Η Ασημένια Σαράφη (1973) είναι μια παρουσία στη λογοτεχνία μας με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κάνει την πρώτη της εμφάνιση το 1998 με μια νουβέλα και ακολουθούν ένα μυθιστόρημα το 2003, μια συλλογή διηγημάτων το 2007 και ένα ακόμα μυθιστόρημα το 2011. Ύστερα από ένδεκα χρόνια, δίνει ξανά το παρών με ένα ακόμα μυθιστόρημα.
Θεωρώ την Ασημένια Σαράφη ως μια πεζογράφο με ιδιαιτέρως έντονα χαρακτηριστικά, γιατί με μια δική της εντελώς αφηγηματική τεχνική καταγράφει κοινωνικά συμβάντα, ενώ την ίδια στιγμή στοχάζεται και αναστοχάζεται. Από μια άποψη, μια τέτοια αφήγηση –κυρίως εντός μυθιστορηματικών συνθέσεων– μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον σωστή πολιτικοποιημένη λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί τα περιγραφόμενα γεγονότα έχουν να κάνουν με κοινωνικές και συχνά ιστορικές περιόδους, αλλά φωτισμένα από τη μια με τέτοιον τρόπο ώστε να καταδεικνύονται οι επεμβάσεις τους πάνω στις ζωές απλών ανθρώπων, και από την άλλη σχολιαζόμενα με διάθεση μιας αποστασιοποιημένης κριτικής ματιάς, αποκτούν και μια φιλοσοφική οντότητα.
Η οικογένειά του τον είχε ξεγράψει. Η πατρίς του επίσης. Η άγρια νοσταλγία των υπολοίπων δεν ήταν παρά ένας ανόητος συναισθηματισμός κι εκείνος επιθυμούσε να ζήσει όση ζωή τού απέμενε ελευθερωμένος από το παντοδύναμο δόκανο τέτοιων αισθηματισμών.
Αν αυτή είναι η τεχνική αφήγησης, η γλώσσα με την οποία η Ασημένια Σαράφη την υλοποιεί είναι ως μουσικοί φθόγγοι που άλλοτε νωχελικά αφήνονται σε εκτενείς ενδοσκοπήσεις και άλλοτε σε σαρκαστικές ή και ολοζώντανες περιγραφές. Μα πάντα κάτω από τη σκέπη μιας ενορχήστρωσης που δεν ξεχνά τη ζεστασιά ή και τον σπαραγμό της ανθρώπινης φωνής. Γραφή που ενώνει γλωσσικές περιόδους – αγγίζει το απόμακρο μιας λόγιας εκφοράς, αλλά καταλήγει στην αγκάλη μιας παλλόμενης καθημερινότητας.
Και, βέβαια, είναι και ο φωτισμός των προσώπων. Και όχι μόνο των κεντρικών. Θα έλεγα, μάλιστα, πως όσοι χαρακτήρες απλώθηκαν σε λιγότερες σελίδες, διαθέτουν και μεγαλύτερη και βαθύτερη κατανόηση εκ μέρους της δημιουργού τους.
Η Ασημένια Σαράφη γράφει πολυσέλιδα μυθιστορήματα, που όμως περιγράφουν την καθημερινότητα σε μικρές και απομακρυσμένες περιοχές. Άλλοτε σε ένα χωριό του Πηλίου (PlatanusOrientalis), άλλοτε σε μικρά νησιά (Αρόδο).
Τώρα το σκηνικό έχει να κάνει με μια επαρχιακή κωμόπολη. Και ο χρόνος αφήγησης απλώνεται στην ουσία σε σαράντα χρόνια – από το 1944 περίπου έως το 1981. Σαράντα χρόνια που σημαδέψανε το νέο πρόσωπο της Ελλάδας, αυτό το πρόσωπο με το οποίο και κάποια στιγμή εισήλθε στην επικράτεια του 21ου αιώνα. Ασφαλώς και άλλοι συγγραφείς έχουν ασχοληθεί και με τα όσα επακολούθησαν τα χρόνια του Εμφύλιου, λιγότεροι ίσως με την περίοδο της Χούντας, ίσως ακόμα πιο λίγοι με την περίοδο της εμφάνισης και άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Η Σαράφη σε αυτή την τελευταία περίοδο εστιάζει το παρόν του μυθιστορήματός της, αλλά συνεχώς κάνει σύντομες, μα ουσιαστικές και καθοριστικές αναδρομές στα σαράντα τόσα χρόνια που είχαν προηγηθεί. Στόχος της να ερμηνεύσει το τώρα καθώς αναζητά το πώς, το γιατί και το πόσο οι συνθήκες που πέρασαν έχουν χαράξει τον δρόμο εκείνων που ακολούθησαν.
Γραφή που ενώνει γλωσσικές περιόδους – αγγίζει το απόμακρο μιας λόγιας εκφοράς, αλλά καταλήγει στην αγκάλη μιας παλλόμενης καθημερινότητας.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (με λίγες παρεμβολές κεφαλαίων με διαλόγους που λειτουργούν κάπως σαν ντοκουμέντο). Ο αφηγητής εκπροσωπεί την τρίτη γενιά, αυτήν της Αλλαγής. Όταν ξεκινά τη συγγραφή των αναμνήσεών του, βρισκόμαστε στα μέσα του ’90. Και με αυτό το τέχνασμα, η Σαράφη κάνει ακόμα πιο εμφανή, αλλά και αποτελεσματική, τη διάθεσή της να ανιχνεύσει το πώς χθεσινά γεγονότα διαμορφώνουν σημερινά.
Ένας νέος άνδρας, λοιπόν, που θυμάται τη νεανική του ηλικία, τότε που ζούσε σε μια κωμόπολη και που με σκεπτικισμό συμμετείχε στο πολιτικό πάθος του καλοκαιριού του 1981, ενώ παράλληλα ανακάλυπτε το τι σημαίνει έρωτας, φιλία, προδοσία και… οικογενειακά μυστικά. Αυτά τα τελευταία θα τα φέρει στην επιφάνεια η άφιξη ενός ηλικιωμένου εξόριστου –ο Τσέχος παππούς θα είναι– που εκπροσωπεί τη γενιά των ανταρτών, ενώ ο γιος του και πατέρας του νεαρού είναι ο εκπρόσωπος της συμπιεσμένης ενδιάμεσης γενιάς, αυτής που σχεδόν συνθηκολόγησε, αυτής που στην ουσία είχε ξεχάσει να μιλά, να αφηγείται.
Με αυτό, λοιπόν, το εύρημα, η Ασημένια Σαράφη βρίσκει την ευκαιρία και τα σαράντα χρόνια να περιγράψει, αλλά και κυρίως να στήσει μπροστά στον αναγνώστη της μια ενδιαφέρουσα ομάδα ηρώων που ο καθένας τους έχει κερδίσει το ενδιαφέρον της, έχει σκύψει από πάνω του, τον κρίνει και τον δικαιολογεί. Τελικά τον ερμηνεύει. Ερμηνεύει εποχές και ανθρώπους. Και μέσα από αυτούς αποφασίζει.
Αλλά όλα αυτά είναι προβολές με αφετηρία του παρόν μου και δεν υφίστανται στο παρελθόν μου.
Ακριβώς αυτό είναι το στίγμα που διαπερνά όλο το βιβλίο και που, κατά τη γνώμη μου, το κάνει ιδιαιτέρως και βαθιά πολιτικό.
Το παρελθόν υπάρχει μόνο ως μνήμη. Είναι το παρόν που σχηματίζει την επόμενη μέρα. Από εκεί και πέρα κάθε τι είναι άθροισμα μικρών αποφάσεων, τυχαίων γεγονότων και εν τέλει ουσιαστικών όσο και στιγμιαίων επιλογών του κάθε ανθρώπου. Να το περιγράψω διαφορετικά – το κάθε λεπτό γίνεται ιστορία. Και ο καθένας μας τοποθετεί τη μικρή του ιστορία μέσα στο κάδρο της Ιστορίας των πολλών.
Όλες οι αποκαλύψεις δεν είναι παρά ψήγματα και διαστρεβλώσεις της μιας απόλυτης αλήθειας, η οποία δεν υπήρξε ακέραια παρά μόνο κατά την ανεπανάληπτη στιγμή διαδραμάτισης των γεγονότων: η κάθε αφήγησή τους στο εξής δεν θα είναι παρά μια επαναληπτική παραπλάνηση.
Αναφέρθηκα πιο πάνω στο ότι η Ασημένια Σαράφη γράφει μια καθαρή πολιτικοποιημένη λογοτεχνία. Νομίζω πως έχω δίκιο.
Ασημένια Σαράφη: «Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος» (diastixo.gr)
No comments:
Post a Comment