Το αγόρι στην αποβάθρα
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη
Με πέντε μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων να έχουν εκδοθεί μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, ο Στέφανος Δάνδολος (γεν. 1970) μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι έχει καταθέσει την προσωπική του σφραγίδα στο χώρο της νεότατης λογοτεχνίας μας.
Αλλά είναι έτσι; Μήπως ο Δάνδολος ανήκει στην κατηγορία εκείνη των συγγραφέων που πεισματικά δείχνουν να αναζητούν κάθε φορά μια άλλη ταυτότητα, τόσο σε επίπεδο φόρμας και γραφής, όσο και επίπεδο θέματος;
Κι όμως, αν και από την τραυματική σχέση μιας κόρης με τον πατέρα της, στην εξομολόγηση ενός αιματοβαμμένου αυτοκράτορα, ασφαλώς και υπάρχει μια απόσταση, ένας δρόμος που όσο κι αν οι ενδιάμεσες στάσεις του περιείχαν κάθε φορά και σε μια άλλη προβληματική, εντούτοις το όχημα δεν άλλαζε και τόσο. Πάντα ήταν ένα όχημα που του άρεσε να χρησιμοποιεί σύνθετες προτάσεις, να ανιχνεύει υπόγειους συνειρμούς και να φωτίζει την αγωνία του ανθρώπου καθώς αναζητά όχι τη μοίρα του, αλλά την ταυτότητά του.
Μα ο Δάνδολος φαίνεται πως καθώς έχει μπει για τα καλά στην τέταρτη δεκαετία του
μας δίνει το έκτο του μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να ανασχεδιάσει την έως τώρα συγγραφική του πορεία.
«Το αγόρι στη αποβάθρα» είναι ένα μυθιστόρημα αγωνίας όσο και αγάπης. Σύγκρουσης όσο και σύνθεσης. Ρεαλισμού όσο και φαντασίας. Κι ακόμα είναι ένα μυθιστόρημα που δεν θέλει να στηριχτεί σε χαρακτήρες, αλλά σε τύπους –εκπροσώπους εποχών.
Ένα αγόρι που ζει σε μια ταραγμένη πόλη, σε μια ταραγμένη εποχή, συναντά ένα ηλικιωμένο άντρα που ζει αποκλεισμένος στον έβδομο όροφο μιας σχεδόν ετοιμόρροπης πολυκατοικίας. Η συνάντησή τους θα φέρει στην επιφάνεια όχι μόνο το μυστικό του ηλικιωμένου άντρα, αλλά και το μυστικό του αγοριού. Το μυστικό του ενός δεν είναι τίποτε άλλο από τη συμμετοχή του στο μέγιστο έγκλημα που διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Το μυστικό του άλλου δεν είναι τίποτε άλλο από το ότι είναι το θύμα των εγκλημάτων που έχουν προφτάσει να γίνουν στα λίγα χρόνια που υπάρχει ο νέος αιώνας μας.
Ο μικρός Πίπικ και ο κύριος Άκερμαν δεν εκπροσωπούν όσους σχεδιάζουν την ιστορία δύο αιώνων, αλλά τους θύτες και τα θύματά τους. Και ότι τους χαρακτηρίζει δεν είναι παρά το πάθος για την αγάπη, την αγάπη αυτή που θα προσφέρει πρώτα τη συγνώμη και μετά την ηρεμία.
Μυθιστόρημα μιας ενοχής που ο ένας αιώνας κληρονόμησε στον άλλο –αυτό από μια σκοπιά μπορεί να θεωρηθεί πως είναι το «Αγόρι στην αποβάθρα»
Ο Δάνδολος επέλεξε τη χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης –αφηγείται το αγόρι. Και η μαεστρία του συγγραφέα να κρατήσει από την πρώτη φράση έως την τελευταία αυτό το ιδιότυπο ύφος αφήγησης είναι στ΄ αλήθεια θαυμαστή.
Ο αφηγητής δηλώνει την ηλικία του, αλλά είναι ο αναγνώστης που θα πρέπει να κατανοήσει πως δεν έχουμε να κάνουμε με την ηλικία ενός ανθρώπου, αλλά μιας εποχής. Κι έτσι πολύ σωστά οι λέξεις του Δάνδολου, μπορεί να προέρχονται από το λεξιλόγιο ενός εφήβου, αλλά τα νοήματα που συνθέτουν έχουν ενήλικο προβληματισμό –οι εποχές είναι που γνωρίζουν και όχι οι άνθρωποι που τις ζούνε.
Ιδιαίτερη θέση μέσα στην όλη αφήγηση έχει και η ατμόσφαιρα, το σκηνικό της δράσης. Κάποιο προάστιο μιας μεγαλούπολης -συνειρμικά μπορεί να αφεθούμε στην υποψία πως ίσως είναι μια γειτονιά απόκληρων του Παρισιού- περιγράφεται με τρόπο τέτοιο ώστε να κυριαρχούν οι αποχρώσεις του πιο σκοτεινού γκρίζου.
Και βέβαια μένει στον αναγνώστη το ξάφνιασμα –διάβασε ένα βιβλίο ενοχών και βίας, αλλά εκείνο που θα μείνει να τον συντροφεύει είναι η αίσθηση της αγάπης.
Κι εδώ, ίσως είναι, η μεγάλη στροφή του Δάνδολου. Πως τον ζόφο των προηγούμενων βιβλίων του, τώρα τον αντικαθιστά με μια υπαρξιακή αισιοδοξία.
Οι προσωπικές ενοχές, τα ατομικά λάθη μπορούν να μετατραπούν σε συλλογική συνείδηση που θα απαιτήσει την επαφή -ο θετικό στοιχείο να περάσει από τη μια γενιά την άλλη, από τη μια εποχή στην άλλη, από τον ένα αιώνα στον επόμενο.
Απόσπασμα
Δεν πρέπει να κοιμήθηκα παραπάνω από καμιάν ωρίτσα. Με ξυπνήσανε οι φασαρίες απέξω, κι ενώ γλάρωνα, ένας πυροβολισμός μου ΄κοψε τη χολή και βρικολάκιασα. Άρχισα να στριφογυρνάω με τις παλάμες σφιχτά στα αυτιά μου, αλλά ούτε κι έτσι κατάφερα να ησυχάσω. Οι μπινέδες, ουρλιάζανε όλη νύχτα! Τι διάολο γινότανε, δεν είχα καταλάβει ακόμα. Μου καρφώθηκε μήπως μέσα στον πανικό είχε ξεσπάσει κάνας πόλεμος…. Όπως και να ‘χε, μου ‘ρθε μια δυο φορές να βγω στο παράθυρο και ν΄ αρχίσω να τους φωνάζω ν΄ αφήσουνε τις μάχες νυχτιάτικα. Αλλά μόλις κόλλησα το πιο αγριεμένο βλέμμα μου στο τζάμι, είδα παντού φωτιές και τελικά γύρισα στο κρεβάτι μου, μη φάω καμιάν αδέσποτη
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής 23/12/2007)