Αν σωστά μετρώ και θυμάμαι, ο Γιώργος Παναγιωτάκης έχει παρουσιαστεί στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά πριν από 18 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 15 βιβλία με το όνομά του.
Συνεπής συγγραφέας ως προς το κοινό που θέλει να απευθυνθεί
– κυρίως παιδιά από τα μέσα του Δημοτικού έως τις αρχές του Γυμνασίου.
Και τη συνέπειά του αυτή την εκφράζει με μια τεχνική μείξης
ρεαλισμού και φαντασίας, περιπέτειας και συναισθημάτων, διακριτικού χιούμορ και
υπολανθάνουσας τρυφερότητας. Μα και με –άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε με
περισσότερη σαφήνεια– τοποθέτηση των θεμάτων του μέσα σε συνθήκες που
καθορίζονται από μια πολιτική σκέψη.
Κι όλα αυτά με τη χρήση μιας γλώσσας που ενώ δείχνει να κυλά
με μια ήρεμη απλότητα, στην ουσία είναι γλώσσα που έχει στηριχθεί σε δομές μιας
σύγχρονης τεχνικής αφήγησης, συχνά κινηματογραφικής καταγωγής.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που μέσα σε αυτά τα 18 χρόνια όχι
μόνο τιμήθηκε με σημαντικές διακρίσεις και βραβεία, αλλά που –για έμενα
τουλάχιστον– θεωρείται ως ο σημαντικότερος συγγραφέας της γενιάς του βιβλίων
για μεγάλα παιδιά.
Του αναγνωρίζω αυτή τη θέση καθώς διαβλέπω στα έργα του την
ύπαρξη μιας «ενήλικης παιδικότητας» η οποία –πάντα κατά την άποψή μου– αποτελεί
και τη βασική προϋπόθεση για να γράψει κανείς καλή λογοτεχνία που θα διαβαστεί
ευχάριστα και δημιουργικά από το ανήλικο κοινό όσο και από το ενήλικο.
Γράφοντας «ενήλικη παιδικότητα», εννοώ εκείνη τη ματιά με
την οποία ένας συγγραφέας απευθύνεται στο παιδί όχι για να το εκπαιδεύσει στις
ενήλικες απόψεις του, αλλά να το μυήσει στις ανήλικες εμπειρίες του που πλέον
αποτελούν για τον ίδιο εφόδια και στάσεις της ενήλικης ζωής.
Κάπως έτσι γράφεται η καλή λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους
και σίγουρα αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίον ο Γιώργος Παναγιωτάκης
άλλοτε κινείται στον χώρο της φαντασίας (π.χ. «Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων», Ο
Ισιντόρ και το φεγγάρι) κι άλλοτε στον χώρο του απόλυτου ρεαλισμού (π.χ.
Τίγκρε).
Το βιβλίο που τον έκανε γνωστό είναι το συμβολικό
μυθιστόρημα-παραμύθι Μικρόκοσμος, που είχε για πρώτη φορά κυκλοφορήσει το 2011
από τον Κέδρο και τώρα επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, στο συγγραφικό
δυναμικό των οποίων ο Παναγιωτάκης έχει πλέον ενταχθεί.
Είναι ένα τεκμηριωμένο ιδεολογικά πολιτικό έργο και
προσωπικά –ας μου επιτραπεί να το αναφέρω– ιδιαίτερα το χάρηκα, καθώς είμαι ο
πρώτος που αμέσως μετά την μεταπολίτευση με δύο βιβλία μου (Φωκίων και
Ποντικούπολη) έδωσα το στίγμα της δημιουργία ιστοριών που ενώ χρησιμοποιούν
τους κανόνες παραμυθιού και φαντασίας, εντούτοις ξεκάθαρα αναφέρονται σε
ρεαλιστικές πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες μικροί και μεγάλοι ζούμε και
καλούμαστε ή να τις αποδεχτούμε ή να τις βελτιώσουμε ή ακόμα και να τις
ανατρέψουμε.
Η χρήση των δυνατοτήτων μιας αφήγησης που στηρίζεται στη
φαντασία και στο παραμύθι για να διαμορφώσει μια πολιτική και κοινωνική
συνείδηση στο παιδί είναι παμπάλαιη, στην ουσία ξεκινά από τον Αίσωπο και
βέβαια διατρέχει σχεδόν όλα τα λαϊκά παραμύθια.
Ο ανθρωπομορφισμός –δηλαδή η χρήση διαφόρων ζώων για να
περιγράψουμε ανθρώπινες συμπεριφορές– συχνά κατηγορήθηκε πως αδικεί τα ζώα. Με
άλλα λόγια είναι άδικο να θεωρείται η αλεπού ως πονηρή και ο λύκος ως κακός, ο
λαγός κατεργάρης και η κουκουβάγια σοφή. Αλλά αν ως ένα σημείο αυτή η άποψη
μπορεί να αναγνωριστεί πως σωστά υπερασπίζεται τη μη σύνδεση της μορφής και της
φυσικής συμπεριφοράς ενός ζώου, με τη συνειδητά αντίστοιχα επιλεγμένη στάση
κάποιων ανθρώπων, από την άλλη στα χέρια ενός ταλαντούχου συγγραφέα γίνεται
εφόδιο να επιτευχθεί ο στόχος του έργου του –να θυμηθούμε τη Φάρμα των ζώων μα
και τους Όρνιθες.
Στον Μικρόκοσμο αυτός ο ανθρωπομορφισμός καθόλου δεν
ενοχλεί, άλλωστε τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας δεν αναφέρεται πως ανήκουν σε
κάποιο συγκεκριμένο είδος. Παραπέμπουν, ίσως, σε μερμήγκια, αλλά στην ουσία ο
Παναγιωτάκης, περιγράφοντας το βασίλειο που ζούνε οι χαρακτήρες του, δεν κάνει
τίποτε άλλο από το να σκιαγραφεί με αδρές γραμμές τον δικό μας κόσμο – ένα
μέρος τουλάχιστον αυτού.
Πρόκειται για ένα βασίλειο με μια βασίλισσα που υπάρχει μόνο
και μόνο για να γεννά στρατιώτες και εργάτριες, που κι αυτοί με τη σειρά τους
στόχο έχουν να επιτίθενται χωρίς κανένα λόγο στα παρόμοια πλάσματα του κοντινού
άλλου βασιλείου.
Πλάσματα που κυκλοφορούνε στο σκοτάδι και δεν αποκτούν καμιά
πρωτοβουλία δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζούνε, να σκοτώνουν, να πεθαίνουν.
Μα θα είναι αρκετό να υπάρξουν έστω και δύο μόνο από αυτούς
τους κατοίκους με τις αδιαμόρφωτες συνειδήσεις –η μια στο ένα βασίλειο, ο άλλος
στο απέναντι– οι οποίοι θα συνειδητοποιήσουν πως υπάρχει και κάτι ακόμα, κάτι
που σε κάνει να αισθάνεσαι. Και το συναίσθημα είναι ζωή. Και ζωή είναι ο
έρωτας. Και ο έρωτας είναι επανάσταση. Η επανάσταση ελευθερία. Και η ελευθερία
–η νέα βασίλισσα– γεννά όχι στρατιώτες και εργάτριες, αλλά πλάσματα με όνειρα.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά στήνεται η υπόθεση του έργου.
Διαθέτει δράση, περιπέτεια, χαρακτήρες. Κυρίως διαθέτει μια πλήρη εξιστόρηση
των καταστάσεων μη ελευθερίας – πολιτική, οικονομική, κοινωνική.
Αυτό που κάνει τον Μικρόκοσμο να δείχνει τόσο επίκαιρος μετά
από τόσα χρόνια κυκλοφορίας του είναι από τη μια η δομημένη προσέγγιση του σε
πολιτικές συνθήκες και από την άλλη οι ρέουσες περιγραφές συναισθημάτων και
εικόνων.
Ο Παναγιωτάκης –προηγουμένως αναφέρθηκα στις
κινηματογραφικές καταγωγές της γραφής του– χωρίς να αγνοεί τον διάλογο, προτιμά
λογοτεχνικά να κινηματογραφεί.
Είτε είχε τα μάτια της ανοιχτά είτε τα κρατούσε σφαλισμένα,
ήταν το ίδιο και το αυτό. Έτσι, τουλάχιστον, της φάνηκε στην αρχή. Ύστερα από
λίγες στιγμές όμως συνήθισε στη μαυρίλα και ανακάλυψε ότι με λίγη καλή θέληση
και αρκετή φαντασία μπορούσε να διακρίνει τι υπήρχε ένα ίσως και δύο εκατοστά
μακριά από τις δαγκάνες της. Η ανακάλυψη αυτή της έδωσε κουράγιο και αποφάσισε
να κινηθεί προς το βάθος της φυλακής. Προχώρησε λίγα βήματα ώσπου σκόνταψε
κάπου και σωριάστηκε στο χώμα. Μάζεψε τα πονεμένα μέλη της και ψηλάφισε τον
τόπο γύρω της. Οι κεραίες της άγγιξαν έναν ξαπλωμένο… (σελ. 69)
Αλλά και…
Η πρώτη εντύπωση από τον έξω κόσμο ήταν τόσο ισχυρή, ώστε
απόμεινε να κοιτά αποσβολωμένη γύρω της. Είδε την καταπράσινη χλόη να λυγίζει
στο πέρασμα του γυαλιστερού σκουληκιού και την κιτρινωπή γύρη να χορεύει τρελά
μέσα στις λοξές ηλιαχτίδες. Άκουσε το παιχνιδιάρικο θρόισμα των φύλλων και το
επιβλητικό τρίξιμο των δέντρων. Μύρισε τις μπερδεμένες ευωδιές που
στροβιλίζονταν στον αέρα… (σελ. 95)
Ένα καθαρόαιμα καλό, πολύ καλό βιβλίο για παιδιά σε μια νέα
εκδοτική πορεία, έτοιμο να κερδίσει νέους αναγνώστες.
No comments:
Post a Comment