Βερολίνο, 1936. Ο Τζέσι Όουενς κερδίζει τέσσερα χρυσά μετάλλια στα 100μ., στα 200μ., στο μήκος και στα 4Χ100. Στο αγώνισμα του μήκους ο συναγωνισμός του με τον γερμανό πρωταθλητή Λουτζ Λογκ ήταν σκληρός. Η σχέση όμως που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δυο άντρες ήταν πολύ δυνατή… Και για τον ένα τους, τραγικά καθοριστική.
Δέκα δάχτυλα, δυο χρώματα. Πριν τον χτυπήσει το προμήνυμα του πολέμου, τον είχε μπουκώσει η μπόχα της καταπίεσης, τον έκανε να ασφυχτιά η προσπάθεια επιβολής μιας μαζικής υστερίας. Άκουγε γύρω του να υποστηρίζονται ιδέες φασιστικές, σκέψεις παράλογα άδικες και έβλεπε να συντελούνται πράξεις που αγγίζανε το όρια του συλλογικού εγκλήματος.
Αλλά εκείνος γνώριζε την δημοκρατική ιδιαιτερότητα των σωμάτων, είχε μεγαλώσει μέσα στην άμυλα του αθλητικού πνεύματος και είχε μάθει να αναγνωρίζει την ατομική προσπάθεια που δημιουργούσε τον νικητή.
Του λέγανε πως ήταν γεννημένος για να κερδίζει πάντα την πρώτη θέση, τον υμνούσανε ως δείγμα τελειότητας της φυλής του, τον προορίζανε να γίνει το σύμβολο μιας νέας τάξης πραγμάτων. Δεν τα αποδεχότανε όλα αυτά, αφηνότανε στις τιμές, αλλά δεν υπέκυπτε στα παραπλανητικά σχέδια των άλλων. Σε τελική ανάλυση -σκεφτότανε- όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου, δεν μπορεί να έχουν και τόση σημασία για το δικό μου έργο. Αθλητής ήταν! Αυτός και το σώμα του, αυτός και η ψυχή του, αυτός και το άθλημά του, αυτός και οι συναθλητές του. Ο κόσμος του είχε τους δικούς του νόμους, νόμους που δεν είχαν σε τίποτε να κάνουν με πολιτικές προπαγάνδες και πολιτικούς αριβισμούς.
Η λαχτάρα της αναμονής
Κι άλλωστε είχε φτάσει η χρονιά που μια ζωή ονειρευότανε, που χρόνια γι αυτήν προετοιμαζότανε. Η χρονιά της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η χώρα του τους διοργάνωνε, η πόλη του -μια από τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου- θα τους φιλοξενούσε. Ο λαός του θα ήταν οικοδεσπότης. Κι αυτός -α, πόσο το λαχτάραγε!- θα ήταν το πιο τιμημένο πρόσωπο.
Ο αθλητής που θα αποδείκνυε ότι η ψυχή του λαού του ήταν δυνατή και εξαίσια αγωνιστική. Μια ψυχή που είχε βρει κατά καιρούς φωλιά μέσα σ’ ένα Γκαίτε, σ’ ένα Μπετόβεν, σ’ ένα Σοπενχάουερ, σ’ ένα Μπρεχτ. Και τώρα η ψυχή αυτή θα έδειχνε πως για κατοικία της είχε διαλέξει κι εκείνον εκπρόσωπο του αθλητικού πνεύματος που ξεκινούσε από τα χρόνια του Όμηρου και του Φειδιππίδη.
Αυτά εκείνος σκεφτότανε και προσπαθούσε να μην τον ενοχλούν οι μαζικές υστερίες των εμβατήριων, οι παράφρονες κραυγές ενός τυχάρπαστου πολιτικάντη. Κι αν γύρω του τις έβλεπε τις αδικίες να χτυπάνε άτομα και ομάδες, είχε την πίστη πως με τις δικές του πράξεις θα μπορούσε να αποδείξει ότι η ισότητα μένει πάντα αξία εν ισχύ, η συνύπαρξη λαών είναι πάντα πηγή δημιουργίας των μεγάλων έργων της ανθρωπότητας
Οι δυο αντίπαλοι
Εκείνη τη μέρα το στάδιο ήταν ασφυχτικά γεμάτο. Στις κερκίδες νέοι και ηλικιωμένοι, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι από κάθε μεριά της γης, επίσημοι και απλοί πολίτες. Ένας ολόκληρος κόσμος που είχε έρθει να παρακολουθήσει το δικό του θρίαμβο. Ένα θρίαμβο που για να συντελεστεί έπρεπε πρώτα να δαμαστεί το υπέροχο και πολυσύνθετο ταλέντο ενός άλλου αθλητή.
Νάτος! Λίγα μέτρα πιο πέρα. Τον βλέπει. Τον παρατηρεί. Μέσα στο θαμπό φως μιας χλιαρής μέρας, το σώμα του εκπέμπει τη λάμψη μιας δύναμης, μιας δύναμης που λες και ασφυχτιά κάτω από την μαύρη επιδερμίδα, μιας επιδερμίδας τόσο λείας, τόσο υπέροχα γυαλιστερής. Και οι μυς διαγράφονται και μαρτυρούν όχι μόνο τη σκληρή εκγύμνασή τους, αλλά και τη σοφή συνεργασία τους.
Αυτός είναι ο αντίπαλός του. Τον κοιτά και ξέρει, καταλαβαίνει πως του αξίζει ο σεβασμός.
Κάποιοι έρχονται δίπλα του, του ψιθυρίζουν πως αυτός ο αντίπαλος είναι ειδικά που πρέπει να νικηθεί, γιατί αυτός εκπροσωπεί μια φυλή κατώτερη, μια φυλή σκλάβων… Τους ακούει και θέλει να γελάσει. Σκλάβος αυτός! Αυτή η μαύρη σπίθα, η μαύρη αστραπή- μα σκλαβώνεται ποτέ αυτή η μοναδική αρμονία δύναμης, ομορφιάς και ψυχής;
Πρέπει να τον νικήσει! -συνεχίζουν να του λένε. Αν τον νικήσει -σκέφτεται εκείνος- θα το κάνει μόνο αν καταφέρει η δικιά του ξανθιά λάμψη να καλύψει τη μαύρη φλόγα του άλλου. Θα το κατορθώσει αν η δικιά του θέληση αποδειχτεί περισσότερη δυναμική από την θέληση του άλλου. Τον κοιτά! Από τις κερκίδες ακούγονται κραυγές αποδοκιμασίας. Τις ακούει κι ανατριχιάζει. Είναι κραυγές ενός όχλου που σε τίποτε δε θυμίζει μια σύναξη πολιτών με συνείδηση θεατών ολυμπιακού αγωνίσματος.
Αντιμέτωποι Όουενς και Λογκ
Τον κοιτά. Θέλει να του στείλει ένα βλέμμα συμπαράστασης. Να του μεταφέρει τη σκέψη του «Θέλω να συναγωνιστώ μαζί σου με ίσους όρους! Θέλω αν σε νικήσω να έχω νικήσει έναν αντάξιό μου. Αν με νικήσεις, να έχω νικηθεί από ένα καθαρά και δίκαια ανώτερό μου!»
Τον κοιτά και δεν ξέρει αν η σκέψη του τον έχει φτάσει. Μάλλον όχι! Γιατί ο άλλος δείχνει αμήχανος, κόμποι ιδρώτα σταμπάρουν την μαύρη επιδερμίδα και σκοτεινιάζουν το πλατύ κούτελο. Δεν είναι ο ιδρώτας της προσπάθειας, είναι ο ιδρώτας της απελπισίας.
Τον κοιτά και παρακολουθεί τον τρεμουλιαστό βηματισμό, τις άκυρες προσπάθειες. Τον κοιτά και ακούει τις κραυγές της αποδοκιμασίας. Και θυμώνει. Θυμώνει με το πλήθος που συμπεριφέρεται σαν μάζα. Θυμώνει με τον άλλο που δεν τολμά την υπέρβαση της αδιαφορίας.
Θα αποκλειστεί. Μια ακόμα προσπάθεια του μένει. Δεν δείχνει ικανός να την εκτελέσει με αποφασιστικότητα. Οι μυς του δείχνουν να έχουν χάσει τον έλεγχο ενός συντονισμού. Μέσα στα μάτια του έχει βασιλέψει το σκοτάδι της σύγχυσης. Θα αποκλειστεί.
Δεν πρέπει να αποκλειστεί. Τον θέλει για αντίπαλο. Θέλει να γνωρίσει το ρίγος της σκληρής άμιλλας. Θέλει να γευτεί αυτό που αιώνες τώρα έχουν γευτεί οι μεγάλοι αθλητές, οι αθάνατοι ολυμπιονίκες. Τον κοιτά. Κι έπειτα τον πλησιάζει. Στα ρουθούνια του φτάνει η μυρωδιά του ατομικού αδιέξοδου. Απλώνει το χέρι του. Αγγίζει τον ώμο του άλλου. Η αφή του του στέλνει το μήνυμα πως έχει αγγίξει το υπέροχο σώμα ενός αθλητή την ώρα που καταρρέει. Αγνοεί τις φωνές του πλήθους, τα αυτιά του ακούνε μοναχά την κοφτή ανάσα του άλλου. Η ματιά του βουλιάζει μέσα στα μάτια εκείνου. Και τα δάχτυλά του σφίγγουν τον ώμο, η γλώσσα του ψάχνει να συλλαβίσει τις λέξεις που θα προσφέρουν το χαμένο κουράγιο, που θα ξυπνήσουν τη ναρκωμένη βούληση.
Δυο χρώματα-μια συνεννόηση
Συμβουλεύει, ενισχύει, τονώνει, απαιτεί. «Σε θέλω ίσο μου! Αν είσαι καλύτερός μου απόδειξέ το! Μπορείς!» Ο άλλος στρέφει το βλέμμα και τον κοιτά. Και η ανάσα του αρχίζει να επανέρχεται στους σωστούς ρυθμούς της, η επιδερμίδα του αποβάλει το γλοιώδη ιδρώτα της απόσυρσης. Κι έπειτα δυο χέρια σφίγγονται. Δέκα δάχτυλα. Δυο χρώματα. Μια συνεννόηση.
Το πλήθος σιωπά. Η σιωπή της έκπληξης. Ο αφηνιασμένος δικτάτορας δαγκώνει τα χείλια και αποφασίζει τη μελλοντική εκδίκησή του. Πάνω από το στάδιο έχει απλωθεί το αρχαίο πνεύμα, το αθάνατο. Το αγώνισμα συνεχίζεται. Ο πιο άξιος το κερδίζει. Η μαύρη φλόγα συγχαίρει την ξανθιά λάμψη. Ο ένας κέρδισε ένα μετάλλιο, ο άλλος αξιώθηκε το υπέρτατο ήθος.
Κι έπειτα πέρασαν κάποια χρόνια. Ο πόλεμος κυριάρχησε. Αυτός που είχε υπηρετήσει τη συνείδησή του έπρεπε να δολοφονηθεί. Υπήρχαν τόσα πολλά πεδία μαχών. Θέμα χρόνου σε ποιο απ’ όλα θα γινότανε ο προμελετημένος φόνος. Κι άλλος που είχε αξιωθεί να δεχτεί τη συμπαράσταση του αθλητικού ιδεώδους ποτέ δεν την ξέχασε αυτήν την πράξη. Όταν τον ονομάζανε το πιο μεγάλο αθλητή της εποχής του, χαμογελούσε. «Μην είστε και τόσο σίγουροι»! αντέτεινε, «Για μελετήστε πιο προσεχτικά την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων… Θα σας περιμένουν εκπλήξεις!» τους διαβεβαίωνε.
https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-verolino-1936-tzesi-ooyens-enantion-loytz-logk/
No comments:
Post a Comment