο «ενώ η Ανίκα προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο».

Το μυστικό αυτό αργεί κάπως ο συγγραφέας να μας το αποκαλύψει αλλά αυτό αποτελεί μια από τις αρετές του βιβλίου καθώς δεν μας φορτώνει εξαρχής με συναισθήματα που θα έκαναν κάπως πιο προβληματική την παρακολούθηση, από εμάς, του φλερτ της Ανίκα με τον (ντόπιο) Γιαν.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση, ο Μάνος Κοντολέων το αποκαλύπτει σταδιακά αλλά χωρίς να ταλαιπωρεί την αναγνώστρια και τον αναγνώστη του.

Διάβασα με απόλαυση αλλά και χαρμολύπη (χαρούμενη λύπη ή λυπημένη χαρά) το βιβλίο. Λύπη επειδή η ζωή των γυναικών σε μερικές χώρες είναι (απ’ όσο ξέρω) όπως την περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων· και χαρά επειδή ο Μάνος Κοντολέων υπερβαίνει εαυτόν και προβάλλει την επιλογή τής (πολλές φορές συκοφαντημένης, όπως ήδη έγραψα) “Ευρωπαϊκής Δύσης” ως αναλογικά πολύ πιο ασφαλή τόπο καταφυγής κατατρεγμένων ανθρώπων ―κυρίως γυναικών― απ’ όσο άλλες περιοχές του πλανήτη μας.

Όλα αυτά, μαζί με τις πολλές λογοτεχνικές, μυθοπλαστικές, δομικές (με την διάρθρωση των κεφαλαίων να θυμίζει σενάριο ή “μοντάζ” ταινίας) και γλωσσολογικές αρετές του βιβλίου, με έκαναν να το αγαπήσω και να θέλω να το προτείνω ως ανάγνωσμα σε νέους αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες.

Ο λόγος του Μάνου Κοντολέων, όσο οικείος κι αν μου είναι, πολλές φορές με εκπλήσσει ευχάριστα.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάνος Κοντολέων πλέκει την ιστορία της «Βασίλισσας του Χιονιού», του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ―χωρίς να την εξιστορεί ή να την «εγκιβωτίζει», θεωρώντας ότι οι αναγνώστριες/αναγνώστες την ξέρουν ή μπορούν εύκολα να την ανακαλύψουν― μέσα σ’ ένα βιβλίο που μυρίζει προκαταλήψεις ανατολίτικες, «κάρι, κουρκουμά και κάρδαμο» και περιγράφει βάρβαρα (για εμένα) έθιμα και ήθη, με εντυπωσίασε και με γοήτευσε. Όπως με είχε γοητεύσει και η Βασίλισσα του Χιονιού όταν την είχα πρωτοδιαβάσει και είχα χαρεί που η αγάπη της Γκέρντα για τον Κάι είχε νικήσει την παγωνιά των συναισθημάτων, την παραμορφωτική δύναμη των θραυσμάτων ενός μαγικού καθρέφτη και τις μαγικές δυνάμεις της Βασίλισσας του Χιονιού. 

Με την μορφή θεατρικής πράξης ―και με το θέατρο έχει πολύ αγαθές και γόνιμες σχέσεις ο Μάνος Κοντολέων από παλιά―, το παραμύθι θα πλεχτεί στις συναισθηματικές ιστορίες των εφήβων ηρώων του και τελικά θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την τελική έκβαση της ιστορίας του.

Αγοράστε ή με όποιον άλλον τρόπο κρατήστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο, διαβάστε το και προτείνετέ το σε νεαρά κορίτσια και αγόρια.

Όσα περισσότερα ξέρουμε και ξέρουν για τις αμαρτίες του κόσμου μας, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορούν να τις ελέγξουν, να τις δουν κριτικά, να τις χαλιναγωγήσουν ή ―ακόμα― και να τις εξουδετερώσουν. Μέσω της γνώσης, της κατανόησης, της ενσυναίσθησης, της δράσης και ―ίσως― και της συγχώρεσης.

Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη-έρωτας (ή ο έρωτας-αγάπη) παραμένει ο πιο ισχυρός και ο πιο διαδεδομένος τρόπος που έχει ―μέχρι αυτή την στιγμή― ο άνθρωπος για να συνεχίσει να υπάρχει. Και ως είδος και ως άτομα.

Ευχαριστώ τον φίλο Μάνο Κοντολέων για την αναγνωστική απόλαυση.

Ευχαριστώ και τις Εκδόσεις Πατάκη για τις επιλογές τους.

Ευχαριστώ και την iporta.gr για την πάντα φιλόξενη ανοιχτοσύνη της.

Κωστής Α. Μακρής

27 Ιουνίου 2023

24.6.23

Moneynews - Συνέντευξη στην Κατερίνα Δαφέρμου

 


Μάνος Κοντολέων: «Συνεχώς μεταμφιέζομαι» δηλώνει

Κατερίνα Δαφέρμου

24 Ιουνίου 2023

Ενιαίο ων

Με τη βοήθεια της μάσκας

Το θέμα της ταυτότητας

Η έννοια της μεταμόρφωσης

Μέσα στην ενηλικίωση, η διατήρηση της νεανικής έκπληξης

Απωθημένα συναισθήματα

Cross-over

Συνεχώς μεταμφιέζομαι

Πατρίδα, η παιδική ηλικία

Ευτυχώς όχι η απόλυτη νέκρα

Από την Πηνελόπη Δέλτα μέχρι σήμερα

Ο ρόλος της κριτικής

Συγγραφικό σόι

Να δημιουργούνται ερωτήματα για τον κόσμο

Πιστεύω στις πράξεις

Ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος Μάνος Κοντολέων επανέρχεται. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού Νεανικού Μυθιστορήματος για το βιβλίο Η μάσκα του Καπιτάνου (εκδ. Πατάκη, 2022), μια ιστορία ηρωικής υπέρβασης των εσωτερικών εμποδίων. Έχει συνολικά τρία κρατικά βραβεία, μεταξύ άλλων σημαντικών διακρίσεων.

Στη συνέντευξη αποδείχθηκε η οξυδέρκεια της σκέψης και η αυθόρμητη καλλιέπεια της έκφρασής του. Με τις γρήγορες απαντήσεις που έμοιασαν έτοιμες από καιρό χωρίς καμία επιτήδευση ή προετοιμασία. Και βέβαια το ενδιαφέρον και η γλώσσα του λύθηκε όταν η συζήτηση μπήκε «στα βαθιά».

Αφορμή για τη συνέντευξη αποτέλεσε το Κρατικό Βραβείο. Ωστόσο, ο Μάνος Κοντολέων τόσο ως συγγραφέας μυθιστορημάτων για το ενήλικο κοινό όσο και ως κριτικός, δεν παύει να αποδεικνύει την επιρροή του πλαγιοκοπώντας την πραγματικότητα με τον καίριο λόγο του. Μια συνομιλία μαζί του δεν περιορίζεται στην επικαιρότητα.

Ενιαίο ων

Εξάλλου, βρίσκεται στο επίκεντρο της λογοτεχνικής ζωής πάνω από σαράντα χρόνια. Ως πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, θεατρικός συγγραφέας. Επιδίδεται με την ίδια πλαστικότητα τόσο στο νεανικό όσο και στο ενήλικο μυθιστόρημα αφού ο συγγραφέας αποτελεί ενιαίο ων. Που προσκαλεί κάθε φορά τον αναγνώστη του να μυηθεί στον εκάστοτε κόσμο του, να συγκινηθεί, να εμπλουτιστεί, να θυμώσει, να αρνηθεί, να συνομιλήσει, και στο summum της υπόθεσης εν τέλει, να μεταμορφωθεί.

 

Ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα που βραβεύτηκε ονομάζεται Φιλ. Ένας μάλλον αδύναμος χαρακτήρας που όμως ανακαλύπτει αποθέματα δύναμης που ούτε εκείνος, ούτε κανείς δεν περίμενε να κατέχει. Η εγωκεντρική μα χαρισματική μητέρα του τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει την υψηλή επιστήμη της. Ο πατέρας του τον αφήνει στον παππού του. Έναν σκληρό επιτυχημένο, παλιάς κοπής άνδρα.

Με τη βοήθεια της μάσκας

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ιστορία του Φιλ ξεκινάει από αυτό το τραύμα. Και ότι όλη η φανταστική του εμπειρία αποτελεί εσωτερική προσπάθεια υπέρβασης ή διαπραγμάτευσης με αυτή την αρχική πληγή με τρόπο ιδιοφυή, δυνατό και τελικά παιδικό. Εν μέρει το παραδέχεται και ο Μάνος Κοντολέων. «Δέχομαι πως ξεκινάει από ένα τραύμα», αποκρίνεται. «Αυτό που δημιουργείται σε ένα παιδί όταν αγνοείται από τους ίδιους τους γονείς του. Όπως επίσης δέχομαι πως μέσα από μια αυθόρμητη εσωτερική διαδικασία, ο έφηβος Φιλ επινοεί μια ιστορία στην οποία ο ίδιος πρωταγωνιστεί και μέσα στην οποία το τραύμα του δεν υπάρχει. Μόνο που αυτήν τη διαδικασία δεν θα τη χαρακτήριζα καθόλου παιδική ή μόνο παιδική. Ούτε βέβαια και ιδιοφυή ή πόσο μάλλον δυνατή. Μάλλον επιλογή δειλίας στο να αντιμετωπισθεί κατάματα το πρόβλημα. Είναι η διαδικασία χρήσης μιας μάσκας. Στην ουσία με τη βοήθεια ενός προσωπείου που ο ίδιος κατασκευάζει, καλύπτει την ταυτότητά του. Από εκεί και πέρα, ας αναλογιστούμε και πόσοι -μικροί και μεγάλοι- σε μια τέτοια διαδικασία καταφεύγουν, αλλά και πόσο αυτή μπορεί τελικά να βοηθήσει».

Το θέμα της ταυτότητας

Άρα στο επίκεντρο του μυθιστορήματος τοποθετείται η έννοια της μεταμόρφωσης. Άλλωστε υπάρχει και μια άλλη μάσκα με κρατικό βραβείο στην καριέρα του, η πρώτη, η Μάσκα στο φεγγάρι (1997). «Αυτό είναι αλήθεια. Φαίνεται πως η μάσκα είναι … γούρικη για μένα» παρατηρεί παιγνιωδώς ο Μάνος Κοντολέων. «Αλλά, αν θέλετε να σας απαντήσω κάπως πιο σοβαρά, ένα κεντρικό ζήτημα που με απασχολεί σε όλα μου σχεδόν τα βιβλία, είναι το θέμα της ταυτότητας. Το θέμα του ποιος είμαι -για τους άλλους, μα και για τον ίδιο μου τον εαυτό. Εφόσον το ζήτημα της αποδοχής της ταυτότητας είναι κεντρικό στις συγγραφικές μου ανησυχίες, μάλλον γίνεται και κατανοητό γιατί στρέφομαι -άλλοτε ξεκάθαρα κι άλλοτε υπαινικτικά- προς το σύμβολο της μάσκας».

Η έννοια της μεταμόρφωσης

Κατά συνέπεια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Φιλ αναδεικνύεται ως (λογοτεχνικός) αντιήρωας. Τραυλίζει και μιλάει ξεψυχισμένα αντίθετα με τους άλλους άνδρες της οικογένειάς του. Και λόγω δειλίας επινοεί τη μάσκα…

«Αντιήρωας; Δεν θα το έλεγα» απαντάει ο συγγραφέας. «Αντίθετα μάλιστα θα τον χαρακτήριζα καθαρόαιμο ήρωα, μιας και δεν αποδέχεται παθητικά να ζήσει με το τραύμα του, αλλά το αντιμετωπίζει. Στην αρχή βέβαια με έναν τρόπο ανεπαρκή -η μεταμφίεση είναι κάλυψη και ό,τι καλύπτουμε δεν εξαφανίζεται. Αλλά στη συνέχεια και καθώς ανακαλύπτει με τη βοήθεια μιας αντισυμβατικής γυναίκας, της Λάουρας, πως υπάρχουν τρόποι να ζεις αυτό που θες να ζήσεις και με τον τρόπο που εσύ επέλεξες, τότε πλέον η λύση που δίνει είναι ολότελα καθαρή και δική του. Χωρίς καμιά μεταμφίεση. Γίνεται αυτός που είναι και αναγκάζει τους άλλους έτσι να τον αποδεχτούνε».

Μέσα στην ενηλικίωση, η διατήρηση της νεανικής έκπληξης

Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του εκδόθηκε το 1969. Και αναρωτιέται κανείς πόσο έχει αλλάξει το ύφος του από τότε. «Θα ήταν μάλλον ένδειξη μη υγειούς συγγραφικής πορείας αν το ύφος μου παρέμενε το ίδιο τόσα χρόνια», επισημαίνει εκείνος. «Μα αυτό που μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι πως το ύφος μου μπορεί να έχει αλλάξει, μα οι προβληματισμοί μου και τα ενδιαφέροντά μου παραμένουν τα ίδια. Όπως τότε, έτσι και τώρα κινούμαι συγγραφικά γύρω από τις έννοιες του ‘Άλλου, της Ταυτότητας και το Έρωτα. Και πάντα -να το σημειώσω κι αυτό- προσπαθώ δίπλα στην συνεχώς αυξανόμενη ενηλικίωσή μου, να διατηρώ το ξάφνιασμα που χαρίζει η ενήλικη παιδικότητα. Γι αυτό άλλωστε και άλλοτε γράφω βιβλία που δείχνουν να είναι στραμμένα προς ένα παιδικό ή εφηβικό κοινό κι άλλοτε προς ένα καθαρώς ενήλικο. Μα στην ουσία είμαι εγώ πάντα… Που εναλλάσσει συγγραφικές μάσκες», διευκρινίζει ο Μάνος Κοντολέων.

Απωθημένα συναισθήματα

Μοιάζει να θεωρεί ότι η μάσκα αποτελεί αναγκαίο όπλο ευρέως διαδεδομένο στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας. «Όχι μόνο στο σημερινό. Ανέκαθεν» απαντά αφοπλιστικά. «Για αυτό άλλωστε και η μάσκα είναι ένα πανάρχαιο σύμβολο. Πάντα ο άνθρωπος ήθελε να έχει έστω και για λίγες ώρες, τη δυνατότητα να μεταμφιέζεται και πίσω από την κάλυψη της επιλεγμένης μεταμφίεσης να εκφράζει απωθημένα συναισθήματα».

Cross-over

Θεωρείται μετρ της cross over λογοτεχνίας (που διασχίζει όλα τα ηλικιακά γκρουπ), γράφει και νεανικά ή και παιδικά βιβλία. Αλλά γίνεται να χωρέσει η λογοτεχνική έκφραση σε αυτές τις κατηγορίες; Για παράδειγμα τα δύο τελευταία του βιβλία, Ποτέ πιο πριν (εκδ. Πατάκη, Απρίλιος 2023) και Ο Άλλος (εκδ. Πατάκη, Μάρτιος 2022) τυπικά εντάσσονται στην κατηγορία του εφηβικού. Θα μπορούσαν ωστόσο να κατηγοριοποιηθούν και στις young adult κατηγορίες (σύμφωνα με την αγγλοσαξονική κατάταξη).

Συνεχώς μεταμφιέζομαι

«Μα νομίζω πως αυτό είπα. Διαχωρισμοί ηλικιακοί δεν υπάρχουν στα λογοτεχνικά κείμενα. Να το εκφράσω διαφορετικά. Δεν θα πρέπει το κείμενο να ΄πηγαίνει’ να συναντήσει τον αναγνώστη του, αλλά αντίθετα ο κάθε αναγνώστης και ανάλογα με την ωριμότητά του, τις διαθέσεις του, την προβληματική του, την ψυχολογία του ή την κουλτούρα του να επιλέγει κάθε φορά το κείμενο που του ταιριάζει. Μα και κάπως έτσι κι εγώ και διαβάζω έργα άλλων, αλλά και γράφω τα δικά μου. Ας πούμε, για παράδειγμα, μετά τα δυο cross over μυθιστορήματά μου που αναφέρατε, το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει μια δική μου μυθιστορηματική ερμηνεία της Μήδειας, ενώ μέσα στις αρχές του 2024 ένα εντελώς παιδικό έργο μου με αφηγητή ένα δωδεκάχρονο αγόρι», δηλώνει ο Μάνος Κοντολέων. Για να συμπληρώσει ότι «το είπα και πιο πριν -συνεχώς ‘μεταμφιέζομαι’. Δείγμα υγειούς νεότητας το θεωρώ. Και ας μου επιτραπεί και να το συστήσω… Τόσο στους αναγνώστες, όσο και σε συγγραφείς».

Ψήγματα της περιπέτειας του Καπιτάνου θα συγκινήσουν ανάλογα όλες τις ηλικίες. Την αναπόληση χαμένων ευκαιριών για τους ενήλικες, τη μεγαλειώδη διεκδίκηση του χώρου τους για τους εφήβους, τη σούπερ ηρωική προσπάθεια για τα μικρότερα παιδιά.

Πατρίδα, η παιδική ηλικία

Η παιδική ηλικία αποτελεί σταθερό πυρήνα της πεζογραφίας του πάντως. «Απλώς είμαι από αυτούς που και πιστεύω και έχω διαπιστώσει πως η πατρίδα του καθενός μας είναι η παιδική του ηλικία», τονίζει.

Ευτυχώς όχι η απόλυτη νέκρα

Δυστυχώς βλέπει και εκείνος ότι ο χώρος σήμερα για παιδική-νεανική λογοτεχνία «ολοένα και λιγοστεύει. Κι αν κάτι ακόμα βλέπουμε να κινείται στο χώρο των παιδιών, καθώς μπαίνουμε στο χώρο των εφήβων ολοένα και επικρατεί η ακινησία. Ευτυχώς όχι ακόμα η απόλυτη νέκρα. Μα φτάσει κι αυτή αν δεν αλλάξουμε τα συστήματα μας που διαπαιδαγωγούν τους νέους. Αν δεν ρίξουμε μια ματιά στο πως το θέμα αυτό το αντιμετωπίζουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και προσπαθήσουμε να παραδειγματιστούμε».

Από την Πηνελόπη Δέλτα μέχρι σήμερα

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ωστόσο ιδιαίτερη παράδοση νεανικής λογοτεχνίας, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με κάποια οίηση. Πέρα από τη Σαρή, τη Ζέη, τη Δέλτα. Ακόμη και ο Κοσμάς Πολίτης, τείνει να εκλείψει… «Τα όρια μεταξύ νεανικής λογοτεχνίας ή πιο σωστά λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και της λογοτεχνίας ενηλικίωσης είναι ως ένα βαθμό ασαφή και σίγουρα στην Ελλάδα όχι κατοχυρωμένα. Ο Κοσμάς Πολίτης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βασικός και πρώτος εκπρόσωπος αυτού του είδους, αν και υπάρχει βέβαια και η Αιολική γη του Βενέζη και Τα ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη. Αλλά αυτά τα μυθιστορήματα δεν τα έχουμε αναγνωρίσει ως πρωτοπόρους του είδους» αποφαίνεται ο Μάνος Κοντολέων. «Μπορεί γιατί γραφτήκανε σε μια εποχή που η νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή αναζητούσε την εδραίωσή της. Από εκεί και πέρα, η Δέλτα με Τα μυστικά του βάλτου και το Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου δημιουργεί μυθιστορήματα που η κάπως έντονη διάθεσή τους να ασχοληθούν με εθνικά ζητήματα τα συγκρατεί από το να αναζητήσουν τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των νεαρών ηρώων τους», διαπιστώνει ο συγγραφέας.

Ποιος αντέχει την εφηβική αμφισβήτηση;

«Η Ζέη έχει γράψει καθαρώς βιβλία για παιδιά που λόγω της μη αυτολογοκριτικής τους τάσης αναγνωρίστηκαν και ως νεανικά, μα στην ουσία δεν είναι. Η Σαρή έχει γράψει -θυμίζω τα Χέγια και τη Νινέτ. Γενικά θα έλεγα πως ως κοινωνία δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να αναγνωρίσουμε την αυθύπαρκτη παρουσία μιας εφηβικής αμφισβήτησης στα μυθιστορήματα που θα διαβάσουν οι έφηβοι μας. Για αυτό και ο νέος ορισμός: μυθιστορήματα cross over σε πολύ λίγα ελληνικά μυθιστορήματα μπορεί να εφαρμοστεί», καταλήγει.

Ο ρόλος της κριτικής

Στην Ελλάδα δεν έχει ωριμάσει αντιστοίχως και ο κριτικός λόγος, ιδιαίτερα στην παιδική νεανική λογοτεχνία. Δεν έχει ορθωθεί γενιά κριτικής, ικανή να διαπλάσει αναγνώστες. «Λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να παραδεχτώ πως ελάχιστα εξασκείται. Οι περισσότεροι που γράφουν κριτικά σημειώματα για βιβλία αυτής της κατηγορίας, τα γράφουν με τη διάθεση μιας κρίσης που δεν αφορά το ίδιο το έργο, αλλά το κατά πόσο θα γίνει κατανοητό από τους ανήλικους αναγνώστες του και αποδεχτό από τους ενήλικες κηδεμόνες τους. Αλλά και αυτό το γεγονός προέρχεται από τη μια λόγω της κοινωνικής συντηρητικότητας και από την άλλη λόγω της απαξίωσης που εκφράζουν προς αυτά τα έργα οι κριτικοί μας. Είναι χαρακτηριστικό πως σε όλα τα βραβεία υπάρχει ξεχωριστή επιτροπή για τα βιβλία που αφορούν παιδιά και νέους και ξεχωριστή για όλα τα υπόλοιπα είδη -από πεζογραφία έως ποίηση και δοκίμιο».

Συγγραφικό σόι

Ο Μάνος Κοντολέων απέκτησε δύο παιδιά με τη συγγραφέα και μεταφράστρια Κώστια: Τον δημοσιογράφο Δομήνικο Κοντολέων και την θεατρολόγο Άννα Κοντολέων. Κατοικούν στην Κηφισιά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα «μεταναστεύουν», όπως σημειώνει, στον Άγιο Λαυρέντιο, το γραφικό χωριό του Πηλίου.

«Τα παιδιά μου μεγάλωναν μέσα στα βιβλία. Σε σημείο που κάποια στιγμή ίσως και να επαναστάτησαν. Λογικό όσο και υγιές. Μα μετά επανήλθαν στη σχέση με την οποία μεγαλώσανε. Δεν είναι, πιστεύω, τυχαίο πως και τα δυο παιδιά μου γράφουν κι αυτά». Εξάλλου, στη μικρή τους ηλικία «δοκίμαζαν» μαζί τα βιβλία του. «Τώρα έχουν τις δικές τους ζωές. Σύμβουλός μου πλέον η σύντροφός μου, όπως βέβαια κι εγώ δικός της», αναφέρει ο Μάνος Κοντολέων.

Διαβάζει (διαβάζουν μαζί;) συνέχεια. «Καθώς γράφω κριτικές σε διάφορα βιβλιοφιλικά σάιτς και στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων, έρχονται συνέχεια νέα βιβλία στο σπίτι μας κι εγώ ως μέλισσα ρουφώ χυμούς και από δυο και από τρία συγχρόνως. Έχω πολλά, πάμπολλα αγαπήσει στη ζωή μου και εύχομαι να υπάρχουν συνέχεια νέες αγάπες στο μέλλον».

Να δημιουργούνται ερωτήματα για τον κόσμο

Στη ροή της συζήτησης με τον σημαντικό συγγραφέα παρεμβάλλεται η ρήση του Κούντερα ότι «η βλακεία των ανθρώπων είναι ότι έχουν μια απάντηση σε όλα. Η σοφία των μυθιστορημάτων είναι ότι έχουν μια ερώτηση για όλα». Και ο Μάνος Κοντολέων δηλώνει ότι «δε χρειάζεται να τη σχολιάσω. Πάρα μόνο να πω ότι ζηλεύω που δεν την είπα εγώ».

Πιστεύω στις πράξεις

Για να κλείσει η συζήτηση, εκφράζεται η μπανάλ ερώτηση για το μέλλον των σημερινών παιδιών, το τι εύχεται για τη μελλοντική γενιά. Αλλά ο Μάνος Κοντολέων επιθυμεί να χρυσώσει το χάπι. «Αν με ευχές μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερο και πιο δίκαιο τον κόσμο, τότε τίποτε απ΄τα όσα συμβαίνουν, τα μαύρα και σκοτεινά που μας περιβάλλουν, δεν θα είχε συμβεί. Όχι, δεν πιστεύω στις ευχές. Πιστεύω στις πράξεις. Ο καθένας μας να κάνει αυτό που πιστεύει πως μπορεί να βελτιώσει τη ζωή τη δική του και των άλλων. Και βέβαια όταν αναφέρομαι σε άλλους, λογικό είναι να έχω πρώτιστα κατά νου τα παιδιά και τους νέους».

https://www.mononews.gr/business/shipping/anek-epimeni-o-marios-iliopoulos

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου

 


     Θυμάσαι;

Τα ματάκια σου γεμάτα απορία κοίταζαν τα πόδια εκείνων που πατούσαν το νοτισμένο χώμα από το πέρασμα μιας απογευματινής ανοιξιάτικης μπόρας.  Κούνησες χαρούμενο την ουρά σου, ‘είμαι κι εγώ εδώ’ ήθελες να φωνάξεις, μα τα πόδια εκείνων των άγνωστων σου ανθρώπων συνέχισαν αδιάφορα το πέρασμα τους, αγνοώντας την παρουσία σου.

Γαύγισες-αδύναμη η φωνούλα-την παράσυρε ο άνεμος.  Κι εκείνοι οι άνθρωποι που τα βήματά τους ακολουθούσες,  έστριβαν τώρα στην καμπή του δρόμου.  ‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες και τους πήρες τρέχοντας στο κατόπι.  Πρόλαβες τον τελευταίο της παρέας, γαύγισες πάλι και μπλέχτηκες ανάμεσα στα βήματα των ποδιών του.  Μα εκείνος είχε και χέρια που σε χάιδεψαν, μια φορά μόνο, κι έπειτα απομακρύνθηκε για να ενωθεί με τους άλλους της συντροφιάς του.

‘Αν όχι τώρα, πότε;’ σκέφτηκες πάλι κι έτρεξες ξοπίσω του.

Μεγάλη η βόλτα και κουράστηκες πολύ, μα συνέχισες να τρέχεις, μέχρι που όλη η συντροφιά μπήκε στον κήπο κάποιου σπιτιού,  μπήκες κι εσύ και πήγες και κρύφτηκες κάτω από το μεγάλο τραπέζι, κοντά στα πόδια εκείνου που είχε πιο πριν σταματήσει για να σε χαϊδέψει .

Λοιπόν… Εκείνος εκτός από χέρια που χαϊδεύουν, είχε και κεφάλι που έσκυψε να σε δει… Τον είδες κι εσύ, τότε δεν ήξερες ακόμα πως ήταν μεν κάποιος που λάτρευε τα σκυλιά, μα που είχε μόλις αποχαιρετήσει το δικό του κι είχε ορκιστεί να μην ξαναπάρει άλλο ποτέ.  Σε λυπήθηκε – εσύ πίστεψες πως σε συμπάθησε- κι άρχισε να σου βγάζει προσεκτικά τα αγκάθια που είχαν μπλεχτεί στο βρεφικό τρίχωμα σου.  Όλο το βράδυ αυτό έκανε, ‘Το λυπήθηκα το καημένο’ είχε ψιθυρίσει στην σύντροφο του κι ύστερα ανέβηκε να κοιμηθεί βέβαιος πως το πρωί θα είχες γυρίσει στο χωράφι κοντά στη μάνα σου.

Μα το επόμενο πρωί, εσύ ήσουν εκεί στην ίδια θέση και τον περίμενες.

Θυμάσαι;

Υπάρχει το κάρμα στα σκυλιά;… Μάλλον, αφού…

Στην επιστροφή του προς την  Αθήνα, εσύ μέσα  σ’ ένα πρόχειρο χαρτόκουτο ταξίδευες μαζί του.

Ναι υπάρχει!

Κι άφησες πίσω σου αμπέλια και γονικά και υιοθετήθηκες από αστούς καινούργιους γονείς -τον άντρα και τη σύντροφό του.  Όσο μεγάλωνες εκείνο το άσχημο σκυλάκι που ήσουν -όπως το άσχημο παπάκι του παραμυθιού-  γινόσουν όλο και πιο όμορφο, απόκτησες και όνομα ‘Σοκολάτα’ σε είπανε κι έκανες ταξίδια με το αυτοκίνητο και διακοπές στο Πήλιο.  Είχες δικό σου αφράτο κρεβάτι να κοιμάσαι, κι έγινες παραχαϊδευμένη αρχόντισσα σ’ εκείνο το σπίτι.

Και πέρναγαν τα χρόνια, κι ήρθαν κι άλλα χρόνια, κι άλλα…  Μεγάλωνε το ζευγάρι και μαζί τους κι εσύ ‘Σοκολάτα’.

Δεκατρία χρόνια μαζί.

Ήταν πολλά;

Ήταν λίγα;

Ποιος ξέρει.

Μαθημένη στα ταξίδια ‘Σοκολάτα’ ξεκίνησες για ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι.  Το τελευταίο σου.  Αυτή τη φορά για τους αμπελώνες του Παραδείσου…                  

Είσαι κι εκεί, είσαι κι εδώ…

Πάντα θα είσαι.

Ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα στο πόδι από αόρατη μουσούδα.

Ένα αγέρι από το κούνημα κάποιας ουράς.

Κάποιο θλιμμένο βλέμμα στα σκοτάδια της νύχτας.

Κάποιο γδάρσιμο της πόρτας στη σιγαλιά του απόβραδου.

Το ανεξήγητα ζεστό κρεβάτι σου.

Όλα σε θυμίζουν.

Κώστια Κοντολέων: Από τον Ακροκόρινθο στους αμπελώνες κάποιου Παραδείσου – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)