Πόλη του Μεξικό, 1968. Οι δυο νέγροι Αμερικανοί δρομείς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος (χρυσό και χάλκινο, αντίστοιχα, μετάλλιο στα 200 μ.) παρουσιάστηκαν, την ώρα της απονομής, ξυπόλητοι και καθώς παιζότανε ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ, εκείνοι σήκωσαν ψηλά τη γροθιά τους, σε μια ένδειξη υπενθύμισης της παρουσίας της Μαύρης Δύναμης.
Η Πόλη του Μεξικού θύμιζε μια γυναίκα που φόρεσε ετερόκλητα ρούχα. Άλλα που θα ταίριαζαν σε μια μέρα επίσημης γιορτής κι άλλα που θα τα φόραγε η πολιτεία εκείνη που θα είχε ολότελα δοθεί σε κοινωνικούς, επαναστατικούς αγώνες. Οι φοιτητές στους δρόμους διαδηλώνανε την αντίθεσή τους στην διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. «Η χώρα μας είναι φτωχή!» φωνάζανε, «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα κάνουνε τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους… Ο λαός μας χρειάζεται ψωμί και όχι θεάματα!»
Αλλά μέσα στα στάδια, κάποιοι άλλοι Μεξικάνοι είχαν αφεθεί στον παροξυσμό της συνεχούς κατάρριψης νέων παγκόσμιων ρεκόρ. Θα ‘λεγε κανείς πως η Πόλη του Μεξικού ήταν χωρισμένη στα δύο. Στους δρόμους το πάθος μιας επαναστατικής αντίθεσης. Μέσα στα στάδια το πάθος μιας αθλητικής ιδέας.
Δύο κόσμοι διαφορετικοί
Δυο ξεχωριστοί κόσμοι… Αλήθεια, πόσο, τελικά, ξεχωριστοί; Δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση πως δεν είναι δυνατό να διαχωρίσει κανείς τις πολλαπλές εκφράσεις και δυναμικές που τα μεγάλα γεγονότα πάντα έχουν. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ανέκαθεν –από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας– ένα γεγονός που δίπλα στο καθαρώς αθλητικό του προφίλ, διέθετε και ένα έντονο πρόσωπο πολιτικού συμβάντος.
Κι έτσι ήταν αναμενόμενο η διαμαρτυρία από τους δρόμους να εισχωρήσει στο στάδιο. Κι ήταν την ώρα της απονομής των μεταλλίων των 200μ. που κάτι τέτοιο συνέβη. Ανάμεσα στους τρεις νικητές, οι δυο νέγροι. Εκπρόσωποι μιας πολιτικής και αθλητικής υπερδύναμης. Ανεβαίνουν στα βάθρα ξυπόλητοι. Η πρώτη ένδειξη πως θέλουν να σημειώσουν τις απαρχές μιας φυλετικής καταβολής, αλλά και το γεγονός μιας επίσης φυλετικής εκμετάλλευσης.
Οι σημαίες έχουν ανέβει στους ιστούς τους και από τα μεγάφωνα ακούγεται ο εθνικός ύμνος.
Και τότε οι δυο αθλητές υψώνουν τις γροθιές τους. Στα πρόσωπά τους γραμμένος ο θυμός. Ο θυμός της αδικίας. Τα χείλια σφιχτά, το βλέμμα βουτηγμένο στο πάθος, πάνω στο μαύρο δέρμα στάλες από τον ιδρώτα της απόφασης.
Οι γροθιές που έγιναν λόγια
Οι φωτογράφοι τρέχουν να αποθανατίσουν τη σκηνή. Οι δημοσιογράφοι καταγράφουν το γεγονός. Οι επίσημοι αισθάνονται την αμηχανία να τους μουδιάζει τα μέλη. Οι θεατές στις κερκίδες σταματούν να ζητωκραυγάζουν. Κοιτάνε, παρακολουθούν, αναρωτιούνται… Ίσως, κάποιοι και να ανατρίχιασαν.
«Γιατί θα πρέπει να φοράμε τις ίδιες φόρμες και τις ίδιες φανέλες οι εκπρόσωποι κάθε χώρας; Γιατί θα πρέπει να παίζεται για το νικητή ο εθνικός ύμνος της χώρας από όπου προέρχεται; Γιατί θα πρέπει πάντα εμείς οι Αμερικάνοι να κουβαλάμε την υποχρέωση να νικάμε τους Σοβιετικούς συναθλητές μας; Πού είναι, λοιπόν, η ολυμπιακή ιδέα που λέει πως ο αγώνας είναι πάντα ανάμεσα σε άντρες, σε άτομα ελεύθερα;…»
Η αντίθεση και το παράπονο
Λόγια σταλμένα για να δηλώσουν μια αντίθεση. Και πίσω από την αντίθεση να κρύβεται η ανάσα ενός παράπονου. Όσοι από τους θεατές μέσα στο στάδιο έτυχε να τον ακούσουν, έμειναν κάπως δισταχτικοί. Καταλάβαιναν το τι εννοούσε. Συμφωνούσαν, όμως, μαζί του; Οι αρμόδιοι της αποστολής της χώρας του, οι αρμόδιοι της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν μπορούσαν να μείνουν στον όποιο δισταγμό. Έπρεπε να προχωρήσουν στην απόλυτη απόρριψη και κατακραυγή μιας τέτοιας στάσης. Κι έτσι έκαναν.
Όταν μετά από κάποιες μέρες οι αγώνες τελειώσανε, στις τελετές λήξης οι δυο εκείνοι μαύροι δρομείς δεν ήταν πια στο Μεξικό. Τους είχαν υποχρεώσει να επιστρέψουν πίσω. Και τους είχαν καταλογίσει μια πράξη που ξέφευγε ολότελα από το ολυμπιακό πνεύμα. Αλλά τα λόγια είχαν ακουστεί. Οι γροθιές είχαν υψωθεί. Η διαμαρτυρία, έτσι κι αλλιώς υπήρξε. Όπως υπήρχαν και οι λόγοι που τη δημιούργησαν
Δίκιο είχε ή άδικο; Μια ερώτηση με δίχως, ίσως, νόημα. Αυτός που δεν έχει δίκιο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως έχει άδικο. Κι ούτε όποιος έχει σε κάτι δίκιο, νομιμοποιείται να αγνοεί το δίκιο κάποιων άλλων. Βέβαια, εγώ –εκπρόσωπος της λευκής φυλής και έχοντας μέσα στα κύτταρά μου τη σιγουριά μιας μακραίωνης παρουσίας της φυλής μου στον ίδιο τόπο– ξέρω πολύ καλά το τι σημαίνει πατρίδα, φυλή και έθνος. Γνωρίζω το πόσο πολύ ταυτίζονται.
Το δίκιο και το άδικο
Οι δικές μου πράξεις την ίδια τη στιγμή που είναι ολότελα προσωπικές, την ίδια τη στιγμή μπορεί να θεωρηθούν πως εκφράζουν τον τόπο μου, το έθνος, την πατρίδα και τη φυλή μου.
Αλλά δεν μπορώ και να μην καταλάβω κάποιον άλλο που εκεί όπου γεννήθηκε και ζει τον αντιμετωπίζουν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και δεν του αναγνωρίζουν ίσα δικαιώματα.
Δεν είχε, ίσως, δίκιο. Αλλά, σίγουρα, δεν είχε κι άδικο. Κι έπειτα αν θέλει κάποιος να δει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της εποχής μας σαν μια απόλυτη συνέχεια εκείνων της αρχαιότητας, θα πρέπει να σκεφτεί πως τότε, οι αθλητές αγωνιζόντουσαν σε επίπεδο ατομικό, γιατί τελικά όλοι από το ίδιο έθνος προερχόντουσαν. Τότε αυτά, τώρα άλλα. Δεν είχε, ίσως, δίκιο. Αλλά, σίγουρα, δεν είχε κι άδικο.
Το παράπονο έχει πάντα δίκιο
Κι ίσως το μόνο που ζητούσε την ώρα της υψωμένης της γροθιάς να ήταν ένα και μόνο. Να τον προσέξουν. Αυτόν και μαζί μ΄ αυτόν όλα τα παιδιά της φυλής του. Κι ίσως το μόνο που επιζητούσε λέγοντας τα όσα είπε ήταν να κάνει τους άλλους, όλους εμάς να μας κάνει να σκεφτούμε και να δούμε… Να καταλάβουμε και να ανατριχιάσουμε.
Πίσω από την λαμπρότητα της νίκης, κρύβεται πάντα η καρδιά ενός παιδιού που αποζητά να παίξει –να νικήσει και να νικηθεί– με άλλα παιδιά… Παιδιά που θα μπορεί να τα ονομάζει φίλους του. Και που να είναι βέβαιος πως το ίδιο φίλο και αυτά το θεωρούνε.
Έτσι πάντα γίνεται. Η σφιγμένη γροθιά σχηματίζεται όταν το χέρι λαχταρά πολύ να ανοιχτεί και να προσφέρει στο πιο απαλό χάδι. Λαχταρά, αλλά φοβάται την απόρριψη. Η σφιγμένη γροθιά είναι μια άμυνα. Ένα παράπονο. Και το παράπονο έχει πάντα δίκιο.
https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-mexiko-1968-i-grothia-kai-to-chadi/
No comments:
Post a Comment