Όνειρο, γέλιο, εξέγερση –όλα αυτά στο ίδιο το βιβλίο και γραμμένα από το ίδιο άτομο; Αν ναι, τότε εγώ αναρωτιέμαι – Τελικώς, ποιος γράφει το βιβλίο;-ερώτηση μάλλον ρητορική, θα πείτε. Αλλά μήπως δεν είναι; Υπάρχει –το ξέρω- η θεωρία πως ο αναγνώστης είναι εκείνος που τελικά δίνει με την δική του προσωπική και εντελώς υποκειμενική ανάγνωση την μορφή που το έργο θα αποκτήσει. Αλλά όσο κι αν αποδεχτώ μια τέτοια άποψη, μένει πάντα μια άποψη που αναφέρεται κάθε φορά σε διαφορετικές αναγνώσεις, άρα εν τέλει δε μιλάμε για ένα συγκεκριμένο έργο, αλλά για πολλά, τόσα όσα θα είναι και οι αναγνώστες εκείνου που κάποια στιγμή βγήκε από το γραφείο αυτού που το δημιούργησε. Όμως η ερώτηση δεν έχει διατυπωθεί με πληθυντικό αριθμό –Τελικά ποιος γράφει τα βιβλία; Αλλά με ενικό – το βιβλίο. Ωραία, αποδέχομαι πως η πρώτη και ίσως και μοναδική απάντηση είναι –ο συγγραφέας. Αλλά μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ή τουλάχιστον δεν είναι πάντα έτσι… Πολύ υποκειμενικά είναι όλα αυτά, και όσα τώρα σκέφτομαι και μοιράζομαι μαζί σας. Μα είπαμε, το υποκειμενικό είναι το βασίλειο της κάθε τέχνης, άρα κι αυτής του λόγου.
Ο συγγραφέας θεωρούμε πως είναι το άτομο που γεννά την ιδέα και από αυτήν στη συνέχεια συνθέτει το έργο –μυθιστόρημα, διήγημα, παραμύθι… Αλλά κάθε γέννα προϋποθέτει μια σύλληψη, μια γονιμοποίηση. Και για κάτι τέτοιο απαιτούνται πάντα δυο άτομα. Αυτό που θα γονιμοποιήσει και εκείνο που θα καρποφορήσει. Αν ο συγγραφέας είναι αυτός που θα θρέψει τον καρπό, ποιος είναι αυτός που τον γονιμοποιεί; Με άλλα λόγια, ποιος είναι ή τι –αν θέλετε- είναι αυτό που κάνει ένα συγγραφέα να ασχοληθεί με κάποιο θέμα και όχι με ένα άλλο, τι είναι αυτό που τον κάνει να το αναπτύξει με τον έναν ή με κάποιον άλλον τρόπο; Την έμπνευση, δηλαδή, ποιος την δωρίζει στον συγγραφέα;
Φαντάζομαι πως υπάρχουν κάμποσες απαντήσεις –η ψυχοσύνθεση του δημιουργού, το περιβάλλον ή η ιστορική στιγμή μέσα στην οποία ζει, τα γεγονότα που του έχουν συμβεί, η διάθεσή του να εκφράσει την προσωπική του άποψη και θέση απέναντι σε κάποιο ζήτημα. Εν τέλει να καταθέσει τον υποκειμενικό του λόγο μπροστά σε ένα κοινό λίγο ή πολύ συνομηλίκων του. Κι έτσι δημιουργούνται έργα που άλλοτε περιγράφουν ένα όνειρο, άλλοτε χρησιμοποιούν την εκτόνωση ενός γέλιο, άλλοτε καταφεύγουν στην μαχητική έκφραση μιας εξέγερσης. Αυτά –και άλλα πολλά, ίσως και σε διάφορες μίξεις - τα αναγνωρίζουμε και τα μελετάμε όταν πρόκειται για λογοτεχνικά έργα που αφορούν τους ενήλικες. Αλλά για τα έργα της παιδικής λογοτεχνίας μπορούμε να ισχυριστούμε πως συμβαίνει κάτι παρόμοιο; Ως συγγραφέας, λοιπόν, σας μιλώ και μάλιστα πολλών, πάρα πολλών βιβλίων. Και βιβλίων που ανήκουν σε διάφορα είδη –παραμύθια, μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, θεατρικά… Άλλα από αυτά για παιδιά, άλλα για νέους, άλλα για ενήλικες. Όλα τα βιβλία –οι τίτλοι πιο σωστά- που έχουν κυκλοφορήσει με την υπογραφή μου, δεν έχουν συμβάλει με την ίδια δυναμική στη δημιουργία του συγγραφικού μου προφίλ. Λογικό και αναμενόμενο για ένα τόσο πληθωρικό συγγραφέα.
Υπάρχουν κάποια βιβλία μου που σηματοδοτούν κεντρικά σημεία μιας πορείας που άλλοτε στρεφότανε στα παιδιά, άλλοτε στους έφηβους, άλλοτε σε ενήλικες. Και τα περισσότερα από αυτά κατά κάποιο ονειρικό τρόπο δεν τα έγραψα εγώ, αλλά μου τα υπαγόρευσαν οι πρωταγωνιστές τους. Ξαφνιαστήκατε; Το δημιούργημα γίνεται να είναι ο δημιουργός; Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε μπορεί οι περισσότεροι να πιστεύουν πως ο θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, αλλά υπάρχουν και άλλοι που ισχυρίζονται πως ο άνθρωπος είναι που δημιούργησε τον θεό του. Αλλά… Ας μην προχωρήσουμε σ’ ένα τέτοιο δρόμο. Ας παραμείνουμε στις περιοχές της λογοτεχνικής πράξης και θέλω να σας θυμίσω πως κάποτε υπήρχαν, μα και τώρα υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που μπαίνουν στη δούλεψη ενός άλλου συγγραφέα και είναι αυτός που τους καθοδηγεί στο τι θα γράψουν και στο πώς. Αυτός με άλλα λόγια δημιουργεί ή συνθέτει και εκείνοι καταγράφουν τις δημιουργίες και τις συνθέσεις. Αυτούς τους αφανείς συγγραφείς τους λέμε negroes. Θέλετε να σας αποκαλύψω εκείνους τους ήρωές μου που χρησιμοποίησαν εμένα ως ένα… negro ; Δεν είναι η στιγμή να μιλήσω σχετικά για τους ήρωες –αφέντες βιβλίων μου της ενήλικης ή της εφηβικής λογοτεχνίας.
Αλλά τον ήρωα - αφέντη των βιβλίων μου για παιδιά,… μπορώ να πω πως είναι Ο αδελφός της Ασπασίας (Πατάκης, Αθήνα 1993). Και για να σας μιλήσω για όνειρο και χιούμορ και εξέγερση, θα ζητήσω να γνωρίσετε καλύτερα αυτόν τον αδελφό ενός κοριτσιού που το λένε Ασπασία. Να γνωρίσετε τον αληθινό Δαμιανό. Όχι δηλαδή μόνο τον πρωταγωνιστή του έργου, μα και τον εμπνευστή του.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι από τα πιο αγαπημένα στους αναγνώστες μου –μικρούς και μεγάλους. Και βέβαια –αυτό ελάχιστοι το ξέρουν- ήταν ένα έργο που γράφτηκε μετά από παραγγελία. Πολύ συχνά η συγγραφή κατόπιν παραγγελίας θεωρείται από τους καθαρούς λάτρεις της λογοτεχνίας ως πράξη ανίερη εκ μέρους του συγγραφέα που υποκύπτει και την εκτελεί. Επιτρέψτε μου, όμως, να σας ξεναγήσω για λίγο στο παρελθόν αυτού του βιβλίου. Πρέπει να ήταν αρχές, αρχές της δεκαετίας του ’90. Ένας γαλλικός εκδοτικός οίκος αποφασίζει να ενεργοποιηθεί και στην ελληνική αγορά και μέσω του έλληνα εκπροσώπου του επιλέγει δυο ή τρεις έλληνες συγγραφείς για να του δώσουν έργα τους να εκδοθούν ταυτόχρονα εδώ και στη Γαλλία. Εγώ είχα ήδη κλείσει πάνω από δέκα χρόνια παρουσίας στην παιδική λογοτεχνία και ήμουνα πολύ καλά ενημερωμένος στο τι ακριβώς γράφεται στην Ελλάδα. Μα οι συγγραφικές μου ανησυχίες με είχαν κάνει να ψάχνω παρόμοια ενημέρωση και σε χώρες της Ευρώπης.
Είχα ήδη, λοιπόν, αρχίσει να παρακολουθώ την ευρωπαϊκή παιδική λογοτεχνία και κυρίως την αγγλική και γαλλική και διαπίστωνα διαφορές και ομοιότητες με τη δική μας. Άρα ήξερα το ύφος των παιδικών μυθιστορημάτων που οι γάλλοι εκδότες και μάλιστα ο συγκεκριμένος που σχεδίαζε την είσοδό του στην Ελλάδα, εκδίδανε. Από τα πλέον δημοφιλή στο γαλλικό αναγνωστικό κοινό, μα και πολύ αγαπητά σε μένα, ήταν εκείνα τα έργα που στηριζόντουσαν πάνω σε οικογένειες κάπως προοδευτικών αντιλήψεων, αντισυμβατικών συμπεριφορών, με καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Τα γεγονότα της καθημερινότητάς τους τα παρουσιάζανε με ένα διακριτικό χιούμορ και παράλληλα σχολίαζαν κοινωνικά φαινόμενα και ενδο-οικογενειακές σχέσεις.
Τα υλικά της συνταγής, λοιπόν, τα γνώριζα. Αλλά ποιος θα ήταν αυτός που θα με μάθαινε δοσολογίες και τρόπους μαγειρέματος; Κάθε συγγραφέας –το έχω ψάξει, έτσι είναι!- έχει τη δική του τεχνική. Εγώ είμαι από τους συγγραφείς που συχνά χρησιμοποιούν πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντός τους για να στηρίξουν ήρωες και καταστάσεις των μυθιστορημάτων τους. Λογικό ήταν κάτι παρόμοιο να επιχειρούσα και σε εκείνη την περίπτωση. Ναι, τα υλικά μπορούσε να μου τα προσφέρει η δική μου οικογένεια –προοδευτικές αντιλήψεις, αντισυμβατικότητα, καλλιτεχνικές δημιουργίες. Αλλά στη λογοτεχνία σημασία δεν έχει το τι γράφεις και περιγράφεις, αλλά το πώς το γράφεις και το περιγράφεις –οι δοσολογίες και οι τρόποι μαγειρέματος που μόλις προ ολίγου ανέφερα.
Και τότε ήταν που παρουσιάστηκε αυτός που θα αναλάμβανε να γράψει και να πρωταγωνιστήσει στο βιβλίο –ο Δαμιανός. Ο ήρωας του έργου είχε το πρότυπό του στην αληθινή ζωή – ο γιος μου ο Δομήνικος ήταν. Αλλά ο Δομήνικος υπήρξε ένα αγόρι, ίσως κάπως ασυνήθιστο, αλλά σίγουρα ένα αγόρι σαν πολλά άλλα αγόρια οχτώ μ’ εννιά περίπου χρονών. Και εδώ –θυμηθείτε, αυτό το «Τελικώς ποιος γράφει το βιβλίο;»- μπαίνει το ζήτημα αν αυτός που διάλεξε τον Δομήνικο ως πρόπλασμα του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος ήμουνα εγώ ή ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του έργου. Λοιπόν, σας διαβεβαιώνω πως το χιούμορ που διαπερνά το όλο μυθιστόρημα δεν είναι δικό μου. Εγώ ποτέ μου δεν μπόρεσα να γελάσω, μήτε καν να χαμογελάσω με τα όσα ζούσα εκείνα τα χρόνια. Έβλεπα τα παιδιά μου, την οικογένειά μου γενικότερα με πολύ σοβαρότητα, με μεγάλη ευθύνη… Πώς θα μπορούσα να την περιγράψω άλλοτε με σατιρική διάθεση κι άλλοτε και με ανάλαφρο χιούμορ; Όχι! –τον Αδελφό της Ασπασίας ένας άλλος τον υπαγόρευε. Κι εγώ απλώς τον άκουγα και κατέγραφα τις δικές του ημερολογιακές σημειώσεις.
Ο Δαμιανός, λοιπόν, ήταν αυτός που στάθηκε απέναντι στον γιο και την κόρη μου, σε μένα και στην Κώστια και με βάση τους δικούς μας σωματότυπους και τις δικές μας ιδιοσυγκρασίες, έστησε τον δικό του χαρακτήρα, και αυτόν της Ασπασίας, και του μπαμπά και της μαμάς τους. Γιατί το έκανε; Γιατί, με άλλα λόγια, θέλησε να φύγει από το ασαφές σύμπαν των ηρώων που ποτέ δεν θα χωθούνε στις σελίδες ενός βιβλίου και να βρεθεί ανάμεσα στα πορτραίτα – χαρακτήρες των έργων της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας του τέλους του 20ου αιώνα; Τότε δεν το είχα καν σκεφτεί αυτό. Πολύ αργότερα οι προθέσεις του νεαρού Δαμιανού φανερωθήκανε. Και λίγο αργότερα θα τις φανερώσω εγώ πλέον σε σας. Τελικά, ώσπου να τελειώσει το έργο, ο γαλλικός εκδοτικός οίκος είχε αλλάξει σχέδια, εγώ είχα εδραιώσει της σχέση μου με τις Εκδόσεις Πατάκη κι έτσι Ο αδελφός της Ασπασίας κυκλοφόρησε από αυτόν τον ελληνικό εκδοτικό οίκο. Ευρωπαϊκή καριέρα ο Δαμιανός δεν έκανε ποτέ –τουλάχιστον μέχρι τώρα…
Είχε πάντως την τύχη να εικονογραφηθεί από τον θαυμάσιο γελοιογράφο μας και στενό μου φίλο Αντώνη Καλαμάρα. Ο Αντώνης υπέκυψε κι αυτός στην κυριαρχία του Δαμιανού κι έτσι είδε πίσω από τις περσόνες των κεντρικών προσώπων τα πραγματικά πρόσωπα κι έτσι όσοι έτυχε να γνωρίζουν την οικογένεια μου εκεί γύρω στα 1993, εύκολα θα δούνε την ομοιότητα μας με τα σκίτσα που περιγράφουν τα μέλη της οικογένειας του Δαμιανού. Αμέσως σχεδόν το βιβλίο είχε επιτυχία. Αποσπάσματά του μάλιστα μπήκαν και σε ανθολόγια του δημοτικού. Κι εγώ είχα μείνει να απορώ πώς βρέθηκα να έχω γράψει ένα μυθιστόρημα με τόσο χιούμορ!
Τα χρόνια περνούσαν και Ο Αδελφός της Ασπασίας κρατιότανε σταθερά πρώτος στις προτιμήσεις των παιδιών. Λογικό ήταν πολλοί να μου προτείνουν την ιδέα να γράψω ένα δεύτερο βιβλίο. Εγώ όμως έλεγα πως μιας και ο Αντώνης Καλαμάρας είχε πια φύγει από κοντά μας, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω κάτι που μαζί του το είχα ολοκληρώσει. Ξεγελούσα τον εαυτό μου. Ξεγελούσα το κοινό μου!... Και το ήξερα. Να, λοιπόν, μια ακόμα στάση στο ερώτημα -Τελικώς ποιος γράφει το βιβλίο; Συγγραφέας υπήρχε, ήρωας υπήρχε, άνθρωποι που το ζητούσαν υπήρχανε… Κι όμως το βιβλίο δεν γραφότανε.
Ο λόγος που δεν μπορούσα να γράψω τη συνέχεια του Αδελφού της Ασπασίας –κάποια στιγμή το κατάλαβα- ήταν γιατί αυτός που το είχε στην πραγματικότητα γράψει – ο Δαμιανός- είχε μείνει χωρίς την αντανάκλασή του στον πραγματικό κόσμο. Ο Δομήνικος δεν ήταν πια δέκα χρονών, δεν ήταν πλέον μήτε έφηβος. Νέος άντρας είχε γίνει και σε τίποτε δε θύμιζε αυτό που ο Δαμιανός εξακολουθούσε να είναι… Έτσι, λοιπόν, ο Δαμιανός προσπαθούσε μόνος του πλέον να αρθρώσει τη νέα και εντελώς ανεξάρτητη προσωπικότητα που με βάση αυτή θα συνεχιζόντουσαν οι περιπέτειές του. Αλλά λες και οι προσπάθειές του πέφτανε στο κενό –εγώ δεν τον άκουγα. Όσο κι αν ήμουνα διαθέσιμος να γίνω για μια ακόμα φορά ο negro του, δεν κατάφερνα να τον ξεχωρίσω. Ας ψάξω λίγο το γιατί. Τους ήρωες που υπάρχουν σε πέραν του ενός μυθιστορήματα μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα μεγαλώνουν και σε εκείνους που λες και δεν αλλάζουν καθόλου, που λες και στη δικιά τους περίπτωση ο χρόνος έχει συμπιεστεί. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης ο Χάρυ Πότερ. Παράδειγμα της δεύτερης ο Μικρός Νικόλας. Προσπαθώντας να ανταποκριθώ στην απαίτηση «γράψε τη συνέχεια του Δαμιανού» σκεφτόμουνα την πρώτη λύση. Αναζητούσα τον … αφέντη μου, έτσι όπως τον είχα αφήσει. Γιατί, βέβαια, αδυνατούσα να συλλάβω το πώς ένα αγόρι δέκα περίπου χρόνων με τις ιδιαιτερότητες του Δαμιανού θα είχε γίνει έφηβος.
Μα τι, όμως, να έγραφα –δηλαδή τι θα ήταν, άραγε, αυτό που θα μου υπαγόρευε ο ήρωάς μου και συγγραφέας του έργου μου που παρέμενε πάντα στη ίδια ηλικία; Πώς, δηλαδή, αφού ο Δαμιανός έμενε πάντα ένα παιδί, θα μου έλεγε κάτι το νέο; Έπρεπε να περάσουν κοντά είκοσι χρόνια και να πάρω στα χέρια μου το χειρόγραφο του μυθιστορήματος της κόρης μου της Άννας, Οι επτά ζωές του Κόμπου για να μπορέσω να ακούσω ξανά τον δικό μου ήρωα και να καταγράψω για μια ακόμα φορά τη δική του φωνή. Αλλά με πόσο διαφορετικό τρόπο! Εκεί που εγώ είχα ακούσει τον ρεαλισμό και το χιούμορ του Δαμιανού, η Άννα άκουσε –μέσα από τον δικό της ήρωα, τον γάτο Κόμπο- τον σουρεαλισμό και την ανατροπή… Την εξέγερση, αν προτιμάτε… Αλλά τόσο ο Αδελφός της Ασπασίας, όσο και το Οι επτά ζωές του Κόμπου βασιζόντουσαν στα ίδια αληθινά πρόσωπα για να στήσουν τις μυθιστορηματικές περσόνες τους. Δηλαδή, για να το πω με άλλα λόγια ο Δαμιανός είχε βρει τον τρόπο να τον ακούσω –είχε μπει σε ένα άλλο βιβλίο και από εκεί κατάφερε να μου μιλήσει. Όχι, ο ίδιος δεν υπάρχει στο βιβλίο του γάτου Κόμπου. Υπάρχει όμως η οικογένεια την οποία επέλεξε να τον φιλοξενεί.
Όσοι έχουν την τύχη να έχουν διαβάσει την περίφημη Τριλογία του Κόσμου του Φίλιπ Πούλμαν, θα γνωρίζουν την ύπαρξη των παράλληλων συμπάντων. Και ακόμα θα ξέρουν πως για κάποια άτομα το να κυκλοφορούν από το ένα σύμπαν στα άλλα είναι τρόπος ζωής και τρόπος έκφρασης. Ε, έτσι κι Δαμιανός για να μπορέσει να ολοκληρωθεί, κινήθηκε στα παράλληλα σύμπαντα δύο βιβλίων… Ίσως και να πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω πως αυτή η επιστροφή του Δαμιανού στη συγγραφική μου δημιουργία μέσω του μυθιστορήματος ενός άλλου συγγραφέα δεν έγινε με γνώση αυτού του άλλου δημιουργού –στην περίπτωσή μας της Άννας Κοντολέων. Ο ίδιος ο Δαμιανός, με εκείνη τη δική του ικανότητα να ελίσσεται, είχε διεισδύσει στο έργο μιας άλλης δημιουργού, που όμως ήξερε πόσο αγαπητή και πολύτιμη μου ήταν και έτσι μπόρεσε να με εξαναγκάσει και να τον προσέξω και να του υποταχτώ ξανά. Να γίνω και πάλι ο negro του. Και εγώ τον άκουσα πλέον να μου ζητά να καταγράψω αυτά που ζούσε όχι με ρεαλισμό και χιούμορ, αλλά με σουρεαλισμό και με ανατροπές. Εκείνος ως μυθιστορηματικός ήρωας και εγώ ως καταγραφέας της ζωής του είχαμε και πάλι συναντηθεί.
Και βέβαια το πρόβλημα του χρόνου αμέσως επίσης λύθηκε. Όπως ο Μικρός Νικόλας που συνέχεια τόσο αυτός, όσο και οι φίλοι του παραμένουν στην ίδια ηλικία, έτσι και ο Δαμιανός και οι δικοί του δεν έχουν μεγάλες αλλαγές. Βλέπετε ο σουρεαλισμός έχει τη δική του δυναμική. Και ανοίγει νέους δρόμους. Μέσα από τη δικιά του οπτική γωνία ένα αγόρι μπορεί και κερδίζει ένα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και μετατρέπεται σε πρόσωπο της επικαιρότητας. Φτάνει ακόμα στο σημείο να δίνει συμβουλές σε μελλοντικούς συγγραφείς και βέβαια να ενορχηστρώνει τρόπους εξέγερσης σε κατεστημένες καταστάσεις. Όλα αυτά στο μυθιστόρημα μου Ο αδελφός της Ασπασίας 2 – Μεγάλο Βραβείο, Μεγάλοι Μπελάδες
Αλλά νομίζω πως ήρθε η στιγμή να ξεκαθαρίσω αυτό που λίγο πιο πριν σας υποσχέθηκα πως θα κάνω –το γιατί, δηλαδή, ο Δαμιανός κάποια στιγμή θέλησε να φύγει από το ασαφές σύμπαν των ηρώων που ποτέ δεν θα χωθούνε στις σελίδες ενός βιβλίου και να βρεθεί ανάμεσα στα πορτραίτα – χαρακτήρες των έργων της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας του τέλους του 20ου αιώνα. Απλά γιατί είναι άτομο που του αρέσει από τη μια η δημοσιότητα και από την άλλη δεν δέχεται την αδικία. Βέβαια, το ίδια γούστα και διαθέσεις έχω κι εγώ. Μόνο που εγώ αν και μου αρέσει η δημοσιότητα δεν ξέρω πώς να την κατακτήσω και την αδικία όσο κι αν την πολεμώ δεν καταφέρνω και ολότελα να την εξουδετερώνω. Όμως, όταν πια η νέα μας συνάντηση άρχισε να δίνει τους καρπούς της, ήταν αυτός που μέσα από τη σουρεαλιστική ματιά του με βοήθησε να δω και τα δυο νέα πρόσωπα που είχαν εισβάλει στη ζωή… μας. Τον Αστέριο Αστερά και τη θεία Ζωζώ.
Ο πρώτος, πολύ γρήγορα κι εγώ ο ίδιος κατάλαβα, πως θα μπορούσε να έχει το πραγματικό του αντίστοιχο στη συγγραφική κοινωνία του τόπου μας. Είναι το άτομο –στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγγραφέας- που μόνο για τον εαυτό του ενδιαφέρεται, που οι πάντες θέλει γι αυτόν να εργάζονται και που μόνο η δική του προβολή τον ενδιαφέρει. Όταν ο Δαμιανός μου τον γνώρισε, χάρηκα που θα μπορούσα, έστω και ως negro να συνεισφέρω στο ξεσκέπασμα αυτού του ανεκδιήγητου τύπου. Ο ίδιος ως άτομο μάλλον άτολμα εκφράζω την αντίθεσή μου στους κατά καιρούς Αστεράδες που συναντώ, Ο Δαμιανός θέλησε αυτόν τον αριβίστα συγγραφέα να τον εμπλέξει μέσα στη ζωή του από τη μια για να τονίσει περισσότερο τις δικές του ηθικές αξίες και από την άλλη για να κάνει τους μελλοντικούς αναγνώστες του δεύτερου βιβλίου του να πειστούν πως, όπως πίσω από τον Αστερά μπορεί να κρύβεται ένα πραγματικό πρόσωπο, έτσι και πίσω από τον ίδιο τον Δαμιανό μπορεί να κρύβεται επίσης ένα αληθινό αγόρι. Ναι –μπορεί ο αγαπητός Δαμιανός να μάχεται για το δίκιο, αλλά δεν ξεχνά – κι αυτός- και την προβολή του.
Η θεία Ζωζώ –αν έχω καλά καταλάβει- είναι μια καθαρά δική του συγγραφική δημιουργία. Με τη γνώση και την εμπειρία ενός ταλαντούχου δημιουργού, σκέφτηκε πως έπρεπε να εφεύρει ένα πρόσωπο που ανανέωνε το ενδιαφέρον των αναγνωστών του πρώτου τόμου. Και παράλληλα θα άνοιγε διόδους στη συγγραφή και επόμενων βιβλίων. Η θεία Ζωζώ αναπάντεχα γίνεται το άλλο σημείο αντιστοίχισης με τον Αστερά. Και οι δυο φλερτάρουν με το παράδοξο, μα την ίδια στιγμή αξιοποιούν το ρεαλιστικό. Και ενώ ο Αστεράς είναι ο αρνητικός πόλος, η θεία Ζωζώ είναι θετικός. Ο Αστεράς έχει στοιχεία από πρόσωπο ή πρόσωπα της πραγματικής ζωής – ο Δαμιανός απλώς τόλμησε να τον ή τα φωτίσει. Η θεία Ζωζώ είναι ένα πλάσμα που φτιάχτηκε μέσα στο νου του συγγραφέα Δαμιανού.
Με άλλα λόγια το αγόρι που έχει μια αδελφή με το όνομα Ασπασία, από δημιούργημα απέδειξε πως είναι δημιουργός. Ο Αστεράς από τον πραγματικό κόσμο μπήκε στο κόσμο της λογοτεχνίας και η θεία Ζωζώ από λογοτεχνική περσόνα εισήλθε στην αληθινή ζωή –«Μα υπάρχει! Την είδα στο Σύνταγμα!» μου τηλεφώνησε καταχαρούμενη η Τέτη Σώλου, τις προάλλες, «… Τα ίδια ξανθιά μαλλιά, το ίδιο μαύρο δέρμα… Μόνο ο ποπός της ήταν πιο μεγάλος από αυτόν της θείας Ζωζώ!». Μα καθώς η ροή της αφήγησής μου με έκανε να αναφερθώ στην Τέτη Σώλου, είναι ευκαιρία τώρα να φανερώσω άλλη μια κρυφή απόφαση του Δαμιανού.
Το δεύτερο βιβλίο του το είχα καταγράψει και είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε στην εικονογράφηση. Ο Αντώνης Καλαμάρας δεν ήταν πια μαζί μας και θα έπρεπε ένας άλλος εικονογράφος να αναλάβει τις εικόνες του δεύτερου τόμου. Η πιο σωστή εμπορική απόφαση θα ήταν να γίνει ξανά από την αρχή η εικονογράφηση και του πρώτου μυθιστορήματος. Μα κάτι τέτοιο ο Δαμιανός ούτε να το ακούσει ήθελε –και σε αυτό συμφωνούσα κι εγώ μαζί του. Ζήτησε να του φέρω την Τέτη Σώλου και της εξήγησε πως αυτούς που αγαπούμε ποτέ δεν θα πρέπει να τους ξεχνάμε, ακόμα και αν δεν είναι ανάμεσά μας και στη συνέχεια την παρακάλεσε να εικονογραφήσει η ίδια τόσο αυτόν όσο και τους δικούς του συγγενείς και φίλους με τον τρόπο που θα το έκανε ο Καλαμάρας αν ζούσε.
Κανείς –πιστέψτε με το ξέρω από προσωπική πείρα- κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στον Δαμιανό. Δεν είναι που σου ζητά κάτι με τον δικό του πειστικό τρόπο, είναι και πως αυτό που σου ζητά είναι και το σωστό. Κι έτσι εκτός από ένα negro συγγραφέα, κατάφερε να έχει κι ένα negro εικονογράφο. Αυτά, λοιπόν… Και στον κόσμο των βιβλίων –πέστε μου τώρα εσείς- πού τελειώνει το πραγματικό και πού αρχίζει η φαντασία. Όλα αυτά εγώ –πιστέψτε με- τα έζησα και τα περισσότερα από αυτά τα έχω καταγράψει… Τα έζησα, τα κατέγραψα. Μα δεν ήμουνα αυτός που τα σχεδίασε. Και όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο με ξαφνιάζουνε όσο και τους αναγνώστες.
Η… Ιστορία να την πω; Περιπέτεια; Όνειρο;… Ότι κι αν είναι συνεχίζεται. Έχει πια κυκλοφορήσει και το τρίτο βιβλίο του Δαμιανού , Ο αδελφός της Ασπασίας 3-Κατασκήνωση κάτω από τα… ζώδια . Και σε αυτό, το όνομά μου φιγουράρει στη θέση του συγγραφέα. Αλλά εσείς πια ξέρετε την αλήθεια. Και σε αυτό ασφαλώς και κυριαρχεί πάντα ο σουρεαλισμός, αλλά παράλληλα ολοκληρώνεται και η αλλαγή της προσωπικότητας του κεντρικού ήρωα. Το αγόρι που προσπαθούσε να πάρει τις απλές καθημερινές μεγάλες αποφάσεις του, τις περίφημες Μ.Α. του, έπεσε μέσα στη ζάλη της δημοσιότητας, αφέθηκε στη γοητεία της, αλλά έτσι όπως κρατούσε βαθιές σχέσεις με οικογενειακές αξίες, δεν υπέκυψε στην όποια αλλοτρίωση.
Μα από την άλλη να ’τον που με χαριτωμένη ανεμελιά αποφασίζει να πει με τον δικό του τρόπο ιστορίες της μυθολογίας μας και να τις συνδέσει με τη δική του σημερινή πραγματικότητα. Δεν αμύνεται πια απέναντι στους Αστεράδες και τα τσιράκια τους, μα ενορχηστρώνει επιθέσεις. Και αν στο δεύτερο βιβλίο του είχε πάρει έναν εγωιστή συγγραφέα και τον είχε βάλει μέσα στην χάρτινη ζωή του, τώρα φωνάζει άλλους συγγραφείς που όμως αυτοί πιστεύουν στα ίδια ιδανικά και όλοι πια μαζί σώζουν το ένα και μόνο μήνυμα της Παιδικής Λογοτεχνίας –την Αγάπη. Τα παράλληλα σύμπαντα συνεχώς αυξάνονται. Το σύμπαν των αναγνωστών, το σύμπαν των συγγραφέων, το σύμπαν των ηρώων, το σύμπαν της μυθολογίας… Και κάποιοι –αναγνώστες, συγγραφείς και ήρωες- πηγαινοέρχονται από το ένα στα άλλα. Κι έτσι κι ο Δαμιανός –από το σύμπαν του ενός βιβλίου, στα σύμπαντα των άλλων- τελικά ολοκληρώνεται, και μάλιστα με απόλυτη δική του ευθύνη. Στην πραγματικότητα αυτό-ολοκληρώνεται και έτσι μπορεί να απαντήσει στο –Τελικώς ποιος γράφει το βιβλίο;
Να, λοιπόν, που φτάσαμε στην τελευταία στάση της ερώτησης αυτής και έτσι καταλαβαίνεται πως αν ο Φλομπέρ είχε πει «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», ο Κοντολέων –αναγκαστικά- λέει «Εγώ δεν είμαι ο Δαμιανός». Αν έλεγα το αντίθετο –φανταστείτε το –«Ο Δαμιανός είμαι εγώ!», θα ήταν σα να μιλούσα για ένα όνειρο, μια πλάνη. Αν –για φανταστείτε και τούτο!- ο Δαμιανός έλεγε πως «Ο Μάνος Κοντολέων είμαι εγώ!» θα σας έκανε να γελάσετε. Μα τώρα που ευθαρσώς δηλώνει «Ο Δαμιανός είναι ο Δαμιανός!», μη μου πείτε πως δεν βλέπετε -εν σπέρματι, έστω- μια εξέγερση. Ένας χάρτινος χαρακτήρας ισχυρίζεται, διεκδικεί και τελικά κερδίζει την απόλυτη εξουσία που λίγο πιο πριν κατείχε ο δημιουργός του. Η απόλυτη επανάσταση!
Αλλά «Σε ποιο βαθμό» διερωτάται ο Γερμανός δραματουργός Χέμπελ, «τα πλάσματα ενός συγγραφέα είναι αντικειμενικά» Και απαντά ο ίδιος: «Στο μέτρο που στη σχέση του με το Θεό, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος». Ποιος, λοιπόν, είναι τελικά ο ήρωας και ποιος ο συγγραφέας; Προσωπικά δεν έχω κάτι άλλο πέρα απ’ όσα μέχρι τώρα είπα, να προσθέσω. Σας αφήνω κι εσάς να το σκεφτείτε… Και σας ευχαριστώ που με υπομείνατε
ΜΕΛΕΤΕΣ
Γκεόργκυ Λούκατς, Η θεωρία του Μυθιστορήματος, μτφρ. Ξανθίππη Τσελέντη, Αθήνα, Πολύτροπον 2004.
Ντενίζ Εσκαρπί, Η παιδική και νεανική λογοτεχνία στην Ευρώπη, μτφρ. Στέση Αθήνη, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.
Ντέιβιντ Λοτζ, «Ο μυθιστοριογράφος σε δίλημμα». Στο Χριστίνα Γιατζόγλου (επιμ.), Δοκίμια για τη λογοτεχνία και την κριτική, μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, Αθήνα Καστανιώτης, 1984.
Εισηγήσεις στο Α’ Σεμινάριο του «Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου», Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο- Έργο τέχνης; Μέσο αγωγής;, Αθήνα, Πατ