20.12.09

"Ο Τελευταίος Κύκνος" του Στέφανου Δάνδολου





Στέφανος Δάνδολος

“Ο τελευταίος κύκνος”

Εκδ. Καστανιώτη

Τον Στέφανο Δάνδολο τον ξέρω από τον καιρό που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο –το 1996 πρέπει να ήτανε. Και από τότε τον παρακολουθώ να γράφει και να εκδίδει μυθιστορήματα και διηγήματα.
Ο Τελευταίος Κύκνος πρέπει να είναι το όγδοο βιβλίο του.
Μια πλούσια ποσοτικά παραγωγή για δεκατρία χρόνια. Και πολύ, μα πολύ ποιοτική.
Έχω προλογίσει κι άλλοτε βιβλίο του –το πρώτο ή ένα από τα πρώτα…
Έχω κι άλλοτε δημοσιεύσει κριτικό σημείωμα για κάποιο άλλο μυθιστόρημά του.
Και σήμερα χαίρομαι να προλογίζω μια -από τις πολλές που έχουν ήδη διοργανωθεί και στις άλλες που θα διοργανωθούνε- εκδήλωση αφιερωμένη στο τελευταίο του μυθιστόρημα.
Χαίρομαι γιατί πιστεύω στο ταλέντο του και στο ήθος του.
Χαίρομαι γιατί ο Δάνδολος δεν επιζητά την εύκολη αναγνώριση και δεν ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς που περισσότερο νοιάζονται για την προβολή τους και λιγότερο για τα γραπτά τους.
Ο Τελευταίος Κύκνος –λοιπόν, ο Δάνδολος με έχει συνηθίσει στα ξαφνιάσματα. Κάθε του μυθιστόρημα ήταν εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενά του.
Είναι ένας συγγραφέας που συνεχώς αναζητά άλλες πηγές έμπνευσης και ψάχνει διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.
Για σκεφτείτε μόνο τα τελευταία του τρία έργα – ένας καίσαρας, ένα αγόρι νεκρό , τώρα μια έφηβη της δεκαετίας του ’80. Τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες, τρία διαφορετικά ύφη γραφής, τρεις διαφορετικές περιοχές δράσης.
Αλλά όσο κι αν με το κάθε του μυθιστόρημα ο Δάνδολος μας ξαφνιάζει , εντούτοις διαθέτει κι αυτός τους μόνιμους άξονές του, τις συγγραφικές ας πούμε, εμμονές του.
Η αναζήτηση της μητέρας, η ταύτιση με τον πατέρα, η χαμένη παιδική ταυτότητα.
Και τα τρία αυτά στοιχεία υπάρχουν και στον Τελευταίο Κύκνο.
Και θα έλεγα περισσότερο από πουθενά αλλού μιας και τώρα οι πρωταγωνιστές είναι έφηβοι.
Δεκαετία του ΄80, σε κάποιο γυμνάσιο των νοτίων προαστίων της Αθήνας. Η άφιξη της όμορφης και προκλητικής Σου αναστατώνει τις ζωές των συμμαθητών της, που την ακολουθούν πιστά στη φρενίτιδα μιας εποχής πλημμυρισμένης από μουσική ποπ και ταινίες με εξωγήινους, αρχαιολόγους και πυγμάχους…
Ένα μυθιστόρημα για τον ερωτισμό και τα λανθάνοντα ένστικτα μιας ηλικίας άγριας αλλά και τρυφερής, αθώας αλλά και ένοχης.
Αυτά μεταξύ άλλων σημειώνονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Και έτσι είναι – ο Τελευταίος Κύκνος είναι ένα μυθιστόρημα για μια εποχή και μια γενιά.
Τη γενιά όσων σήμερα είναι κάπου ανάμεσα στα τριανταπέντε τους με σαράντα τόσα χρόνια, και υπήρξαν γόνοι οικογενειών αστικών που δεν γνώρισαν μήτε τη στέρηση αγαθών, μήτε τον πόλεμο, μήτε και την απαγόρευση έκφρασης των ιδεών τους.
Τα παιδιά των σημερινών εξηντάρηδων.
Η γενιά που παίρνει τα ηνία της ζωής στα χέρια της και που σπρώχνει τους πατέρες προς το περιθώριο.
Ποια είναι αυτή η γενιά;
Ο Τελευταίος Κύκνος μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως ένα ερωτικό μυθιστόρημα, κάτι αντίστοιχο με σύγχρονο δράμα ενός Ρωμαίου και μιας Ιουλιέτας.
Και είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα.
Αλλά όχι μόνο –είναι και μια προσπάθεια ψυχογράφησης της εφηβείας στα χρόνια του ’80.
Ο Δάνδολος δείχνει να αναρωτιέται –μπορεί και να θέλει να κλάψει- για το πώς άνθρωποι που ξεκινήσαν τη ζωή τους με τόσες καλές προϋποθέσεις, κατέληξαν σε συμβιβασμένους, σε αποτυχημένους, σε προδότες
Και την ώρα που αναρωτιέται και σπαράζει, την ίδια ώρα το φανερώνει το γιατί.
Πουθενά μέσα σε όλο το βιβλίο, που σημαίνει πουθενά μέσα σε όλα τα χρόνια από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, δεν υπάρχει μια αναφορά των εφήβων σε πολιτικό ή κοινωνικό προβληματισμό. Λιγότερο από δέκα χρόνια είχαν περάσει από την πτώση της χούντας και όμως η νέα γενιά της αστικής τάξης του τότε λες και την είχε ξεχάσει.
Κανένας κοινωνικός προβληματισμός δεν περνά από τις πλατείες και τα στέκια της νεολαίας του προάστιου.
Υπάρχουν μόνο παγωτά, έτοιμα φαγητά και ταινίες κατανάλωσης. Μουσική ξενόφερτη. Και συνεχώς όλα αυτά να αναλώνονται και να αντικαθίστανται –μέσα στη δεκαετία του 80 ξεκινά η ιδεολογία της κατανάλωσης.
Μια γενιά χωρίς στην ουσία πρότυπα. Μια γενιά χωρίς οικογένεια –οι γονείς αν δεν χωρίζουν, μαλώνουν ή περνάνε όλο το χρόνο τους σε αναζήτηση πλούτου.
Και οι νέοι προσπαθούν να βρούνε τις ταυτότητές τους. Ερωτεύονται άτομα του ίδιου ή του άλλου φύλλου. Κάνουνε ασαφή σχέδια για το μέλλον τους, διοργανώνουν εκδρομές και δεν τολμούνε να ζητήσουν βοήθεια.
Οι πιο ψύχραιμοι θα συμβιβαστούν. Οι πιο δυνατοί θα αναζητήσουν τρόπους αποχώρησης.
Και κάποιος –το Φτερό, η Ιόλη του βιβλίου (μπορεί και ο ίδιος ο Στέφανος όμως) – θα θελήσει να καταγράψει το δράμα τόσο για να εξιλεωθεί η ίδια (ή ο ίδιος) όσο και να απολογηθεί για όλους τους.
Αλλά ένα μυθιστόρημα δεν είναι μόνο φορέας απόψεων, είναι και πλοκή, είναι και χαρακτήρες.
Ο Στέφανος Δάνδολος με άνεση κινείται εντός των σχολικών αιθουσών, με άνεση περιγράφει στέκια της νεολαίας εκείνης της εποχής, με καλή και τεκμηριωμένη γνώση χρησιμοποιεί τα προϊόντα του ’80.
Και με τη σιγουριά του δόκιμου μάστορα στήνει τους χαρακτήρες των ηρώων του και μάλιστα σε τρεις διαφορετικές περιόδους της ζωής τους –πράγμα που σημαίνει πως καλά τους έχει γνωρίσει και αγαπήσει.
Μυθιστόρημα καθρέφτης μιας εποχής.
Έξυπνα και με βάθος γραμμένο. Με δυο προτάσεις αυτό είναι ο Τελευταίος Κύκνος.

12ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά & Νέους


«Η Unicef υποστηρίζει το Φεστιβάλ Ολυμπίας και το Φεστιβάλ στηρίζει τη Unicef» -με αυτά τα λόγια ξεκίνησα την παρουσίαση του βραβείου που απονέμει η Unicef σε μια από τις ταινίες μεγάλου μήκους που προβάλλονται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ κινηματογράφου για παιδιά και νέους.
«Κι αυτό συμβαίνει γιατί και οι δυο ενδιαφέρονται για το παιδί, τον νέο και υποστηρίζουν τα δικαιώματά τους –το δικαίωμα σε μια ταυτότητα, το δικαίωμα σε μια οικογένεια, το δικαίωμα στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην ειρήνη, στην αγάπη… Οι άνθρωποι κατανοούν ο ένας τον άλλον καθώς έρχονται πιο κοντά. Και αυτό μπορεί να συμβεί και μέσα από τον κινηματογράφο»
Πραγματικά, όσοι έχουν έστω και μια φορά παρακολουθήσει τις προβολές των ταινιών κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ολυμπίας, πέρα από τη χαρά της γνήσιας ψυχαγωγίας, έχουν και την ευκαιρία να γνωρίσουν και με τον τρόπο ζωής και σκέψης ανθρώπων που ζούνε σε διάφορα μέρη του πλανήτη μας. Είναι σαν μέσα σε πέντε μέρες να έχεις ταξιδέψει από τη Δανία στο Ιράν, από την Ινδία στον Καναδά, από την Τουρκία, στη Γαλλία, από την Ελλάδα στη Κολομβία.
Και να έχεις ταξιδέψει όχι σαν ένας απλός τουρίστας αλλά ως ένα άνθρωπος που του δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους.
Δώδεκα χρόνια συμπλήρωσε εφέτος ο θεσμός και για μια ακόμα φορά ο Πύργος είχε γεμίζει από νέους που είχαν έρθει από διάφορα μέρη της Ελλάδας και από διάφορες χώρες. Και κάθε απόγευμα, στον υπέροχο κινηματογράφο ‘Απόλλων’, άνθρωποι που εργάζονται στον κινηματογράφο, άνθρωποι που αγαπούν αυτήν την τέχνη, παιδιά και νέοι της περιοχής και άλλοι φερμένοι από χώρες της Ευρώπης, μαζευόμαστε για να χαρούμε ταινίες μεγάλου μήκους, ταινίες μικρού μήκους και ταινίες κινουμένων σχεδίων.
Όλες οι ταινίες ήταν όμορφες και όχι μόνο αυτό – είναι ταινίες που προτείνουν μια δική τους ματιά στον τρόπο της κινηματογραφικής έκφρασης καθώς διατηρούν την ανεξάρτητη διάθεση των δημιουργούν τους και δεν υπηρετούν τους κανόνες μιας βιομηχανικής κατασκευής ταινιών που ξεκινά από το Χόλλυγουντ.
Οι φετινές ταινίες μεγάλου μήκους που μια από αυτές θα κέρδιζε τη διάκριση της Ελληνικής Επιτροπής Συνεργασίας με τη Unicef, είχαν έρθει από διάφορες χώρες –τη Γερμανία, τη Σουηδία, τον Καναδά, την Τουρκία, την Γεωργία, το Ιράν, την Πολωνία, την Ολλανδία, τη Δανία. Για μια ακόμα φορά δεν υπήρχε συμμετοχή ελληνικής ταινίας. Κάτι που αξίζει να προβληματίσει τους υπεύθυνους φορείς.
Η διάκριση της Unicef δίνεται σε μια ταινία που και άρτια καλλιτεχνικά θα είναι, αλλά και που παράλληλα με τον θέμα της θα προβάλλει όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται τα δικαιώματα των παιδιών και των νέων.
Τρεις ήταν οι ταινίες που διεκδίκησαν αυτή τη διάκριση.
Η μια ερχότανε από το Ιράν, η άλλη από την Γεωργία και η τρίτη από την Τουρκία.
Η ταινία από το Ιράν είχε τη συγκλονιστική ερμηνεία ενός μικρού αγοριού που υποδύεται ένα παιδί σπαστικό. Η ταινία της Γεωργία καθήλωσε το κοινό με τον ρεαλιστικό τρόπο που έδειξε το δράμα όσων ζούνε σε περιοχές που μαστίζονται από μακροχρόνιους πολέμους. Η τούρκικη συμμετοχή μας ταξίδεψε σε περιοχές της Τουρκίας όπου η ανάπτυξη λες κι έχει μείνει σαράντα και πενήντα χρόνια πίσω. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι προσπαθούν να αρπαχτούν από τη ζωή και να χαρούνε έστω και μια υποτυπώδη οικογενειακή ζεστασιά.
Κι ήταν αυτή η ταινία που πήρε τη διάκριση. Ήταν απλή, ζεστή, ανθρώπινη και στο πρόσωπο της μικρής πρωταγωνίστριας όλοι μας είδαμε την ανάγκη ενός παιδιού, του κάθε παιδιού να αγαπηθεί.
Η ταινία έχει τον τίτλο Mommo – Ο μπαμπούλας.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος ο Atalay Taskiden.

Βραβεία και Διακρίσεις
του 12ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους

Τα Βραβεία της Κριτικής Επιτροπής

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μεγάλου Μήκους
Ως την αγάπη / A Time to Love, του Ebrahim Forouzesh, Ιράν, 2008, 90’
Γιατί περιγράφει πόσο σκληρές μπορούν να αποδειχθούν οι διακρίσεις και πόσο σπουδαίο είναι να αποδέχεσαι το διαφορετικό.

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους Μυθοπλασίας
Κάβι / Kavi, του Gregg Helvey, ΗΠΑ, 2009,19’
Γιατί πρόκειται για μια καλοσκηνοθετημένη ταινία με θέμα τη σκληρή και άδικη ζωή εκατομμυρίων παιδιών σε όλο τον κόσμο που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και γιατί ταυτόχρονα δίνει την ελπίδα ότι η κατάσταση μπορεί να αλλάξει.

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους Κινούμενων Σχεδίων
Ελέφαντας / Elephants, της Sally Pearce, Ηνωμένο Βασίλειο, 2008, 13’
Γιατί αποδίδει με ποιητικό αλλά και διασκεδαστικό τρόπο μια ιστορία για την απόσταση μεταξύ της γκρίζας ζωής των μεγάλων και της πολύχρωμης και χαρούμενης ζωής των παιδιών.

Βραβείο Καλύτερης Ψηφιακής Ταινίας Μικρού Μήκους
Μαυροπούλι / Black Birdie, του Pal Toth, Ουγγαρία, 2009, 11’30’’
Γιατί παρουσιάζει μια συγκινητική ιστορία για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν μοναχικό άντρα και ένα πουλί, στέλνοντας το μήνυμα: «Ας ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον!»

Βραβείο Σκηνοθεσίας Ταινίας Μεγάλου Μήκους
στον Andrzej Jakimowski
για την ταινία του Αθώα κόλπα / Tricks, Πολωνία, 2008, 96’
Για την αφηγηματική του ικανότητα να προκαλεί μοναδικά συναισθήματα μέσω των εικόνων.

Βραβείο Σεναρίου Ταινίας Μεγάλου Μήκους
στον Roger Cantin
Για την ταινία του Ένα φορτίο για την Αφρική / A Cargo to Africa, Καναδάς, 2009, 90’,
που διηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός άντρα και ενός παιδιού οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με διάφορες αντιξοότητες και προσπαθούν να κάνουν μια καινούργια αρχή στη ζωή τους.

Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας Αγοριού Ταινίας Μεγάλου Μήκους
στον Mohsen Tanabandeh
Για την εξαιρετική ερμηνεία του στην ταινία Ως την αγάπη / A Time to Love, του Ebrahim Forouzesh, Ιράν, 2008, 90’
Γιατί απέδωσε με εκφραστικότητα και πειστικότητα το όραμα του δημιουργού της ταινίας.

Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας Κοριτσιού Ταινίας Μεγάλου Μήκους
στην Elif Bulbul
Για την ερμηνεία της στην ταινία Ο μπαμπούλας / Mommo, του Atalay Tasdiken, Τουρκία, 2009, 94’
Γιατί κατόρθωσε μέσα από τα αθώα μάτια της, να κάνει τους θεατές κοινωνούς της δικής της πραγματικότητας.

Εύφημος Μνεία
Στην ταινία Η άλλη όχθη / The Other Bank, του George Ovashvili, Γεωργία-Καζακστάν, 2009, 90’
Γιατί περιγράφει την οδύσσεια ενός παιδιού που προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που καταρρέει.

Εύφημος Μνεία
Στην ταινία Χειμώνας σε καιρό πολέμου / Winter in Wartime, του Martin Koolhoven, Ολλανδία, 2009, 103’
Για τα εξαιρετικό αποτέλεσμα στα κοστούμια, τη φωτογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση.

Εύφημος Μνεία
Στην ταινία Τα κροκοδειλάκια / The Crocodiles, του Christian Ditter, Γερμανία, 2009, 97’
Ως την καλύτερη οικογενειακή ταινία, που ψυχαγωγεί μικρούς και μεγάλους.


Το Βραβείο Unicef

Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF απένειμε Ειδικό Βραβείο στην ταινία
Ο μπαμπούλας / Mommo, του Atalay Tasdiken, Τουρκία, 2009, 94’
Γιατί διέπεται από αξίες που συνάδουν με το πνεύμα και τις αρχές της Unicef.

Το Βραβείο CIFEJ

Το Βραβείο του Διεθνούς Κέντρου Κινηματογράφου για Παιδιά και Νέους απονεμήθηκε στην ταινία
Ο γιος του κυνηγού των αετών / The Eagle Hunter’s Son, του Rene Bo Hansen, Γερμανία-Σουηδία, 2008, 87΄
Γιατί περιγράφει μια ποιητική περιπέτεια ενός αγοριού που αποδεικνύει ότι η πραγματική ζωή μπορεί να είναι καλύτερη από τα όνειρα.


Tα Βραβεία της Κριτικής Επιτροπής των Παιδιών

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μεγάλου Μήκους
Στην ταινία Τα κροκοδειλάκια / The Crocodiles, του Christian Ditter, Γερμανία, 2009, 97’

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους Μυθοπλασίας
Στην ταινία Αγαπημένο παιδί / Love Child, του Daniel Wirtberg, Σουηδία, 2009, 6’

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους Κινούμενων Σχεδίων
Στην ταινία Ψαρεύοντας με τον Σαμ / Fishing with Sam, της Atle S. Blakseth, Νορβηγία, 2009, 6’

Βραβείο Καλύτερης Ψηφιακής Ταινίας Μικρού Μήκους
Ελαττωματικός / Defective, του Juan Sebastian Diaz Santaella, Κολομβία, 2008, 9’55’’







17.12.09

Γράφω γιατί δεν θέλω να κρατώ κρυφές τις εμμονές μου




1. Τι συνιστά πηγή έμπνευσης για εσάς και πώς η αρχική ιδέα μετουσιώνεται σε μυθιστόρημα;

- Αν και πολλές φορές οι εμπνεύσεις με ξαφνιάζουν με το απρόοπτο τρόπο που εμφανίζονται –άλλοτε μια φράση, άλλοτε μια περαστική εικόνα ή απρόβλεπτη σκέψη- νομίζω πάντως πως τις περισσότερες φορές μπορώ να ανιχνεύσω την πηγή τους σε καθημερινές στιγμές δικές μου ή άλλων, σε συναισθήματα και αισθήματα. Μα από ένα σημείο και μετά η όποια έμπνευση δε μετράει και τόσο, όσο μετράει ο τρόπος που αυτή θα υλοποιηθεί. Θέλω να πω πως η έμπνευση είναι η αφετηρία. Το ταξίδι που από εκεί ξεκινά, αυτό είναι που πάνω του θα στηριχτεί το έργο τελικά.

2. Φαντασία, μνήμη, γνώση. Πώς εσείς, ως συγγραφέας, θα ιεραρχούσατε αξιολογικά αυτές τις περιοχές του ανθρώπινου νου;

- Ίσως κάπως αυθαίρετα βάζω πρώτα τη μνήμη, μετά τη γνώση και τελευταία τη φαντασία.

3. Θεωρείτε ότι αυτό που αποκαλούμε «ταλέντο» αρκεί για να καταξιώσει κάποιον ως συγγραφέα σήμερα;

- Όχι, βέβαια! Το ταλέντο είναι ο σπόρος. Για να βγει από έναν σπόρο ΄΄ένα φυτό, χρειάζεται να φροντίσει κανείς το χώμα, να σκεφτεί το πότισμα, να καταφύγει στο λίπασμα. Μόνο έτσι το ταλέντο έχει ελπίδα να δώσει καρπούς. Αλλά αν περιμένεις πως σήμερα ο καρπός –ακόμα και ο πιο εύγευστος και ζουμερός- είναι αρκετός για να καταξιώσει έναν συγγραφέα, μάλλον θα απογοητευθείς. Σήμερα πολύ σημαντικό ρόλο στην καταξίωση, ή μάλλον στην «καταξίωση», παίζει και το αμπαλάζ. Και εδώ κάποιοι έχουν ένα άλλο είδους ταλέντου και δεν ντρέπονται να το χρησιμοποιούν.

4. Ζούμε σε μια εποχή συγγραφικής έξαρσης. Ποια συστατικά οφείλει να διαθέτει ένα μυθιστόρημα για να θεωρηθεί αξιόλογο;

- Μα αυτά που πάντοτε έπρεπε να διαθέτει. Ευαίσθητη γλώσσα, πλοκή που να εξυπηρετεί τον στόχο της συγγραφής, χαρακτήρες που οι πράξεις τους να είναι συνεπείς με τα συναισθήματά τους. Και βέβαια το κυριότερο – να φωτίζει έστω και μια μικρή σκοτεινή γωνιά του υπόγειου της ανθρώπινης μοίρας.


5. Έχετε γράψει πάμπολλα βιβλία για ενήλικες, για παιδιά και για νέους. Ποιο είναι, αλήθεια, το ενδόμυχο κίνητρο που σας ωθεί να δημιουργείτε τόσα χρόνια;

- Με ρωτάτε στην ουσία γιατί γράφω. Έχω κάμποσες απαντήσεις να σας δώσω: Γιατί μου αρέσει να επικοινωνώ με τους άλλους. Γιατί μου αρέσει να δημιουργώ κάτι που πριν εγώ το φτιάξω δεν υπήρχε. Γιατί θέλω να συμβάλω στην καλυτέρευση του κόσμου. Γιατί μου αρέσει να εξασκώ την εξουσία του γραπτού λόγου. Γιατί θέλω να είμαι αναγνωρίσιμος. Γιατί δεν θέλω να κρατώ κρυφές τις εμμονές μου. Γιατί κάποια στιγμή, έτσι ανέμελα ξεκίνησα να γράφω και τώρα πια δεν ξέρω κάτι άλλο να κάνω… Επιλέξτε εσείς μια ή περισσότερες από αυτές τις απαντήσεις. Ίσως και όλες.


6. Σε τι διαφέρει το να γράφει κανείς για μικρά παιδιά και εφήβους, σε σχέση με τη συγγραφή έργων για ενήλικες;

- Οι διαφορές έχουν να κάνουν με τον τρόπο που κάθε φορά αποφασίζεις ή σπρώχνεσαι να δεις τον κόσμο και στη συνέχεια να τον περιγράψεις. Ο κόσμος με τα μάτια ενός παιδιού είναι διαφορετικός, από αυτόν που βλέπει ο έφηβος και κάποιος άλλος ο τρόπος που αυτό γίνεται από έναν ενήλικο.
Τώρα γιατί άλλοτε καταφεύγω στον ένα τρόπο κι άλλοτε στους άλλους, απόλυτη απάντηση δεν μπορώ να εκφράσω. Υποθέτω –και μιας δεν έχω κάτι άλλο ανακαλύψει σ΄ αυτήν την υπόθεση στηρίζομαι –υποθέτω, λοιπόν, πως μέσα μου συνυπάρχουν (όχι πάντα αρμονικά) και το παιδί και ο έφηβος και ο ενήλικος. Και με απόλυτη δικαιοσύνη επιτρέπω άλλοτε στο παιδί, άλλοτε στον έφηβο κι άλλοτε στον μεγάλο Μάνο να εκφρασθούν και να συνομιλήσουν με τους εκάστοτε συνομηλίκους τους.

7. Αφηγηθείτε μας μια ιστορία που έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη σας από την επαφή με κάποιον μικρό αναγνώστη σας.

-
Πριν από μερικά χρόνια έλαβα μια επιστολή από μια έφηβη που ήθελε να με ενημερώσει πως κατά τη διάρκεια μιας δύσκολη περιόδου της ζωής της, συνάντησε τον ήρωα ενός βιβλίου μου ο οποίος και την βοήθησε να ξεπεράσει τη δύσκολη κατάσταση. Και αυτή την εμπειρία της θέλησε να την μοιραστεί μαζί μου. Ομολογώ πως ήταν για μένα μια πολύ συγκινητική εμπειρία και παράλληλα μια αναγνώριση της επαφής που αναζητώ να έχω με τους άγνωστους αναγνώστες μου.

8. Τι θα απαντούσατε σ’ ένα παιδί που θα σας ρωτούσε: “για ποιο ιδανικό αξίζει να αγωνίζεται κάποιος σήμερα”;

- Για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει μια ταυτότητα που θα του την αναγνωρίζουν οι άλλοι.

9. Μιλήστε μας για την αναγνωστική σας εμπειρία. Ποιους συγγραφείς σας αρέσει να διαβάζετε;

- Διαβάζω από μικρό παιδί. Όλη μου η ζωή πέρασε μέσα στα βιβλία. Πολλοί είναι οι συγγραφείς που αγάπησα, πολλά τα βιβλία που λάτρεψα. Δεν γίνεται να φτιάξω ένα κατάλογο με όλα αυτά – ονόματα και τίτλους. Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως κάποτε πιο εύκολα συγγραφείς και κείμενα αλλάζανε –κατά κάποιο τρόπο- τη ζωή μου. Τώρα πιο σπάνια. Ίσως να φταίνε οι συγγραφείς και τα έργα τους. Μάλλον όμως έχει να κάνει και με μένα τον ίδιο… Η ωριμότητα δεν έλκεται από το ξάφνιασμα… Δυστυχώς.

10. Για ποιο λόγο η φωνή των ανθρώπων του πνεύματος δεν φτάνει στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλαπλά αδιέξοδα σήμερα;

- Μπορεί να φταίνε οι ίδιοι οι δημιουργοί που κατά κάποιο τρόπο απέχουν από μια ενεργή συμμετοχή στα ζητήματα που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο. Οι συγγραφείς μας σήμερα –αν όχι όλοι, πάντως οι περισσότεροι- ζούνε μέσα στον δικό τους μικρόκοσμο και ελάχιστα ταυτίζονται με τα καίρια προβλήματα της καθημερινότητας. Αλλά ας μην καταλογίζουμε τα πάντα στους συγγραφείς. Είναι και το ίδιο το κοινό που έχει επηρεαστεί από ένα τηλεοπτικό τρόπο σκέψης και έτσι δεν αναζητά πολυσύνθετες απόψεις, μήτε και απαιτεί τη δημιουργία έργων που να χώνουν το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο. Δέστε, για παράδειγμα, τους τίτλους των κατά καιρούς ευπώλητων. Δίπλα σε βιβλία αρκετά ή έστω και λίγο ουσιαστικά, βιβλία με περιεχόμενο επίπεδο και σκέψεις απλοϊκές. Μάλλον είναι η εποχή μας τέτοια. Κάθε εποχή παράγει την Λογοτεχνία που την εκφράζει.


11. Το διαδίκτυο αποτελεί ευλογία ή κατάρα για τη σύγχρονη λογοτεχνία;

-
Μήτε ευλογία, μήτε και κατάρα. Το διαδίκτυο είναι μια εξέλιξη στον τρόπο επικοινωνίας και μετάδοσης γνώσεων. Μια επανάσταση, θα έλεγα. Η λογοτεχνία θα προσαρμοστεί. Το πως δύσκολα μπορώ να το περιγράψω. Και δεν θέλω να αφεθώ σε υποκειμενικές φαντασιώσεις. Άλλωστε, επειδή είμαστε ακόμα στις πρώτες, πρώτες στιγμές αυτής της επανάστασης, ξέρω πως τις ουσιαστικές αλλαγές η γενιά μου δεν θα προλάβει να τις δει. Δεν εννοώ τα νέα «ενδύματα» που ακόμα και τούτη τη στιγμή η λογοτεχνία δοκιμάζει, αλλά στις ουσιαστικές μετατροπές των δομών μιας λογοτεχνικής ενσάρκωσης και μιας αναγνωστικής προσέγγισης.


12. Ένα βασικό θέμα στο μυθιστορηματικό σας έργο είναι ο έρωτας. Μάλιστα με αυτό το θέμα καταπιάνεστε και στο προσφάτως εκδοθέν μυθιστόρημά σας «Λεβάντα της Άτκινσον». Θεωρείτε τελικά τον έρωτα περισσότερο καταστροφικό ή επωφελή για τον άνθρωπο;

- Μπορεί πολλά από τα έργα μου να στηρίζονται πάνω στις ερωτικές συμπεριφορές των ηρώων μου, αλλά στην ουσία βλέπω τον Έρωτα ως κάτι πιο βαθύ από μια μάζωξη ερωτικών συγκινήσεων. Ο Έρωτας πιστεύω πως είναι η δημιουργία, η αμφισβήτηση της φθοράς, μια έκφραση προβολής του Εγώ και συνάμα μια υποταγή του στο Εγώ του άλλου. Ο Έρωτας είναι ένα παιχνίδι. Και όλα τα σημαντικά πράγματα που ο άνθρωπος βιώνει και με αυτά εκφράζεται ένα παιχνίδι είναι. Κάτι τέτοιο νομίζω πως υποστηρίζει και η «Λεβάντα της Άτκινσον».

13. Θεωρείτε ότι, μέσω της τέχνης, μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει το χρόνο;

-
Να τον νικήσει, ίσως είναι αδύνατον. Αλλά σίγουρα μέσω της Τέχνης, αμφισβητεί την λήθη που συνοδεύει τον χρόνο. Βέβαια, η αμφισβήτηση αυτή είναι μάλλον μια φαντασίωση, τουλάχιστον για τους περισσότερους από εμάς. Αλλά μιας και όπως είπα και πιο πριν, η ζωή είναι ένα παιχνίδι, παίζουμε, λοιπόν, δημιουργώντας έργα Τέχνης.

14. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας μια φράση που σας έχει σημαδέψει;

-«Τίποτε από εμένα δε φαίνεται» -είναι λόγια του ο Άμλετ, στην απόδοση που έχει κάνει ο Χειμωνάς στο έργο του Σαίξπηρ. Νομίζω πως αυτή η φράση περιγράφει εύστοχα και πολυσύνθετα αυτό που είναι για τους άλλους, μα και για μένα τον ίδιο, ο Μάνος Κοντολέων.




(Συνέντευξη στο κρητικό περιοδικό SMART MAGAZINE No 5)

14.12.09

Πολύτιμα Δώρα... στα Επίκαιρα


1) Γιορτάζετε φέτος τα 30 χρόνια σας στο χώρο του βιβλίου. Αν κάνατε έναν απολογισμό τι θα λέγατε;

Τριάντα χρόνια είναι στ΄ αλήθεια ένα μεγάλο διάστημα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι μια ζωή. Αλλά αν δεχόμουνα κάτι τέτοιο θα ήταν ως να αποδεχούμενα πως έκλεισε ο κύκλος της συγγραφικής μου πορείας. Δεν αισθάνομαι όμως έτσι. Αντίθετα νοιώθω πως ναι μεν έκλεισα μια περίοδο της ζωής μου ως συγγραφέας, αλλά αρχίζω μια νέα. Και αυτό δεν είναι κάτι το ασαφές –όχι, το εννοώ και το πράττω. Μέσα στο 2009 μπορεί να συμπλήρωσα 30 χρόνια συγγράφειν με την κυκλοφορία τριών βασικά νέων μου βιβλίων –του μυθιστορήματος «Λεβάντα της Άτκινσον», του παιδικού διηγήματος «Ελίτσα ή Παπαρούνα;» και των παραμυθιών «Πολύτιμα Δώρα»- αλλά παράλληλα τελείωσα και ένα νέο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ανίσχυρος άγγελος» και που με αυτό, λοιπόν, ξεκινώ τη δεύτερη τριακονταετία… Και να σας πω κάτι;… Αλλά μη χαμογελάσετε!... Λοιπόν, μετά από τριάντα χρόνια θα είμαι 93 ετών… Εφικτός στόχος!

2) Με αφορμή, πάντως, τη συμπλήρωση των 30 χρόνων σας στο βιβλίο προσφέρετε στους αναγνώστες σας «Πολύτιμα δώρα» μέσα από το ομώνυμο βιβλίο σας. Περί τίνος πρόκειται;

Ναι, το βιβλίο αυτό είναι κάτι σα δώρο που κάνω στους αναγνώστες μου –και σε αυτούς που εδώ και τριάντα χρόνια με συντροφεύουν και σε όσους μόλις εφέτος με γνωρίσανε.
Πρόκειται για τρία παραμύθια –μπορεί και να είναι τρία φανταστικά διηγήματα- που απευθύνονται τόσο σε μικρούς όσο και σε μεγάλους. Με το καθένα από αυτά προσπαθώ να αντιστοιχίσω ένα μεγάλο συναίσθημα με μια πολύτιμη πέτρα. Τη γονική αγάπη με διαμάντια, την χαρά της δημιουργίας με μαργαριτάρια, τον έρωτα με σμαράγδια. Μπορεί ακόμα να διαβαστούν τα τρία αυτά κείμενα και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας μου –αυτά που μου δώσανε οι γονείς μου είναι τα διαμάντια, όσα εγώ μόνος μου κατάφερα να δημιουργήσω είναι τα μαργαριτάρια, όλα όσα προσφέρω σε εκείνους που με αγαπούν και αγαπάω είναι τα σμαράγδια.
Στόχος μου ήταν να μιλήσω για διαχρονικές αξίες και να αφηγηθώ τις ιστορίες μου με ένα τέτοιο τρόπο που να ενώνονται οι διάφορες ηλικίες των αναγνωστών μου. Θέλω και να τονίσω την εμφάνιση του βιβλίου με τις πολύ όμορφες εικόνες της Ρίτας Τσιμόχοβα.

3) Στη σημερινή εποχή του Ιρτερνετ της τεχνολογίας και της εικόνας ένα βιβλίο εξακολουθεί να αποτελεί «πολύτιμο δώρο» για ένα παιδί; Πως κερδίζετε το σημερινό σύγχρονο μικρό αναγνώστη;

Νομίζω πως ο άνθρωπος έχει πάντα την ανάγκη να ονειρεύεται και να φαντάζεται. Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το πετυχαίνει αυτό. Ένας από αυτούς είναι και η λογοτεχνία. Αυτός ο μαγικός τρόπος με το οποίο ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του και τους άλλους. Η τεχνολογία ασφαλώς και προχωρά, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει μήτε το όνειρο μήτε τη φαντασία. Μπορεί να είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον του βιβλίου, αλλά εγώ πιστεύω πως πάντα θα υπάρχει –άσχετα αν η μορφή του θα είναι όπως τώρα τη γνωρίζουμε ή θα έχει πάρει άλλο σχήμα, θα φτιάχνεται από άλλο υλικό. Το περιεχόμενο πάντα το ίδιο θα είναι –λέξεις που θα περιγράφουν όνειρα και φόβους, ελπίδες και έρωτες…

4) Έχετε γράψει πολλά βιβλία για παιδιά, αλλά και για ενήλικες και για εφήβους. Υπάρχει καθολική γραφή για όλες τις ηλικίες ή κάθε φορά προσαρμόζετε τον τρόπο που γράφετε;

Η γραφή προσαρμόζεται. Όχι ο συγγραφέας. Είτε γράφω κάτι που απευθύνεται σε ένα μικρό παιδί, είτε σε κάποιον ηλικιωμένο, είτε γράφω παραμύθι ή διήγημα ή μυθιστόρημα, πάντα εγώ ο ίδιος παραμένω. Πάντα είμαι εγώ ο Μάνος Κοντολέων που θέλει να εκφράσει την αλήθεια του και άλλοτε να τη μοιραστεί με έναν συνομήλικό του κι άλλοτε με άτομο που έχει πιο μικρή ηλικία, κάποια από αυτές που σε προηγούμενα χρόνια είχα κι εγώ.


5) Τι θέλετε να πετύχετε κάθε φορά που γράφετε ένα παιδικό βιβλίο;

Μα αυτό που θέλω να πετύχω και όταν γράφω ένα βιβλίο για μεγάλους. Την επικοινωνία. Ξαφνιάζονται πολλοί πως γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να γράφει τόσο διαφορετικά πράγματα σχετικά με την ηλικία των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Μα είναι τόσο απλό. Υπήρξαμε όλοι παιδιά και έφηβοι. Φτάνει να θελήσουμε να συνομιλήσουμε με τους τοτινούς εαυτούς μας και να …! Επικοινωνούμε με ένα σημερινό παιδί, ένα σημερινό έφηβο. Είναι πάρα πολύ απλό, πιστέψτε με. Φτάνει να έχεις το θάρρος να επιστρέφεις σε ηλικίες που ήξερες να μη φοβάσαι τα όνειρα…
(Συνέντευξη στη Δέσποινα Σαββοπούλου για το περιοδικό 'Επίκαιρα' -11/12/2009)

3.12.09

Τριάντα χρόνια, μια χρονιά… Απολογισμός

Το να μετράς τον χρόνο με τα βιβλία δεν είναι ίσως και ότι πιο ζωντανό μπορεί να κάνεις –«πίσω από των βιβλίων τα κάγκελα φυλάκισα τα ρόδινα των ημερών μου πρόσωπα», κάπως έτσι δεν το έχει περιγράψει ο αγαπημένος ποιητής;
Αλλά όταν πια έχεις συμπληρώσει 30 χρόνια παρουσίας στο χώρο της λογοτεχνίας, τότε ρόδινα πρόσωπα δεν έχεις πια…
Λεκέδες στο δέρμα, μικρά αυλάκια και εκείνη την έλλειψη υγρασίας που υπενθυμίζει πως το δροσερό μιας νιότης έχει χαθεί.
Αλλά στη θέση του η πείρα, η γνώση, η απόσταση από τους πόθους… Συντροφιά πια το Πάθος. Όλα αυτά, εσύ τα κάνεις βιβλία…
1979 -2009 : Τριάντα Χρόνια.
Τα γιόρτασα εκδίδοντας βιβλία.

Καλή γιορτή, χάρισα στον εαυτό μου την ικανοποίηση πως ακόμα δημιουργώ.
Η «Λεβάντα της Άτκινσον» με έκανε να αισθανθώ πως όσο κι αν κάποιοι θέλουν να με θεωρούν τυποποιημένο συγγραφέα, εγώ μπορώ να εισπράττω τη χαρά της επικοινωνίας με ένα κοινό που δεν υπακούει στις νόρμες των ΜΜΕ και των άλλων μορφών εξουσίας.





Το «Ελίτσα ή Παπαρούνα;» μου χάρισε τη χαρά να δω αυτό που κάποτε, στα παιδικά μου χρόνια είχε σταθεί η αφορμή να ανακαλύψω τη μαγεία του συγγράφειν, να γίνεται ένα τρυφερό κείμενο και ένα πανέμορφο βιβλίο.
«Καλέ πνίγομαι» φώναζε μια μέρα καλοκαιριού, σε μια ανύπαρκτη πλέον Βουλιαγμένη, η Ευδοκία και εγώ πενήντα και βάλε χρόνια αργότερα την έκανα ηρωίδα σε μια ιστορία που ενώνει τα παιδιά του τότε με τα σημερινά.


Και λίγες μέρες πιο πριν, καθώς ο δικός μου μήνας ο Νοέμβριος, βασίλευε, ήρθαν στο φως της έκδοσης τα «Πολύτιμα Δώρα» μου -αυτά τα δώρα που κάποια μου
χαρίστηκαν, κάποια μόνος μου τα βρήκα, όλα τους τα δίνω με τη σειρά μου χάρισμα στα πρόσωπα που αγαπώ, σε όσα με αγαπούνε.
Θαυμάσια έκδοση, υπέροχο κλείσιμο αυτής της χρονιάς που σημάδεψε τα τριαντάχρονά μου…
Αλλά, όχι! Δεν σημαδεύτηκε αυτή η επέτειος με μια, δυο, τρεις εκδόσεις.
Τη σημάδεψε ένας «Ανίσχυρος άγγελος». Το μυθιστόρημα που πάλι μέσα στο δικό μου μήνα τέλειωσα και που ενώνει τα τριάντα χρόνια μου με τα τριάντα ένα… Που στην ουσία ανοίγει τη νέα μου τριακονταετία…!
Σε τριάντα χρόνια θα είμαι 93 χρονών –εφικτός στόχος, νομίζω.
Υπάρχω, λοιπόν! Ο απολογισμός μιας χρονιάς.
Και η αγάπη των αναγνωστών μου εγγύηση για τη συνέχεια…
Ευχαριστώ.















10.11.09

Πολύτιμα Δώρα

1979 -2009 Τριάντα χρόνια συγγραφικού έργου

"Υπάρχουν κάποιες πέτρες που τις λένε πολύτιμες: τα διαμάντια, τα μαργαριτάρια, τα σμαράγδια. Είναι πολύτιμες γιατί είναι όμορφες, μα και σπάνιες. Όμορφα και σπάνια είναι και κάποια συναισθήματα. Σαν κι αυτά της αγάπης, της προσφοράς και του έρωτα. Και υπάρχουν κάποια παραμύθια που μιλάνε για όλα αυτά.’’

Με την ευκαιρία συμπλήρωσης 30 χρόνων συγγραφικού έργου, ο Μάνος Κοντολέων προσφέρει, στους αναγνώστες του Πολύτιμα Δώρα.
Μια συλλογή τριών παραμυθιών ή φανταστικών διηγημάτων_ ο ίδιος αποφεύγει να τα χαρακτηρίσει_ που γεφυρώνουν την όποια ηλικιακή διαφορά μπορεί να υπάρχει στο αναγνωστικό κοινό.
Μια πρόταση λογοτεχνικής ενσάρκωσης διαχρονικών αξιών και επίκαιρων μηνυμάτων.

Οι Εκδόσεις Πατάκη που εφέτος συμπλήρωσαν 20 χρόνια δημιουργικής συνεργασίας με τον Μάνο Κοντολέων, έδωσαν στα Πολύτιμα Δώρα μια άρτια ποιοτικά εκδοτική μορφή.
Οι εικόνες της Ρίτα Τσιμόχοβα, -κάθε μια τους κι ένας ζωγραφικός πίνακας- δημιουργούν ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής.

Ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει ένα πολύτιμο δώρο για όσους αγαπούν τους θρύλους και τη φαντασία, για όσους πιστεύουν στον έρωτα και στην αγάπη.

(Από το Δελτίο Τύπου των Εκδόσεων Πατάκη)

8.11.09

Johnnie Society


Γιαννής Φαρσάρης
"Johnnie Society"

Ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα είναι δύσκολο να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει ο συγγραφέας να έχει στήσει μια ενδιαφέρουσα πλοκή, να έχει πρόσωπα που να δείχνουν πως αν και χάρτινα εντούτοις αναπνέουν και τέλος να ξέρει τον τρόπο να αφηγείται με ζωντάνια και αμεσότητα.
Αν όλα αυτά συμβαίνουν, τότε ο αναγνώστης όχι μόνο δεν κουράζεται από τις πολλές σελίδες, αλλά αντιθέτως παρακαλά να ήταν ακόμα περισσότερες.
Κάτι τέτοιο έχει πετύχει ο Γιάννης Φαρσάρης.
Αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα, με όλο εκείνο τον πληθωρικό τρόπο που το κάθε νέο θέλει να κάνει γνωστή την ύπαρξή του, είναι ένα έργο που δεν το ξεχνάς και που όλα τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στις σελίδες του, αισθάνεσαι πως τα έχεις πολύ καλά γνωρίσει.
Η ιστορία ενός νέου άντρα -μια ελληνική εκδοχή golden boy- που ξαφνικά βλέπει να γκρεμίζεται όλο το οικοδόμημα που πάνω του στήριζε τη ζωή του.
Το έντονο σοκάρισμα θα τον οδηγήσει σε μια πλήρη αλλαγή του τρόπου σκέψης και αντίδρασης.
Κοινωνικό, λοιπόν, μυθιστόρημα, με σαφέστατες απόψεις και με συγκεκριμένα οράματα.
Μια ρομαντική -από μια έννοια- συγγραφή μέσα σε μια αντιρομαντική εποχή.

3.11.09

Βάρβαρες πράξεις

Δεν είμαι -ούτε ως πολίτης,ούτε ως συγγραφέας- οπαδός της όποιας ιδεολογίας που ζητά να κλείσει το στόμα του άλλου που διαφωνεί μαζί μου.
Η Σώτη Τριανταφύλλου -όπως και ο κάθε άλλος άνθρωπος- έχει το δικαίωμα να λέει και να γράφει αυτά που πιστεύει.
Και ο καθένας που την ακούει ή τη διαβάζει έχει επίσης το δικαίωμα να διαφωνεί μαζί της.
Αλλά η διαφωνία του αυτή δεν επιτρέπεται να φτάνει σε πράξεις βίαιες, σε πράξεις ξεκάθαρα φασιστικής νοοτροπίας. Βάρβαρες πράξεις.
Άλλωστε δεν έχουμε πια ανάγκη από άλλους βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί -δεν είναι πια- μιά κάποια λύσις

30.10.09

1+1=... 1


Ό,τι κάποτε υπήρξα εξακολουθώ νάμαι. Κι όμως ο κάθε χρόνος που περνά με κάνει να βλέπω διαφορετικά τους άλλους και τον εαυτό μου.
Το παρελθόν και το παρόν –και τα δυο μαζί σχεδιάζουν το μέλλον μου.
Ίσως και γι αυτό άλλοτε γράφω για παιδιά (παιδί υπήρξα, άρα και είμαι) κι άλλοτε για ενήλικες –νέους, ώριμους. Υπήρξα, άρα και είμαι, νέος, ώριμος…, σε λίγο ηλικιωμένος.
Ο ενήλικος εαυτός μου ξέρει πως η γραφή αμφισβητεί την απώλεια. Ξέρει πως η Τέχνη αμφισβητεί τη λήθη. Και αυτή τη γνώση θέλησε να τη δει με τη μορφή μιας ιστορίας για παιδιά –να γιατί έγραψα το «Ελίτσα ή Παπαρούνα».
Αλλά ό,τι έχω μάθει δεν θέλω μόνο να το μοιράζομαι με άλλους, θέλω και να το εφαρμόζω. Ο συγγραφέας ίσως να χρησιμοποιεί τον εαυτό του και ως πειραματόζωο.
Όλοι μας μεγαλώνουμε –και ο συγγραφέας μεγαλώνει. Γερνά. Και το σώμα με τις ορέξεις του, τον προδίδει. Κάποια συναισθήματά αμβλύνονται στους ηλικιωμένους –έτσι λένε. Λένε; Αποφάσισα να το διαπιστώσω. Δεν χρειάστηκε να το ζήσω. Απλώς το έγραψα –«Λεβάντα της Άτκινσον» , ένα μυθιστόρημα που αντιτίθεται στη φθορά των σωμάτων και αναζητά τρόπους ανανέωσης των συναισθημάτων.
Δυο βιβλία μου εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους –κι όμως αλληλένδετα. Ή μάλλον το ένα συνέχεια του άλλου. Το αγόρι του «Ελίτσα ή Παπαρούνα» που γίνεται συγγραφέας για να μπορέσει να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του χαμένου του σκύλου, νομίζω –ίσως να είμαι και σίγουρος- πως είναι ο πενηνταπεντάρης Μενέλαος του «Λεβάντα της ‘Ατκινσον» που προσπαθεί μέσα από το παιχνίδι της τέχνης να σκηνοθετήσει τη ζωή του.
Ο ένας το μέλλον του άλλου, ο ένας το παρελθόν του άλλου.
Με ρωτάνε συχνά πως γίνεται να γράφω και για παιδιά και για μεγάλους. Χαμογελώ. Τι να απαντήσω; Πως δεν χωρίζεται η ζωή ενός ανθρώπου στη μέση –αυτό μόνο.


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Index –Σεπ – Οκτ. 09)

25.10.09

Ταυτότητα και αναγνώστες - με άλλα λόγια συναντήσεις

Ο Μάνος Κοντολέων είναι ίσως ο μόνος έλληνας συγγραφέας που έχει καταφέρει να «γεφυρώσει» αναγνωστικά διαφορετικές ηλικίες και από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχουν το θάρρος να προειδοποιήσουν πως το γραπτό τους δεν είναι για τον καθένα.
Στο τέλος του βιβλίου του «Λεβάντα της Άτκινσον» η απαγορευτική πινακίδα προειδοποιεί τους αναγνώστες: το αρσενικό και το θηλυκό κυκλοφορούν ασίγαστα μέσα στα σώματα. Η επιθυμία, εν τέλει, χωρίς πρόσχημα, στέφεται νικήτρια.
Ο Μάνος Κοντολέων γράφει από τα παιδικά του χρόνια –πάνω από σαράντα βιβλία- με ένα φίλτρο που μεταμορφώνει τον κόσμο, αυτοσχεδιάζοντας στην πιο απρόσμενη καθημερινότητα, καταθέτοντας τα πιο ειλικρινή συναισθήματα : φιλία, έρωτας, πάθος, πόνος, φόβος. Με σπάνια ευρηματικότητα και τόλμη που κάποιες φορές ξεπερνά ακόμα και τα όρια της πιο άναρχης φαντασίας, χωρίς ωστόσο να χάνει την «αλήθεια» της κι αυτό έγκειται στη δεξιοτεχνία του να αναπαριστά τη ζωή έξω από κάθε στερεότυπο λόγο.
Οι ιστορίες στα βιβλία του είναι η γέννηση, η ενηλικίωση, ο θάνατος και οι ήρωές του έχουν τα κότσια να αναμετρώνται με τη χαρά, τη λύπη, το σκοτάδι, το φως. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι το μείγμα ενός συντριπτικού χιούμορ και μιας βαθιάς αγωνίας: ολόκληρη η αλήθεια της ύπαρξης. Το κωμικό στοιχείο ενώνεται με το δράμα, η παραμυθένια ατμόσφαιρα συναντά τη μοναξιά, οι νεράιδες τους ανήσυχους γονείς, η Ελίτσα την Παπαρούνα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι ένα νέο είδος δημιουργού. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τον τίτλο σε κάποιον που καταφέρνει να συνθέσει ένα κόσμο ξεχωριστό, που –άμα τη εμφανίσει του- κατάφερε να εξαργυρώσει μια αλήθεια: καλεί τους μεγάλους να ψάξουν τη δική τους παιδικότητα. Στα βιβλία του όλα μοιάζουν πολύ πιο απλά, πιο αληθινά.
Ιστορίες που δεν αρχίζουν, δεν τελειώνουν… προεκτείνονται επ΄ άπειρον, συναντούν τις δικές μας ιστορίες… όπως στην πραγματική ζωή.
«Οι αναγνώστες μου είναι άνθρωποι που εγώ , λίγο ή πολύ, ουσιαστικά ή όχι, έχω επέμβει στη ζωή τους. Δεν το ξεχνώ αυτό»

Οι επιρροές ή οι επιλογές καθόρισαν τη ζωή σας;

Τι έξυπνη μα και ουσιαστική ερώτηση. Αν τις επιλογές τις επιλέγουμε, οι επιρροές μας βρίσκουν.
Είχα στη ζωή μου πολλές επιρροές –κάποιες από αυτές ακόμα δεν τις έχω ανακαλύψει.
Έκανα και αρκετές επιλογές. Αλλά και πολλά απλώς έτσι τύχανε.


Κατορθώνετε να πείτε σημαντικά πράγματα μέσα στα βιβλία σας
συνδυάζοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο το χιούμορ και την τρυφερότητα, την μοναξιά με μια αίσθηση μελαγχολίας. Έτσι νιώθετε όταν γράφετε ;

Όχι. Δεν νιώθω έτσι όταν γράφω. Με αυτόν τον τρόπο βλέπω τον κόσμο –τους άλλους μα και τον ίδιο μου τον εαυτό. Και προσπαθώ να είμαι μέσα στα βιβλία μου αυτός που είμαι και στη ζωή μου.




Οι ήρωες σας άλλες φορές είναι ``γεμάτοι καρδιά και συναισθήματα
και παλεύουν να συνθέσουν έναν ανθρώπινο κόσμο``, συχνά, όμως,
όπως στο βιβλίο σας`` Το ταξίδι που σκοτώνει`` ζουν σε ένα κόσμο
σκιάς και φόβου. Μπορείτε να φανταστείτε τη συνέχεια της ζωής τους;

Συνήθως οι ήρωές μου με απελευθερώνουν από την παρουσία τους όταν έχω ολοκληρώσει το μυθιστόρημα της ζωής τους. Αλλά ελάχιστες φορές εγώ δεν μπορώ να τους αποχωριστώ. Και ξαναγυρνώ στη συντροφιά τους και καταγράφω τα όσα στη συνέχεια έχουν ζήσει.
Γι αυτό υπάρχουν κάποια μυθιστορηματικά μου πρόσωπα που ίσως να μου οφείλουν περισσότερα από τα υπόλοιπα… Ή εγώ να τους οφείλω πιο πολλά…


Με αφορμή την επίσκεψη μου στο blog σας που με εντυπωσίασε,
κύριε Κοντολέων , υπάρχουν κάποιοι που ακόμα και σήμερα αμφισβητούν την έννοια της παιδικής λογοτεχνίας με τα γνωστά επιχειρήματα. Η απάντηση σας;

Κουράστηκα εδώ και χρόνια να προσπαθώ (μαζί με κάποιους άλλους) να πείσω μερικούς πως παιδική λογοτεχνία και υπάρχει και καλά έργα μπορεί να δώσει, όπως βέβαια και κακά –κάτι που άλλωστε συμβαίνει και με την γενικότερη λογοτεχνική παραγωγή. Ε, όσοι δεν το έχουν καταλάβει, απλώς δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει λογοτεχνία. Το ζήτημα πλέον δε με αφορά.



Σε αρκετά βιβλία σας, οι ήρωες σας εκφράζονται ακόμα και μέσα από τις σιωπές. Πώς το κατορθώνετε;

Γιατί έτσι γίνεται και στην ίδια τη ζωή. Αλλά αν θέλετε να γίνω πιο σαφής στην απάντησή μου, να σας πω τότε πως χρησιμοποιώντας σιωπές, αφήνω τον αναγνώστη μου να γεμίσει ο ίδιος τα κενά με τις δικές του λέξεις. Και άρα να γίνει κι αυτός συμμέτοχος στα όσα εγώ αφηγούμαι και οι ήρωές μου ζούνε εντός του μυθιστορήματος.


``Οι προσωπικότητες `χάνονται` σήμερα γιατί στη δημοσιότητα
βρίσκονται οι βλάκες``. Μάικλ Μουρ ,σκηνοθέτης. Το σχόλιο σας;

Αυτό ισχύει. Και στο χώρο της λογοτεχνίας ιδιαιτέρως. Δεν έχετε παρά να ξεφυλλίσετε τα διάφορα έντυπα… Σιγά, σιγά θα θεωρηθεί ασφαλής κανόνας επιλογής ενός καλού βιβλίου, το αν δεν έχει καθόλου ή ελάχιστα το ίδιο ή ο συγγραφέας του απασχολήσει τα ΜΜΕ.


Παράγεται σήμερα πολιτισμός στην Ελλάδα από τους εν ζωή καλλιτέχνες ;

Ναι, από κάποιους παράγεται. Αλλά ο πολιτισμός δεν είναι μόνο προϊόν μιας καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι και πολλών άλλων –πολιτικής, επιστημονικής, επαγγελματικής, κοινωνικής, διαπροσωπικής


Ολόκληρη η ζωή σας έχει στηθεί πάνω στο γράψιμο. Ποια θα ήταν
η συμβουλή που θα δίνατε σε έναν επίδοξο συγγραφέα και
ποιες παγίδες θα πρέπει να αποφύγει;

Να διαβάζει πολύ, να γράφει πολύ και να αποφεύγει την πολύ συνάφεια του κόσμου –όπως εδώ και χρόνια έχει συμβουλεύσει ο Καβάφης.

Τι σας κάνει να ονειρεύεστε;

Δεν ξέρω αν ονειρεύομαι. Προτιμώ να ζω… Να αγωνίζομαι να ζήσω.


Αν σας ζητούσα να επιλέγατε ένα μικρό απόσπασμα έργου σας, που περισσότερο ίσως από κάθε τι άλλο σας εκφράζει, ποιο θα διαλέγατε;

Δύσκολα να επιλέξεις από τα τόσα μέσα στα οποία ο ίδιος έχεις χωθεί. Αλλά, θα το κάνω και θα επιλέξω ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Λεβάντα της Άτκινσον», όχι γιατί είναι το πιο πρόσφατο, αλλά γιατί ακόμα στα δικά του δώματα κυκλοφορώ και χουχουλιάζω
"...Μόνο όταν αδειάσει ένα σπίτι δείχνει τα πάθη που πρώτα το φτιάξανε και μετά το στόλισαν. Όσον καιρό τα έπιπλα είναι στη θέση τους, τα φώτα κρεμασμένα, οι πίνακες διακοσμούν τους τοίχους, τα χρώματα μεταλλάσσονται ανάλογα με τις οσμές των φαγητών, και σκόνες σχέσεων τρυπώνουν στις ρωγμές των πατωμάτων· όσον καιρό όλα αυτά συντελούνται, το σπίτι ζει το σήμερα και την καθημερινότητά του, δεν αναπολεί, δεν συλλογάται, δεν αυτοελέγχεται, δεν συμβιβάζεται, δεν επαναστατεί. Υπάρχει μόνο.
Η μετακόμιση είναι η ψυχανάλυση των σπιτιών.
Μα προτού μεταφερθούν τα έπιπλα και τα άλλα σκεύη, μετακομίζουν οι ένοικοι. Ο καθένας σε άλλη γειτονιά, σε άλλη πόλη ίσως… Κάποιοι αποφασίζουν τη συνέχεια της συγκατοίκησης κι απλώς επιλέγουν νέα διεύθυνση, διαφορετικά τετραγωνικά, άλλον ίσως όροφο… Όλοι τους ονειρεύονται την έλευση του νέου, δεν αποποιούνται το παρελθόν, σίγουρα κοιτούν εκστατικοί και με ελπίδα το νέο φυτό που σε γλάστρα ή σε κήπο μόλις φύτεψαν και ευελπιστούν πως θα ανθίσει…"



Μετακομίζει, κ. Κοντολέων, η λογοτεχνία; Μήπως από την έντυπη, γνωστή μας μορφή, πηγαίνει προς τη ψηφιακή;

Ναι, μετακομίζει. Αλλάζει σπιτικό. Και εμείς –οι ας πούμε μεγάλοι- δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε τη γωνιά μας στο νέο οικοδόμημα. Αλλά, όπως τα κάθε τι στη ζωή, έτσι και τη μορφή της λογοτεχνίας μπορεί οι παλαιότεροι να την έχουν χαρακτηρίσει, αλλά είναι οι νεώτεροι που της προσφέρουν τη νέα της μορφή.
Ξέρετε, δε με απασχολεί τόσο η αλλαγή της σελίδας που από έντυπη γίνεται ψηφιακή, περισσότερο με απασχολεί το περιεχόμενό της. Αν, δηλαδή η νέα μορφή θα κρατήσει τις ίδιες αξίες. Και αυτό έχει να κάνει με τη γενικότερη αλλαγή στον τρόπο ζωής. Περισσότερη τεχνολογία στην καθημερινότητά των ανθρώπων… Τι μπορεί αυτό να σημαίνει. Κάποτε θα απαντούσα περισσότερος ελεύθερος χρόνος. Τώρα δεν μπορώ κάτι τέτοιο να το ισχυριστώ.
Αλλά και τι άλλο μπορώ να κάνω από το να συνεχίσω να ζω τη ζωή μου και να γράφω για τις ζωές των άλλων.

Τι άλλο αναζητάτε εκτός από την συγγραφή, κύριε Κοντολέων ;

Ταυτότητα και αναγνώστες. Με άλλα λόγια συναντήσεις.


(Εφημερίδα ‘Σφήνα’, 23/10/2009 –συνέντευξη στην Κωστούλα Τωμαδάκη)

4.10.09

Ένας συγγραφέας βλέπει ταινίες

32ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας










Είχα, λοιπόν, την τύχη -μετά από την πρόσκληση του Αντώνη Παπαδόπουλου, Καλλιτεχνικού Δντη του Φεστιβάλ Δράμας- να είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής.


Πρόεδρος ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής και τα υπόλοιπα μέλη ήταν : η Maddalena Mayneri, πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Maremetraggio, ο Χρήστος Αλεξανδρής , δντης φωτογραφίας και ο Βασίλης Κοσμόπουλος, σκηνοθέτης.


Είδαμε πολλές ταινίες ελλήνων - νέων κυρίως- σκηνοθετών.

Σχεδόν όλες τους διέθεταν άρτια τεχνική υπόσταση. Υπήρξαν κάποιες που ξαφνιάζανε με την πληρότητα της ολοκλήρωσής τους. Άλλες αφηγηθήκανε την ιστορία τους με τρόπο ρεαλιστικό. Άλλες με τρόπο συμβολικό.

Η επιτροπή κουβέντιασε κάμποσες ώρες μέχρι ότου να καταλήξει στα βραβεία (που ομολογουμένων ήταν αρκετά)



Σχεδόν για όλα οι αποφάσεις της ήταν ομόφωνες.



Αλλά εγώ, ως συγγραφέας και ως ο μόνος με την πιο απόμακρη σχέση με την τεχνική του σινεμά -στην ουσία εκείνος που έβλεπε τις ταινίες ως ένας μέσος έλληνας θεατής- είχα αρκετές αντιρρήσεις για αρκετές ταινίες (ανάμεσά τους και κάποιες που βραβεύτηκαν) σε ότι αφορά το σενάριο τους.

Βέβαια, παρόμοια άποψη διατυπώθηκε και στην επίσημη έκθεση της επιτροπής. Αλλά εγώ νομίζω πως -από τα άλλα μέλη- ήμουνα εκείνος που στεκότανε ακόμα και σε λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με το στήσιμο χαρακτήρων ή γεγονότων.

Η πεζογραφική μου ιδιότητα υποθέτω. Ο πεζογράφος καθώς αφηγείται με λέξεις είναι πιο κοντα στο 'πως' και το 'γιατί', από τον κινηματογραφιστή που η εικόνα είναι αυτή που περισσότερο τον κερδίζει.

Να συμβουλέψω τους νέους σκηνοθέτες μας να αναζητήσουν εμπνεύσεις σε υπάρχοντα βιβλία; Να τους προτείνω να μελετήσουν πιο ουσιαστικά τις τεχνικές συγγραφής σεναρίων; Ή μήπως θα πρέπει να αναζητήσουν τη συνεργασία με ένα σεναριογράφο;

'Ολα από κάποιους και κατά καιρούς έχουν γίνει.

Γι αυτό ίσως το πρόβλημα των νέων σκηνοθετών μας να είναι παρόμοιο με εκείνο των νέων συγγραφέων μας. Ο εγωκεντρισμός.

Ξέρουν και να γυρίζουν ταινίες και να γράφουν ιστορίες. Το ζήτημα είναι όχι στο 'πως', αλλά στο 'τι.

Όπως και νάναι, υπήρξε για μένα μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία και ακόμα χάρηκα το όλο κλίμα που επικρατούσε όλη την εβδομάδα στην πόλη της Δράμας.

Ο κόσμος του κινηματογράφου είναι πιο ... αυθόρμητος, από ότι αυτός της λογοτεχνίας. Πιο παιχνιδιάρης. Πιο καβγατζής. Πιο παιδικός, εν τέλει. Γι αυτό και πιο ζωντανός.

30.9.09

Λεβάντα... στο Φεστιβάλ της Δράμας










Είχα την τύχη να είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής του 32ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.
Πέρα από την ενδιαφέρουσα εμπειρία που απέκτησα καθώς παρακολούθησα πολλές καλές ταινίες νέων ελλήνων κινηματογραφιστών, είχα και την χαρά να ακούσω μια ουσιαστική ανάλυση του μυθιστορήματός μου "Λεβάντα της Άτκινσον"

Η παρουσιάση του βιβλίου έγινε στα πλαίσια των παράλληλων εκδηλώσεων του Φεστιβάλ και συγκεκριμμένα σε ένα από τα λογοτεχνικά μεσημέρια.

Υπεύθυνος αυτών των συναντήσεων είναι ο ποιητής και θεωρητικός του κινηματογράφου Ανδρέας Παγουλάτος, ο οποίος και με ιδιαίτερη ευαισθησία συντόνισε την όλη συζήτηση..

Την παρουσίαση του μυθιστορήματός μου την έκανε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Παύλος Μεθενέτης.







Το κείμενο της ομιλία του είναι το πιο κάτω:





Αισθάνομαι κάπως άβολα, μιλώντας για το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων: ο άνθρωπος είναι μάχιμος γραφιάς, έχει κερδίσει τα γαλόνια του…
Μόνο και μόνο λοιπόν με το θράσος του νεότερου στην υπηρεσία, θα πω μερικά πράγματα.

Λίγοι συγγραφείς έχουν το κουράγιο να προειδοποιήσουν πως το γραφτό τους δεν είναι για όλους – ακόμα κι όταν πράγματι δεν είναι, όπως η «Λεβάντα της Άτκινσον» του Μάνου Κοντολέων. Προσωπικά δεν έχω ξαναδιαβάσει ποτέ μια παράγραφο – απαγορευτική πινακίδα, να λέει αυστηρά πως το μυθιστόρημα είναι για αναγνώστες απαιτητικούς με αναγνωστική παιδεία, ακόμα κι αν αυτή η προειδοποίηση υπάρχει όχι στην αρχή, αλλά στο τέλος του βιβλίου, στο καταληκτικό «σημείωμα του συγγραφέα». Με την ίδια λογική, ποιό βιβλίο να πούμε; ο «Οδυσσέας» του Τζόις, θα έπρεπε να έχει φαρδιά – πλατιά τυπωμένη στο εξώφυλλό του την δαντική επιγραφή: «όποιος μπαίνει εδώ μέσα, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα»…
Ο Κοντολέων έβαλε ένα δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό του, κι ίσως και με το αναγνωστικό κοινό – η αίσθηση που μου έμεινε όταν το τελείωσα είναι ότι το κέρδισε. Συνεπώς, πιστεύω πως το σημείωμα για τη θεατρική καταγωγή του γραφτού του, μάλλον περιττεύει – θα μπορούσε ο Μάνος να δώσει τις πληροφορίες αυτές σε κάποια συνέντευξη ή παρουσίαση, όπως αυτή εδώ….
Και το κέρδισε, όχι κατά τη γνώμη μου γιατί έγραψε ένα ακόμα βιβλίο για τη «φθορά και τον επαναπροσδιορισμό του έρωτα, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το «κλειστό» μυθιστόρημά του, αλλά για το δεξιοτεχνικό χειρισμό εκ μέρους του αυτού, που ελλείψει καλύτερων όρων, θα μπορούσα να ορίσω ως «θεατρικότητα του χαμένου χρόνου».

Στο πρώτο κεφάλαιο, στην πρώτη σκηνή αν προτιμάτε, έχουμε δύο πρόσωπα επί σκηνής, ή μάλλον τρία. Μαζί με το Μενέλαο και την Κλέα, είναι παρών κι ο Κοντολέων. Σαν να τον βλέπω: περιφέρεται πάνω - κάτω στη χάρτινη σκηνή, εξηγεί λεπτομερώς τα δρώμενα στους θεατές/αναγνώστες, αξιολογεί, ψυχογραφεί, ανατέμνει. Η γέννηση του έρωτά του Μενέλαου και της Κλέας, αρωματισμένη με Λεβάντα της Άτκινσον. Το ταξίδι αυτών των αιθερίων ελαίων στο χρόνο…
Βλέπω τον Μάνο να αναδύεται από τις σελίδες του με ένα μπουκαλάκι κι ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι: καθώς ραίνει τον αναγνώστη με εύοσμες σταγόνες, ο συγγραφέας συγχρόνως πατάει κουμπάκια: ατακάρει η Κλέα, κι ο Κοντολέων αμέσως την παγώνει, πριν αντιφωνήσει ο Μενέλαος. Στο απειροστό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ μιας ερώτησης και μιας απάντησης, ο Κοντολέων, ο Ρυθμιστής του Χρόνου, ανοίγει μία πόρτα, απ’ όπου το παρελθόν των ηρώων εισβάλλει στη σκηνή. Ριγουάιντ, κι ο χρόνος οπισθοδρομεί, φαστ φόργουορντ, κι η δράση τρέχει. Είναι τόσο αναλυτικός στην περιγραφή των συναισθηματικών εκκενώσεων των ηρώων του, που, διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες είχα την αίσθηση πως παρακολουθώ μια επιστημονική διάλεξη, μια παράδοση, με τον εισηγητή να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του και του συλλογισμούς του με σλάιντς.
Ο Κοντολέων στήνει μια σκηνή για τους ήρωές του, εντός της οποίας οι ίδιοι σκηνοθετούν τον εαυτό τους. Οι θεατρικές σκηνές είναι αλλεπάλληλες, σαν αντικριστοί καθρέφτες, και τα είδωλα των ηθοποιών πολλαπλασιάζονται και μικραίνουν, μέχρι που χάνονται στο άπειρο – στην αιωνιότητα.
Κι ακόμα παραπέρα: μια τρομακτική σκέψη ελλοχεύει στο βιβλίο του Μάνου: Η πολύχρονη εξοικείωση, η τριβή, μεταβάλλει δυο ανθρώπους σε λειασμένες, κατοπτρικές επιφάνειες που αντανακλούν η μία την άλλη. Ο ένας είναι ο αμείλικτος καθρέφτης του άλλου. Αν είναι έτσι όμως, ποια πρόσωπα εικονίζονται; Μήπως δεν υπάρχουν πια πρόσωπα;

Δεν είναι πλέον ο Μενέλαος κι η Κλέα: είναι όλοι οι άντρες κι όλες οι γυναίκες που έχουν ερωτευτεί στην ιστορία του ανθρώπου, καθώς τα συναισθήματα που τους εμφορούν είναι κοινά για όλους: πόθος, έρωτας, αγάπη, οργή, συνενοχή, βία, προδοσία, ανασφάλεια, απογοήτευση, εξουσία, απελευθέρωση. Είναι μια αίσθηση ιλιγγιώδης, καθώς, συχνά, ο αμείλικτος Κοντολέων στέκεται, μ’ αυτό το φοβερό τηλεκοντρόλ του, σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: στα νύχια των ποδιών που έχουν γεράσει, ας πούμε…

Ο ίδιος γράφει στη σελίδα 198 πως «Κάθε παιχνίδι κι ένα θεατρικό έργο είναι. Με πλοκή, ρόλους, ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Παιχνίδι κι η ζωή; Αν ναι, τότε ζω σημαίνει υποδύομαι. Κι έχω επιλέξει έναν κάποιον ρόλο, ένα όνειρο – είμαι αυτός που φαίνομαι. Κι επιλέγω τι από εμένα θα φανεί – σαν να λέμε, διαλέγω τον τρόπο που θα υποδυθώ τον ρόλο. Διαλέγω ή άλλοι με επέλεξαν. Και η ερμηνεία μου απόλυτα συνυφασμένη με το εύρος του ταλέντου μου.»

Η Λεβάντα, το ξαναλέω, δεν με τράβηξε γιατί είναι η ιστορία μιας κρίσης στη ζωή ενός ζεύγους μεσηλίκων με δυο παιδιά. Με αιχμαλώτισε γιατί είναι από τα καλύτερα κείμενα που διάβασα, τα πιο σπαραχτικά, για τον χαμένο χρόνο. Είναι αυτή η θεατρικότητα του χαμένου χρόνου, όπως, ίσως αδόκιμα είπα και πρωτύτερα.
Οι ήρωες είναι καταδικασμένοι, γιατί ζητούν πίσω τον χρόνο τους, δηλαδή τον εαυτό τους που έχουν επενδύσει ο ένας στον άλλο. Ο Κοντολέων δίνει ένα κλειδί – μιλά για αυτή την επένδυση, αλλά υπαινικτικά, περιμένοντας από τον αναγνώστη να βρει την κλειδαριά και να το χρησιμοποιήσει. Ό,τι και να κάνουν, όσο και να πολεμήσουν ο ένας την άλλη, με τα στρατηγικά και τακτικά πλεονεκτήματα που μπορεί να δώσει η κοινή συμβίωση και στους δύο, την έχουνε πατήσει: γι’ αυτούς, και για όλους μας δυστυχώς, ο παραγματικός χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Όπως λέει κι ο ίδιος: «ο χρόνος δεν ξεγελιέται – μόνον οι άνθρωποι». Οι πόροι σπαταλήθηκαν, το νερό έρευσε από την υδρία, ο άνεμος φύσηξε, κι επιστροφή δεν υπάρχει. Δεν μπορούν να αποσύρουν τις καταθέσεις που έκανε ο ένας στην τράπεζα του άλλου.

Έτσι, η συμπάθεια προς τους ήρωες είναι δεδομένη. Η ζωή τους αναλώθηκε επί σκηνής – ο δραματουργός τους αγαπά, αλλά δεν τους χαρίζεται. Είναι γεννήματα του περιβάλλοντος και των γονιδίων τους; Είναι σπορά της τύχης, τέκνα της ανάγκης, ή ώριμα τέκνα της οργής; δεν έχει και τόση σημασία τι είναι και τι κάνουν, όσο το ότι είναι θνητοί που φθείρονται.

Αλλά ο Μάνος τους έχει περιγράψει καλά, αλύπητα θα έλεγα. Παρόλο που και τα δυο παιδιά, η στιβαρή Αντιγόνη που φέρνει του μπαμπά, κι ο τρυφερός Δήμος, συναισθηματική φωτοτυπία της μαμάς, έχουν το μερίδιό τους στη σκηνή, οι γονείς, ως πρωταγωνιστές, έχουν την τιμητική τους, ως ενδεικτικοί τύποι των φυλετικών ρόλων στην μεταπολεμική ελληνική κοινωνία:

Πρώτα ο Μενέλαος: το κυρίαρχο αρσενικό που κατακτά το θηλυκό του, για να αλωθεί στη συνέχεια απ’ αυτό, με την πάροδο του πανδαμάτορα χρόνου.
Ένας κουρασμένος, αλλά ποζάτος μεσήλικας, που προσπαθεί να αποδείξει όχι τόσο στη γυναίκα του όσο στον εαυτό του, πως είναι ακόμα ο κύριος και αφέντης της – μια μάλλον θλιβερή φιγούρα, σαν έκπτωτος πρόεδρος λατινομερικάνικης χώρας, που περιφέρεται διαβεβαιώνοντας το συνομιλητή του πως οι πραξικοπηματίες οσονούπω καταρρέουν, κι όπου να’ ναι θα επανέλθει πανηγυρικά ως σωτήρας… Ο ήρωας ανακαλεί τις αναμνήσεις του, όπως ένας τέτοιος έκπτωτος πρόεδρος ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από τις παλιές δημόσιες εμφανίσεις του – η νοσταλγία έχει γεύση στάχτης, κι η ερωτογόνος Λεβάντα της Άτκινσον έχει ξεθυμάνει πια.
Ο Μενέλαος! Ο μέντορας, ο καθοδηγητής, ο γλύπτης του πνεύματος της γυναίκας του – ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, μέχρι που αυτή αφήνεται να λοξοδρομήσει από την συζυγική λεωφόρο, μπαίνοντας όμως, εν γνώσει της, σε ένα αδιέξοδο στενό. Πώς να τον πώ; Η τρυφερή της περιπέτεια, το μικρό πικρό της μυστικό, πλατωνικός της εραστής είναι ομοφυλόφιλος…Τι βολικό γι’ αυτήν να μην μπορεί να πάει μακρύτερα η βαλίτσα… Λες και το κάνει μόνο και μόνο για να περάσει από το μυαλό του Μενέλαου πως θα μπορούσε να πηδήξει και τους δύο – ίσως και συγχρόνως…

Η Κλέα τώρα! Είναι η «Γυναίκα», με γάμα κεφαλαίο και εντός εισαγωγικών, αιωνίως δολερή, με το Ιερό Δισκοπότηρο ανάμεσα στα σκέλια της – όποιος ιππότης έχει τα κότσια, ας σκοτώσει δράκους για να το κατακτήσει το Χόλι Γκράαλ της, και να ξεδιψάσει με τ’ αθάνατο νερό... Κι αυτή θα τον κανονίσει αργότερα – θα τον ζέψει κανονικά στο άροτρο του κοινού βίου, και το ηρωικό του σπαθί, που τόσα κεφάλια δράκων πήρε, θα γίνει το αλέτρι της βιοπάλης…
Ο πόθος για τον άντρα της περνάει ταχύτατα από τα στάδια του έρωτα και της αγάπης, για να γίνει κάτι σαν υστερόβουλη, αιδήμονα συνενοχή. Σχέση συνδιαλλαγής, με αμοιβαία ωφέλεια: εσύ με ταίζεις, με ντύνεις, φροντίζεις τα παιδιά που σου γέννησα, κι εγώ σου ανοίγω τα πόδια. Και σε κάνω να νιώθεις άντρας. Ο Μενέλαος ο Πορθητής! Κι ο καιρός περνάει τραγανίζοντας λίγο - λίγο ο ένας τη ψυχή του άλλου, με μικρές γλυκές δαγκωματιές.

Είναι τρομακτικό το πώς ο συγγραφέας περιγράφει τις αψιμαχίες και τις συγκρούσεις των ηρώων του: αλληλομαστιγώνονται με τα κοινά τους βιώματα, γδέρνουν ο ένας τον άλλο με ξεραμένες αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών, που τώρα έχουν αποκτήσει γωνίες και αιχμές που κόβουν. Και το φοβερό είναι ότι γουστάρουν αυτό τον κανιβαλισμό!

Δεν θέλω να πω άλλα για την πλοκή – η χαρά είναι στο ταξίδι, και είμαι σίγουρος πως πολλοί απαιτητικοί και πεπαιδευμένοι αναγνώστες θα στηθούν μπροστά από το σανίδι που έστησε ο Κοντολέων, για να ανεβάσει το έργο του. Δεν θα πω επίσης τίποτα για τα παιδιά του ζεύγους – τους αδικώ, το ξέρω, αλλά οι γονείς τους μου είναι πιο οικείοι. Ίσως και να τους έχω γνωρίσει – μπορεί να είναι γείτονές μου.

Μόνο να παρατηρήσω, ομολογώντας πως είμαι κάπως αθεάτριστος, πως η τελική σκηνή που η Κλέα κάνει την τουαλέτα της στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, είναι η μόνη που δεν μου φαίνεται θεατρική: είναι αυτόχρημα κινηματογραφική, και δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτομαι τη Ρίτα Χέιγουορθ να την παίζει: πιστεύω πως η Λεβάντα της Άτκινσον θα της πήγαινε πολύ, είτε υποδύεται, είτε ζει…

10.9.09

Για την Ελίτσα ή Παπαρούνα


Ελίτσα ή Παπαρούνα;

Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ
(τεύχος 499, Σεπτέμβριος 2009)

γράφει ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος

Ο συγγραφέας είναι από τους λίγους δημιουργούς λογοτεχνίας για παιδιά που καταπιάνονται και με το διήγημα. Είναι γνωστό ότι το διήγημα έχει ιδιόμορφη τεχνική, απαιτεί αφαίρεση, συνοπτικό περιεχόμενο, στοιχεία που ανιχνεύονται στην ιστορία που παρουσιάζουμε.
Και σε όλα αυτά να προσθέσουμε το ύφος του που απογειώνεται λυρικά με συγκρατημένο συγκινησιακό τρόπο, διοχετεύοντας στον αναγνώστη αγάπη για τα ζώα, φροντίδα και έγνοια γι αυτά, έννοιες που μεταλλάσσονται σε αγάπη, φιλία και κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων.
Η ηρωίδα, μια σκυλίτσα που βρίσκει ένα μικρό αγόρι, είναι η αφορμή, ώστε μέσα σε μια ανεπαίσθητη διαδρομή από τη ζωή και το παιχνίδι ως το θάνατο, να αναδυθεί η αγάπη που όταν δίνεται απλόχερα, επιστρέφει σε αυτόν που τη δίνει πολλαπλάσια.
Μια ευαίσθητη ιστορία από ένα συγγραφέα που ξέρει να ισορροπεί το συναίσθημα και να οδηγεί τον αναγνώστη σε εξαίσιες περιοχές αγάπης και ποίησης.
Η εικονογράφηση προσφέρει τρυφερά στιγμιότυπα στο ύφος του κειμένου.

4.9.09

Οι πειραματισμοί με ελκύουν


Λεβάντα της Άτκινσον...
Τέταρτη Εποχή...
Λεβάντα...
Τέταρτη...
Άτκινσον...
Εποχή...
(Συνέντευξη στην Ειρήνη Μπέλλα – «Φιλολογική Βραδυνή», 14/8/2009)
Καταξιωμένος συγγραφέας ο Μάνος Κοντολέων δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι από τις μοναδικές περιπτώσεις έλληνα συγγραφέα που έχει μια έντονη παρουσία σε πολλά είδη λογοτεχνίας.
Πάντα μας ξαφνιάζει με την ευχέρεια με
την οποία μπορεί να κινείται στο χώρο του παιδικού και εφηβικού βιβλίου, αλλά και σε αυτόν του θεάτρου, του μυθιστορήματος και του διηγήματος.
Διαθέτοντας πάντα τη δυναμική να πειραματίζεται, να μη μένει ποτέ στάσιμος, αναζητά νέες φόρμες και τρόπους έκφρασης. Με το νέο του μυθιστόρημα»Λεβάντα της Άτκινσον» (Εκδόσεις Πατάκη) ανοίγει αυτή τη φορά τους συγγραφικούς λογαριασμούς του με το ίδιο του το έργο, μετασχηματίζοντας το θεατρικό του «Τέταρτη Εποχή» σε μυθιστόρημα.
Διερευνά τη σχέση του ίδιου του θεατρικού του ζευγαριού, της Κλέας και του Μενέλαου, μέσα από την τεχνική του μυθιστορήματος, θέτοντας στον εαυτό του μια σειρά από δεσμεύσεις: ίδιοι ήρωες, ίδιος αφηγματικός χρόνος.
Ο ίδιος μιλά στη «Φιλολογική Βραδυνή» για το συγγραφικό του στοίχημα.

Η Λέβάντα Άτκινσον δεν πρόκειται για ένα απλό μυθιστόρημα. Με την έννοια ότι βασίστηκε σε ένα προηγούμενο θεατρικό σας έργο. Θέσατε μάλιστα στον εαυτό σας μια σειρά από δεσμεύσεις: ίδιοι ήρωες, ίδιος αφηγηματικός χρόνος.
Όλα αυτό το εγχείρημα μας γεννά μια σειρά από ερωτήματα;

1. Ποια ανάγκη σας ώθησε να ξαναπιάσετε μια ιστορία που ήδη έχετε αφηγηθεί μέσω ενός άλλου λογοτεχνικού είδους;


Είναι γεγονός πως οι πειραματισμοί με ελκύουν. Και στο πλαίσιο ενός πειραματισμού έγραψα το θεατρικό Η Τέταρτη Εποχή - ήθελα να διαπιστώσω αν μπορώ να εγκαταλείψω την άνεση του πεζογράφου και να γράψω κάτω από την συμπιεσμένη τεχνική ενός θεατρικού συγγραφέα. Αλλά όταν το θεατρικό τελείωσε, διαπίστωσα πως τα πρόσωπα του έργου εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα και γύρω μου. Λες και μου ζητούσαν να χαρίσω και σε αυτά τον άνετο χώρο έκφρασης που είχα στο παρελθόν προσφέρει στους άλλους ήρωές μου. Κι εγώ τους άκουσα, τους έκανα το χατίρι. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, πάντα οι πειραματισμοί με ελκύουν, αποφάσισα το μυθιστόρημα που θα έγραφα να είχε κάποιους περιοριστικούς κανόνες. Μυθιστορηματικός χρόνος αφήγησης ίδιος με αυτόν του θεατρικού και οι διάλογοι του μυθιστορήματος μόνο αυτοί που ήταν και μέσα στο θεατρικό έργο. Με άλλα λόγια συνέχισα να ανιχνεύω τεχνικές αφήγησης και να πειραματίζομαι σε νέες δομές.

2. Γιατί υποβάλλατε τον εαυτό σας σε αυτούς τους περιορισμούς;

Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα. Όταν θεωρώ πως έχω κατακτήσει μια τεχνική αφήγησης, αμέσως ψάχνω να βρω μια άλλη. Μπορεί να αποτύχω, αλλά από την άλλη αισθάνομαι πως αν ακολουθώ συνέχεια τον ίδιο συγγραφικό δρόμο θα είναι μια ρουτίνα για μένα και κάτι το βαρετό για τον αναγνώστη μου –έστω αυτόν τον ιδεατό αναγνώστη που κάθε συγγραφέας πιστεύει πως υπάρχει κάπου κρυμμένος.
Άλλωστε ακριβώς και γι αυτό το λόγο της συνεχούς ανανέωσης και ανίχνευσης άλλοτε γράφω για ενήλικες, άλλοτε για εφήβους και άλλοτε για παιδιά. Συνεχείς πειραματισμοί, κατακτήσεις, πισωγυρίσματα ίσως… Πάντως προσωπικά δεν πλήττω.

3. Οι ίδιοι διάλογοι, ο ίδιος αφηγηματικός χρόνος δεν δεσμεύει ένα συγγραφέα;

Α, πολύ. Πραγματικά έπρεπε να ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις, τις φράσεις και το πότε, μα και το γιατί αυτές λέγονται. Αλλά ενώ αυτοπεριοριζόμουνα στο πλάτος της αφήγησης, έφτανα σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη κατανόησης των ηρώων μου. Τελικά λειτούργησα κάπως παραπλανητικά… Τον ξεγέλασα τον χρόνο. Η «Λεβάντα της Άτκινσον» δεν παρουσιάζει το πως το παρελθόν καθορίζει το παρόν μας, αλλά αντίθετα είναι το παρόν που αναπλάθει το παρελθόν για να μπορέσει να προχωρήσει προς ένα μέλλον που επιλέγει.

4. Ο πειραματισμός της γραφής έχει βαρύνουσα σημασία για ένα συγγραφέα;

Για μένα, ναι έχει. Πειραματίζομαι σημαίνει πως συνεχώς προσπαθώ να δω τα γεγονότα με μια άλλη ματιά. Γιατί η μορφή στην λογοτεχνία καθορίζει όχι τόσο το τι περιγράφεται, όσο το τι φωτίζεται, υπονοείται ή αποκρύπτεται. Η λογοτεχνία είναι συνεχείς φωτοσκιάσεις και οι κατά καιρούς συγγραφικοί πειραματισμοί είναι ανιχνεύσεις νέων συγκινήσεων, ίσως και νέων σιωπών.

5. Στο μυθιστόρημα σας εστιάζεται στη φθορά των σχέσεων ενός ζευγαριού. Η εποχή της Διάλυσης ή του Συμβιβασμού μπορεί να γίνει και η εποχή της Αναγέννησης;

Όλα είναι στα δικά μας χέρια. Κάθε εποχή για τον κάθε ζευγάρι και κάτι άλλο μπορεί να σημαίνει, δίπλα σε αυτό που είναι κοινά αναγνωρίσιμο. Πάντως άλλη η δυναμική της εποχής της Διάλυσης ενός δεσμού και άλλη εκείνη του Συμβιβασμού.
Οι δικοί μου συγκεκριμένοι ήρωες –ο Μενέλαος και η Κλέα- μήτε διαλύουν τη σχέση τους, μήτε και συμβιβάζονται. Αναπροσαρμόζονται θα έλεγα, γιατί το να πω αναγεννώνται ίσως να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο. Και όταν πια κανείς ζει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του (όπως οι ήρωές μου) μάλλον έχουν διάθεση προσαρμογής και όχι αναγέννησης.

6. Είναι αναπόφευκτη η φθορά στον έρωτα; Πώς μπορεί να διασωθεί;

Φθείρεται κάτι που ή είναι στατικό ή διανύει μια συγκεκριμένη πορεία –από τη γέννηση, πχ , στον θάνατο. Αλλά ο Έρωτας (παρακαλώ το έψιλον με κεφαλαίο) δεν έχει στοιχεία στατικότητας μήτε και φθοράς. Ξαφνικά εμφανίζεται, ξαφνικά εξαφανίζεται. Αν έχει αφήσει απόγονό του, αυτό εξαρτάται από το πόσο καρπερό ήταν το έδαφος που κυκλοφόρησε. Με άλλα λόγια στο ζευγάρι εναπόκειται αν ο Έρωτάς τους (πάντα το έψιλον με κεφαλαίο) θα αναγεννάται. Στην περίπτωση του Μενέλαου και της Κλέας αυτό έχει γίνει κατορθωτό μέσα από ένα παιχνίδι, μέσα από τη σκηνοθεσία των δικών τους στιγμών –αυτών που έζησαν και αυτών που επιλέγουν να ζήσουν. Πραγματοποιούν, δηλαδή, αυτό που πιο πάνω είπα. Σχεδιάζουν το μέλλον τους βασισμένοι σε ένα νέο τρόπο ανάγνωσης του παρελθόντος τους.

7. Πέρα από τον έρωτα αυτή τη φορά εισχωρείτε και στο θεσμό της οικογένειας. Ποια είναι η άποψη σας;

Η οικογένεια είναι ένα κύτταρο. Είναι και ένας θεσμός. Ως κύτταρο μπορεί να αυτοαναπαρχθεί ή να ενωθεί με ένα άλλο κύτταρο. Ως θεσμός μπορεί να καταπιέσει, να ευνουχίσει, μα και να στηρίξει, να παρηγορήσει.
Το τι είδους οικογένεια φτιάχνουμε ή δεχόμαστε να είμαστε μέλη της, εξαρτάται από τις απόψεις μας, αλλά και από τις αδυναμίες μας.

8. Με ποιον από τους δυο ήρωες είστε πιο κοντά;

Θα έλεγε κανείς με τον άντρα. Τον Μενέλαο. Αλλά και η Κλέα μπορεί να εκφράζει τη θηλυκή πλευρά μου. Μπορεί ακόμα και τα δυο παιδιά –η Αντιγόνη και ο Δήμος – κάτι πολύ δικό μου να αρπάξανε.
Τελικά είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο και κυκλοφορώ στο αίμα των ηρώων του και συγχρόνως είμαι πολύ μακριά τους.
Όσο το έγραφα –ίσως γιατί με απασχολούσε πολύ η τεχνική αφήγησης του, όπως και πιο πριν εξήγησα- δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ δικό μου ήταν. Το έβλεπα περισσότερα ως πείραμα. Αλλά τώρα που έχει πια ολοκληρωτικά και τελεσίδικα φύγει από την όποια συγγραφική μου επιρροή, τώρα το αισθάνομαι… Ναι, ας το ομολογήσω ! Είναι το πιο αγαπημένο μου βιβλίο.

15.8.09

Καλέ πνίγομαι


Αρχές Αυγούστου κυκλοφόρησε.
Ζήτησα να μου στείλουνε ταχυδρομικώς, εδώ στον Άγιο Λαυρέντιο που περνάω αυτόν τον μήνα, ένα αντίτυπο -έτσι για να το πιάσω στα χέρια μου και να το καμαρώσω.
Μια ιστοριούλα είναι. Απλή όπως μια μέρα του καλοκαιριού. Αλλά για μένα πολύτιμη. Κι όχι μόνο γιατί την έκανα ιστορία, αλλά κυρίως γιατί την έζησα εγώ ο ίδιος... Κάποτε. Σε έναν άλλον Αύγουστο... Μιας άλλης χρονιάς.
(Αυτό που λατρεύω στη δουλειά του συγγραφέα είναι πως μπορεί να ενώνει εποχές... Και να φέρνει πίσω πρόσωπα που έχουν φύγει)

Από το οπισθόφυλο:
Καλοκαιράκι και πήγαμε διακοπές στη θάλασσα… Και ξέρετε τι πάθαμε; Κοντέψαμενα πνιγούμε! Μάλιστα, ακριβώς αυτό. Και μάλιστα σε μια κουταλιά νερό – όπως λέει ο αδερφόςμου. Και από τότε με κοροϊδεύει…Αλλά εγώ δε θα τον αφήσω έτσι ατιμώρητο… Γιατί μετά το νησί θα πάμε στο βουνό. Κι εκεί ο αδελφός μου θα βρει τον μάστορά του. Ξέρω εγώ τι θα του σκαρώσω...
Εικόνες: Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου

26.7.09

Πλήθος είμαι



Ελένη Γκίκα

"Πλήθος είμαι"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Άγκυρα


Μονάχα όσοι από εμάς έχουμε τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής, μονάχα εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα αυτό που το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να τονίσει.
Γιατί το "Πλήθος είμαι" μπορεί άνετα να το διαβάσει κανείς ως ένα ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως αισθαντικό μυθιστόρημα, μπορεί να το χαρεί ως ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, μπορεί να φύγει μαζί του σε χώρους όπου ο έρωτας προσπαθεί να ταυτίσει το 'εγώ' με το 'εσύ'... Όλα αυτά ο αναγνώστης του έργου μπορεί να τα βρει, όπως βέβαια και να αναγνωρίσει την απόλυτη λογοτεχνική του ταυτότητα.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα -αυτό το κάτι που κατά τη γνώμη μου έκανε τη συγγραφέα να δομίσει με τέτοιο τρόπο το υλικό αφήγησής της. Κι αυτό το κάτι μόνο όσοι έχουν τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής μπορούν να το χαρούνε.
Το έργο αποτελείται στην ουσία από δυο είδη αφηγηματικού λόγου. Στο ένα παρουσιάζεται η ζωή, οι σκέψεις, τα συναισθήματα της ηρωίδας -είναι το κύριο μυθιστορηματικό μέρος. Το άλλο αποτελείται από κριτικές προσεγγίσεις διαφόρων βιβλίων. Είναι τα βιβλία που η ηρωίδα διαβάζει.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η Ελένη Γκίκα αυτές τις κριτικές -ίσως θα ήταν πιο σωστό να τις ανέφερα ως αναγνωστικές- προσεγγίσεις τις μετατρέπει σε στοιχεία της μυθιστορηματικής πλοκής.
Αυτά που διαβάζει η ηρωίδα τη βοηθούν να κατανοήσει τα όσα της συμβαίνουν.
Ή μήπως -και εδώ είναι που οι λάτρεις της λογοτεχνίας χειροκροτούν το συγγραφικό εύρημα- αυτά που διαβάζει είναι και εκείνα που θα καθορίσουν τα όσα θα ζήσει;
Με άλλα λόγια μια αμφίδρομη σχέση ζωής και τέχνης μας παρουσιάζει η Ελένη Γκίκα.
Το έχει κάνει κατά κάποιο τρόπο και σε προηγούμενα έργα της. Μόνο που τώρα αυτή τη συγγραφική της (ίσως και υπαρξιακή της) θέση της υλοποιεί με μαεστρία βιρτουόζου και λεπτομέρεια χειρούργου.
Οι επιλογές των έργων που πάνω τους θα στηριχτεί η ερμηνεία των πράξεων της ηρωίδας ή η εξέληξη των γεγονότων που θα ζήσει (όπως θέλει κανείς ας το δει) δεν ακολουθούν κάποιο κανόνα -δεν είναι όλα τους έργα σύγχρονα, μήτε όλα κλασικά, μήτε όλα ελλήνων συγγραφέων. Κυρίως δεν έιναι όλα της ίδιας λογοτεχνικής αξίας. Αλλά ακριβώς έτσι έπρεπε να ήταν. Γιατί ο μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας, αυτός που την κάνει στάση και τρόπο ζωής, δεν καθορίζει τις επιλογές του σύμφωνα με ψυχρά κριτικά κριτήρια, αλλά με γνώμονα τις εκάστοτε διαθέσεις του, τις ψυχολογικές του καταστάσεις, τα προσωπικά του βιώματα.
Έργο ασυνήθιστο, χαμηλών τόνων και έντονων σιωπών.

Η Ελένη Γκίκα είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Τη λογοτεχνική γραφή της τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερα αισθαντική χρήση των λέξεων, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων της συχνά αγγίζουν τα όρια του υποσεινήδητου. Παράλληλα με τη λογοτεχνία εξασκεί και την κριτική, έχοντας την ευθύνη του ειδικού ένθετου της εφημερίδας 'Εθνος".
Με την ιδιότητα της υπεύθυνης της λογοτεχνικής σειράς των Εκδόσεων Άγκυρα, έχει δόσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς να δουν δημοσιευμένο το έργο τους.
<>

Η ζωή είναι ένας έρωτας

Συνέντευξη στην Εύη Καρκίτη για τον Αγγελιοφόρο της Κυριακής
(Ιούλιος, 2009)



Ο Μενέλαος και η Κλέα είναι πάνω από τριάντα χρόνια παντρεμένοι, είναι επιτυχημένοι επαγγελματικά, έχουν μια καλή ζωή, δυο παιδιά, τα έχουν όλα. Μεταξύ τους τι μπορεί να πάει
στραβά; Με θέμα και ήρωες που πρωτοπαρουσίασε στο θεατρικό του έργο «Τέταρτη εποχή» και με διάθεση πειραματισμού, ο γνωστός πεζογράφος Μάvos Κοντολέων επιχειρεί
να τους προσεγγίσει εκ νέου, με μια διαφορετική τεχνική.

Για τη δουλειά του μίλησε στον «ΑτΚ»:


- Η φθορά των σωμάτων είναι εκείνη που σηματοδοτεί τη φθορά του έρωτα και υπάρχουν στα αλήθεια τρόποι για να ανανεώσουν κάποιοι τα συναισθήματα τους χωρίς αυτά να γεράσουν μαζί τους;
* Η φθορά των σωμάτων μπορεί να σηματοδοτήσει τη φθορά του έρωτα, μόνο αν της το επιτρέψουν οι εραστές. Ένα σώμα, ακόμα και αυτό με τα σημάδια του χρόνου πάνω του, εκπέμπει ερωτισμό. Φτάνει από τη μια αυτό το σώμα να αισθάνεται πως μπορεί να είναι ακόμα ερωτικό αντικείμενο του πόθου και από την άλλη να βλέπει με το ίδιο πνεύμα και το σώμα του άλλου. Με άλλα λόγια, αν αφήσεις τον έρωτα να φθαρεί, αυτό θα γίνει ακόμα και όταν είσαι νέος. Γιατί –αν θέλουμε να δούμε κάπως πιο γενικά το ζήτημα- η ίδια η ζωή είναι ένα έρωτας. Αν θες πραγματικά να ζήσεις δεν μπορεί παρά κάθε στιγμή να είσαι ερωτευμένος. Υποκείμενο και αντικείμενο ερωτικό. Αλλά ζούμε σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην κατανάλωση, πάει να πει σε μια κοινωνία που δεν δημιουργεί, μα καταναλώνει. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα οι άνθρωποι χάνουν την ερωτική τους διάθεση και την αντικαθιστούν από ένα φτηνό ερωτισμό που στηρίζεται σε συγκεκριμένα πρότυπα –νεότητα, πλούτος κλπ. Τον έρωτα δεν μας τον προσφέρει κανείς, μα εμείς οι ίδιοι τον δημιουργούμε. Και τον συντηρούμε.

- Το ζευγάρι είναι ένα κλειστός κόσμος; Υπάρχουν πάντα κομμάτια της σχέσης αθέατα από τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμη και από τα ίδια τους τα παιδιά;
*Κλειστό βέβαια. Όπως και το άτομο είναι κι αυτό κλειστό. Πιστεύω στη μοναξιά του ατόμου –είναι η μοίρα του. Και αναγνωρίζω την διάθεσή του, την τάση του να τη σπάσει αυτή τη μοναξιά. Δεν θα το καταφέρει –πάντα μόνοι μας ζούμε. Αλλά έτσι όπως προσπαθούμε, φτιάχνουμε ζευγάρια. Δυο άτομα τολμούν να αφήσουν να φανεί ένα μέρος της προσωπικότητάς τους και γίνονται ζευγάρι. Η ζωή του ζευγαριού είναι σε ένα μεγάλο βαθμό αθέατη από τους άλλους –μοναχική κι αυτή. Αλλά πρέπει έτσι νάναι. Η μοναξιά του ατόμου, όπως και του ζευγαριού κάνει πιο δυνατά και τα άτομα και τα ζευγάρια. Από εκεί και πέρα η παρουσία άλλων δίπλα στο ζευγάρι δημιουργεί άλλες κοινωνικές μονάδες –την οικογένεια για παράδειγμα. Στο μυθιστόρημά μου εξερευνώ και τις σχέσεις ενός ζευγαριού, μα και τις αντίστοιχες μεταξύ των μελών αυτής της οικογένειας που το ζευγάρι έχει δημιουργήσει.

-Η «Λεβάντα Άτκινσον» προέρχεται από το θεατρικό σας η «Τέταρτη Εποχή». Ακολουθήσατε μάλιστα τον ίδιο χρόνο στην αφήγηση, ενώ οι διάλογοι των προσώπων είναι όσοι υπάρχουν και στο θεατρικό. Τι επιδιώξατε με αυτούς τους κανόνες που θέσατε ο ίδιος στον εαυτό σας;
*Μου αρέσουν οι συγγραφικοί πειραματισμοί. Πιστεύω πολύ στην τεχνική της γραφής. Γι αυτό κι όταν αποφάσισαν να μεταφέρω την ιστορία που είχα κάνει θεατρικό κείμενο στη μορφή ενός μυθιστορήματος, θέλησαν να βάλω κάποια όρια στην άνεση της αφηγηματικής μου ευκολίας. Αλλά παράλληλα θεωρώ πως κάθε νέα τεχνική και κάθε νέα δομή, προσφέρει και μια νέα θεώρηση των γεγονότων. Με τον τρόπο που έγραψα το μυθιστόρημα, νομίζω πως φωτίζω πιο καθαρά μερικά πράγματα που δεν έχουμε συνηθίσει να παρατηρούμε.

- Με τη συγγραφή του μυθιστορήματος φωτίσατε από επιπλέον οπτικές γωνίες του δυο κεντρικούς σας χαρακτήρες Κλέα και Μενέλαο; Και είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη σας να γνωρίζει και το θεατρικό έργο ώστε αν επικοινωνήσει μαζί τους καλύτερα;
* Όχι, δεν το νομίζω. Τα δυο έργα είναι αυτόνομα. Άλλα αν κάποιος αναγνώστης θελήσει να προχωρήσει περισσότερο στις λεπτομέρειες της συγγραφικής τέχνης, θα του ήταν χρήσιμο να διαβάσει και τις δυο μορφές της συγκεκριμένης ιστορίας.
Προσωπικά μου αρέσει να ανακαλύπτω νέες τεχνικές αφήγησης. Να τις ανακαλύπτω σε όχι μόνο ως συγγραφέας, αλλά και ως αναγνώστης.