Τηλέμαχος Κώτσιας
«Ο χορός της νύφης»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2011
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας με το τελευταίο του μυθιστόρημα επιχειρεί να αποδείξει πως το γεγονός που κάποτε γέννησε έναν θρύλο, μπορεί και σήμερα να επαναληφθεί μόνο που πια δεν θα πρόκειται για κάτι που θα αφορά μια κοινωνική ομάδα, αλλά δυο, το πολύ τρία άτομα. Στην ουσία το μυθιστόρημα στηρίζει λογοτεχνικά τη μετατροπή του συλλογικού σε ατομικό και κατ΄ επέκταση σχολιάζει τις διαφοροποιήσεις που έχουν συντελεστεί στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τη σχέση του ατόμου με τους άλλους.
Ο παλιός θρύλος, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, μιλά για μια νέα γυναίκα που τη μέρα του γάμου της πεθαίνει πάνω στο γαμήλιο γλέντι και θα είναι ένα κλαρίνο που θα παίξει δίπλα στο αυτί της τον θρήνο του, αυτό που και τελικά θα την αναστήσει.
Όπως κάθε θρύλος έχει την εξήγησή του, που η λαϊκή διάθεση αποφάσισε να καλύψει πίσω από μια ερμηνεία υπερβατική.
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Βίκυ, όταν θα φτάσει στο μέρος που είχε συμβεί το γεγονός το οποίο μετατράπηκε σε θρύλο, θα μπορέσει να δώσει μια λογική εξήγηση. Αλλά προτού οδηγηθεί σε αυτήν, θα έχει βιώσει η ίδια την προσωπική της υπέρβαση.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εξελίσσεται εκεί γύρω στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.
Η Βίκυ από την εφηβεία της είχε δείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της που και θα καθόριζαν την μετέπειτα ζωή της. Ο έντονος ερωτισμός της αποκτά τις διαστάσεις σύνθεσης της ίδιας της ζωής της. Μέσα από την σεξουαλική έλξη που άλλοτε προκαλεί κι άλλοτε η ίδια υφίσταται, αναζητά επιβεβαίωση για το ποια μπορεί να είναι και ακόμα για το τι ίσως θέλει από τους άλλους.
Με ένα τολμηρό τρόπο πρωτογνωρίζει την ερωτική πράξη, με σαφή προκλητικότητα ερευνά το τι οι άντρες αισθάνονται όταν την βλέπουν και σχεδόν φοιτήτρια ακόμα, θα μπλεχτεί με ένα νερό συμφοιτητή της, θα τον παντρευτεί και θα τον ακολουθήσει σε απόμερο νησί όπου αυτός διορίζεται.
Αλλά για τη Βίκυ η σεξουαλικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που δυο σώματα συνομιλούν. Έχει, κυρίως, να κάνει με το πως εκείνη η ίδια θα τοποθετήσει τον εαυτό της μπροστά στους άλλους άντρες, αλλά και στις άλλες γυναίκες.
Λογικό είναι πως κάτω από μια τέτοια πίεση, ο όποιος γάμος θα οδηγείτο σε διάλυση και έτσι η Βίκυ θα επιστρέψει στο πατρικό τη σπίτι αποφασισμένη να βρει κάποια στιγμή τον δρόμο της.
Και ο δρόμος της αυτός θα την φέρει σε επαφή με το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, τον Θανάση, ελληνικής καταγωγής βαλκάνιο καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Από το σημείο αυτό και μετά, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, με ακρίβεια χειρούργου καταγράφει το ερωτικό – σεξουαλικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άντρα. Από τη μια έχουμε το θηλυκό που σχεδόν αγνοεί τη γυναικεία κοινωνική της υπόσταση και με απόλυτη συνειδητοποίηση αναζητά τον κυνηγό του και που όταν τον βρει τον προκαλεί και από την άλλη το αρσενικό που ενώ θέλει να κυνηγήσει, την ίδια ώρα δε ξεχνά πως από αρσενικό της φύσης έχει μετατραπεί σε άντρα της κοινωνίας.
Πίσω από αυτή την διαφορετική τοποθέτηση των δυο κεντρικών προσώπων του έργου, νομίζω πως ο συγγραφέας θέλει να τονίσει το πόσο εν τέλει η νέα κατάσταση πραγμάτων που διέπει τις σχέσεις των δύο φύλων έχει προκαλέσει ανατροπές παραδοσιακών συμπεριφορών και έχει δημιουργήσει περιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν στην αποξένωση και στην αλληλοεξόντωση.
Αλλά η νύφη εκείνου του θρύλου λες και καραδοκεί. Και έλκει με το μυστήριο μιας πράξης της τη γυναίκα του σήμερα που θέλει να διαλευκάνει συνθήκες και συναισθήματα.
Από την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία του καλοκαιριού σε κάποιο μικρό νησί του Αιγαίου, στην απόλυτη ένωση δυο σωμάτων κάπου στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου.
Ο Θανάσης μπορεί να μην καταφέρνει να ερμηνεύσει το ρόλο του πρωτόγονου κυνηγού, αλλά η παιδεία του νέου άντρα θα αναζητήσει βοήθεια από την παράδοση. Και έτσι θα φέρει το αντικείμενο του πόθου του στο μέρος όπου πριν από εκατό και βάλε χρόνια μια άλλη γυναίκα είχε φτάσει στο θάνατο και από εκεί στη ανάσταση μέσω της απόρριψής και στη συνέχεια της αποδοχής του έρωτα.
Αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο.
Γιατί ότι κάποτε συνέβηκε, δεν μπορεί πανομοιότυπα να συμβεί και πάλι.
Η Βίκυ θα επαναλάβει ότι ο θρύλος περιγράφει, αλλά αυτό που θα κερδίσει δεν θα είναι η ελευθερία να επιλέξει το σύντροφο που της ταιριάζει, αλλά η μοναξιά μιας γυναίκας που ξόδεψε την επανάστασή της.
Ο ίδιος ο Θανάσης, πάλι, δεν θα σταθεί ικανός σαν γίνει ήρωας ενός νέου θρύλου. Εγκλωβισμένος στις κοινωνικές συνθήκες, θα προτιμήσει την αξιοπρέπεια της διακοπής του δεσμού.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά γεγονότων και τοποθετήσεων, ο Τηλέμαχος Κώτσιας κινείται με αξιοθαύμαστη ευχέρεια. Και μάλιστα αυτήν του την άνεση αφήγησης θα την εξασκήσει σε δυο διαφορετικά συγγραφικά πεδία απαιτήσεων.
Οι σεξουαλικές περιγραφές θα ήταν άδικο να χαρακτηριστούν μόνο με αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι –τολμηρές. Είναι σαφώς κάτι παραπάνω. Είναι η ανάγκη ενός σύγχρονου ανθρώπου να κρατηθεί από ότι αληθινό του έχει απομείνει μέσα σε συνθήκες ζωής που ολοένα και περισσότερο τον απομακρύνουν από τη φυσική του κατάσταση.
Η μέχρι τα όρια της μονομανίας σεξουαλική διάθεση της Βίκυ, εκφράζει μια κραυγή -την κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας που δεν ξέρει ποια μπορεί να είναι η φυλετική της ταυτότητα.
Και η ντροπή του Θανάση να εκφράσει δημόσια το πάθος του για μια σεξουαλική και μόνο πράξη, περιγράφει στην ουσία τον ευνουχισμό του αρσενικού μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που παραποιεί τη δική του φυλετική ταυτότητα.
Αυτά όσον αφορά τη μια απαίτηση περιγραφών.
Με την άλλη, ο Κώτσιας αποδεικνύει πως η καταγωγή του δεν είναι μόνο εγγεγραμμένη σε κάποια μητρώα, αλλά στα ίδια του τα κύτταρα.
Η χρήση στοίχων δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου, οι περιγραφές της μουσικής των ηπειρώτικων τραγουδιών , μα και τελικά η ανάθεση σε αυτά να οδηγήσουν στην εξήγηση του θρύλου και να κάνουν την γυναίκα του σήμερα να βιώσει, έστω και πρόσκαιρα, ότι είχε βιώσει η γυναίκα του παρελθόντος, γίνονται με αψεγάδιαστη συγγραφική τεχνική και γνήσιο πάθος.
Κι όλα αυτά με μια γλώσσα λιτή, με φράσεις κοφτές και με περιγραφές που πέφτουν κατευθείαν σε αυτό που θέλουν να περιγράψουν.
«Ο χορός της νύφης»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2011
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας με το τελευταίο του μυθιστόρημα επιχειρεί να αποδείξει πως το γεγονός που κάποτε γέννησε έναν θρύλο, μπορεί και σήμερα να επαναληφθεί μόνο που πια δεν θα πρόκειται για κάτι που θα αφορά μια κοινωνική ομάδα, αλλά δυο, το πολύ τρία άτομα. Στην ουσία το μυθιστόρημα στηρίζει λογοτεχνικά τη μετατροπή του συλλογικού σε ατομικό και κατ΄ επέκταση σχολιάζει τις διαφοροποιήσεις που έχουν συντελεστεί στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τη σχέση του ατόμου με τους άλλους.
Ο παλιός θρύλος, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, μιλά για μια νέα γυναίκα που τη μέρα του γάμου της πεθαίνει πάνω στο γαμήλιο γλέντι και θα είναι ένα κλαρίνο που θα παίξει δίπλα στο αυτί της τον θρήνο του, αυτό που και τελικά θα την αναστήσει.
Όπως κάθε θρύλος έχει την εξήγησή του, που η λαϊκή διάθεση αποφάσισε να καλύψει πίσω από μια ερμηνεία υπερβατική.
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Βίκυ, όταν θα φτάσει στο μέρος που είχε συμβεί το γεγονός το οποίο μετατράπηκε σε θρύλο, θα μπορέσει να δώσει μια λογική εξήγηση. Αλλά προτού οδηγηθεί σε αυτήν, θα έχει βιώσει η ίδια την προσωπική της υπέρβαση.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εξελίσσεται εκεί γύρω στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.
Η Βίκυ από την εφηβεία της είχε δείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της που και θα καθόριζαν την μετέπειτα ζωή της. Ο έντονος ερωτισμός της αποκτά τις διαστάσεις σύνθεσης της ίδιας της ζωής της. Μέσα από την σεξουαλική έλξη που άλλοτε προκαλεί κι άλλοτε η ίδια υφίσταται, αναζητά επιβεβαίωση για το ποια μπορεί να είναι και ακόμα για το τι ίσως θέλει από τους άλλους.
Με ένα τολμηρό τρόπο πρωτογνωρίζει την ερωτική πράξη, με σαφή προκλητικότητα ερευνά το τι οι άντρες αισθάνονται όταν την βλέπουν και σχεδόν φοιτήτρια ακόμα, θα μπλεχτεί με ένα νερό συμφοιτητή της, θα τον παντρευτεί και θα τον ακολουθήσει σε απόμερο νησί όπου αυτός διορίζεται.
Αλλά για τη Βίκυ η σεξουαλικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που δυο σώματα συνομιλούν. Έχει, κυρίως, να κάνει με το πως εκείνη η ίδια θα τοποθετήσει τον εαυτό της μπροστά στους άλλους άντρες, αλλά και στις άλλες γυναίκες.
Λογικό είναι πως κάτω από μια τέτοια πίεση, ο όποιος γάμος θα οδηγείτο σε διάλυση και έτσι η Βίκυ θα επιστρέψει στο πατρικό τη σπίτι αποφασισμένη να βρει κάποια στιγμή τον δρόμο της.
Και ο δρόμος της αυτός θα την φέρει σε επαφή με το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, τον Θανάση, ελληνικής καταγωγής βαλκάνιο καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Από το σημείο αυτό και μετά, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, με ακρίβεια χειρούργου καταγράφει το ερωτικό – σεξουαλικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άντρα. Από τη μια έχουμε το θηλυκό που σχεδόν αγνοεί τη γυναικεία κοινωνική της υπόσταση και με απόλυτη συνειδητοποίηση αναζητά τον κυνηγό του και που όταν τον βρει τον προκαλεί και από την άλλη το αρσενικό που ενώ θέλει να κυνηγήσει, την ίδια ώρα δε ξεχνά πως από αρσενικό της φύσης έχει μετατραπεί σε άντρα της κοινωνίας.
Πίσω από αυτή την διαφορετική τοποθέτηση των δυο κεντρικών προσώπων του έργου, νομίζω πως ο συγγραφέας θέλει να τονίσει το πόσο εν τέλει η νέα κατάσταση πραγμάτων που διέπει τις σχέσεις των δύο φύλων έχει προκαλέσει ανατροπές παραδοσιακών συμπεριφορών και έχει δημιουργήσει περιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν στην αποξένωση και στην αλληλοεξόντωση.
Αλλά η νύφη εκείνου του θρύλου λες και καραδοκεί. Και έλκει με το μυστήριο μιας πράξης της τη γυναίκα του σήμερα που θέλει να διαλευκάνει συνθήκες και συναισθήματα.
Από την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία του καλοκαιριού σε κάποιο μικρό νησί του Αιγαίου, στην απόλυτη ένωση δυο σωμάτων κάπου στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου.
Ο Θανάσης μπορεί να μην καταφέρνει να ερμηνεύσει το ρόλο του πρωτόγονου κυνηγού, αλλά η παιδεία του νέου άντρα θα αναζητήσει βοήθεια από την παράδοση. Και έτσι θα φέρει το αντικείμενο του πόθου του στο μέρος όπου πριν από εκατό και βάλε χρόνια μια άλλη γυναίκα είχε φτάσει στο θάνατο και από εκεί στη ανάσταση μέσω της απόρριψής και στη συνέχεια της αποδοχής του έρωτα.
Αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο.
Γιατί ότι κάποτε συνέβηκε, δεν μπορεί πανομοιότυπα να συμβεί και πάλι.
Η Βίκυ θα επαναλάβει ότι ο θρύλος περιγράφει, αλλά αυτό που θα κερδίσει δεν θα είναι η ελευθερία να επιλέξει το σύντροφο που της ταιριάζει, αλλά η μοναξιά μιας γυναίκας που ξόδεψε την επανάστασή της.
Ο ίδιος ο Θανάσης, πάλι, δεν θα σταθεί ικανός σαν γίνει ήρωας ενός νέου θρύλου. Εγκλωβισμένος στις κοινωνικές συνθήκες, θα προτιμήσει την αξιοπρέπεια της διακοπής του δεσμού.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά γεγονότων και τοποθετήσεων, ο Τηλέμαχος Κώτσιας κινείται με αξιοθαύμαστη ευχέρεια. Και μάλιστα αυτήν του την άνεση αφήγησης θα την εξασκήσει σε δυο διαφορετικά συγγραφικά πεδία απαιτήσεων.
Οι σεξουαλικές περιγραφές θα ήταν άδικο να χαρακτηριστούν μόνο με αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι –τολμηρές. Είναι σαφώς κάτι παραπάνω. Είναι η ανάγκη ενός σύγχρονου ανθρώπου να κρατηθεί από ότι αληθινό του έχει απομείνει μέσα σε συνθήκες ζωής που ολοένα και περισσότερο τον απομακρύνουν από τη φυσική του κατάσταση.
Η μέχρι τα όρια της μονομανίας σεξουαλική διάθεση της Βίκυ, εκφράζει μια κραυγή -την κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας που δεν ξέρει ποια μπορεί να είναι η φυλετική της ταυτότητα.
Και η ντροπή του Θανάση να εκφράσει δημόσια το πάθος του για μια σεξουαλική και μόνο πράξη, περιγράφει στην ουσία τον ευνουχισμό του αρσενικού μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που παραποιεί τη δική του φυλετική ταυτότητα.
Αυτά όσον αφορά τη μια απαίτηση περιγραφών.
Με την άλλη, ο Κώτσιας αποδεικνύει πως η καταγωγή του δεν είναι μόνο εγγεγραμμένη σε κάποια μητρώα, αλλά στα ίδια του τα κύτταρα.
Η χρήση στοίχων δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου, οι περιγραφές της μουσικής των ηπειρώτικων τραγουδιών , μα και τελικά η ανάθεση σε αυτά να οδηγήσουν στην εξήγηση του θρύλου και να κάνουν την γυναίκα του σήμερα να βιώσει, έστω και πρόσκαιρα, ότι είχε βιώσει η γυναίκα του παρελθόντος, γίνονται με αψεγάδιαστη συγγραφική τεχνική και γνήσιο πάθος.
Κι όλα αυτά με μια γλώσσα λιτή, με φράσεις κοφτές και με περιγραφές που πέφτουν κατευθείαν σε αυτό που θέλουν να περιγράψουν.
No comments:
Post a Comment