Θεωρώ τον
Θεόδωρο Γρηγοριάδης ως ένα από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς μας.
Με τα
δεκαοκτώ έως σήμερα βιβλία του (κυρίως μυθιστορήματα, αλλά και διηγήματα όπως
και θεατρικούς μονολόγους) έχει πλέον με σαφήνεια χαράξει τη δική του πορεία
στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Το κεντρικό
χαρακτηριστικό που τον διακρίνει είναι οι συχνά τολμηρές, μα πάντα
αποτελεσματικά διεισδυτικές προσεγγίσεις του σε ανθρώπους που ζουν ή δίπλα μας
ή και κάποτε στην ‘πίσω αυλή του σπιτιού
μας’. Και ακόμα οι με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο περιγραφές τόπων και πόλεων
, ακόμα και συνοικιών.
Ο
Γρηγοριάδης χαρτογραφεί τόπους και τύπους. Και η χαρτογράφησή του αυτή
συνοδεύεται από βαθείς συλλογισμούς και απροσδόκητους φωτισμούς.
Ως τεχνική
αφήγησης επιλέγει μια όπου, η χωρίς τερτίπια δόμησή της, αφήνει ελεύθερο το
πεδίο στις φράσεις να παρασύρουν τον αναγνώστη. Με άλλα λόγια ο Γρηγοριάδης δεν
θέλει να εντυπωσιάσει με τη γραφή του, αλλά να προσφέρει στον αναγνώστη του μια
ποικιλία θέσεων όρασης γεγονότων και ανθρώπων.
Στο
τελευταίο του βιβλία -μια συλλογή διηγήσεων- αυτή η συγγραφική του στάση
ολοκληρώνεται απόλυτα καθώς πλέον αφηγητής και δημιουργός ταυτίζονται και οι
εμπειρίες της ζωής τους προσφέρονται στον αναγνώστη χωρίς το όποιο προσωπείο
της κατασκευασμένης μυθοπλασίας.
Μα κι έτσι
αποδεικνύεται πως ο Γρηγοριάδης δεν χρησιμοποιεί μόνο συγγραφικά τον τρόπο ενός
πολυπρισματικού φωτισμού, αλλά και ο ίδιος καταφεύγει σε αυτόν αφενός για να
εμπλουτίσει τις εμπειρίες του και αφετέρου αυτήν την πείρα να την μεταφέρει
στις μυθοπλασίες του.
Μα και κάτι
ακόμα αποδεικνύει αυτή η συλλογή. Αναφέρομαι στην ενδιαφέρουσα τεχνική με την
οποία ο Γρηγοριάδης μετατρέπει το πλέον ασήμαντο ή και συντομότατο συμβάν στη
ζωή του, σε ένα αφήγημα που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ παράλληλα
καταγράφει μια ιδεολογική πορεία ζωής.
Οι
διηγήσεις του βιβλίου έχουν χωριστεί σε τρεις ενότητες και ένα επίλογο. Ο ίδιος
ο συγγραφέας μας ενημερώνει πως όλα σχεδόν τα κείμενα γραφτήκανε κατά τη
διάρκεια του διετούς εγκλεισμού λόγω covid, αλλά δεν έχουν να
κάνουν με αυτόν, παρά μόνον το κείμενο του επίλογου.
Οι τρεις
ενότητες έχουν να κάνουν με τρεις κύκλους της ζωής του ίδιου του συγγραφέα.
Στον πρώτο
κύκλο ο Γρηγοριάδης ως νεοδιορισμένος καθηγητής αγγλικών, υπηρετεί σε
μακρινά χωριά και κωμοπόλεις των βόρειων
συνόρων. Και στα μέρη αυτά ο ευαίσθητος καθηγητής που μέσα του κρύβει τον
εκκολαπτόμενο συγγραφέα θα παρακολουθεί τους γύρω του ανθρώπους -κυρίως τους
μαθητές και τις μαθήτριες του.
Στον
δεύτερο κύκλο, είναι πλέον συνεργάτης μια δημοτικής βιβλιοθήκης, αλλά και
αναγνωρισμένος συγγραφέας. Με το ίδιο πάθος αναζητά να κατανοήσει τον κόσμο των
απλών ανθρώπων την ώρα που προσπαθεί να τους μυήσει στη διαχρονική λογοτεχνία,
ενώ συνεχίζει να προκαλεί, λες, νέες εμπειρίες που θα του χαρίσουν και νέες
εμπνεύσεις.
Στον τρίτο
κύκλο, μόνιμα πλέον εγκαταστημένος την Αθήνα, δεν απαρνιέται τα πάθη των
ανθρώπων και τα αναζητά σε μέρη όπου συχνάζουν οι μετανάστες, αλλά και σε γειτονιές
αστικές μα και υποβαθμισμένες* σε
γυναίκες και άντρες που κάθονται σε καφενεία πνιγμένα στον καπνό ή στα σκαλιά
παλιών και μικρών μονοκατοικιών.
Σχεδόν όλα
τα πρόσωπα που μαζί τους ασχολήθηκε κάποια στιγμή στη ζωή του, αργότερα και με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τα συναντήσουμε στα έργα του. Στην ουσία, δηλαδή, η
συλλογή «Η νοσταλγία της απώλειας» ‘μαρτυρά’ πως ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης έχει
ολοκληρωτικά ταυτίσει την καθημερινότητά του με τη συγγραφική του έμπνευση.
Ξεκίνησα
αυτό το σημείωμα αναφέροντας πως θεωρώ τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη ως ένα από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς
μας.
Οι
διηγήσεις αυτής της συλλογής -ως πηγή έμπνευσης και ως τεχνική αφήγησης- νομίζω
πως επιβεβαιώνουν την άποψή μου
(580 λέξεις)
«Η νοσταλγία της απώλειας» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (κριτική) (bookpress.gr)