Γιώργος Χατζόπουλος
«Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το Νερό της
Ζωής»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Τα μυθιστορήματα με έντονη δράση και πλούσιες περιπέτειες
ήταν πάντα ιδιαιτέρως αγαπητά σε ένα αναγνωστικό κοινό νεαρής ηλικίας.
Είναι δε χαρακτηριστικό πως τα πρώτα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα που κατά τη
διάρκεια του 20ου θεωρήθηκαν πως μπορούν να απευθύνονται σε παιδιά
αν και ήταν γραμμένα για ενήλικες, ήταν
τέτοια περιπετειώδη μυθιστορήματα – «Το νησί των θησαυρών» για
παράδειγμα ή «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» κ.α.
Στην Ελλάδα παράδοση τέτοιου είδους μυθιστορημάτων δεν
έχουμε. Ασφαλώς και δεν ξεχνώ μήτε τα έργα της Πηνελόπης Δέλτα, μήτε και άλλων
νεώτερων συγγραφέων (Τάκης Λάππας, Χάρης Σακελλαρίου κ.α.). Αλλά όλα αυτά, καθώς στηριζόντουσαν σε ιστορικές στιγμές του
πρόσφατου εθνικού παρελθόντος, είχαν γραφτεί με στόχο να μεταφέρουν πρώτιστα τη
γνώση της Ιστορίας και δευτερευόντως την
δημιουργία μιας σειράς περιπετειών που θα κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον των
παιδιών.
Στην ουσία είχαμε μια λογοτεχνία στρατευμένη στη Διδαχή και
ήταν πλέον ζήτημα που είχε να κάνει με το πόσο μεγάλο ή όχι ήταν το ταλέντο των μυθιστοριογράφων, για να
αποφασίσει ο χρόνος αν τα έργα εκείνα
διέθεταν επαρκή λογοτεχνική αξία ή μη.
Στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα πληθύνανε τα
μυθιστορήματα που στηρίχτηκαν σε
ιστορικά γεγονότα. Κι ανάμεσά τους, τα παιδιά εκείνων των χρόνων έτυχε να
διαβάσουν, και έργα καλογραμμένα (ας θυμηθώ
εδώ την Ελένη Βαλαβάνη, και την Γαλάτεια Σουρέλη), όπως βέβαια και άλλα
μυθιστορήματα που ήταν τα ιστορικά γεγονότα μιας πρόσφατης ιστορίας που τα
ενεργοποιούσαν, αλλά που αφήναν στην άκρη την περιπέτεια καθώς αναζητούσαν έναν
άλλο στόχο –το πώς το χτες επεμβαίνει στην διαμόρφωση του παρόντος (ας θυμηθώ εδώ
συγγραφείς όπως την Άλκη Ζέη, τη Ζωρζ Σαρή, τη Λότη Πέτροβιτς).
Σε κάθε περίπτωση ελληνικό μυθιστόρημα με ιστορικό καμβά και
έντονη περιπέτεια δεν νομίζω πως μπορώ να θυμηθώ.
Ασφαλώς εξαιρώ εκείνα τα μυθιστορήματα που κυρίως τα
τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αναφέρονται στις
περιπέτειες μιας ομάδας παιδιών κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών
τους, όπου ανακαλύπτουν το ιστορικό
παρελθόν ενός τόπου καθώς άλλοτε βοηθούν στη σύλληψη συμμορίας αρχαιοκάπηλων ,
άλλοτε στην ανακάλυψη κάποιου αρχαίου αντικειμένου κλπ. Πρόκειται για έργα που χρησιμοποιούν την
περιπέτεια και δεν στηρίζονται σε αυτή.
Όλες αυτές οι σκέψεις μου δημιουργήθηκαν μετά από την
ανάγνωση του μυθιστορήματος «Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής το Αιγαίου και το
Νερό της Ζωής».
Ο συγγραφέας του – ο Γιώργος Χατζόπουλος- είναι
πρωτοεμφανιζόμενος στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, ενώ διαθέτει μια
εμπειρία στη συγγραφή θεατρικών κειμένων.
Με το μυθιστόρημα του αυτό, λοιπόν, με κάνει να θεωρώ –στο
βαθμό που οι όποιες γνώσεις μου με καλύπτουν- πως μάλλον πρέπει να είναι ο πρώτος έλληνας
συγγραφέας (τουλάχιστον της νεώτερης γενιάς) που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει
μια περίοδο της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού κράτους (συγκεκριμένα το 1828)
χωρίς να θέλει να εξηγήσει τις όποιες
πολιτικές – κοινωνικές συνθήκες
επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια. Και ακόμα να έχει την ιδέα να στηρίξει τη δράση
του έργου του από τη μια στην ύπαρξη
πειρατών στις ελληνικές θάλασσες και από την άλλη να σμίξει δυο
διαφορετικούς τρόπους αφηγηματικών τεχνικών.
Αλλά προτού αναφερθώ σε αυτές τις δυο τεχνικές, θέλω να
τονίσω την απόλυτη έλλειψη κάθε διάθεσης εξωραϊσμού των πολιτικών και
κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο
Χατζόπουλος δε θέλει να ‘διδάξει’ ιστορία, αλλά να γράψει ένα βιβλίο με
πειρατές, ναυμαχίες, άγριες μάχες, μεγάλους έρωτες, σκληροτράχηλους ναυτικούς
και επίορκους δημόσιους λειτουργούς.
Δείχνει να έχει καλά διαβάσει τα κλασικά έργα του είδους.
Και –να η πρώτη τεχνική- χρησιμοποιεί μια γλώσσα πλούσια, χωρίς
αυτοπεριορισμούς και αυτολογοκρισία για
να περιγράψει συναισθήματα και καταστάσεις. Οι κεντρικοί ήρωες, όπως και τα
δεύτερα πρόσωπα περιγράφονται με ρεαλισμό. Όσα έζησαν φωτίζουν την εποχή χωρίς
να την εξωραΐζουν. Και με τη συνταγή των
παλιών μυθιστοριογράφων τολμά να αφήνει συχνά τον κεντρικό άξονα της αφήγησης
για να περιγράψει στιγμές παρελθόντος από τις ζωές χαρακτήρων που δεν πρόκειται
να επηρεάσουν την συνέχεια των γεγονότων. Αλλά έτσι καταφέρνει να φωτίσει πλουραλιστικά
αυτό που λίγο πιο πριν σημείωσα –την εποχή και τους ανθρώπους της.
Παράλληλα όμως με αυτήν την τεχνική, χρησιμοποιεί και μια
άλλη –όχι περιγραφές, αλλά κοφτούς διαλόγους. Τις περισσότερες φορές διαλόγους
αυτοσαρκαστικούς, συχνά χιουμοριστικούς, φερμένους λες από τη σειρά των ταινιών
«Οι πειρατές της Καραϊβικής».
Και η δημιουργική μίμηση αυτής της κινηματογραφικής γλώσσας
προχωρά και στον τρόπο που σκιαγραφούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος –τα
χαρακτηριστικά τους, τα ονόματά τους, οι συμπεριφορές τους. Συχνά και μικρές
δόσεις εξωπραγματικών συνθηκών επιστρατεύονται.
Μια λοιπόν συνύπαρξη παραδοσιακής και νεωτερικής αφήγησης,
όπως και επίσης η απόλυτη άρνηση να υποκύψει στην παροχή ιστορικής πληροφόρησης
με τη μορφή της προγραμματισμένης εξήγησης και της κατανόησης, είναι τα βασικά
συστατικά που κάνουν αυτό το μυθιστόρημα αξιοπρόσεχτο. Και πιστεύω
αξιοδιάβαστο.
ΥΓ Ιδιαιτέρως χρήσιμο το γλωσσάρι όλων των ναυτικών και
άλλων όρων. Σημαντική ακόμα, στα πλαίσια της ενδοκειμενικότητας, η χρήση μικρών
προτάσεων από έργα του Καρκαβίτσα και του Παπαδιαμάντη.
Μια μόνο –ας την πούμε- ένσταση. Η απότομη και χωρίς –θεωρώ-
λόγο ύπαρξης αποκάλυψη του πότε γίνεται η όλη αφήγηση της ιστορίας εκ μέρους
του πρωταγωνιστή. Ξαφνικά η περιπέτεια από το χώρο συγκατοίκησης ρεαλισμού και φαντασίας,
μετακομίζει στα δώματα των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Και ο Πι Νι από
παράτολμος πειρατής μετατρέπεται σε σεβάσμιο γέροντα και τρυφερό παππού.
Λογική εξέλιξη –εγώ ο ίδιος αντικρούω τον εαυτό μου. Παρόλα
αυτά, όμως, εξακολουθώ να προτιμώ τους
πειρατές ως πειρατές και μόνο να τους θυμάμαι.
No comments:
Post a Comment