Στο «Μέλι
κόλλησε στα χείλη» ο αφηγηματικός χρόνος οριοθετείται από τον ίδιο τον συγγραφέα
με απόλυτη ακρίβεια: καλοκαίρι του 1998 έως και το καλοκαίρι του 2006. Ο τόπος επίσης
προσδιορίζεται –ένα χωριό του Πηλίου και ο Βόλος.
Οι κεντρικοί
χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ολιγάριθμοι με ολοκληρωμένο το κοινωνικό
και ψυχολογικό τους προφίλ. Η Μέλω και η Αναστασία είναι δύο κορίτσια που μένουν
στο χωριό και κοντεύουν να τελειώσουν το λύκειο. Ο Αργύρης, ένας νεαρός που
παίζει μαζί τους ερωτικά στα πρώτα τους σκιρτήματα, μια τσιγγάνα χειρομάντισσα
που αποτελεί θρυαλλίδα της αφήγησης, ένας άντρας και μια γυναίκα των γραμμάτων
που έχουν επιλέξει το χωριό ως τόπο ανακατασκευής των καλλιτεχνικών τους
ονείρων. Ακόμα, ο Σήφης, ένας επιτυχημένος σαραντάρης πρώην μετανάστης στη
Γερμανία. Και τέλος ένας νεαρός, μουσικός, ο οποίος αποτελεί δύναμη προώθησης
στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Η ιστορία αρχίζει το καλοκαίρι του 1998, όπου η Μέλω και η
Αναστασία, ανιχνεύουν μέσα από την αναστάτωση ενός πανηγυριού τον κόσμο του
έρωτα μέσα από τις μεταμφιέσεις, τις παλινδρομήσεις, και τις ανασφάλειες. Μια
χειρομαντεία από μια τσιγγάνα του πανηγυριού θα γιγαντώσει μέσα στην ψυχή της
Μέλως όλες τις εφηβικές αγωνίες και τον δισταγμό της μπροστά σε επιλογές που μοιάζουν
με σταυροδρόμια ζωής. Η Μέλω είναι όμορφη, αλλά άπειρη, οι δικοί της δεν μπορούν να την καταλάβουν και να τη
βοηθήσουν. Το παιχνίδι του έρωτα που ξεκινάει με τον Αργύρη, ο οποίος είναι κι
αυτός άγουρος, και με στενό ορίζοντα ονείρων αποδεικνύεται ατελέσφορο. Αυτό το
ακατανόητο και ανερμήνευτο του άγουρου έρωτα έρχεται και τσαλαπατά η νοσηρή
κοινωνική καθοδήγηση του προξενιού, της εμπορικής συμφωνίας με τον σαραντάρη
Σήφη, κυνικό κυνηγό του πόθου και των ηδονών. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη
συναλλαγή, απ’ τη μια τα νιάτα, η ομορφιά, η αθωότητα, η απαρχή της ερωτικής
ιστορίας ενός σώματος και από την άλλη η εξουσία ζαχαρωμένη με τα οφέλη της οικονομικής
ευρωστίας και η καθοδήγηση σ’ έναν λαβύρινθο σεξουαλικών έξεων και απαιτήσεων.
Η Μέλω
οδεύει τα επόμενα χρόνια της ζωής της μέσα σε σεξουαλικές εμπειρίες που δεν είναι
έρωτας, σε μια αναζήτηση -εκ μέρους του συζύγου- της ηδονής, που για εκείνη δεν
είναι ηδονή αλλά έλλειψη, σε αυτό που αναζητεί εναγώνια και το περιγράφει
χαρακτηριστικά ο τίτλος του βιβλίου: η νοσταλγία της γλύκας του μελιού στο
στόμα, η οποία παρ’ όλο τον σκηνοθετικό πυρετό απ’ τη μεριά του συζύγου, δεν
εμφανίζεται.
Πού οδηγούν
όλα αυτά; Ο Κοντολέων θα τα φανερώσει κάποια στιγμή στον αναγνώστη του.
Ο χρόνος στον οποίον όλα αυτά συμβαίνουν προφανώς δεν είναι
τυχαίος. Η Ελλάδα σε κείνο το διάστημα διανύει την κορύφωση της συλλογικής της αυταπάτης.
Μια ολόκληρη κοινωνία είναι βυθισμένη στο όνειρο του νεοπλουτισμού, όνειρο που
καταλύει όλες τις ηθικές αναστολές. Έχουμε μπροστά μας μια κοινωνία που εγκαθιστά
την κατανάλωση ως υπέρμετρη θεότητα, που ξεπουλά παραδόσεις, αντιλήψεις χρόνων,
την ίδια τη σχέση με τη φύση και τους ανθρώπους στον βωμό μιας κατανάλωσης. Οι
χαρακτήρες του βιβλίου είναι οι εκφραστές αυτού του ασύδοτου αμοραλισμού. Ζώντας
όλοι μας τη σημερινή κρίση ατενίζουμε εκείνα τα χρόνια, τα οποία ήδη μας φαίνονται
πολύ μακρινά, με την αναπόφευκτη τραγικότητα που ενυπάρχει στο δίπολο όνειρο –
διάψευση. Αυτό το σχήμα που αφορά ολόκληρη τη χώρα, ο συγγραφέας το
εξατομικεύει στην περίπτωση της ηρωίδας του, η οποία βαδίζει από καλοκαίρι σε
καλοκαίρι ανερμάτιστη, ανικανοποίητη, μοναχική, εξουσιαζόμενη και ταπεινωμένη, καλοντυμένη
κι εξαγορασμένη, δυστυχισμένη.
Η μεγάλη
συγγραφική εμπειρία σου συγγραφέα ερμηνεύει και τα βασικά πλεονεκτήματα της
αφήγησης του βιβλίου. Η ιστορία εξελίσσεται χωρίς περιττά λίπη, με διατυπώσεις
ευσύνοπτες. Ο χώρος παρουσιάζεται με τη χρήση μικρών αλλά εύστοχων τρόπων. Οι
χαρακτήρες διαγράφονται με κείνες μόνο τις γραμμές που είναι απαραίτητες, ώστε
να αφήνεται στο μυαλό του αναγνώστη η ελευθερία να ολοκληρώσει αυτός το
πορτρέτο του κάθε ήρωα. Το χρονικό αφηγηματικό σχήμα έξι καλοκαίρια λειτουργεί
με το πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί τους κύκλους των εποχών. Τέλος το κείμενο
διατρέχουν εσωτερικά και εξωτερικά πολλά αντιθετικά ζεύγη , όπως: πόλη - χωριό,
άντρας – γυναίκα, γονιός – παιδί, καλοκαίρι – χειμώνας, πλούτος – στέρηση,
ηδονή – φόβος, εξουσία –αντίσταση, έρωτας – μαρασμός, πλατεία του χωριού –
ιδιωτικός χώρος, νεανικό σφρίγος – γεροντική παραλυσία, συναλλαγή –
εξιδανίκευση.
Καθώς διάβαζα
το Μέλι κόλλησε στα χείλη, σκέφτηκα αρκετές
φορές πως το αυτό το βιβλίο συνομιλεί με την παράδοση του λαϊκού αισθηματικού μυθιστορήματος,
που άνθισε στην Ελλάδα κάποιες παλιότερες δεκαετίες. Παρενθετικά αναφέρω πως
χάρις σε αυτό, κακά τα ψέματα, ζήσαμε την πρώτη μαζικοποίηση της ανάγνωσης.
Χάρις σε αυτό το είδος για πρώτη φορά θα γνώριζαν το μυθιστόρημα οι λαϊκοί
καθημερινοί άνθρωποι, που δεν είχαν πρόσβαση στα αστικά σαλόνια και στους αποκωδικοποιητές
μιας κλασσικής παιδείας. Σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος νομίζω πως είχαμε
να κάνουμε με πραγματικούς, καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ανθρώπους
όμως μιας κοινωνίας η οποία είχε συμπαγή χαρακτηριστικά και ασφαλείς
οδοδείκτες. Στο μυθιστόρημα για το οποίο μιλάμε απόψε ο Μ. Κοντολέων καταφέρνει
να επαναπροσδιορίσει τον «λαϊκό άνθρωπο» μέσα σε μια εποχή σύγχυσης και κυρίως σε
μια εποχή μετάβασης. Οι βασικοί ήρωες που είναι και συντελεστές της πλοκής
είναι λαϊκοί άνθρωποι με μια λαϊκότητα όμως κλωνοποιημένη, και με μια κάποια χυδαιότητα
η οποία πηγάζει από την ορφάνια της κοινοτικής παράδοσης, με μια αδυναμία
διαχείρισης ενός λαμπερού καταναλωτικού κόσμου, ο οποίος τους ξεπερνά και τους
συνθλίβει. Κι όμως είναι και αυτοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άσχετα αν αυτή
η πόρτα είναι τώρα πόρτα ασφάλειας, σε
σπίτια χτισμένα με ξέφρενα δάνεια χωρίς αντίκρισμα. Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο
ξεκινάει με μια προμετωπίδα του Σαίξπηρ από τον Μακμπέθ, γιατί ο συγγραφέας
γνωρίζει πολύ καλά πως η τραγικότητα αφορά και πεπαιδευμένους και αμαθείς.
Υπάρχει πάντως μία σημαντική διαφορά νομίζω ανάμεσα σ’ ένα λαϊκό μυθιστόρημα της
παλιάς εποχής και στο σημερινό εγχείρημα του Κοντολέων, το οποίο βέβαια δεν
αποτελεί λαϊκό μυθιστόρημα, αλλά αφουγκράζεται τους ήχους και τις αρμονικές
του. Στα παλιά αναγνώσματα της δεκαετίας
του 50 και του 60 είχαμε δίπλα στους μοχθηρούς και στους αδίστακτους χαρακτήρες
και αναστήματα φωτεινά, ανθρώπους θετικούς που εξέφραζαν τις ροπές μιας ολόκληρης
κοινωνίας προς εξισορρόπηση και δικαιοσύνη. Στο Μέλι κόλλησε στα χείλη ο Κοντολέων αφαιρεί, χειρουργικά θα ’λεγε
κανείς, όλα αυτά που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντιστήριγμα και ελπίδα.
Φως έχει μόνο η φύση, τα πλατάνια, οι καστανιές, τα πουλιά, η αλλαγή των
εποχών. Οι άνθρωποι είναι υποχείρια μιας αδυσώπητης μυθιστορηματικής σκοτεινιάς,
τεχνικά αξιοζήλευτης.
Η ανακάλυψη του σώματος του άλλου γίνεται μόνο μέσα από μια
αβίαστη αμοιβαιότητα –μας λέει ο συγγραφέας.
Μια διασκευή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε και στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo - http://www.diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1203%3Ameli-xeili&catid=44%3Aelliniki-pezografia&Itemid=93
No comments:
Post a Comment