25.12.13
24.12.13
Χριστουγεννιάτικο παραμύθι;
(Η ιστορία αυτή περιλαμβάνεται, μαζί με 7 ακόμα ιστορίες άλλων συγγραφέων, στο βιβλίο "Χριστουγεννιάτικα Καλαντίσματα" που τα Εκπαιδευτήρια Γείτονα τυπώσανε για την ενίσχυση του σχολείου της Ίμβρου)
Η εικόνα είναι της Ειρήνης Κανά
Μια φορά κι
ένα καιρό…
Αλλά μήπως
δεν ήταν μια φορά κι ένα καιρό, μα μόλις χτες;
Ή μήπως όλα
αυτά που θα σας αφηγηθώ γίνανε πριν από λίγα μόνο χρόνια;
Τι να σας πω
κι εγώ; Δεν είμαι σίγουρος… μα πάντως σίγουρο είναι πως μια φορά κι ένα καιρό
ζούσε ένα αγοράκι που το λέγανε… Ας πούμε Μάρκο.
Ο Μάρκος,
λοιπόν, έμενε με τη μητέρα και τον πατέρα του
-αδέλφια ο Μάρκος δεν είχε- σ΄ ένα όμορφο σπίτι.
Όμορφο; Έ, καλά μη φανταστείτε πως ήταν και καμιά
βίλα.
Ένα απλό σπίτι
ήταν.
Στην πίσω
του πλευρά είχε μιαν αυλή γεμάτη με
λουλούδια και μυρωδικά φυτά –τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα και
αγγελικούλες, λουίζες, δάφνες.
Από την
μπροστινή πλευρά υπήρχε μια φαρδιά πρασιά – εκεί ήταν φυτεμένα τέσσερα δέντρα.
Δυο ακακίες και δυο πιπεριές.
Μέσα στο
σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο σαλόνι, μια τραπεζαρία, μια κρεβατοκάμαρα, η κουζίνα
βέβαια και το μπάνιο. Και ακόμα το δωμάτιο του μικρού Μάρκου. Ένα δωμάτιο
γεμάτο με παιχνίδια –ξύλινα αλογάκια, τραινάκια, αυτοκίνητα και επιτραπέζια παιχνίδια.
Μέσα σε αυτό
το δωμάτιο ο Μάρκος έπαιζε άλλοτε μόνος, κι άλλοτε με τους φίλους του –αγόρια
και κορίτσια της γειτονιάς.
Κι όμως το
αγαπημένο του παιχνίδι –τον μαξιλαροπόλεμο-
ο Μάρκος δεν το έπαιζε μέσα στο δικό του δωμάτιο.
Ο Μάρκος,
που λέτε, αγαπούσε πολύ τη μητέρα του και το ίδιο πολύ αγαπούσε και τον πατέρα
του. Τα κυριακάτικα πρωινά του άρεσε ν τρέχει στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του
κι άλλοτε να ακούει τον πατέρα του να τραγουδά με την όμορφη φωνή του κι άλλοτε
πάλι ν΄ αρπάζει το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της μητέρας του και να ξεκινά
έτσι ένας θεότρελος μαξιλαροπόλεμος.
Αν δεν το
καταλάβατε, να σας το πω πιο ξεκάθαρα. Οι πιο καλοί φίλοι του Μάρκου ήταν οι
δυο γονείς του.
Είχαν
άλλωστε σχεδόν και τα ίδια γούστα. Τους άρεσαν τα ίδια πάνω – κάτω φαγητά, τα
ίδια περίπου βιβλία και τραγούδια, οι ίδιες ταινίες.
Αλλά εκεί
που και οι τρεις απόλυτα συμφωνούσαν ήταν σε δυο πράγματα.
Το ένα είχε
να κάνει με …τον πασατέμπο –καλοψημένος και με λίγο αλάτι πασπαλισμένος.
Το άλλο είχε
να κάνει με το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Όλο το
καλοκαίρι κάνανε βόλτες στις γύρω από το σπίτι τους εξοχές και μασουλάγανε πασατέμπο.
Και το
χειμώνα περιμένανε πώς και πώς να φτάσουν τα Χριστούγεννα για να στολίσουν το
δέντρο τους.
Το δέντρο
που στολίζανε ήταν ψεύτικο. Για πολλά χρόνια το ίδιο δέντρο είχανε.
Από τα μέσα
του Δεκέμβρη, λοιπόν, ο πατέρας ανέβαινε στο πατάρι και κατέβαζε από εκεί το
ψεύτικο ελατάκι.
Το έβαζε
πάνω σε ένα τριγωνικό τραπεζάκι και η μητέρα ξεκίναγε αμέσως να του ξεδιπλώνει
τα κλαριά.
Μόλις εκείνη
τέλειωνε, ο Μάρκος άρχιζε να διαλέγει το
που θα κρεμαστεί η κάθε μπάλα και το κάθε άλλο στολίδι.
Αυτά που του
αρέσαν περισσότερο τα κρεμούσε από την
μπροστινή πλευρά του δέντρου. Α λιγότερο όμορφα, στα πλάγια. Για την πίσω
πλευρά άφηνε κάτι ξεθωριασμένες μπάλες και κάτι ξεχνουδιασμένα κουκλάκια.
Μόλις
εκείνος τέλειωνε με το κρέμασμα των στολιδιών, η μητέρα έπιανε να περνάει
ανάμεσα στα κλαριά του έλατου, τ ασημόχρυσες
γιρλάντες -μπλίρες, τις έλεγε.
Σε αυτή τη
δουλειά η μητέρα ήταν άφταστη. Την έκανε γρήγορα και με μοναδικό τρόπο. Όταν
τέλειωνε, το ψεύτικο δεντράκι έδειχνε σαν ένα δέντρο φερμένο από κάποιο μακρινό
αστέρι.
Μα το
στόλισμα δεν είχε τελειώσει.
Τώρα ήταν η
σειρά του πατέρα να στολίσει το δέντρο με τα φωτάκια.
Αυτή ήταν η
πιο δύσκολη δουλειά, μιας και τα καλώδια που συνδέανε τα πολύχρωμα φωτάκια,
πάντα μπερδευόντουσαν και τον
δυσκολεύανε το καημένο τον πατερούλη. Κι αυτός όλο και μουρμούραγε έτσι καθώς
προσπαθούσε να βιδώσει κάποια λαμπιόνια που δε λέγανε να ανάψουνε.
Μα στο τέλος
τα κατάφερνε και να που όλο πια το έλατο, ντυμένο σε φωτάκια που λαμπυρίζανε
ίδια με άστρα, λαμποκοπούσε.
Σειρά του
Μάρκου και πάλι –η φάτνη έπρεπε να μπει στη βάση του δέντρου.
Τώρα και οι
τρεις –Μάρκος, μητέρα και πατέρας-
στεκόντουσαν γύρω από το μαγικό δεντράκι, το έλατο το χριστουγεννιάτικο.
Η μητέρα
έκλεινε τα άλλα φώτα της σάλας. Και όλα εκεί μέσα στο δωμάτιο… αλλάζανε.
Ο καναπές
λες και γινότανε ένα πολύχρωμο σύννεφο
από αυτά της δύσης.
Οι
πολυθρόνες γινόντουσαν βαρκούλες που αρμενίζανε σε σκουρόχρωμο πέλαγο –το χαλί
ήταν.
Κάτι
παιδάκια από ένα κάντρο ήταν ίδια με τα αγγελάκια που πετούσαν πάνω από τη
φάτνη.
Και να που
στο ταβάνι του σαλονιού, εκεί που κρεμότανε ο κρυστάλλινος πολυέλαιος ερχότανε και κούρνιαζε το αστέρι των μάγων.
Η μητέρα, ο
πατέρας και ο Μάρκος πάντα γύρω από το έλατο. Και ξεκινούσανε και οι τρεις να
τραγουδάνε τις γλυκιές μελωδίες των Χριστουγέννων –να σαν κι αυτή που λέει για
μια Άγια Νύχτα
Άγια Νύχτα
Σε προσμένουν
Με χαρά
Οι Χριστιανοί…
Όμορφα, σας
λέω πως ήτανε. Τόσο μαγευτικά που λες κι όλα είχαν βγει μέσα από ένα παραμύθι… Πώς ήταν όλα ένα
παραμύθι.
Γι αυτό κι εγώ, τώρα που τα θυμήθηκα όλα αυτά και
κάθισα να σας τα αφηγηθώ, ξεκίνησα μ΄ εκείνο το «Μια φορά κι έναν καιρό…»
Αλλά εσείς
θα το έχετε καταλάβει πως όλα τούτα μπορεί να γινόντουσαν κάποτε, αλλά παραμύθι
δεν είναι σίγουρο πως ήταν…
Ναι, λοιπόν!
Δεν είναι παραμύθι. Αλήθεια είναι…
Τα έχω εγώ ο
ίδιος ζήσει.
23.12.13
Η Μαρίζα Ντεκάστρο για το "Μανόλο και Μανολίτο" στον "Αναγνώστη"
Το μυθιστόρημα, σε δυο μέρη, ξετυλίγει τη σχέση δυο σχεδόν συνονόματων προσώπων: του ηλικιωμένου συγγραφέα με ένα αγόρι. Η αθωότητα του παιδιού θα δώσει στον ηλικιωμένο κάτι από αυτά που έχασε στην ωριμότητά του και μαζί οι δυο τους θα ζήσουν σαν σε όνειρο τη φύση και τις ομορφιές της, θα ανακαλύψουν μαζί την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της. Η ιδέα είναι γνωστή, όμως η τέχνη του Κοντολέων τη μετατρέπει σ’ ένα εξαιρετικά λυρικό κείμενο που χαίρεσαι να το διαβάζεις.
http://www.oanagnostis.gr/
20 Δεκεμβρίου, 2013
14.12.13
Η Λότη Πέτροβιτς στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ τ. 112
΄Ενας συγγραφέας, ο Μανόλο, ένα φιλοπερίεργο παιδί που διαρκώς
ρωτάει να μάθει, ο Μανολίτο, κι ένα άσπρο σκυλί που το λένε Νύ-
χτα, είναι οι τρεις βασικοί ήρωες στο νέο μυθιστόρημα φαντασίας
του πολυγραφότατου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων. Υπάρχει όμως
και μια παράξενη γυναίκα που τη γνωρίζουν και μιλούν μαζί της
στους νυχτερινούς περιπάτους τους κοντά στην ακροποταμιά. Είναι
μάγισσα; Θεά; ΄Η μήπως η ίδια η Φύση; Πολλά τα μυστήρια που
ζουν κοντά της οι τρεις ήρωες, πολλή και η μαγεία και η σαγήνη της
αφήγησης των παράξενων ιστοριών που θ’ ακούσουν από τα χείλη
της για τις τέσσερις εποχές και το βαθύτερο νόημα της εναλλαγής
τους. Μα πέρα από τη γνωριμία τους με την Κυρά-Φύση, θα ζήσουν
κι άλλες ονειρικές περιπέτειες, θ’ ανακαλύψουν ένα κτήμα με 36
αμυγδαλιές που δεν ανθίζουν, θ’ αναρωτηθούν για το μυστήριο που
τις περιβάλλει και θ’ αποφασίσουν να το λύσουν διαβάζοντας ένα
παλιό μπλε τετράδιο. ΄Εχουμε λοιπόν ένα γοητευτικό βιβλίο γεμάτο
ευωδιές και ψίθυρους της φύσης, που με γλώσσα ποιητική παρου-
σιάζει μια σχέση όλο αγάπη και τρυφερότητα μεταξύ του Μανόλο
και του Μανολίτο, με άλλα λόγια μεταξύ δύο γενεών, φωτίζοντας
ταυτόχρονα την άμεση σχέση του ανθρώπου με τη φύση. ΄Εξοχη η
ασπρόμαυρη εικονογράφηση της ΄Ιριδας Σαμαρτζή.
Λ.Π
11.12.13
Τζ. Μ. Κούτσι «Η παιδική ηλικία του Ιησού»
Συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία.
Ο αναγνώστης αυτού του μυθιστορήματος που θα αναζητά μια
αφήγηση που θα στηρίζεται σε λογικά ή έστω αναμενόμενα γεγονότα, πρόκειται να απογοητευθεί.
Ο Κούτσι –έτσι κι αλλιώς ‘κλειστός’ συγγραφέας- εδώ στήνει το εντελώς δικό του προσωπικό
κόσμο. Τον στήνει με απόλυτο ρεαλισμό, μόνο που αυτός ο ρεαλισμός ύπουλα κρύβει
την απόλυτη υποταγή του στον συμβολισμό.
Συμβολισμός ακόμα και από τον ίδιο τον τίτλο –Η παιδική
ηλικία του Ιησού.
Μα για ποιον Ιησού θα διαβάσουμε;
Το αγόρι που πρωταγωνιστεί είναι ένα πεντάχρονο παιδί που
κανείς δεν γνωρίζει το παρελθόν του και που διαθέτει κάποιες περίεργες ικανότητες
για ένα φυσιολογικό παιδί…
Όμως ποιος μας λέει πως ο Ιησούς υπήρξε ένα φυσιολογικό
παιδί;
Πάντως ο Νταβίντ δεν προσθέτει τα μήλα, μιας και το καθένα
το θεωρεί ως μια ξεχωριστή οντότητα, απαιτεί να κατανοούν οι ενήλικες τις δικές
του αρχές, επικοινωνεί με τα ζώα και μπροστά σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί πως
πρέπει να γίνει δε διστάζει να γίνει σκληρός ακόμα και απέναντι αυτών που αγαπά
και τον φροντίζουν. Ένα πλάσμα που δηλώνει πως η αλήθεια είναι αυτό το ίδιο.
Λογικό είναι κάποια στιγμή η συντεταγμένη κοινωνία να
θελήσει τον περιορισμό του.
Ας είναι! Έχουμε, λοιπόν, ένα αγόρι που θα πρέπει να το αντιστοιχήσουμε
με τον Ιησού. Έχουμε και ένα κηδεμόνα του –όχι πατέρα του- που έχει αναλάβει το
μέγιστο καθήκον να τον φροντίζει.
Εδώ εύκολα μπορούμε να στραφούμε προς την εικόνα του Ιωσήφ.
Μόνο που ο Κούτσι θα του έχει δώσει το όνομα Σιμόν.
Μα το παιδί δεν έχει μητέρα. Οι γονείς του αγνοούνται. Έχουν
χαθεί. Δεν υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα.
Ο Σιμόν θεωρεί απαραίτητο να βρεθεί μια μητέρα για το παιδί.
Μια γυναίκα που θα πειστεί πως είναι η πραγματική του μάνα. Μια γυναίκα που θα
δεχτεί την ευθύνη της μητρότητας.
Θα την ανακαλύψει στο πρόσωπο της Ινές. Αλλά η Ινές είναι
παρθένα.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να δούμε στο πρόσωπό της την… Μαρία;
Κι έτσι έχουμε την Οικογένεια.
Μια Οικογένεια που ζει σε τόπο που αν και έχει τάξη και
νόμους, δεν έχει μια συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα. Σε τόπο που έχουν επιλέξει
να μιλάνε γλώσσα που έτσι κι αλλιώς τη μιλάνε πολλά, τα περισσότερα εκατομμύρια
των ανθρώπων του Δυτικού Κόσμου.
Τόπος χωρίς εθνική ταυτότητα και με ενιαία γλώσσα… Στο νου μας
έρχεται μια αυτοκρατορία. Γιατί όχι η Ρωμαϊκή;
Αν όλα αυτά –συμβάσεις ή ευρήματα- τα αποδεχτούμε, τότε θα
μπορέσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα της κατανόησης των οραμάτων ενός συγγραφέα
που φτάνει στη σημείο να στήνει τον δικό του κόσμο και να φτιάχνει τη δική του
Καινή Διαθήκη.
Κι άλλωστε όλο το βιβλίο είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή,
πάρα πολύ απλή –μα και τα Ευαγγέλια σε γλώσσα απλή είναι γραμμένα.
Και τα πρόσωπα που περνάνε μέσα στο βιβλίο, αν και άτομα που
ανήκουν στη μεσαία ή και στην εργατική τάξη, εκφέρουν ιδέες σύνθετες, όχι όμως με
περίπλοκο τρόπο. Πρόσωπα που τους έτυχε η δωρεά να συνυπάρξουν με κάτι ασυνήθιστο.
Προσπάθησα να ανακαλύψω το κλειδί που ο Κούτσι κάπου μέσα στις
αράδες του έργου του έκρυψε.
Δεν θέλω να ισχυριστώ πως είναι το μόνο. Κι αν είναι, πάλι
δεν ισχυρίζομαι πως ξεκλείδωσα όλα τα συρτάρια με τα νοήματα και τις παραβολές.
Αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω πως χάρηκα ιδιαιτέρως τη ροή της αφήγησης
που με οδηγούσε σε ένα κόσμο τόσο οικείο, όσο και απροσδόκητο.
Και βέβαια –δεν μπορώ να μην το σημειώσω και αυτό- την
τεχνική με την οποία κατατίθεται η σχέση που συνδέει τα δυο κεντρικά πρόσωπα.
Σχέση μύησης που και εν τέλει επανατοποθετεί τη θέση του Ιωσήφ –ενήλικα στην
πορεία πνευματικής ωρίμανσης του Ιησού.
Συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία!
Ναι –και ας θυμόμαστε
πως ίσως τα πλέον σημαντικά είναι όσα μας αντιστέκονται.
2.12.13
29 λέξεις αργότερα
"29 λέξεις αργότερα"
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Άγκυρα, 2013
Τα βιβλία μοιάζουν με τους ανθρώπους. Όπως σ΄ εκείνους, έτσι
και σ΄ αυτά μπορεί να βρεις άλλοτε κάποια να σε ενθουσιάζουν, άλλοτε κάποια να
σε απογοητεύουν, άλλοτε κάποια να σε ξαφνιάζουν.
Μου αρέσουν κυρίως τα τελευταία –αυτά που σε ξαφνιάζουν.
Άλλωστε και αυτού του τύπου άνθρωποι είναι που συνήθως με κερδίζουν.
Τη Μάντυ Σιταρά – Καμπάση την γνώρισα πριν από τρία περίπου
χρόνια. Ως ένα από τα πλέον δραστήρια
μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης Καίτη Λασκαρίδου, στον Πειραιά. Είμαι ο υπεύθυνος αυτής της Λέσχης και η Μάντυ από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις με
έκανε να την προσέξω.
Μια νέα γυναίκα με άποψη, λογοτεχνικές και κοινωνικές
γνώσεις, φρέσκες ιδέες και διάθεση να τις υπερασπίζεται. Άτομα απόλυτα
εξωστρεφές και γι αυτό δεν περίμενα πως θα μπορούσε να αναζητήσει τρόπους
έκφρασης μέσα από μια τόσο εσωστρεφή διαδικασία όπως είναι αυτή της συγγραφής
ενός μυθιστορήματος.
Αλλά αν με ξάφνιασε με την πρότασή της να διαβάσω το
χειρόγραφό της και να της πω την γνώμη μου, ακόμα περισσότερο με ξάφνιασε αυτό
το ίδιο το κείμενο που είχε γράψει.
Το μυθιστόρημα «29 λέξεις αργότερα» -και από τον τίτλο
κιόλας ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι
ασυνήθιστο πρόκειται να διαβάσει- στην ουσία μιλά για ένα οικογενειακό μυστικό και πολύ εύκολα
θα μπορούσε κανείς, αν έμενε σε μια απλή περίληψη των γεγονότων, να το θεωρήσει
ως ένα μελό κατασκεύασμα από αυτά που έχουν κατακλίσει προθήκες βιβλιοπωλείων
και άλλων χώρων πώλησης λογοτεχνικών έργων.
Αλλά στη λογοτεχνία σημασία δεν έχει πάντα και τόσο το τι
λέγεται, αλλά το πώς λέγεται. Και στο μυθιστόρημα αυτό ότι αναφέρεται προσφέρει
ανατροπές κατεστημένων αντιλήψεων, εμβαθύνσεις συναισθημάτων και προτάσεις
σύνθεσης νέας μορφής σχέσεων.
Τρεις γενιές γυναικών μπλέκονται η μια μέσα στη ζωή της
άλλης και εκείνο που η Μάντυ Σιταρά –
Καμπάση προσπαθεί να φωτίσει είναι που τελειώνει το μοιραίο και που αρχίζει η
ατομική ευθύνη.
Η γραφή της διαθέτει την αμεσότητα του ξαφνιάσματος : Ο θάνατος μπήκε στο λεξιλόγιό της και στη
ζωή της. Δίπλα στη λέξη έρωτας. Χρησιμοποιεί
με ασυνήθιστο τρόπο τα αντικείμενα : Το
ταβάνι έρχεται καταπάνω της. Η Κίχλη, πιασμένη από τα κάγκελα της σκάλας,
ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο δωμάτιό της. Και δεν διστάζει να φτάσει ακόμα και στην
υπερβολή για να κυριολεκτήσει: Κολυμπάει
σε μια γαλήνια σιωπή, που της αφήνει χώρο να συζητήσει με τον εαυτό της.
Αλλά πέρα από την γλώσσα η Σιταρά – Καμπάση ξέρει και να
δομεί το υλικό της με τέτοιο τρόπο ώστε και το αναγνωστικό ενδιαφέρον να μην
υποχωρεί, αλλά και το παρελθόν να φωτίζει εκεί που πρέπει και όσο πρέπει το
μέλλον.
Οι χαρακτήρες που η νέα συγγραφέας έχει πλάσσει διαθέτουν με
πολυσήμαντο φωτισμό αναλύονται και
ξεφεύγουν από στερεοτυπικές προδιαγραφές. Πρόσωπα ζωντανά είναι.
Εν τέλει πρόκειται για μια ιστορία όπου το τυχαίο
κονταροχτυπιέται με το προγραμματισμένο και μέσα από αυτή τη σύγκρουση
αναδύεται η μοίρα του κάθε ανθρώπου.
Τόσο η Μάντυ –για να επιστρέψω στη σκέψη με την οποία
ξεκίνησα αυτό το σημείωμα- όσο και το πρώτο της αυτό μυθιστόρημα με ξαφνιάσανε.
Ίσως γιατί τόσο η προσωπικότητα της
συγγραφέα όσο και το ύφος του έργου καταφέρνουν να συνταιριάξουν το παραδοσιακό
με το μοντέρνο.
Και τώρα… Σε αναμονή του επομένου.
Από την παρουσίαση του "Μέλι κόλλησε στα χείλη" στο Ηράκλειο Κρήτης, 29/11/2013
Παρουσίασε η Χριστινά Μαρκουλάκη

Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι είναι μεγάλη μου τιμή που σήμερα βάζω το δικό μου λιθαράκι στη παρουσίαση του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη' στη πόλη μας. Ο Μάνος Κοντολέων υπήρξε αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μου, ενώ η σημερινή συνάντηση με εκείνον ξύπνησε ξανά εκείνο το μοναδικό -παιδικό σχεδόν- αίσθημα ενθουσιασμού που κάποτε με κατέκλυζε με κάθε γύρισμα της σελίδας ενός από τα πολυάριθμα βιβλία του.
Πρέπει να ήταν κάποιες ήσυχες ημέρες της δεκαετίας του '90 που έκανα την πρώτη γνωριμία μου με τον μαγικό κόσμο του Μάνου Κοντολέων. Ακριβώς την ίδια εποχή που η Μέλω, η ηρωίδα του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη', αρχίζει να εξερευνά τα όρια του δικού της κόσμου, σύμφωνα με την νέα -τραγικά ρεαλιστική- ιστορία που περίτεχνα πλάθει ο Κοντολέων, θυμίζοντας στον αναγνώστη μια εποχή που πλέον μοιάζει μακρινή.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1998 στο μικρό παραδοσιακό χωριό του Νεαρού Αγίου, ένα από τα πιο γραφικά χωριά του Πηλίου το οποίο επισκέπτονται εκατοντάδες προσκυνητές το καλοκαίρι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Μια πολύ γνώριμη εικόνα και στα χωριά της Κρήτης, όπου η ποικιλομορφία και ο θόρυβος του πλήθους εύκολα ξεσηκώνει τους νέους τους χωριού. Με μια τέτοια σκηνή εισάγεται στο πολύχρωμο κλίμα του πανηγυριού ο αναγνώστης, αφού η δεκαεφτάχρονη Μέλω και η φίλη της, Αναστασία, σεργιανίζουν ανάμεσα στους νεόφερτους προσκυνητές και τουρίστες αυτό το καλοκαίρι του 1998 που όλα μέλλει να τα αλλάξει για τη γλυκιά Μέλω.
Όχι μόνο για τη Μέλω, αλλά για τους περισσότερους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μιας και ο καθένας από αυτούς ταλανίζεται από τις δικές του αυταπάτες. Μόλις ένα όνειρο αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά (ένα όνειρο που βασίζεται σε απατηλές προσδοκίες, ένα όνειρο με λάθος στόχο), τότε αυτό ακριβώς το όνειρο που χτίζεται πάνω στην αυταπάτη μετατρέπεται σε σαράκι που κατατρώει τον απογοητευμένο πλέον ονειροπόλο.
Και η Μέλω ζει στην αυταπάτη, όπως αναπόφευκτα πολλοί νέοι κάνουν. Ας μην ξεχνάμε ότι ζει σε μια εποχή πρωτόγνωρης υλικής ευημερίας, όπως ήταν τα χρόνια γύρω από τη νέα χιλιετία, όταν οι επιδοτήσεις έπεφταν βροχή, υπήρχε άφθονη δουλειά για τους νέους και οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναπτέρωναν το ηθικό. Η καταναλωτική διάθεση διεισδύει ύπουλα μέσα στο παραδοσιακό σκηνικό του ίδιου του χωριού της Μέλως, μεταλλάσσοντας το θρησκευτικό πρόσωπο της κοινότητας σε καταναλωτικό, με πλούσιες βίλες και στυλάτους 'ξένους'.
Στο πλαίσιο αυτό, για να συνδέσουμε το κοινωνικό πράττειν με το ατομικό όνειρο όπως τονίζει στον επίλογό του ο Κοντολέων, η Μέλω θεωρεί ότι το χωριό της είναι η φυλακή της, κοιτώντας την μεγαλύτερη πόλη του Βόλου που βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση με λαχτάρα και προσμονή. Νομίζει ότι εκεί θα υπάρξει η λύτρωση μιας πλούσιας ζωής, στην οποία όλα θα παρέχονται στη Μέλω χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις σε αντίθεση με τον πιεστικά απαιτητικό περίγυρο του χωριού.
Κινητήριος δύναμη της θέλησης αυτής είναι ένα ηχηρό 'φύγε' που της είπε μια τσιγγάνα που 'διάβασε' την παλάμη της μια ζεστή ημέρα του πανηγυριού. Έκτοτε αυτό το 'φύγε' στιγματίζει τη Μέλω, γίνεται φωνή μέσα της που ακούγεται κάθε φορά που η Μέλω δέχεται μια ανεπιθύμητη πίεση. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η φυγή από μια γνώριμη κατάσταση, όσο δυσβάσταχτη κι αν είναι, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια χειρότερη φυλακή: τα κάγκελα που στήνει γύρω μας ο ίδιος μας ο εαυτός λόγω λανθασμένων επιλογών.
Ποιες ήταν οι επιλογές της Μέλως όταν στα 17 της αποφάσισε ότι δεν θέλει να σπουδάσει; Σύμφωνα με τους ψιθύρους που συνηθίζονται σε κάθε χωριό, το σωστό και πρέπον ήταν να συνεχίσει την σχέση της με τον ανηψιό μεγαλοεργολάβου του χωριού, τον Αργύρη, ο οποίος είχε λαμπρό μέλλον στην οικοδομή, άρα και πολλά χρήματα και πρόσφερε άμεση αποκατάσταση με σπίτι που προοριζόταν ειδικά για την, κατά τα άλλα φτωχής οικογενείας, Μέλω. Το είχε δηλώσει άλλωστε: σκόπευε να την κάνει βασίλισσα. Σε μια εποχή που η οικοδομή ανθούσε, ο Αργύρης έμοιαζε για το ιδανικό καταφύγιο, όχι μόνο για την Μέλω, αλλά και για τους γονείς της, οι οποίοι έμεναν σε ένα παλιό σπίτι, με κάποιο μισογκρεμισμένο μάλιστα κομμάτι από παλαιότερο σεισμό. Ναι, ακριβώς σαν εκείνον που έμελλε να χτυπήσει την οικογένεια για άλλη μια φορά. Και αυτός δεν προερχόταν από τον Αργύρη, αλλά από τον Σήφη, την δεύτερη επιλογή της Μέλως.
Ο Σήφης, ένας έμπειρος επαγγελματικά και ερωτικά σαραντάρης, είχε όλα όσα χρειαζόταν για να σαγηνέψει μια δροσερή, αλλά άπειρη σε όλα, δεκαεφτάχρονη κοπέλα. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει ο Αργύρης, τα ακριβά δώρα και η τολμηρή ερωτική διάθεση του Σήφη έκαναν εντύπωση στην Μέλω, η οποία δεν γνώριζε τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Επομένως, με συνοπτικές διαδικασίες και με την περήφανη υποστήριξη των γονιών της, βρίσκει τον εαυτό της παντρεμένο με έναν άγνωστο σχεδόν σε εκείνη άνδρα, υπακούοντας πάντα στη φωνούλα που επίμονα της ψιθύριζε 'φύγε'. Και εδώ είναι που η λέξη 'φυγή' μετατρέπεται στο ακριβές αντίθετό της. Και εδώ είναι που η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον αναγνώστη και ανατρέποντας τα πάντα.
Ο Σήφης θα συνεχίσει να προσφέρει ένα ακριβό lifestyle. Αλλά με ακριβό αντάλλαγμα. Εισάγει την έκπληκτη Μέλω σε ένα κόσμο σκληρού έρωτα, όπως αυτή ποτέ δεν τον βίωσε με τον Αργύρη. Εκείνη μόνο το 'μέλι της ζωής' ήθελε να γευτεί με μια ανέ-μελη διάθεση. Γι'αυτό εξάλλου πάντα αναζητούσε λίγο μέλι, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, ηδονικά αφήνοντάς το να κολλάει στα χείλη της, λες κι έτσι άγγιζε την ζωή την ίδια μέσα στην αστείρευτη πηγή της. Το 'μέλι της ζωής', όμως δεν είναι μέσα στην συμφωνία γάμου με τον Σήφη και αυτό η Μέλω θα το καταλάβει μόλις πάψει να τροφοδοτείται από τις αυταπάτες της πλούσιας ζωής. Όταν και ο Σήφης κατανοήσει ότι στο παιχνίδι της ζωής κανείς δεν παραμένει εύκολα ο απόλυτος κυρίαρχος. Όταν και οι γονείς της Μέλως συνειδητοποιήσουν ότι στην ουσία 'πούλησαν' την μονάκριβη κόρη τους, βίαια εξαναγκάζοντας ένα αθώο κορίτσι να γίνει γυναίκα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωταγωνιστές μετατρέπονται άλλοτε σε θύτες και άλλοτε σε θύματα, προσπαθώντας όχι μόνο να επιβιώσουν στη νέα εποχή καταλωτισμού και νεοπλουτισμού, αλλά και να τη βιώσουν στο έπακρο. Η αυταπάτη τους συνίσταται στο ότι όλοι τους νομίζουν ότι θα γευτούν το μέλι της ζωής, ενώ οι επιλογές τους μόνο πίκρα φαίνονται να αποφέρουν. Ή μήπως φταίει η μοίρα, το ταμπλώ όπου παίζεται ένα καλοστημένο παιχνίδι εν αγνοία και εις βάρος των παικτών;
Η προσπάθεια των ηρώων να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο, ανώτερο, διαφορετικό από πριν αποτελεί, άλλωστε, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μέσα, όμως, από πικρούς έρωτες και κακές επιλογές, συντελείται τελικά αυτή η ξεχωριστή διαφορά, η υποτιθέμενη φυγή από το τωρινό εγώ μας; Ή μήπως η ζωή είναι αυτή που εντέλει θα πάρει την εκδίκησή της από ανθρώπους που διατελούν ένα είδος 'ύβρεως', προσπαθώντας να αλλάξουν με πενιχρά μέσα και χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα που αυτό απαιτεί;
Με αυτά τα ερωτήματα θα έρθουν αντιμέτωποι οι επίδοξοι αναγνώστες του βιβλίου, μέσα σε μια ιστορία περίτεχνα δομημένη από έναν συγγραφέα που ξέρει καλά πώς να περιγράψει με ευαισθησία ακόμα και την πιο σκληρή σκηνή και πώς να πλάσει γλωσσικά καθεμιά ανατροπή. Και υπάρχει άφθονη ευαισθησία και σκληρότητα· ερωτισμός και αποστροφή· φαινομενική ηρεμία και ανατροπή. Περνώντας μέσα από αυτά τα στάδια, η αμοιβή του αναγνώστη σίγουρα θα είναι εκείνο που η Μέλω τόσο επιζητούσε- η γλύκα που αφήνει το μέλι μιας καλογραμμένης ιστορίας όχι μόνο στα χείλη, αλλά στη καρδιά και το μυαλό.

Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι είναι μεγάλη μου τιμή που σήμερα βάζω το δικό μου λιθαράκι στη παρουσίαση του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη' στη πόλη μας. Ο Μάνος Κοντολέων υπήρξε αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μου, ενώ η σημερινή συνάντηση με εκείνον ξύπνησε ξανά εκείνο το μοναδικό -παιδικό σχεδόν- αίσθημα ενθουσιασμού που κάποτε με κατέκλυζε με κάθε γύρισμα της σελίδας ενός από τα πολυάριθμα βιβλία του.
Πρέπει να ήταν κάποιες ήσυχες ημέρες της δεκαετίας του '90 που έκανα την πρώτη γνωριμία μου με τον μαγικό κόσμο του Μάνου Κοντολέων. Ακριβώς την ίδια εποχή που η Μέλω, η ηρωίδα του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη', αρχίζει να εξερευνά τα όρια του δικού της κόσμου, σύμφωνα με την νέα -τραγικά ρεαλιστική- ιστορία που περίτεχνα πλάθει ο Κοντολέων, θυμίζοντας στον αναγνώστη μια εποχή που πλέον μοιάζει μακρινή.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1998 στο μικρό παραδοσιακό χωριό του Νεαρού Αγίου, ένα από τα πιο γραφικά χωριά του Πηλίου το οποίο επισκέπτονται εκατοντάδες προσκυνητές το καλοκαίρι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Μια πολύ γνώριμη εικόνα και στα χωριά της Κρήτης, όπου η ποικιλομορφία και ο θόρυβος του πλήθους εύκολα ξεσηκώνει τους νέους τους χωριού. Με μια τέτοια σκηνή εισάγεται στο πολύχρωμο κλίμα του πανηγυριού ο αναγνώστης, αφού η δεκαεφτάχρονη Μέλω και η φίλη της, Αναστασία, σεργιανίζουν ανάμεσα στους νεόφερτους προσκυνητές και τουρίστες αυτό το καλοκαίρι του 1998 που όλα μέλλει να τα αλλάξει για τη γλυκιά Μέλω.
Όχι μόνο για τη Μέλω, αλλά για τους περισσότερους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μιας και ο καθένας από αυτούς ταλανίζεται από τις δικές του αυταπάτες. Μόλις ένα όνειρο αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά (ένα όνειρο που βασίζεται σε απατηλές προσδοκίες, ένα όνειρο με λάθος στόχο), τότε αυτό ακριβώς το όνειρο που χτίζεται πάνω στην αυταπάτη μετατρέπεται σε σαράκι που κατατρώει τον απογοητευμένο πλέον ονειροπόλο.
Και η Μέλω ζει στην αυταπάτη, όπως αναπόφευκτα πολλοί νέοι κάνουν. Ας μην ξεχνάμε ότι ζει σε μια εποχή πρωτόγνωρης υλικής ευημερίας, όπως ήταν τα χρόνια γύρω από τη νέα χιλιετία, όταν οι επιδοτήσεις έπεφταν βροχή, υπήρχε άφθονη δουλειά για τους νέους και οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναπτέρωναν το ηθικό. Η καταναλωτική διάθεση διεισδύει ύπουλα μέσα στο παραδοσιακό σκηνικό του ίδιου του χωριού της Μέλως, μεταλλάσσοντας το θρησκευτικό πρόσωπο της κοινότητας σε καταναλωτικό, με πλούσιες βίλες και στυλάτους 'ξένους'.
Στο πλαίσιο αυτό, για να συνδέσουμε το κοινωνικό πράττειν με το ατομικό όνειρο όπως τονίζει στον επίλογό του ο Κοντολέων, η Μέλω θεωρεί ότι το χωριό της είναι η φυλακή της, κοιτώντας την μεγαλύτερη πόλη του Βόλου που βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση με λαχτάρα και προσμονή. Νομίζει ότι εκεί θα υπάρξει η λύτρωση μιας πλούσιας ζωής, στην οποία όλα θα παρέχονται στη Μέλω χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις σε αντίθεση με τον πιεστικά απαιτητικό περίγυρο του χωριού.
Κινητήριος δύναμη της θέλησης αυτής είναι ένα ηχηρό 'φύγε' που της είπε μια τσιγγάνα που 'διάβασε' την παλάμη της μια ζεστή ημέρα του πανηγυριού. Έκτοτε αυτό το 'φύγε' στιγματίζει τη Μέλω, γίνεται φωνή μέσα της που ακούγεται κάθε φορά που η Μέλω δέχεται μια ανεπιθύμητη πίεση. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η φυγή από μια γνώριμη κατάσταση, όσο δυσβάσταχτη κι αν είναι, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια χειρότερη φυλακή: τα κάγκελα που στήνει γύρω μας ο ίδιος μας ο εαυτός λόγω λανθασμένων επιλογών.
Ποιες ήταν οι επιλογές της Μέλως όταν στα 17 της αποφάσισε ότι δεν θέλει να σπουδάσει; Σύμφωνα με τους ψιθύρους που συνηθίζονται σε κάθε χωριό, το σωστό και πρέπον ήταν να συνεχίσει την σχέση της με τον ανηψιό μεγαλοεργολάβου του χωριού, τον Αργύρη, ο οποίος είχε λαμπρό μέλλον στην οικοδομή, άρα και πολλά χρήματα και πρόσφερε άμεση αποκατάσταση με σπίτι που προοριζόταν ειδικά για την, κατά τα άλλα φτωχής οικογενείας, Μέλω. Το είχε δηλώσει άλλωστε: σκόπευε να την κάνει βασίλισσα. Σε μια εποχή που η οικοδομή ανθούσε, ο Αργύρης έμοιαζε για το ιδανικό καταφύγιο, όχι μόνο για την Μέλω, αλλά και για τους γονείς της, οι οποίοι έμεναν σε ένα παλιό σπίτι, με κάποιο μισογκρεμισμένο μάλιστα κομμάτι από παλαιότερο σεισμό. Ναι, ακριβώς σαν εκείνον που έμελλε να χτυπήσει την οικογένεια για άλλη μια φορά. Και αυτός δεν προερχόταν από τον Αργύρη, αλλά από τον Σήφη, την δεύτερη επιλογή της Μέλως.
Ο Σήφης, ένας έμπειρος επαγγελματικά και ερωτικά σαραντάρης, είχε όλα όσα χρειαζόταν για να σαγηνέψει μια δροσερή, αλλά άπειρη σε όλα, δεκαεφτάχρονη κοπέλα. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει ο Αργύρης, τα ακριβά δώρα και η τολμηρή ερωτική διάθεση του Σήφη έκαναν εντύπωση στην Μέλω, η οποία δεν γνώριζε τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Επομένως, με συνοπτικές διαδικασίες και με την περήφανη υποστήριξη των γονιών της, βρίσκει τον εαυτό της παντρεμένο με έναν άγνωστο σχεδόν σε εκείνη άνδρα, υπακούοντας πάντα στη φωνούλα που επίμονα της ψιθύριζε 'φύγε'. Και εδώ είναι που η λέξη 'φυγή' μετατρέπεται στο ακριβές αντίθετό της. Και εδώ είναι που η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον αναγνώστη και ανατρέποντας τα πάντα.
Ο Σήφης θα συνεχίσει να προσφέρει ένα ακριβό lifestyle. Αλλά με ακριβό αντάλλαγμα. Εισάγει την έκπληκτη Μέλω σε ένα κόσμο σκληρού έρωτα, όπως αυτή ποτέ δεν τον βίωσε με τον Αργύρη. Εκείνη μόνο το 'μέλι της ζωής' ήθελε να γευτεί με μια ανέ-μελη διάθεση. Γι'αυτό εξάλλου πάντα αναζητούσε λίγο μέλι, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, ηδονικά αφήνοντάς το να κολλάει στα χείλη της, λες κι έτσι άγγιζε την ζωή την ίδια μέσα στην αστείρευτη πηγή της. Το 'μέλι της ζωής', όμως δεν είναι μέσα στην συμφωνία γάμου με τον Σήφη και αυτό η Μέλω θα το καταλάβει μόλις πάψει να τροφοδοτείται από τις αυταπάτες της πλούσιας ζωής. Όταν και ο Σήφης κατανοήσει ότι στο παιχνίδι της ζωής κανείς δεν παραμένει εύκολα ο απόλυτος κυρίαρχος. Όταν και οι γονείς της Μέλως συνειδητοποιήσουν ότι στην ουσία 'πούλησαν' την μονάκριβη κόρη τους, βίαια εξαναγκάζοντας ένα αθώο κορίτσι να γίνει γυναίκα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωταγωνιστές μετατρέπονται άλλοτε σε θύτες και άλλοτε σε θύματα, προσπαθώντας όχι μόνο να επιβιώσουν στη νέα εποχή καταλωτισμού και νεοπλουτισμού, αλλά και να τη βιώσουν στο έπακρο. Η αυταπάτη τους συνίσταται στο ότι όλοι τους νομίζουν ότι θα γευτούν το μέλι της ζωής, ενώ οι επιλογές τους μόνο πίκρα φαίνονται να αποφέρουν. Ή μήπως φταίει η μοίρα, το ταμπλώ όπου παίζεται ένα καλοστημένο παιχνίδι εν αγνοία και εις βάρος των παικτών;
Η προσπάθεια των ηρώων να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο, ανώτερο, διαφορετικό από πριν αποτελεί, άλλωστε, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μέσα, όμως, από πικρούς έρωτες και κακές επιλογές, συντελείται τελικά αυτή η ξεχωριστή διαφορά, η υποτιθέμενη φυγή από το τωρινό εγώ μας; Ή μήπως η ζωή είναι αυτή που εντέλει θα πάρει την εκδίκησή της από ανθρώπους που διατελούν ένα είδος 'ύβρεως', προσπαθώντας να αλλάξουν με πενιχρά μέσα και χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα που αυτό απαιτεί;
Με αυτά τα ερωτήματα θα έρθουν αντιμέτωποι οι επίδοξοι αναγνώστες του βιβλίου, μέσα σε μια ιστορία περίτεχνα δομημένη από έναν συγγραφέα που ξέρει καλά πώς να περιγράψει με ευαισθησία ακόμα και την πιο σκληρή σκηνή και πώς να πλάσει γλωσσικά καθεμιά ανατροπή. Και υπάρχει άφθονη ευαισθησία και σκληρότητα· ερωτισμός και αποστροφή· φαινομενική ηρεμία και ανατροπή. Περνώντας μέσα από αυτά τα στάδια, η αμοιβή του αναγνώστη σίγουρα θα είναι εκείνο που η Μέλω τόσο επιζητούσε- η γλύκα που αφήνει το μέλι μιας καλογραμμένης ιστορίας όχι μόνο στα χείλη, αλλά στη καρδιά και το μυαλό.
1.12.13
Διαβάζοντας το Μανόλο Μανολίτο γράφει η Έλενα Αρτζανίδου
«…Κοιτούσε γύρω του ο Μανολίτο…Κοίταξε μετά εμένα.
«Δηλαδή;»κάτι ακόμα ήθελε να μάθει…
«Δηλαδή ό,τι αγαπάμε πάντα έρχεται ξανά! Ό,τι αγαπάμε για πάντα ζει…έτσι δε μας είχε πει- δεν περάσανε και τόσοι μήνες από τότε!- η Κυρά η Φύση;»…
Ένα συγκινητικό, τρυφερό καταπληκτικό βιβλίο, ύμνος για την ζωή και την αγάπη από τον μοναδικό συγγραφέα πολλών άλλων επιτυχιών Μάνο Κοντολέων. Η σχέση ανάμεσα σε ένα παιδί και έναν ενήλικα μαζί με ένα τετράποδο πλάθετε με τη μαστοριά του λόγου, αλλά και της γραφής που πλέον έχει εκλείψει από τη σημερινή βιβλιοπαραγωγή. Έντονα συναισθήματα μαζί με δυνατές εικόνες και συγκίνηση γεννά ο Μάνος Κοντολέων από την πρώτη παράγραφο. Ενώ καταφέρνει να συνδυάσει με επιτυχία το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας μια ιστορία που τιμά τη λογοτεχνία.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και ιδιαίτερα με αναγνωστική εμπειρία.
«Ένας συγγραφέας -ο Μανόλο- που του αρέσει να περπατά στην ακροποταμιά.
Ένα αγόρι -ο Μανολίτο- που όλο θέλει να ρωτά.
Κι ένα λευκό σκυλί που το φωνάζουνε Νύχτα.
Κι οι τρεις θα γνωρίσουν μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως κάποιοι τη νομίζουν για θεά και κάποιοι για μάγισσα...
Κι οι τρεις θα βρεθούν μέσα σε ένα κτήμα με 36 αμυγδαλιές που δεν έχουν βγάλει ποτέ τους μήτε φύλλα μήτε άνθη μήτε καρπούς.Κι οι τρεις τους θα ακούσουν ιστορίες καθημερινού μυστηρίου και καθημερινής μαγείας».
http://filanagnosiaprogram.blogspot.gr/p/blog-page_27.html?showComment=1385919084558
«Δηλαδή;»κάτι ακόμα ήθελε να μάθει…
«Δηλαδή ό,τι αγαπάμε πάντα έρχεται ξανά! Ό,τι αγαπάμε για πάντα ζει…έτσι δε μας είχε πει- δεν περάσανε και τόσοι μήνες από τότε!- η Κυρά η Φύση;»…
Ένα συγκινητικό, τρυφερό καταπληκτικό βιβλίο, ύμνος για την ζωή και την αγάπη από τον μοναδικό συγγραφέα πολλών άλλων επιτυχιών Μάνο Κοντολέων. Η σχέση ανάμεσα σε ένα παιδί και έναν ενήλικα μαζί με ένα τετράποδο πλάθετε με τη μαστοριά του λόγου, αλλά και της γραφής που πλέον έχει εκλείψει από τη σημερινή βιβλιοπαραγωγή. Έντονα συναισθήματα μαζί με δυνατές εικόνες και συγκίνηση γεννά ο Μάνος Κοντολέων από την πρώτη παράγραφο. Ενώ καταφέρνει να συνδυάσει με επιτυχία το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας μια ιστορία που τιμά τη λογοτεχνία.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και ιδιαίτερα με αναγνωστική εμπειρία.
«Ένας συγγραφέας -ο Μανόλο- που του αρέσει να περπατά στην ακροποταμιά.
Ένα αγόρι -ο Μανολίτο- που όλο θέλει να ρωτά.
Κι ένα λευκό σκυλί που το φωνάζουνε Νύχτα.
Κι οι τρεις θα γνωρίσουν μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως κάποιοι τη νομίζουν για θεά και κάποιοι για μάγισσα...
Κι οι τρεις θα βρεθούν μέσα σε ένα κτήμα με 36 αμυγδαλιές που δεν έχουν βγάλει ποτέ τους μήτε φύλλα μήτε άνθη μήτε καρπούς.Κι οι τρεις τους θα ακούσουν ιστορίες καθημερινού μυστηρίου και καθημερινής μαγείας».
http://filanagnosiaprogram.blogspot.gr/p/blog-page_27.html?showComment=1385919084558
27.11.13
Σκανταλιές κι Ανοησίες...
Μπήκα για μάθημα πρώτη ώρα στα υπέροχα πεμπτάκια του 6ου Νέας Ιωνίας. Χαμογελαστά, γλυκύτατα, ευγενικά παιδιά. Αγαπημένα μου… και το ξέρουν. Σε ένα θρανίο απλωμένα μερικά βιβλία
- «Παιδιά, τι είναι αυτά;»
- «Κυρία κάνουμε «φιλαναγνωσία» με την κυρία μας.»
- «Δηλαδή;»
- «Φέρνουμε βιβλία από το σπίτι μας και τα διαβάζουμε στην τάξη!»
- «Αααα!»
Το μάτι μου παίρνει ένα που δεν έχω διαβάσει: Μάνος Κοντολέων, «Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα …γλυκό κεράσι». Χμ… γνωστή στις απανταχού βιβλιοθήκες, στα Χανιά μα και σε όλες τις πόλεις που έχω ζήσει…. το μάτι μου γυαλίζει…:
- Να δανειστώ παιδιά αυτό το βιβλίο; Μπορώ;
- «Ναι κυρία, πάρτε το.» Λέει γενναιόδωρα η ιδιοκτήτρια του βιβλίου, η γλυκιά μου Μαρία, και συνεχίζει: «τώρα διαβάζουμε το «Μάγκα», έχουμε πολλές σελίδες ακόμη…»
Το βιβλίο στα χέρια μου, το μάθημα ξεκίνησε…
Το απόγευμα, μόνοι με τον τρίχρονο Μάνο, συνονόματο του συγγραφέα, μα και του μικρού ήρωα του βιβλίου, 2 οι στόχοι: Να απασχολήσω το μικρό μου, μα να διαβάσω και το βιβλίο! Η εικονογράφηση του Σπύρου Γούση πλούσια και διάσπαρτη μέσα στο βιβλίο βοηθάει και ξεκινάω την ανάγνωση δυνατά με το μικρό, σχολιάζοντας τις εικόνες…
Ποια είναι η διαφορά της σκανταλιάς από την ανοησία; Γιατί ένα παιδάκι να θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του; Και ποιο παιδί δεν το έχει σκεφτεί στο φόβο της τιμωρίας για μια σκανδαλιά που έκανε;
Είναι απίστευτη απόλαυση κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο για παιδιά, που το κείμενό του σέβεται το παιδί και δεν βυθίζεται στους κυκεώνες του διδακτισμού. Η ιστορία σε ταξιδεύει, σε ένα χωριό, σε ένα σπίτι που κάθε παιδί θέλει να έχει, με αυλή, κήπο, οικόσιτα μικρά ζώα, δέντρα, και ειδικά μια κερασιά! Μια κερασιά, που είναι η αφορμή όχι μόνο για γλυκό κεράσι, μα και για πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους δύο συνονόματους, παππού και εγγονό. Πως θα μπορούσε να πει καλύτερα ένας συγγραφέας ότι η μαμά, η κάθε μαμά πάνω από όλα βάζει στη ζωή της το παιδί της; Ότι ο φόβος για τιμωρία μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε πράξεις απρόβλεπτες και άκρως επικίνδυνες για τον εαυτό του; Και όλα αυτά δίχως να μιλάει σε κανένα σημείο διδακτικά, απλώς σκιαγραφώντας και διασαφηνίζοντας τις δύο έννοιες: σκανδαλιά και ανοησία. Ποια η βαρύτητα του ενός και ποια του άλλου…
Και θα συμφωνήσω: τόσο ως άνθρωπος που ασχολείται με τα «γράμματα» όσο και ως μαμά. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο …
Το βιβλίο, πέραν των πολύ σημαντικών προαναφερθέντων, είναι μία ζωγραφιά χρωματισμένη από τη σχέση παππού-εγγονού σε ένα ειδυλλιακό χωριό του Πηλίου. Η αξία του παππού και της γιαγιάς φαίνεται πολύτιμη στο βιβλίο, όπως όντως είναι στην σύγχρονη οικογένεια, που και σήμερα «εξαρτάται» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τους παππούδες, δεδομένο πάντα ότι πιο σημαντική η βοήθεια που προσφέρουν από αυτήν που παίρνουν. Η ζωή τους με το εγγόνι προσφέρει διασκέδαση και στις δυο πλευρές, διδάσκει, και κάνει το παιδί να σκεφτεί.
Ωραία ανάγνωση, ευχάριστο βιβλίο, με ιδιαίτερο νόημα και βαρύτητα, καθόλου κουραστικό, το διαβάσαμε απνευστί! Αύριο θα επιστραφεί για να συνεχίσει το ωραίο και χρήσιμο ταξίδι του ...
Αργυρώ Μουντάκη
Συγγραφέας
26.11.13
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ
«Αυτά που ζείτε
υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που γράφετε επηρεάζουν όσα ζείτε;»
Αυτή την ερώτηση μου έκανε, πριν από μερικά χρόνια, μαθητής
Δευτέρας Τάξης Γυμνασίου, κάπου στην
Κοζάνη.
Την πιο ουσιαστική τοποθέτηση πάνω στο τι είναι η συγγραφική
πράξη, την διατύπωσε ένας έφηβος που μάλιστα είχε πιο πριν δηλώσει πως η
ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων δεν είναι η πιο αγαπημένη του δραστηριότητα.
«Προτιμώ να παίζω!» -με θάρρος είχε τονίσει.
Ένα αγόρι, λοιπόν, που προτιμά το παιχνίδι και ίσως να
βαριέται την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, κατάφερε να μπει στα υπόγεια διαμερίσματα της ψυχής ενός συγγραφέα. Στους
χώρους όπου το φανταστικό πρέπει να μετουσιωθεί σε πραγματικό και η αλήθεια να
μετατραπεί σε σύμβολο.
Προτιμώ να παίζω…
είχε δηλώσει το αγόρι και κανείς δεν του είχε πει πως και η ανάγνωση της
λογοτεχνίας (όπως και η συγγραφή της) εν τέλει ένα παιχνίδι είναι. Ένα παιχνίδι
αλλαγών ρόλων. Το αγόρι, όμως, εκείνο,
με το ένστικτό του, το είχε συλλάβει.
Κι αν βρεθεί ένας συγγραφέας που θα θελήσει να κάνει ήρωα σε
ένα του έργο κάποιο παρόμοιο έφηβο, τότε ο συγγραφέας αυτός θα πρέπει να εξηγήσει
–πρώτα στον εαυτό του και μετά στους αναγνώστες του- το πώς κάτι τέτοιο
συμβαίνει. Με άλλα λόγια να ξεχάσει τις όποιες δικές του ιδέες και απόψεις και
να ψαχουλέψει μέσα στις ιδιομορφίες μιας άλλης ψυχής.
Αυτή η μεταπήδηση από το «εγώ» στο «εσύ» είναι που προσωπικά
με συναρπάζει ως συγγραφέα. Έχει κάτι το μαγικό.
Με θεωρούν βιωματικό συγγραφέα. Ναι, σε πολλά βιβλία μου
πάνω σε δικά μου βιώματα στηρίχτηκα. Μα και επίσης σε πολλά άλλα αποφάσισα να
αποκτήσω τα βιώματα ενός άλλου, να τα κάνω δικά μου και με νέα ταυτότητα να περιγράψω
συναισθήματα, πάθη, αντιδράσεις.
Στη ζωή μου υπήρξα ένας απλός καθημερινός άνθρωπος
–εργαζόμουνα, έφτιαξα οικογένεια, πένθησα το θάνατο του πατέρα μου, γιόρτασα τη
γέννηση του γιου μου. Μα μέσα στα βιβλία μου άλλοτε γινόμουνα παθιασμένος
επαναστάτης, άλλοτε απελπισμένος
ηγέτης, άλλοτε ζηλιάρης σύζυγος, άλλοτε ένας ηθοποιός που ζούσε μέσα από τους
ρόλους του, άλλοτε νέα γυναίκα που τη βιάσανε, άλλοτε επιτυχημένη
επιχειρηματίας που τρέμει μπροστά στην
υποταγή του έρωτα…
Πόσα από τα πρόσωπα αυτά είμαι εγώ και πόσες φορές εγώ έγινα
εκείνα;
Ο συγγραφέας και γράφει ένα ρόλο και τον ερμηνεύει συνάμα. Ή
πιο σωστά ο συγγραφέας γράφει όλους τους ρόλους του έργου και όλους τους ρόλους
τους ερμηνεύει.
Προσωπικά αν το «εγώ» μου δεν υποχωρήσει στο «εγώ» του
πλάσματος που εγώ ο ίδιος πλάθω, δεν μπορώ τίποτε να περιγράψω.
Κι όμως υπήρξαν δυο φορές που τόλμησα να καταγράψω την
πορεία των ηρώων, προσπαθώντας να κρατηθώ σε απόσταση. Και στις δυο περιπτώσεις
και στα δυο μυθιστορήματα το θέμα είχε να κάνει με μια αρρώστια.
Μπορεί να μη φοβάμαι να βιώσω το τι αισθάνεται το θύμα ενός
φόνου, μπορεί να αντέχω να ταυτιστώ με τη ψυχοσύνθεση ενός βιαστή, αλλά … Ναι, η αρρώστια με απωθεί.
Δεν είναι ο θάνατος, δεν είναι πόνος… Είναι… Ναι, πιστεύω
πως η αρρώστια σε κάνει αναξιοπρεπή… Όχι απέναντι των άλλων –προς θεού, όχι! Μα
απέναντι του ίδιου σου του εαυτού.
Και αυτή την αίσθηση πολύ δύσκολα μπορώ να την επωμιστώ και
στη συνέχεια ως βίωμα να την καταγράψω συγγραφικά.
Σε δυο, όμως, έργα μου το τόλμησα.
Το ένα –πάνε κοντά είκοσι χρόνια που το έγραψα- είναι το
«Γεύση Πικραμύγδαλου». Τότε –διανύοντας τη πιο χρυσή περίοδο της ζωής ενός
άντρα- μπήκα με τόλμη στο βούρκο μιας
ασθένειας (το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος ήταν φορέας του Aids) και για
να μπορέσω να ξεπεράσω τον όποιο μελοδραματισμό θα μπορούσε να με οδηγήσει ο
αποτροπιασμός μπροστά σε τέτοια μοίρα ενός νέου ανθρώπου, σκέφτηκα να περιγράψω
όχι μόνο του κεντρικού προσώπου τις αντιδράσεις, αλλά και όλων των κοντινών
δικών του. Του πατέρα, της μητέρας, της φίλης του, των γονιών αυτής, του δικού
του φίλου, της κοπέλας που είχε σταθεί η αιτία να βρεθεί κι εκείνος μέσα σε μια
τέτοια τραγική κατάσταση.
Με άλλα λόγια το ένστικτό μου με οδήγησε να απλώσω το
ατομικό δράμα μέσα στην οικογένεια και στη συνέχεια μέσα στην κοινωνία.
Η αρρώστια έτσι έπαυε να προκαλεί τον οίκτο του άλλου, αλλά
γινότανε κοινωνικό θέμα. Και ως τέτοιο πλέον αποκτούσε άλλες διαστάσεις.
Άλλωστε γι αυτό είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με το θέμα τούτο
–ο έρωτας που σκοτώνει. Με τρόμαζε και με τρομάζει μια κοινωνία που έχει
θεμελιωθεί σε μια τέτοια άποψη.
Αυτά τότε –μέσα της δεκαετίας του ’90 κι εγώ να χαίρομαι τη
δύναμη των σαράντα χρόνων μου.
Όμως εφέτος… Εφέτος
και μετά από είκοσι περίπου χρόνια από τότε, να που και πάλι με την αρρώστια
καταπιάστηκα και πάνω, τώρα, σε ζήτημα μεταμόσχευσης οργάνου στήριξα το πιο
πρόσφατο μυθιστόρημά μου.
Νωπό ακόμα είναι στη σκέψη και στο νου μου. Ακόμα δεν το
θεωρώ πως είναι τελειωμένο… Συγγραφικές ανασφάλειες. Το «Δυο φορές Άνοιξη»
μπορεί να είναι ακόμα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου, αλλά ήδη μιλώ με
τον εκδότη μου για το πότε θα κυκλοφορήσει και ποιο θα είναι το πλέον αρμόζον
εξώφυλλο.
Και σκέφτομαι πως και πάλι την αρρώστια περιφερειακά την
αντιμετώπισα. Και πάλι από μια κατάσταση ατομική, θέλησα να την μετατρέψω σε
κάτι γενικότερο. Μόνο που τώρα –ίσως γιατί δεν είμαι πια σαράντα χρονών- στη
θέση των κοινωνικών σχέσεων, έχουν μπει οι διαπροσωπικές και μάλιστα με έντονο
το ερωτικό στοιχείο να τις χαρακτηρίζει.
Όπως στο «Γεύση Πικραμύγδαλου» η αρρώστια και ο έρωτας
συνυπάρχουν, έτσι και τώρα στο «Δυο φορές Άνοιξη». Και στα δυο βιβλία είναι ο
έρωτας που τιμωρεί αυτούς που τον υπηρετήσανε.
Αλλά ενώ στο πρώτο αυτός που πρωταγωνιστεί στην ερωτική
πράξη είναι και ένα από τα θύματα, στο δεύτερο, οι ερωτικοί σύντροφοι δεν
ασθενούν, μα κληροδοτούν ασθένεια.
Γιατί το έκανα αυτό;
Νομίζω πως ο λόγος είναι απλός, όσο και έντονα εγωκεντρικός.
Καθώς γερνώ φοβάμαι πως αφήνω βαριά κληρονομιά στους
διαδόχους μου. Κληρονομιά που θα τους ταλαιπωρήσει.
Κι αυτόν τον φόβο μου δεν τόλμησα να τον εκφράσω στη δική
μου καθημερινότητα, προτίμησα να τον δω να υλοποιείται με μυθιστορηματική
πλοκή.
Το δικό μου βίωμα το έκανα πρόβλημα χάρτινων ηρώων.
Αλλά… Α, ναι, δεν ξέχασα μήτε την παντοδυναμία μου ως
συγγραφέα – πλάστη ανθρώπων, μήτε και το ήθος μιας ζωής. Κι έτσι αυτόν που άφησε κληρονομιά βαριά, αποφάσισα να του δώσω
την ευκαιρία να επανορθώσει –όσο επανορθώνονται τα λάθη- και να προσφέρει λύση
–αν λύση λέγεται κάτι το ημιτελές.
«Αυτά που ζείτε υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που
γράφετε επηρεάζουν όσα ζείτε;» -με είχε
ρωτήσει εκείνο το αγόρι στην Κοζάνη.
Δεν σας είπα αν του απάντησα και τι του είπα, τότε. Αλλά
εδώ, μέσα σε αυτό το κείμενο, φανερώνω το μονοπάτι που χαράζουν τα βιβλία μου.
Δε θέλω ρεαλισμό,
μαγεία θέλω… λέει η Μπλανς Ντυμπουά, στο
¨Λεωφορείο ο Πόθος¨ του Τενεσσύ Ουίλιαμς και αμέσως μετά θα προσθέσει: Δεν τους λέω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα
έπρεπε να είναι αλήθεια!…
Λοιπόν, μιας και τώρα δεν απευθύνομαι σε παιδιά Γυμνασίου,
αλλά σε ενήλικες και μάλιστα γιατρούς
μπορώ να δηλώσω κι εγώ πως… Δεν σας
γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια… Γιατί… Γιατί δε
θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!
(αναρτήθηκε στο ιστολόγιο του Συλλόγου Νέων Γιατρών http://manoskontoleon.sni.gr/?p=24)
25.11.13
Η Αθηνά Μπίνιου για το "Μανόλο και Μανολίτο"
Στο νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων,΄΄Μανόλο και Μανολίτο΄΄ η
παρέα με τα παιδιά αποδεικνύεται καθημερινή μαγεία. Όλο θέλουν να ρωτούν πράγματα,
για τα οποία υποψιάζονται τις απαντήσεις, αλλά επιμένουν να δοκιμάσουν τους
μεγάλους, να εξερευνήσουν το άγνωστο, που τα τραβάει, κι ούτε περνάει από το
ανήσυχο μυαλό τους ο φόβος για το κακό. Αφήνονται ελεύθερα στην επαφή με τη
σοφία της ψυχής τους, η οποία αργότερα, θα μπει σε κοινωνικά καλούπια και θα
χάσει τη δύναμή της.
Ο Μανολίτο κάνει το Μανόλο να καρδιοχτυπά και η αγωνία του να χτυπάει
κόκκινο στις πρωτοβουλίες του μικρού. Ο συγγραφέας, πολύ παραστατικά και
πειστικά, μεταφέρει στις περιπλανήσεις του με τον μικρό σύντροφο, τις
δυνατότητες που έχει η φύση να μας καθοδηγεί, όπως και το σκυλάκι τους, η Νύχτα
με τα χαρίσματα της.
Ο Μανολίτο πλούτισε τη ζωή του Μανόλο, οδηγώντας τον σε εξερευνήσεις,
με την περιέργεια και την τόλμη να κυλά
μέσα του, δείχνοντας δρόμο για το δεύτερο μέρος του βιβλίου.
Εκτός από το καταπληκτικό κείμενο και το χαριτωμένο παιδί, μεγαλούργησε
και η εικονογράφος, τόσο ως μητέρα του μικρού ήρωα μέσα στην ιστορία, με την
ψυχραιμία και την αυτοπεποίθηση που εμπνέει στο παιδί της, στον άντρα της και στον
μεγάλο φίλο του γιου της, όσο και με τις μαγευτικές, ονειρικές ζωγραφιές.
Οι μικροί και μεγάλοι αναγνώστες έχουν να
χαρούν πολλά πράγματα μέσα στο βιβλίο του Μάνου (Μανόλο) ΚοντολέωνΑθηνά Μπίνιου
( Η Αθηνά Μπίνιου είναι συγγραφέας βιβλίων για παιδιά. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το:
Νικηφόρος Βρεττάκος: Το παιδί που έγινε ποιητής, Εκδόσεις Πατάκη)
16.11.13
Η Μικρή Ελένη συνάντησε τους Μανόλο και Μανολίτο
Το καινούριο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη και με πρωταγωνιστές δυο φίλους πολύ αλλιώτικους μεταξύ τους: τον Μανόλο, ενήλικα, πολυδιαβασμένο συγγραφέα, και τον Μανολίτο, έναν πιτσιρικά γεμάτο απορίες. Οι δυο τους, στις κοινές τους περιπλανήσεις δίπλα στο ποτάμι της γειτονιάς τους παρέα μ’ ένα σκύλο, θα ανταμώσουν ένα πλήθος από θαυμαστά και παράδοξα και θα ανακαλύψουν ιστορίες αγάπης που θα φωτίσουν αλλιώς τόσο τον κόσμο γύρω τους όσο και τη δική τους ζωή.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τις «4 εποχές», οι ιστορίες αγάπης που θα τους αφηγηθεί η μυστηριακή, αρχετυπική γυναίκα, η Κυρά η Φύση, η οποία θα εμφανιστεί αναπάντεχα μπροστά τους μια μέρα, θα χρωματίσουν με τρόπο απρόσμενο τις τέσσερις εποχές του χρόνου: άλλοτε θα ’ναι οι πεταλούδες της άνοιξης που κουβαλάνε τα όνειρα των παιδιών· ή ο επίπονος μόχθος της επιβίωσης σ’ ένα ξερό και άνυδρο καλοκαιρινό τοπίο· κάποτε η λαχτάρα για περιπέτεια και η ελπίδα του καινούριου που κυοφορείται στην καρδιά του φθινοπώρου· και, τέλος, όλη η ομορφιά του χειμώνα που κουβαλάει σαν ανάμνηση ένα και μόνο δεντράκι.
Βέβαια, η συγγραφή δεν είναι ζήτημα συμμετρίας, αναλογίας, αντιστοιχίας, ούτε καν ισορροπίας. Δεν είναι πρόσθεση, αράδιασμα γεγονότων, αλλά η διαπλοκή τους. Γι' αυτό λοιπον κι εδώ το πρώτο μέρος, φτιαγμένο από απλά υλικά –έναν άντρα, ένα παιδί, ένα σκύλο, μια γυναίκα, μια γειτονιά με ένα ποτάμι–, είναι το γόνιμο έδαφος που, μπολιασμένο από τις αφηγήσεις αγάπης της μυστηριώδους γυναίκας, επιτρέπει να ανθίσει, να απλωθεί, η μία και μοναδική ιστορία αγάπης που θα απασχολήσει εν είδει μυστηρίου τους δυο φίλους στο δεύτερο μέρος.
Εξάλλου, σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «36 αμυγδαλιές», τα πάντα επικεντρώνονται με μεγαλύτερη ευκρίνεια σε πρόσωπα και γεγονότα· γίνονται πιο συγκεκριμένα: Ο Μανόλο κι ο Μανολίτο, πρώτα και κύρια, αποκτούν απτά χαρακτηριστικά. Μαθαίνουμε γι’ αυτούς, για τη ζωή τους, για τις συνήθειές τους, για την οικογένεια του Μανολίτο. Ο χώρος δράσης οριοθετείται κι αυτός πιο αυστηρά: Το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ένα έρημο σπίτι με ξεραμένα δέντρα – αυτό το έρημο σπίτι που έχει στοιχειώσει και ξεσηκώσει τη φαντασία κάθε ανθρώπου που υπήρξε κάποτε παιδί. Μια γυναικεία μορφή κυριαρχεί κι εδώ – κι ας μην είναι πια η μυστηριακή θεότητα που, παράδοξα παρούσα, επιβάλλει, ή έστω υποβάλλει, καθοδηγεί το θαύμα, αλλά η θλιβερά απούσα φθαρτή ύπαρξη που θα το κυνηγήσει, έστω και μάταια.
Έπειτα, αν στο πρώτο μέρος ο Μανόλο, ο ενήλικας, ο συγγραφέας, ο –προνομιακός– αφηγητής της ιστορίας, είναι αυτός που –νομίζει, ή μας κάνει να νομίζουμε, ότι– εξηγεί, ερμηνεύει, καθοδηγεί, στο δεύτερο απλώς ακολουθεί ασθμαίνοντας τον Μανολίτο στην αναζήτηση της αλήθειας που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα. Όχι, δεν πρόκειται ακριβώς για ανατροπή, αλλά για το ξεσκέπασμα μιας απλής οφθαλμαπάτης: Οι «4 εποχές» κρατούν βαθιά μέσα τους όλα τα μυστικά: Μην ξεχνάμε, στο πρώτο μέρος ο Μανολίτο ήταν εκείνος που άκουσε όλες τις ιστορίες της Φύσης, τη στιγμή που ο Μανόλο τη συνάντησε μονάχα τρεις φορές. Τυχαίο; Μάλλον όχι. Όπως διόλου τυχαία δεν είναι κι η αναφορά που κάνει η Κυρά η Φύση στην πρώτη, την ανοιξιάτικη ιστορία της, στα όνειρα των παιδιών. Γιατί ο Μανολίτο, όπως μαθαίνουμε στις «36 αμυγδαλιές», είναι πλασμένος από το υλικό των ονείρων. Όνειρα που γεννούν οι ζωγραφιές της μαμάς του και που ζωντανεύουν τα ξύλινα κουκλάκια του μπαμπά του.
Όπως και να ’χει, αυτό που θα ανακαλύψουν οι δυο φίλοι ανοιξιάτικα, την εποχή της ανθοφορίας των δέντρων και των ονείρων, είναι μια πικρή ιστορία αγάπης κι ενός θαύματος που δε συντελέστηκε. Ο Μανολίτο θα αντιληφθεί επιπλέον ότι αυτό που τον σπρώχνει επίμονα να φωτίσει το μυστήριο του έρημου σπιτιού δεν είναι μόνο ο παιδικός του ενθουσιασμός, αλλά και η δική του, προσωπική ιστορία, αυτή που κυλά στο αίμα του και ορίζει την ύπαρξή του, αφού στα λείψανα που άφησε πίσω της η ματαιωμένη ιστορία αγάπης που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα εδράζεται η δική του ονειρική υπόσταση.
Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ: Όπως μια ιστορία δεν υπάρχει χωρίς αναγνώστη, έτσι κι ένα θαύμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ένα θεματοφύλακα που θα το περιμένει υπομονετικά όσο χρειαστεί. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους δε θα εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους θα πιστέψει. Κι επειδή εκεί που ανταμώνουν οι ιστορίες με τα όνειρα γεννιούνται τα θαύματα, έστω κι ετεροχρονισμένα, ο Μανόλο κι ο Μανολίτο θα δουν τα γυμνά δέντρα του έρημου σπιτιού ν’ ανθίζουν…
Ένα μαγικό βιβλίο, όπου πρόσωπα, γεγονότα και ιστορίες, όμορφα φιλοτεχνημένα από την Ίριδα Σαμαρτζή, θυμίζουν κινούμενες ψηφίδες απ’ το συνδυασμό των οποίων αναδύονται διαρκώς νέες εικόνες κι απρόσμενες διασυνδέσεις. Ένα σχόλιο πάνω στη δύναμη της αγάπης και της φύσης, αλλά και πάνω στη διαδικασία της γραφής, της έμπνευσης και της δημιουργίας. Ένας συγγραφέας-αφηγητής που, αυτοϋπονομευόμενος, απολαμβάνει την ήττα του, η οποία δεν είναι άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο της τέχνης του. Ένας πιτσιρικάς ονειρικός, κινητήριος μοχλός και ταυτόχρονα αποδέκτης της ιστορίας. Κι ένα θαύμα, που, όσο κι αν, στο επίπεδο της μυστηριώδους ιστορίας που βιώνουν Μανόλο και Μανολίτο, φαντάζει μεταφυσικό, στη σφαίρα της καθημερινότητάς τους υλοποιείται με τρόπο ολωσδιόλου φυσικό: στο πρόσωπο του ίδου του Μανολίτο, όπως τον έφτιαξαν από τα ανασυνθεμένα κομμάτια μιας άλλης, κατεστραμμένης ζωής οι υπέροχοι γονείς του, ακολουθώντας την προαιώνια κι αναλλοίωτη συνταγή της Φύσης!
Δημοσιεύθηκε:
http://miaforakienankairoimikrieleni.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2222.html
11.11.13
Έχω - πάντα - δικαίωμα
Δέκα διηγήματα
γραμμένα από δέκα συγγραφείς
και
χαρισμένα
στα παιδιά του κόσμου ------στα παιδιά της Unicef---------
Φιλομήλα
Βακάλη - Συρογιαννοπούλου / Αγγελική
Βαρελά / Γαλάτεια
Γρηγοριάδου - Σουρέλη / Ελένη
Δικαίου /
Βαγγέλης
Ηλιόπουλος / Σοφία
Μαντουβάλου /
Λότη
Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου / Ελένη
Πριοβόλου /
Ναννίνα
Σακκά - Νικολακοπούλου / Λίτσα
Ψαραύτη
Εκδόσεις Έναστρον
Ήταν το 1990.
Το τότε Εκτελεστικό Συμβούλιο της
Ελληνικής Επιτροπής Συνεργασίας με τη Unicef, μου έκανε την τιμή
να μου ζητήσει να είμαι ένας από τους δέκα συγγραφείς που θα γράφανε από ένα
διήγημα βασισμένο στα δικαιώματα των παιδιών.
Το σχέδιο ήταν να δημιουργηθεί
ένας τόμος με διηγήματα γραμμένα από έλληνες λογοτέχνες που το καθένα τους με
κάποιον τρόπο θα στηριζότανε στον Χάρτη Δικαιωμάτων των Παιδιών, έτσι όπως τον
έχει συντάξει η Unicef.
Μέσα από τη δύναμη της
λογοτεχνίας οι αναγνώστες –μικροί και μεγάλοι- θα γνωρίζαν το πόσο σημαντικό
είναι για το κάθε παιδί να ζει μέσα σε ένα κόσμο ασφάλειας και αγάπης.
Να, λοιπόν, πως φτιάχτηκε ο τόμος
«Έχω Δικαίωμα» και να πως έγινε κι εγώ βρέθηκα να δραστηριοποιούμε μέσα στο
ελληνικό τμήμα της Unicef.
Ήταν μια πρόταση που άλλαξε τη
ζωή μου –την έκανε πιο μεστή, πιο ουσιαστική, καθώς ένωσε τη μεγάλη μου αγάπη
για τη λογοτεχνία με την επίσης μεγάλη μου αγάπη για τα παιδιά.
Και σκέφτομαι πως εκείνος ο τόμος
–ακόμα κυκλοφορεί- ίσως να άλλαξε και τον τρόπο σκέψης άλλων ανθρώπων. Παιδιών,
γονιών και εκπαιδευτικών που διάβασαν και
διαβάζουν εκείνα τα κείμενα.
Από τότε έχουν περάσει πάνω από
είκοσι χρόνια.
Πολλά έχουν γίνει για να
προστατεύονται τα παιδιά. Μα και πολλά ακόμα πρέπει να γίνουν.
Η λογοτεχνία δεν αλλάζει τον
κόσμο, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο.
Η Unicef δεν μπορεί να εξαλείψει την
αδικία από τον παιδικό κόσμο, μπορεί όμως να σώσει κάποια –πολλά, πάρα πολλά-
παιδιά.
Κι έτσι σκέφτηκα να προτείνω στην
Ελληνική Επιτροπή Συνεργασίας με τη Unicef,που τώρα είμαι μέλος του Δ. Σ. της, να δημιουργηθεί ένας
ακόμα τόμος με διηγήματα.
Ο πρώτος είχε τον τίτλο «Έχω
Δικαίωμα»
Ο δεύτερος έχει τον τίτλο «Έχω –πάντα-
Δικαίωμα»
Στον πρώτο 10 σημαντικοί έλληνες
συγγραφείς προσφέραν από ένα διήγημα.
Τώρα, στον δεύτερο αυτόν τόμο,
άλλοι 10 το ίδιο σημαντικοί λογοτέχνες μας χάρισαν τα έργα τους.
Όπως και τότε, έτσι –δυστυχώς-
και τώρα πολλά, πάρα πολλά παιδιά στον κόσμο δεν θα αξιωθούνε να πιάσουν στα
χέρια τους ένα βιβλίο που να μπορούν να το διαβάσουν. Δεν θα έχουν την τύχει
κάποιος να τους διδάξει γράμματα.
Αλλά το κάθε δικαίωμα ξεκινά από
τη Γνώση κι αυτή πάνω στα βιβλία στηρίζεται και απλώνεται.
Για να προστατευθούν τα
Δικαιώματα των Παιδιών όπου καταπατούνται, θα πρέπει η άγνοια να μειωθεί και η
ευαισθησία να τονωθεί. Και σε αυτό πολλά έχει να προσφέρει η λογοτεχνία.
Να, λοιπόν, γιατί δημιουργήθηκαν
οι δυο αυτές συλλογές διηγημάτων.
Ο πρώτος τόμος ξεκινούσε με ένα
ποίημα του Αντώνη Σαμαράκη –του έλληνα συγγραφέα που ήταν πιο κοντά από κάθε
άλλο λογοτέχνη δίπλα στο Ελληνικό Τμήμα της Unicef.
Στον δεύτερο, εγώ προλογίζω με
αυτό το σημείωμα, όχι γιατί πιστεύω πως έχω πάρει τη θέση του μεγάλου μας
Σαμαράκη, αλλά γιατί εδώ και είκοσι χρόνια η επαφή μου με την Unicef έχει επηρεάσει τη συγγραφική μου
ματιά.
Κι έτσι με την ευκαιρία αυτής της
έκδοσης θέλησα να εκφράσω και από εδώ το πόσο πολύ
πιστεύω σε ένα καλύτερο κόσμο –για παιδιά και μεγάλους- και πόσο για ένα τέτοιο
όνειρο αξίζει να στεκόμαστε δίπλα στην Unicef και στο έργο της.
5.11.13
1.11.13
«Μέλι κόλλησε στα χείλη», στο Liberty
Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Η ιστορία σας ξεκινάει από το καλοκαίρι του 1998 και τελειώνει στο καλοκαίρι του 2006 Δεν επιλέξατε τυχαία αυτή την περίοδο;
Καθόλου τυχαία. Η περίοδος αυτή είναι εκείνη που η Ελλάδα έζησε την ψευδαίσθηση μιας ποικιλόμορφης άνθησης και –κυρίως- θήτευσε στις αρχές μιας ανοργάνωτης κατανάλωσης. Πιστεύω πως τα σημερινά αδιέξοδά μας, σ΄ εκείνα τα χρόνια θεμελιώθηκαν.
Η Μέλω αυτό το ατίθασο κινηματογραφικό κορίτσι που ο κόσμος όλος δεν το χωρά ,αυτό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τελικά μήπως δεν είναι η μικρή ασφυκτική κοινωνία αλλά ο ίδιος ο εαυτός της;
Αν θελήσουμε να ξεφύγουμε από τη μυθιστορηματική πλοκή και να δούμε τι μπορεί να συμβολίζει το κάθε πρόσωπο του έργου και κυρίως η ηρωίδα του, τότε νομίζω πως είναι καθαρό το ότι η Μέλω εκφράζει το άτομο που αναζητά λάθος πράγματα σε λάθος τόπο και με λάθος τρόπο.
Οι δυο άντρες γύρω της όμως είναι λίγοι. Κι ό πρώτος έρωτας ο Αργύρης με τους κλειστούς ορίζοντες και ο Ελληνάρας σύζυγος .Τόσο υπαρκτά πρόσωπα όμως γύρω μας Σαν να τους βλέπεις δίπλα σου .
Χαίρομαι που διαπιστώνετε κάτι τέτοιο. Θέλω πάντα να χαρίζω ζωντάνια στους ήρωες των έργων μου. Να είναι πρόσωπα αναγνωρίσιμα, διπλανά μας. Χαρακτηρίζετε τους δυο αυτούς άντρες ως λίγους. Φαντάζομαι πως εννοείτε ότι δεν ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καίρια την ηρωίδα μου. Ναι, έτσι είναι. Όμως ας στραφούμε και προς αυτήν και ας την ρωτήσουμε γιατί με τόση απρονοησία τους επέλεξε; Η Μέλω δεν υπήρξε μόνο θύμα των άλλων, μα και του ίδιου της του εαυτού… Όπως πολλοί από εμάς.
Όσο για τον Λαέρτη Αν κι αυτός δεν είχε ακολουθήσει τη μοίρα της φυλής του και αυτόν δεν θα εγκατέλειπε η Μέλω;
Μπορεί… Ο Λαέρτης είναι ο καλλιτέχνης που δημιουργεί την ομορφιά, την προσφέρει στους άλλους, αλλά κρατά για τον εαυτό του την ίδια του την ψυχή. Λάθος επιλογή της Μέλως κι αυτός; Δεν ξέρω… Και για μένα η σχέση Μέλω – Λαέρτη παραμένει μια σχέση που δεν ξέρω αν θα μπορούσε κάπου να οδηγούσε. Με άλλα λόγια, μέσα από αυτήν τη σχέση θέλω να καταθέσω μια ερώτηση –πόσο τελικά ισχυρή είναι η Τέχνη απέναντι στην ίδια τη Ζωή;
Λίγο πολύ συμπαθείς -αντιπαθείς οι χαρακτήρες σας είναι θύτες και θύματα μαζί Μόνο η μάνα του Σήφη είναι φτιαγμένη από κακή στόφα.
Είναι η κλασική συντηρητική μάνα των αρσενικών. Θύμα όσο και θύτης κι αυτή. Ο καταπιεσμένος που αντί να δημιουργεί τον επαναστάτη, φτιάχνει τον νέο καταπιεστή.
Η μάνα του Σήφη από τη μια και η μάνα της Μέλως από την άλλη. Κι οι δυο γυναίκες κι οι δυο μάνες. Το ότι η μια γέννησε αγόρι και η άλλη κορίτσι, δεν άλλαξε τη μοίρα τους ως γυναίκες. Άλλαξαν μόνο οι εξωτερικές συνθήκες ζωής τους.
Σε ποιο σημείο του γραψίματος σας αποφασίσατε ότι η μελένια αυτή ιστορία θα μετατρεπόταν σε «θρίλερ»;
Από την αρχή. Προτού ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, φτιάχνω το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθώ. Αλλαγές κάνω, αλλά δεν ξεφεύγω από τον αρχικό σχεδιασμό και στόχο μου. Μια ιστορία αθωότητας που μετατρέπεται σε ιστορία ενοχών. Αυτό έζησα –ζήσαμε- εκείνη την περίοδο. Αυτό θέλησα και να καταγράψω με τη μορφή ενός μυθιστορήματος.
Βάζοντας τελεία στο Μέλι. Η Μέλω βγήκε ολοκληρωτικά από το μυαλό σας;
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να την αποχωριστώ…
Έργα σας κυκλοφορούν εκτός από ευρωπαϊκές χώρες και στην Ταϊλάνδη. Δεν είναι παράξενο πχ πως ένας Ταϊλανδός θα μπορέσει να μπει στον κόσμο ενός πανέμορφου χωριού του Πηλίου και στον ιδιαίτερο κόσμο του;
Μα ένα από τα δώρα της λογοτεχνίας είναι να μας ταξιδεύει. Όχι τουριστικά, αλλά με συναίσθημα και βαθιά γνώση. Γνωρίζουμε λκαούς και τόπους και μέσα από ένα μυθιστόρημα.
Στο κέντρο της Αθήνας βιβλιοπωλεία με μεγάλη ιστορία βάζουν λουκέτο ,εκδοτικοί οίκοι πλέουν τα λοίσθια .Τι θα γίνει στη χώρα μας όλα θα καταρρεύσουν η υπάρχει μια μικρή ελπίς;
Αν απαντήσω με το κλίμα του μυθιστορήματός μου θα έλεγα πως υπάρχει ελπίδα να βρούμε μια σανίδα σωτηρίας, αφού πρώτα όμως συνειδητοποιήσουμε το τι κάναμε και φτάσαμε ως εδώ. Μα οι απώλειες στο μεταξύ θα είναι –είναι- πολλές και πονάνε.
Κλείνοντας: Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ;
Θα κυκλοφορήσει ένα ιδιαιτέρως αισθαντικό κείμενό μου – «Μανόλο και Μανολίτο». Θα ανήκει στη παιδική λογοτεχνία, αλλά έτσι όπως εγώ την βλέπω και την υπηρετώ. Ως λογοτεχνία της φανερής αθωότητας και των κρυμμένων ενοχών. Η παιδική ηλικία είναι η καταγωγή όλων μας. Η πατρίδα μας. «Γράφω για παιδιά» σημαίνει «Γράφω για τον τόπο που με έθρεψε»
26.10.13
Δελτίο Τύπου
για το «Μανόλο και Μανολίτο»
Με το νέο του
μυθιστόρημα –φαντασίας αυτή τη φορά- για μεγάλα παιδιά και εφήβους, ο Μάνος
Κοντολέων μας συστήνει τους δυο νέους του ήρωες.
Τον Μανόλο ένα
συγγραφέα που του αρέσει να περπατά στην ακροποταμιά και ένα αγόρι –τον
Μανολίτο- που όλο θέλει να ρωτά.
Κι ανάμεσα τους
υπάρχει ένα λευκό σκυλί που το φωνάζουμε Νύχτα.
Κι οι τρεις,
λοιπόν, θα ζήσουν μέσα στη μαγεία μιας ιστορίας που μιλά για 4 Εποχές, θα
βρεθούν μπροστά στο μυστήριο ενός κτήματος με 36 Αμυγδαλιές, που… δεν ανθίζουν.
Και θα
συνομιλήσουν με μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως κάποιοι τη νομίζουν για θεά και
κάποιοι για μάγισσα…
Αλλά και θα
διαβάσουν το τι πριν χρόνια είχε γραφτεί σε ένα μπλε τετράδιο.
Θα ακούσουν ιστορίες
καθημερινού μυστήριου και καθημερινής μαγείας. Θα ζήσουν περιπέτειες από αυτές
που μπορεί –ίσως - να συμβούν στον καθένα.
Η σχέση δυο
γενεών μέσα σε ένα βιβλίο μυστηρίου, αγάπης και οικολογικής συνείδησης,
γραμμένο με τη γνωστή αισθαντικότητα του Μάνου Κοντολέων και εικονογραφημένο με
τρόπο μοναδικό από την Ίριδα Σαμαρτζή.
Σύγχρονη
Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους
Σειρά:
Μυθιστορήματα Φαντασίας
23.10.13
Η Ασημένια Σαράφη για το "Μέλι κόλλησε στα χείλη"
Μάνος
Κοντολέων
«Μέλι
κόλλησε στα χείλη»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις
Πατάκη
Αθήνα
2013
Γράφει
η Ασημένια Σαράφη
«Όταν είμαι – ή θέλω να είμαι – αισιόδοξος»,
σημειώνει κάπου ο Μάνος Κοντολέων, «τότε γράφω για παιδιά… Όταν ονειρεύομαι μια
επανάσταση, τότε γράφω για εφήβους… Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους
ενήλικες… Κι επειδή όποιος φοβάται, θυμώνει, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που το
διατρέχει ένας θυμός». Και σίγουρα τούτο το τελευταίο μυθιστόρημα απευθύνεται
σε ενήλικες και όχι σε εφήβους. Ίσως γιατί οι ενήλικες, ιδίως τα τελευταία
χρόνια, αποδείχτηκαν εξόχως ανίκανοι για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη επανάσταση.
Η υποταγή και η αδράνεια δείχνουν να έχουν γίνει αδιαμφισβήτητες και σταθερές
επιλογές τους και τούτο μαρτυρείται σαφώς σε κάθε πεδίο της καθημερινής και
κοινωνικής ζωής.
Ο
φόβος που οδηγεί στον θυμό αποτελεί και το χνάρι πάνω στο οποίο βαδίζει το
μυθιστόρημα. Αλλά επιλογή του συγγραφέα δεν είναι να γράψει θυμωμένα, να
φοβίσει ή να κραυγάσει τον θυμό του. Στόχος του είναι να μιλήσει με ύφος μειλίχιο
και αποστασιοποιημένο για ανθρώπους που περπάτησαν τους δρόμους του θυμού που
τους οπωσδήποτε οδήγησε στον φόβο. Που τους οδήγησε σε ζωές ανελεύθερες και
χρεοκοπημένες και ανερμάτιστες. Θύματα της εποχής τους ή διαμορφωτές της εποχής
που με μαθηματική ακρίβεια λίγο παρακάτω θα τους θυματοποιήσει, παραδέρνουν σε
ένα φαινομενικά ανοιχτό πεδίο, καρκινοβατώντας και επιλέγοντας πάντα το λάθος,
το εύκολο, το φανταχτερό, το ρηχό και το καταστροφικό. Γιατί η καταστροφή θα
κατασκευαστεί οπωσδήποτε και μάλιστα θα είναι έργο των χειρών τους.
Ο αναγνώστης, προτού βυθιστεί στην ανάγνωση,
έχει πριμοδοτηθεί από τον συγγραφέα με κλειδιά για την ευκολότερη διάρρηξη του
κειμένου. Εδώ, κλειδί, και μάλιστα τοποθετημένο στην αρχή της αρχής του
βιβλίου, αποτελεί η πρώτη προμετωπίδα, παρμένη από τον Μακμπέθ του Σέξπιρ. Διαβάζουμε:
Η ζωή δεν είναι παρά μια περιπλανώμενη σκιά,
ένας ανόητος θεατρίνος
που χωρίς λόγο καμαρώνει πάνω στη σκηνή·
στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μιλά γι’
αυτόν
παρά μονάχα ως παραμύθι
που κάποιος ηλίθιος θα θυμάται και θα λέει
ή ως ιστορία γεμάτη από άναρθρες κραυγές
και χωρίς νόημα κανένα.
Η έλλειψη νοήματος της ζωής είναι ό,τι
ταλανίζει τους ήρωες, και δη τους βασικούς. Απόρροια αυτής της έλλειψης
νοήματος είναι και η απεμπόληση από μέρους τους της ζωής καθαυτής.
Ο
αφηγηματικός χρόνος του βιβλίου καταλαμβάνει οχτώ χρόνια και εκτείνεται από το
καλοκαίρι του 1998 έως και το καλοκαίρι του 2006. Πρόκειται για την εποχή της
μαζικής φρεναπάτης μιας φανταχτερής ευδαιμονίας. Οι Έλληνες είναι στα πάνω τους:
οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση μαθαίνουν στους αγρότες πώς να
εγκαταλείπουν τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες και να αμείβονται για την
καταστροφή και όχι την διάθεση των προϊόντων τους. Τα λάιφ στάιλ περιοδικά
επιβάλλουν στα λαμπερά τους εξώφυλλα τα πρότυπα της εποχής, καλογυμνασμένα,
μαυρισμένα, καλοντυμένα και στεφανωμένα από την αίγλη του ιλουστρασιόν χαρτιού
πάνω στο οποίο απεικονίζονται. Το euro έχει έρθει στην Ελλάδα
μετά δόξης και τιμής. Ακόμη και ο μακαρίτης Χριστόδουλος έχει καλέσει στην
Αρχιεπισκοπή τους ποδοσφαιριστές να τους συγχαρεί προσωπικώς. Η Ολυμπιάδα
οικοδομείται σε κωπηλατοδρόμια και γήπεδα τάε κβο ντο, με τον Καλατράβα να
υψώνει αψίδες copy paste από παλαιά αρχιτεκτονικά του σχέδια. Οι
μεγαλοαστοί, μετά την επιβεβλημένη αγορά του suv τους, ξαμολιούνται στη γραφική ελληνική επαρχία προς αναζήτηση του
εξοχικού των ονείρων τους. Το αγοράζουν σε κακή κατάσταση αλλά χρήματα υπάρχουν
και θα το ανακαινίσουν, ή, πιο σωστά, θα το αναπαλαιώσουν, καθώς έχουν γούστο
και στυλ και ξέρουν να αποδίδουν φόρο τιμής στην παράδοση του κάθε τόπου. Η
οικοδομή γίνεται πεδίο δόξης λαμπρό και οι πετράδες, σκεπάδες και λοιποί
οικοδόμοι γεμίζουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς με ζεστό χρήμα. Κι όλο
και δεν προλαβαίνουν τις προθεσμίες. Έχει πέσει πολλή δουλειά.
Το
χωριό της Μέλως είναι ένα από αυτά τα χωριά που είδαν το οικιστικό – και σε ένα
δεύτερο επίπεδο και το κοινωνικό τους – τοπίο να μεταβάλλονται άρδην. Η τοπική
κοινωνία, που ανέκαθεν υπήρξε αγροτική, έχει πλέον χάσει τη δυνατότητα ή και
την ικανότητα να αναπτύσσεται και να προκόβει μέσω της αγροτικής παραγωγής και
οι κάτοικοί της καταφεύγουν σε νέους τρόπους σύμφυτους της νέας εποχής. Τα
πατρικά σπίτια, ετοιμόρροπα, πωλούνται ή μετασκευάζονται σε ξενώνες, και τα
κτήματα με τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες υποβαθμίζονται σε οικόπεδα προς
πώληση κι αυτά. Οι ξένοι συρρέουν και επιλέγουν τον εξοχικό τους τόπο
κατοικίας, φέρνοντας έναν νέο αέρα που θα αλλάξει όλα τα παραδεδομένα.
Εκπρόσωποι αυτών στο μυθιστόρημα είναι η Έμμα, η οποία είναι και η σκηνοθέτρια
της θεατρικής ομάδας του χωριού αλλά και ο Λεωνίδας Καμένος, συγγραφέας. Το
χωριό του Νεαρού Αγίου γίνεται ο νέος τόπος των καλλιτεχνικών τους αναζητήσεων.
Επιπλέον, στο χωριό αρχίζει να διοργανώνεται και ένα μουσικό φεστιβάλ, που
αποτελεί πόλο έλξης πολλών νεαρών καλλιτεχνών. Μία νέα κατάσταση διαμορφώνεται,
εμπλουτισμένη με μπόλικη, όπως γίνεται αντιληπτό, τέχνη. Είναι αυτό μία ακόμη
πολυτέλεια των καιρών.
Και
πώς αντιδρούν οι ντόπιοι σε όλα αυτά; Εκπρόσωποι των ντόπιων, και μάλιστα της
νέας γενιάς ντόπιων, σε αυτό το βιβλίο είναι ο Αργύρης, αρχιμάστορας στις
αναπαλαιώσεις των παλιών σπιτιών και η Αναστασία και η Μέλω, νεαρά κορίτσια που
αναζητούν τον βηματισμό τους στη ζωή. Κυρίως, βέβαια, η Μέλω. Η οποία λιγώνεται
από τη γεύση του μελιού στα χείλη και στο εξής θα την αναζητά παντού και πάντα,
χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνει να τη βρει. Η γεύση του μελιού, ένδειξη και
απόδειξη της ερωτικής αλλά και προσωπικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης, θα είναι
μία γεύση διηνεκώς διαφεύγουσα. Και το μέλι δεν θα κολλήσει στα χείλη της παρά
για ελάχιστες στιγμές. Η ηρωίδα πορεύεται στο εξής αναζητώντας την γλυκιά γεύση
και εξασφαλίζοντας την πικρή. Η επιλογή της να υποκύψει σε έναν αταίριαστο γάμο
από προξενιό, που όμως θα της εξασφαλίσει την υλική ευμάρεια – ζητούμενο της
εποχής αυτό, ας μην το ξεχνάμε – θα την καθηλώσει σε μια ζωή ταπεινώσεων και
διαρκών διαψεύσεων. Ο Σήφης, όψιμος γκασταρμπάιτερ και νυν ιδιοκτήτης κάβας
ποτών στον Βόλο, κυνικός κυνηγός της σαρκικής απόλαυσης με υψηλές δόσεις
διαστροφής και θιασώτης της γυναικείας χειραγώγησης και υποταγής, θα επιλεγεί
ως ο κατάλληλος σύζυγος. Η Μέλω ευθύς έχει καταδικάσει τον εαυτό της να μην
ξαναγευτεί το μέλι που τόσο διακαώς επιθυμεί. Κι όταν ο έρωτας θα έρθει στη ζωή
της θα είναι πια αργά και αυτό που θα πυροδοτήσει θα είναι η καταστροφή και ο
φόνος.
Δεν
είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να γίνουν περισσότερες αναφορές στην πλοκή. Η
ηρωίδα απεμπολεί το σώμα, την αξιοπρέπεια και το μέλι της για ένα διαμέρισμα
στο Βόλο, μία ανακαίνιση της πατρικής της οικίας, καινούρια ακριβά ρούχα και
τον τίτλο της δήθεν ικανοποιημένης συζύγου ενός εύπορου και καλοδιατηρημένου
σαραντάρη. Θεωρεί ότι έχει επιτελέσει το χρέος της απέναντι στους άλλους και
στον εαυτό της. Η παταγώδης κατάρρευση και αποτυχία την περιμένουν στη γωνία. Η
εποχή αυτή της μετάβασης και σύγχυσης διανύει τα τελευταία της καλοκαίρια.
Σύντομα όλα θα καταρρεύσουν, συμπαρασύροντας και τους ήρωες με τις
συμβιβασμένες και προσχηματικές ζωές τους.
Ο Ισίδωρος Ζουργός, σε μια
ενδιαφέρουσα κριτική για το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, αναζητά τυχόν
σχέσεις του με το λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα. Υπάρχουν ασφαλώς ομοιότητες.
Σημειώνει χαρακτηριστικά:
Σ’
αυτό το είδος του μυθιστορήματος νομίζω πως είχαμε να κάνουμε με πραγματικούς,
καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ανθρώπους όμως μιας κοινωνίας η
οποία είχε συμπαγή χαρακτηριστικά και ασφαλείς οδοδείκτες. Στο εν λόγω
μυθιστόρημα, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τον «λαϊκό
άνθρωπο» μέσα σε μια εποχή σύγχυσης και, κυρίως, σε μια εποχή μετάβασης. Οι
βασικοί ήρωες, που είναι και συντελεστές της πλοκής, είναι λαϊκοί άνθρωποι με
μια λαϊκότητα όμως κλωνοποιημένη και με μια κάποια χυδαιότητα, η οποία πηγάζει
από την ορφάνια της κοινοτικής παράδοσης, με μια αδυναμία διαχείρισης ενός
λαμπερού καταναλωτικού κόσμου, ο οποίος τους ξεπερνά και τους συνθλίβει. Κι
όμως, είναι και αυτοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άσχετα αν αυτή η πόρτα
είναι τώρα πόρτα ασφαλείας, σε σπίτια χτισμένα με ξέφρενα δάνεια χωρίς
αντίκρισμα.
Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, όμως, κι
αυτή είναι διαπίστωση και του Ζουργού, είθισται να λειτουργούν κατά κόρον μανιχαϊστικές
αντιθέσεις. Η παρουσία των «κακών» ή «κακόβουλων» χαρακτήρων εξισορροπείται από
εκείνη των «καλών». Την κακία, κακοτυχία ή και κακοδαιμονία τείνει σχεδόν πάντα
να αντικρούει και εν τέλει να νικά η φωτεινή όψη της πραγματικότητας και των
ανθρώπων. Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, με άλλα λόγια, η αγάπη θριαμβεύει
στο τέλος και οι ταλανισμένοι ήρωες αποχωρούν από την ιστορία αγκαλιασμένοι με
φόντο ένα πορφυρό ηλιοβασίλεμα, έχοντας οπωσδήποτε ξορκίσει τους δαίμονες του
εαυτού και της εποχής τους. Στο Μέλι
κόλλησε στα χείλη κάτι τέτοιο ουδόλως συμβαίνει. Θα αποτελούσε, εξάλλου,
κάτι τέτοιο μια μεγάλη ευκολία από τη μεριά του συγγραφέα, στην οποία επιλέγει
να μην ενδώσει. Εδώ η καταστροφή θα είναι ακραία και οι ήρωες θα λάβουν τα
επίχειρα των συμβατικών επιλογών τους. Η κάθαρση όμως θα συντελεστεί. Κι αυτό
είναι το σημαντικό. Με το τέλος της ιστορίας μία κάποια φρικτή μορφή
δικαιοσύνης θα αποδοθεί και οι ανοιχτοί λογαριασμοί θα κλείσουν με αίμα.
Και τι απομένει; Όταν η ιστορία ολοκληρωθεί,
μόνο το φυσικό τοπίο θα συνεχίσει να θρασομανά, αδιάφορο λες για τις απανωτές
αστοχίες και αποτυχίες των ανθρώπων. Τα πλατάνια, οι καστανιές, οι κυματιστές
πλαγιές που βάφονται μαβιές το δειλινό, οι ίσκιοι της κεντρικής πλατείας των
πανηγυριών, οι φλαμουριές στις περίκτιστες αυλές και τα νερά των ρεμάτων που
τρέχουν ορμητικά προς τη θάλασσα. Όλα τούτα τα στοιχεία του τοπίου, και δη του
πηλιορείτικου τοπίου, θα παραμείνουν αγνοώντας το ξεφούσκωμα της καταναλωτικής
αυταπάτης, την εγκατάλειψη και ερήμωση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, την έλλειψη
αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα περιοδικά λάιφ στάιλ, την τραπεζική κρίση,
την αήθεια και διαφθορά ή και φθορά των ανθρώπων. Σαν να τους περιγελούν που
δεν είχαν την στοιχειώδη ωριμότητα να εστιαστούν στα σημαντικά της ζωής αλλά
επέλεξαν να αναλωθούν σε σπασμωδικές κινήσεις απόκτησης και εξασφάλισης της
λαμπερής βιτρίνας με την οποία θα εξέθεταν εαυτούς στον κόσμο.
Τα χείλη της Μέλως δεν θα κολλήσουν από το
μέλι, γιατί δεν της άξιζε ή δεν άξιζε στην εποχή στην οποία έτυχε να ζήσει.
Στην οποία εν μέρει ζούμε ακόμη κι εμείς.
Subscribe to:
Posts (Atom)