Η
δια βίου εκμάθηση του Έρωτα
Με
τον Μ. είμαστε σχεδόν όλη μας τη ζωή στενοί φίλοι. Γνωριστήκαμε από τα
γυμνασιακά μας χρόνια, βρεθήκαμε να φοιτούμε μαζί στην ίδια πανεπιστημιακή
σχολή της ίδιας πόλης. Μοιραζόμαστε το ίδιο δωμάτιο. Στενοί φίλοι, με τις ίδιες
ιδέες. Φλερτάραμε κι οι δυο με συμφοιτήτριες μας που τις διακρίνανε οι πρώιμες
–για εκείνη την εποχή– φεμινιστικές ιδέες.
Μα
είχαμε και τις διαφορές μας – κυρίως ως προς τις ποικίλες μορφές των Τεχνών που
ανοιγόντουσαν μπροστά μας.
Φανατικός
αυτός του Θεάτρου Τέχνης* εγώ δεν είχα χάσει καμιά παράσταση του Εθνικού.
Εκείνος είχε στολίσει τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του με αφίσα της Γκουέρνικα
του Πικάσο* εγώ τον δικό μου με τα Ηλιοτρόπια του Βαν Γκονγκ. Προσπαθούσα να
τον πείσω πως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της εποχής μας ήταν ο Μπέργκμαν, αλλά ο
Μ. προτιμούσε να θαυμάζει τον Αντονιόνι.
Εγώ
άκουγα με μανία τα τραγούδια των Μπητλς, ενώ εκείνος έκλεινε τα μάτια και
απομονωνότανε καθώς έβαζε τους δίσκους της Τζόαν Μπαέζ και των Πλάτερς. Στα
φοιτητικά στέκια εγώ διέπρεπα στο σκάκι* εκείνος στο τάβλι. Άσσος εγώ στο πινκ
πονκ* πρώτη στέκα στο μπιλιάρδο εκείνος.
Κοινά
τα γούστα μας ως προς τους μυθιστοριογράφους. Κι οι δυο λατρεύαμε τον Καραγάτση
και τον Σόμερσετ Μωμ. Μα οι προτιμήσεις μας διαχωρίζονταν στα ποιήματα. Εγώ
ονειρευόμουνα τον Έρωτα μέσα από τους στίχους του Ρίτσου – η “Εαρινή Συμφωνία”
του ήταν το ευαγγέλιο μου:
Αγαπημένη
δεν
έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη
ζωή και το φτερούγισμα.
Πόσο
είμαι νέος.
Πόσο
είμαι νέος
κάτω
απ’ τα βλέφαρά σου.
Αγαπημένη
τι
προετοιμάζεται για μας
μέσα
στο βλέμμα των θεών
πίσω
απ’ αυτή τη φωταψία;
Και
ο Μ. με άκουγε και χαμογελούσε – ένα χαμόγελο που κάτι λες και γνώριζε, μα που
δεν ήθελε να μου το φανερώσει. Και στη συνέχεια μου διάβαζε τους δικούς αγαπημένους
στοίχους -ήταν από την “Αγάπη” του Μαλακάση:
Ας
μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο
μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος
ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ’ αγαπήσω,
Και
τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.
Κι
αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως
για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο
από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του
χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.
Κι
ακόμα φτάνω ν’ αγαπώ σ’ εσέ μιαν άλλη εικόνα,
–
Τ’ ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, –
Τον
ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που
στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.
Και
μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και
τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε
στις τρέλλες τ’ Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε
και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές.
Αγνοούσα
το χαμόγελό του και τον πείραζα. «Μα τι κάθεσαι και λες; Νέοι είμαστε κι εσύ
μιλάς για χινοπώρου άγγιγμα;» Ομολογώ πως δεν τον καταλάβαινα. Είχαμε, πια, κι
οι δυο ζευγαρώσει και τα ταίρια μας ήταν ολόδροσα όπως μπουμπούκια ανοιξιάτικα.
Δεν
μου απαντούσε. Κρατούσε μυστικό την αιτία του χαμογέλιου του.
Αυτά
τότε… Μετά περάσανε τα χρόνια, πάντα στενοί φίλοι μέναμε, σχεδόν παρόμοιες και
οι επαγγελματικές μας δραστηριότητες… Με εκείνες τις πρώτες κοπέλες μας
φτιάξαμε τις οικογένειές μας. Παιδιά πρώτα. Πλέον και εγγόνια – από δυο ο
καθένας μας.
Κι
όπως είχαμε εισέλθει στην ηλικία της πλήρους ωριμότητας, μπορούσαμε να
συμφωνούμε πως ο Πικάσο είναι το ίδιο μέγας όσο και ο Βικέντιος, πως οι ταινίες
του Μπέργκαν αφήσανε βαρύ αποτύπωμα στην Έβδομη Τέχνη, το ίδιο βαρύ με αυτό του
Αντονιόνι… Ανακαλύπταμε τους ίδιους πάντα μεγάλους πεζογράφους – Ροθ και
Παλόμας…
Σε
κάτι όμως διαφέρουμε… Και μάλιστα ουσιαστικά. Στον τρόπο με τον οποίο
αντιμετωπίζουμε τον Έρωτα. Για μένα η ολόδροση κοπέλα των φοιτητικών μου χρόνων
έχει γίνει μια πολύτιμη σύντροφος και καλή φίλη. Αλλά παρατηρώ πως για τον Μ. η
δική του ολόδροση κοπέλα εκείνης της εποχής, παραμένει πάντα ερωτική σύντροφος.
Αλλά και αυτός για εκείνη. Το βλέπεις αυτό και στην όλη τους εμφάνιση.
Συνομήλικοι και οι τέσσερεις είμαστε, αλλά οι περισσότεροι γνωστοί τον Μ. και
τη γυναίκα του τους θεωρούν νεότερους από εμένα και τη δική μου γυναίκα.
Ώσπου
–πριν από κανένα χρόνο πρέπει να ήταν– βρεθήκαμε να περνάμε οι δυο μας το
απόγευμά σε μπαράκι κάπου στο κέντρο και η συζήτηση έφερε στη μνήμη τα
φοιτητικά μας χρόνια και δεν άντεξα και τον ρώτησα με όλο το μέγιστο θάρρος της
πολύχρονης στενής φιλίας μας. «Πώς τα καταφέρνεις, ρε συ, και τόσα χρόνια είσαι
με το ίδιο πάθος ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα;»
Κι
ο Μ. χαμογέλασε – να το πάλι το παλιό εκείνο χαμόγελο. «Θυμάσαι το ποίημα του
Μαλακάση που εγώ αγαπούσα κι εσύ με κορόιδευες;»
«Ναι…
Και θυμάμαι πως εσύ χαμογελούσες κάπως περίεργα…Όπως χαμογελάς και τώρα…»
«Είναι
γιατί εγώ από την ποίηση διδασκόμουνα και πάντα διδάσκομαι… Τη χρησιμοποιούσα
και τη χρησιμοποιώ ως μια διαδικασία δια βίου εκμάθησης του Έρωτα. Ναι, αυτό
αποφάσισα και έτσι είδα την ανάγνωση ποιημάτων – μια μαθητεία στον Έρωτα. Κι
έτσι κάποια στιγμή έπεσα σε άλλον δάσκαλο -ποιητή που τον ‘άκουσα’ να λέει:
Προτιμώ
τις ρυτίδες σου, Φίλιννα
απ΄
τους χυμούς των εφήβων.
Ποθώ
με τις φούχτες ν΄ αδράξω
τα
βαριά, γερτά μήλα του στήθους σου,
παρά
τ΄ όρθιο βυζί μιας παρθένας.
Το
φθινόπωρό σου καλύτερο
απ΄
την άνοιξη άλλης
κι
η χειμωνιά σου πιο θερμή
από
άλλης καλοκαίρι. (1)
Και
πριν από λίγα χρόνια, όχι και τόσα πολλά, κι άλλος δάσκαλος-ποιητής με συμβούλεψε
να δω με άλλο μάτι το αντικείμενο το Έρωτά μου… Άκου τι διάβασα:
Είτε
μαύρα, καταμέλανα μαλλιά ριχτά
είτε
ξανθές ολόχρυσες πλεξούδες έχεις,
τη
στιλπνή τη χάρη σου εγώ το ίδιο τήνε βλέπω.
Μαύρα…
ξανθά – πώς λάμπεις, φως μου!
Αλλά
και άσπρη σαν θα ‘χεις κεφαλή,
πάλι
στων μαλλιών σου θα ΄ρθει τη φωλιά
να
κατοικήσει ο ωραίος Έρως. (2)
Κατάλαβες,
τώρα;» πάντα με το ίδιο χαμόγελο ο Μ. τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό μου.
Ανασήκωσα
τα φρύδια μου. Είχα καταλάβει. Και αποφάσισα πως ποτέ δεν είναι αργά να
ξεκινήσει κανείς της δια βίου εκμάθηση του Έρωτα. Το αποφάσισα. Το ξεκίνησα…
Έκανα προόδους… Χτες τηλεφώνησα στον Μ. και του διάβασα…
«…Από
τα γηρατειά το κορμί μου όλο
…και
πάλευκα από μαύρα τα μαλλιά
…και
γόνατα που δεν στηρίζουν
…μα
εγώ το αγαπώ
αυτό
το πλάσμα το θεϊκό…
που
μου χάρισε
το
φωτεινό πάθος του ήλιου
και
την ομορφιά». (3)
Από
το τηλέφωνο τα λέγαμε. Δεν τον έβλεπα* δε με έβλεπε κι εκείνος. Άρα δεν με είδε
να χαμογελώ με τον ίδιο χαμόγελο, το δικό του.
(1)
Παύλος Σιλεντάριος (Παλατινή Ανθολογία, μτφρ. Ανδρέας Λεντάκης)
(2)
Ανωνύμου, Παλατινή Ανθολογία, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής
(3)
Πάπυρος Οξυρύγχου
https://slpress.gr/politismos/i-dia-vioy-ekmathisi-toy-erota/?fbclid=IwAR1CMAoOUq7ZPSL-Pvwny_5hGSuk69C0GPMfF7ciYsdMmmwUA4BKhV_eaqQ