26.9.15

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" - Στο diavasame.gr η Πασχαλία Τραυλού έγραψε....



Δεν θα αναλωθώ καθόλου στη συγγραφική δεξιότητα του Μάνου Κοντολέων. Δεν έχει νόημα να εκθειάσω τη δεινότητα της γραφής του με το ιδιότυπο ύφος που κυλάει αβίαστα χάρη στην εσωτερικότητα του ρυθμού, σαν εκείνου που πρέπει να διέθεταν τα κείμενα των αρχαίων τραγωδών, τότε που ακόμη οι ψιλές και οι δασείες, τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα διατηρούσαν τους ρόλους τους καθορίζοντας με αυστηρότητα την ακουστική ενός γραπτού.

Γιατί παρά τους αιώνες που έχουν μεσολαβήσει και την αμετροέπεια των αναλυτών και των κριτικών της λογοτεχνίας για τον ορισμό και την ποιότητά της, το αναμφισβήτητο είναι πώς πάντα ένας υπόκωφος εσωτερικός ρυθμός είναι αυτός που αναδεικνύει τη μαγεία των νοημάτων και φωτίζει τις μυστικές πτυχές της συγγραφικής νόησης καθώς αποτυπώνεται μέσα απ’ τους ήχους πρώτα κι έπειτα απ’ τα σημαινόμενα των λέξεων.

Έτσι θα επικεντρωθώ στην ουσία. Στο θέμα. Σ’ ένα θέμα που εδώ και κάμποσα βιβλία του ο Μάνος Κοντολέων αγαπά να περιηγείται. Στους ρόλους, στην οντότητα, τη φωτεινή και τη σκοτεινή, τη σχεδόν μυσταγωγική γυναικεία παρουσία. Στο πλάσμα που μάχεται για τον αυτοπροσδιορισμό του, ανακαλύπτοντας πως χειραφέτηση ακόμη για τη γυναίκα είναι ό,τι οι άντρες της και γενικότερα οι κοινωνίες τής επιτρέπουν να κατακτήσει.

«Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» θα αναφέρει σε κάποια του σελίδα, φευγαλέα μάλιστα, με την ταπεινότητα που τον διακρίνει πάντα στα γραπτά του, δίχως να επιδεικνύει όπως άλλοι τη βαθιά μελέτη που έχει προηγηθεί πριν απ’ το γραπτό του. Η φράση ωστόσο αυτή της Σιμόν Ντε Μποβουάρ πρέπει να αποτέλεσε τον ιδεολογικό άξονα ετούτου του βιβλίου και ταυτόχρονα τον βατήρα εκείνο που εκτόξευσε τη σκέψη του συγγραφέα –του άντρα συγγραφέα και αυτό αποτελεί για τη διεισδυτική συγγραφική ματιά του ακόμη ένα εύσημο– να παραδοθεί μαζί με την ηρωίδα που επινόησε, στην αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας που δεν έχει καμία σχέση με την ψευδεπίγραφη εικόνα της μέσα στα κοινωνικά σχήματα στα οποία είναι ενταγμένη.

Τι είναι γυναίκα λοιπόν αναζητά ο Μάνος Κοντολέων στις 414 σελίδες αυτού του βιβλίου που διαβάζεται απνευστί, απόγευμα καλοκαιριού στη βεράντα, μα επιμένει να ακολουθεί τον αναγνώστη στις συντροφιές και στους περιπάτους του, προκαλώντας τον να δώσει έναν δικό του ορισμό για την έννοια του φύλου και της θηλυκότητας και να απαντήσει στο επίμαχο ερώτημα: πόσα φύλα υπάρχουν εντέλει…

Η ηρωίδα του, η Λία, είναι μια νεαρή γυναίκα του σήμερα. Από μια παραδοσιακή ελληνική μεσοαστική οικογένεια. Με έναν πατέρα που μεριμνά όχι μονάχα για τις υφιστάμενες ανάγκες, μα και για κείνες που ίσως να προκύψουν μελλοντικά. Με δάχτυλα ισχυρά που σφίγγουν σαν μέγγενη τον ώμο της κόρης αφήνοντας τα κόκκινα σημάδια τους κάθε φορά που εκείνη ξεστρατίζει απ’ την ασφάλεια των καθιερωμένων κοινωνικών οδών. Με μια μάνα τρυφερή, θηλυκό παλιάς κοπής, υποταγμένο στα κοινωνικά δεδομένα, που τραγουδάει μπροστά στον νεροχύτη, σαν καρδερίνα στο κλουβί της, κάθε φορά που ζει άλλο ένα ερωτικό μισάωρο πίσω απ’ την κλειστή πόρτα της κάμαράς της, κάτω απ’ το σώμα του άντρα-αφέντη, τον εξουσιαστή του δικού της κορμιού, γνωρίζοντας μονάχα ετούτη την εκδοχή να αυτοδιαθέτει τον εαυτό της. Εξουσιάζεται και της αρέσει. Έτσι διδάχτηκε και το αποδέχτηκε…

Η Λία σπουδάζει οδοντίατρος. Καμάρι του πατέρα με εξαίρεση το μυστικό που εκείνος το ψυχανεμίστηκε νωρίς, πολύ προτού η ίδια καταφέρει να συνειδητοποιήσει τη διαφορετικότητά της από την αποδεκτή κατανομή των έμφυλων ρόλων και των τρόπων που κάθε φύλο, ανάλογα με την κατασκευή του, οφείλει να αναζητά την ηδονή. Γυναίκα μορφωμένη. Καλλιεργημένη. Που σκάβει βαθιά τον εαυτό της ανακαλύπτοντας άλλοτε θησαυρούς ελευθερίας και άλλοτε έχιδνες – ανασφάλειες φωλιασμένες στα όνειρά της που απειλούν αυτοπροσδιορισμό και αυτογνωσία.

Η Λία επομένως διαφέρει. Και αυτή η διαφορετικότητα μες στις σελίδες του βιβλίου την ανάγει σε ένα πρόσωπο τραγικό που προσπαθεί να βρει την κάθαρσή του περνώντας διάφορες σκληρές ψυχολογικές διεργασίες μα και κοινωνικές δοκιμασίες. Γιατί η Λία γνωρίζει πόσο άκαμπτες είναι οι κοινωνίες σε ό,τι ξεφεύγει απ’ τους κανόνες που έχουν διαμορφωθεί.

Η ενοχικότητα, η πάλη για την απελευθέρωση και την αποδοχή της ταυτότητας που το σώμα διαλέγει, το ζήτημα της μητρότητας των γυναικών με ομοφυλοφιλική σεξουαλική προδιάθεση, η κοινωνική αντίδραση και κατακραυγή, ο ενδυματολογικός κώδικας στην έκφραση και ενίσχυση του φύλου μα και ως μεταμφίεση απλώς και συνάμα εξαπάτηση του κοινωνικού περίγυρου, η προσποίηση ενός έμφυλου ρόλου που αδυνατεί κάποιος να υποστηρίξει, οι γονεϊκές αντιστάσεις στην όποια απόκλιση με την επίγνωση των συνεπειών εκείνων των άγραφων νόμων της ανθρώπινης ζούγκλας, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, η αναμέτρηση ανάμεσα σε ό,τι η φύση προστάζει και σ’ εκείνο που η εκάστοτε κοινωνική εξουσία ορίζει, η συμπίεση της σε-ξουαλικής επιθυμίας στα αποδεκτά κοινωνικά καλούπια, τα κατασκευασμένα απ’ τους πολλούς για να επιβάλλονται ακόμη και σ’ αυτούς που διαφέρουν, οι ενδόμυχοι πόλεμοι για μια αμφι-λεγόμενη αξιοπρέπεια, όλα έχουν χωρέσει στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που αποτελεί τε-λικά μια βαθιά λογοτεχνική τομή σε ό,τι έχει να κάνει με την κοινωνική και σεξουαλική ταυτότητα της βιολογικής θηλυκότητας.

Για να καταλήξει εντέλει στο ίδιο συμπέρασμα με την Μποβουάρ, που διαφαίνεται πως τον έχει επηρεάσει: Πως η τυποποιημένη σεξουαλική ταυτότητα της γυναίκας, όπως εξάλλου και του άντρα, δεν είναι κάτι φυσικό και δεδομένο, αλλά κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας…

Πως το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο είναι δυο διαφορετικές υποθέσεις με διόλου αυτονόητη τη διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας κάθε ατόμου.

Και πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και οι επιθυμίες του καθενός είναι ένα συνονθύλευμα της βούλησης και της φυσικής ροπής που δεν μπορεί έτσι απλά να τιθασεύεται, να καταδυνα-στεύεται και να κατηγοριοποιείται μέσα σε χοντροκομμένους κοινωνικούς διαχωρισμούς, όπως εμφαντικά είχε τονίσει και ο Φρόιντ.

Ό,τι με αφοσίωση, επιμονή και αυτοθυσία παιδεύτηκε σε όλη της τη ζωή να επισημάνει η Σιμόν ντε Μποβουάρ με τη λογοτεχνία, τη ζωή και τη φιλοσοφία της, την μπολιασμένη με τη θεωρητική βάση των υπαρξιστικών και φεμινιστικών θεωριών με κορυφαία στιγμή της το «Δεύτερο φύλο», ο Μάνος Κοντολέων κατάφερε να το πει με λόγια αυθεντικά και πηγαία σ’ αυτό το βιβλίο που πετυχαίνει το ζητούμενο: να θέσει στον αναγνώστη ερωτήματα ή ακόμη περισσότερο να του γεννήσει ερωτήματα, μυώντας τον σ’ έναν σύγχρονο φιλοσοφικό διάλογο με δίαυλο ένα λογοτεχνικό έργο.

Καθώς η ποιότητα λοιπόν ενός βιβλίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συζητήσεις που αυτό προκαλεί ως αναγνώστης θα αναρωτηθώ: Πόσες γυναίκες δεν έμαθαν ποτέ τη γλώσσα του κορμιού τους απλώς και μόνο επειδή οι κοινωνίες φρόντισαν να υπνωτίσουν με ενοχές τις αισθήσεις τους;

Και πόσες γυναίκες αιώνες πριν δεν μπήκαν καν στον κόπο να κρατήσουν στα χέρια τους, όπως η ηρωίδα, τη βαθύτερη ταυτότητα του εαυτού τους, εκείνη που δεν καθορίζεται απ’ το φαίνεσθαι του κορμιού μα απ’ το είναι της ψυχής, απλώς και μόνο επειδή τους έδωσαν μια ταυτότητα προκατασκευασμένη και με αυτήν πορεύτηκαν ανύπαρκτες και άγνωστες κατ’ ουσίαν στον χωροχρόνο τους…

Άγνωστες και αόρατες απ’ τον εαυτό τους…

Γεννημένες μα διόλου υπαρκτές.

Με αιτία τον σκοταδισμό, την ενοχικότητα, τη βία και μια ηθική κομμένη και ραμμένη πάνω στον προαιώνιο τρόμο εκείνων που «φοβούνται τη γυναίκα όπως τη νύχτα…»

Πρώτη δημοσίευση: 


25.9.15

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της - Ο Θανάσης Tριαρίδης γράφει στο iporta.gr

Από το παραδεκτό κέλυφος στο αληθινό σώμα (για τον Μάνο Κοντολέων), του Θανάση Τριαρίδη 


1. Το λογοτεχνικό έργο του Μάνου Κοντολέων (περισσότερα από 60 βιβλία στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες) παρά την αναμφίβολη αναγνώρισή του συγγραφέα του στην πρωτοκαθεδρία της λεγόμενης «παιδικής λογοτεχνίας» ήδη από την δεκαετία του 1980, αποτελεί ως προς τη συνολική αναγνωστική πρόσληψη και την κριτική του αξιολόγηση μία πολλαπλή παγίδα: o μεγάλος όγκος του έργου, το θεματικό του εύρος και η (από ένα σημείο και πέρα συνειδητά υβριδική) ειδολογική του πολυμορφία καθιστούν την μέχρι τώρα λογοτεχνική κατάθεση του Κοντολέων κρυφό σημείο για αναγνώστες και κριτικούς (και είναι παράξενο να συμβαίνει αυτό για έναν συγγραφέα που έχει πουλήσει στην περιορισμένων ορίων ελληνόγλωσση αγορά, περισσότερα από μισό εκατομμύριο αντίτυπα). Επιπλέον, η εκδοτική ανάγκη διαχωρισμού του έργου του σε «παιδική», «εφηβική» και «ενήλικη λογοτεχνία», ενώ καταρχάς βοήθησε τη δουλειά του να φτάσει σε περισσότερους αναγνώστες, νομίζω πως εγκλώβισε (και εγκλωβίζει) την συνολική πρόσληψή της και συσκοτίζει την δυνατότητα αναγνωστικής εμπλοκής σε λογής πολλαπλότητες, σε αφηγηματικές υποθέσεις ταυτοτικής διασάλευσης που για τον Κοντολέων αποτελούν την πεμπτουσία της δουλειάς του. Στα παραπάνω ας προστεθεί το μοίρασμά του έργου του σε μικρές, ενδιάμεσες ή μεγαλύτερες φόρμες, η εναλλαγή του ποιητικού εξπρεσιονισμού με τον ψυχογραφικό ρεαλισμό καθώς και η διαρκής μετάβαση από το άχρονο του παραμυθητικού αλληγορικού λόγου στο απολύτως συγκεκριμένο του ρεαλιστικού μυθιστορήματος ή αφηγήματος. Όλα αυτά ωστόσο, παρά την προφανή αμηχανία που δημιουργούν σε ένα κοινό εθισμένο στις κατηγοριοποιήσεις (και εφόσον ο αναγνώστης αποφασίσει να αφήσει στην άκρη ετούτη την αμηχανία) συγκροτούν ένα γοητευτικό καλειδοσκόπιο αφηγήσεων, χαρακτήρων, αλληλοεξαρτήσεων και διακινδυνεύσεων στο οποίο η λογοτεχνία γιορτάζει.   2. Η διαπραγμάτευση της ταυτότητας είναι κατά την εκτίμησή μου η καταστατική συνθήκη του έργου του Μάνου Κοντολέων – και η οικογένεια είναι το πρωταρχικό περιβάλλον όπου η ταυτότητα αυτή διαμορφώνεται, αμφισβητείται και στρεβλώνεται προκειμένου στη συνέχεια να δοκιμαστεί στην κοινωνία. Για τον Μ. Κ. η αλήθεια της ανθρώπινης ταυτότητας περιβάλλεται από κελύφη που την κρύβουν ή και την φυλακίζουν: η κοινωνία και οι ρόλοι που αποδίδει, η οικογένεια και οι νοσηρότητες που επιβάλλει, το σώμα και οι βιολογικοί φραγμοί που παραδίνονται ως ιερά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο πως η φράση του Άμλετ «Τίποτε από εμένα δεν φαίνεται» (μτφρ. Γιώργου Χειμωνά) βρίσκεται ως προμετωπίδα σε δύο από τα πιο κομβικά μυθιστορήματα του Μ.Κ, το «εφηβικό» Μάσκα στο Φεγγάρι και το «ενήλικο» Ιστορία Ευνούχου (για μένα το βιβλίο αυτό είναι κλειδί στο συνολικό έργο του Μ.Κ.) – καθώς και στο προσωπικό site του συγγραφέα.   3. Δεν χρειάζεται κανείς να παραπέμψει στον Φρόιντ και στον Φουκώ, για να πει πως (τουλάχιστον για τον πολιτισμό της Δύσης) η σεξουαλικότητα (και η διαχείριση της σεξουαλικότητας) είναι ο πυρήνας της ταυτότητας – και η θεμελιακή αφετηρία της ανθρώπινης κατάστασης. Από τον Φλομπέρ και τον Ουάιλντ μέχρι τον Μπολάνιο και τον Ουελμπέκ, οι ευρωπαϊκές αφηγήσεις των τελευταίων διακοσίων χρόνων μπορούν να διαβαστούν (και) ως μία σταθερή πορεία προς αυτή την παραδοχή. Και η διαπραγμάτευση της ερωτικής ταυτότητας μέσα από τα δεσμευτικά κελύφη οδηγεί περίπου νομοτελειακά στην προφανέστερη διασάλευση της στερεοτυπικής ερωτικής ταυτότητας, την αφηγηματική διαχείριση του ομοφυλόφιλου εαυτού: ο Καβάφης (ίσως δραστικότερα από κάθε άλλον), ο Ζιντ, ο Προυστ, ο Ζενέ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Φασμπίντερ και εκατοντάδες άλλοι τοποθέτησαν την ομοφυλόφιλη επιθυμία και την διαδρομή προς την ομοφυλόφιλη ταυτότητα (: την ομοφυλόφιλη χειραφέτηση) στο κέντρο της ανθρώπινης περιπέτειας, της ακαθόριστης αναμέτρησης της ύπαρξης με τον κόσμο και με το πεπρωμένο.   4. Εφόσον, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που κεντρώνεται πάνω στην ταυτότητα και τις διασαλεύσεις της, θα ήταν το λιγότερο οξύμωρο να απουσιάσουν από το έργο του Κοντολέων ήρωες που άλλοτε συνειδητά και οργανικά κι άλλοτε αμφίθυμα, αμφίγνωμα και απροσάρμοστα καλούνται να διαπραγματευτούν τον ομοφυλόφιλο εαυτό τους. Από τα βιβλία του Μ.Κ. που εκδόθηκαν ως «λογοτεχνία για ενήλικες» τέτοιος είναι ο ήρωας της Ιστορίας Ευνούχου (ο ευνούχος Έλενος), τέτοιος είναι ο ήρωας της Ερωτικής Αγωγής (ο Άρης Βαλλής), τέτοια είναι η ηρωίδα του αριστουργηματικού διηγήματος «Δόλος» (από τη συλλογή διηγημάτων Σχεδόν Έρωτας), εμπνευσμένο από τη ζωή της Πολωνοαμερικανίδας αθλήτριας Στανισλάβας Βαλασίεβιτς. Και στις τρεις αυτές αφηγήσεις οι ήρωες κυριολεκτικά κατακτούν τραυματικά και επώδυνα την ερωτική τους ταυτότητα – και στη συνέχεια αυτή τους η χειραφέτηση αιμοδοτείται (και συνάμα πληρώνεται) με το τίμημα του θανάτου. [Και εδώ ας σημειώσω πως δύο από τις συλλογές των εξπρεσιονιστικών παραβολών του Κοντολέων, οι Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας και η Μαγική Μητέρα, υπογραμμίζουν την ζωτική σύνδεση της ερωτικής συνειδητοποίησης με το γεγονός του θανάτου.]   5. Το μυθιστόρημα Δάχτυλα Πάνω στο Σώμα της (Εκδόσεις Πατάκη 2015), μπορεί να πει κανείς ότι προστίθεται σε αυτή την ακολουθία των ενήλικων βιβλίων του Κοντολέων που κεντρώνονται στον ομοφυλόφιλο εαυτό. Επίσης, μπορεί κανείς να το λογαριάσει ως τρίτο μέρος μιας τριλογίας μυθιστορημάτων που έγραψε ο Κοντολέων στα χρόνια 2013-2015 (τα δύο προηγούμενα βιβλία είναι το Μέλι Κόλλησε στα Χείλη, Εκδόσεις Πατάκη 2013 και Δυο Φορές Άνοιξη, Εκδόσεις Πατάκη 2014). Και στα τρία αυτά μυθιστορήματα, που διαδραματίζονται στην Ελλάδα του σήμερα (σωστότερα: στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαπενταετίας), έχουμε ως κεντρικό θέμα τον θηλυκό ερωτικό αυτοπροσδιορισμό: για την ακρίβεια την διαδρομή των κεντρικών ηρωίδων από τον ερωτικό ετεροπροσδιορισμό στον εν τέλει ταυτοτικό αυτοπροσδιορισμό. [Θα μπορούσαμε να πούμε πως στην άτυπη αυτή τριλογία ο Κοντολέων επαναδιαπραγματεύεται με διάθεση μυθιστορηματικής εκλαΐκευσης τις κεντρικές θεματικές του έργου του.]   Ωστόσο στην περίπτωση του Δάχτυλα Πάνω στο Σώμα της ο ομοφυλόφιλος εαυτός αποκαλύπτεται σε ένα καινούριο για τον Κοντολέων (και όχι μόνο για τον Κοντολέων) επίπεδο: την γυναικεία ομοφυλοφιλία. Πρόκειται για ένα θέμα-ταμπού στην ελληνόγλωσση λογοτεχνία για λόγους προφανείς (και παρά το εκτυφλωτικό προηγούμενο της Σαπφώς): η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι μια τριπλή κατάρα καθώς εμπεριέχει τις τρεις κύριες στοχοποιήσεις μίσους του χριστιανισμού (και των μονοθεϊσμών γενικότερα): την γυναικεία φύση, την αναζήτηση της ηδονής και την ομοφυλόφιλη επιθυμία – κι όλα αυτά μαζί. Μοιραία ελάχιστες είναι οι νεοελληνικές αφηγηματικές καταθέσεις που κεντρώνονται στο περιεχόμενο (γνωστότερη από όλες, το πρόσφατα επανασυζητημένο μυθιστόρημα Η Ερωμένη της της Ντόρας Ροζέττη, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1920). Το Δάχτυλα Πάνω στο Σώμα της είναι –εξ όσων γνωρίζω– το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα που θεματικά κεντρώνεται στη γυναικεία ομοφυλοφιλία και είναι γραμμένο από άντρα – και, από τη σκοπιά αυτή, αξίζει κανείς να μελετήσει το πώς επιχειρεί ένας συγγραφέας να αφηγηθεί συναισθηματικούς κόσμους και υποσυνείδητες ροπές τις οποίες εξ ορισμού δεν μπορεί να δοκιμάσει και να επιβεβαιώσει βιωματικά.   6. Στο κέντρο του Δάχτυλα πάνω στο σώμα της βρίσκεται η Λία Λυγερού – μια νέα γυναίκα που γεννιέται προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 (και είναι αξιοσημείωτο πως για τρίτο στη σειρά μυθιστόρημα ο Κοντολέων μιλάει για μια επόμενη από τη δική του γενιά – μια γενιά που γεννιέται στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ενηλικιώνεται γύρω στο Millenium, δηλαδή τη γενιά των παιδιών του), μοναχοπαίδι μιας αστικής οικογένειας της Αθήνας και, κατά το σύνηθες, πολύ καλή μαθήτρια της οποίας το μέλλον μοιάζει ασφαλώς προδιαγεγραμμένο: θα σπουδάσει οδοντιατρική, θα γίνει οδοντίατρος με δικό της έτοιμο από την οικογένειά της ιατρείο, θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Πίσω από αυτήν την κατασκευή φωλιάζει, αρχικά κρύβεται και στη συνέχεια ασφυκτιά, η αληθινή Λία: το κορίτσι ερεθίζεται σεξουαλικά από το ίδιο φύλο και την αίσθηση της γυναίκας γύρω της, η φοιτήτρια που βρίσκει την ηδονή στο ρίγος που γεννούν τα γυναικεία δάχτυλα πάνω στο σώμα της, η γυναίκα που οφείλει στον εαυτό της να διεκδικήσει την ομοφυλόφιλη ταυτότητά της έναντι του σώματός της, της οικογένειάς της, του συζύγου της, της κοινωνίας της οποίας είναι (και θέλει να είναι) οργανικό μέλος. Το μυθιστόρημα, παρά το άπλωμά του σε μια πολύμορφη δεκαπενταετία της νεοελληνικής πραγματικότητας, παρά το μοίρασμα του σε δύο πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και σε τουλάχιστον δεκαπέντε χαρακτήρες, αρθρώνεται αυστηρά πάνω στην ταυτοτική διαδρομή της κεντρικής ηρωίδας: την διαδρομή από το παραδεκτό κέλυφος (παραδεκτό βιολογικά, οικογενειακά, κοινωνικά) στο αληθινό σώμα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μυθιστόρημα θέσης, για ένα μυθιστόρημα ιδεών – ή (και με άλλα λόγια) πρόκειται για ένα (ακόμη) μυθιστόρημα του τρεμάμενου σώματος που γυρεύει την λυτρωτικό σπασμό του μέσα σε έναν κανόνα σκλαβιάς.   7. Στα Δάχτυλα Πάνω στο Σώμα της το αφηγηματικό διακύβευμα μοιάζει να είναι εξακολουθητικά η διαχείριση της εκφραστικότητας. Η Λία αγωνίζεται να βρει εκφραστική διέξοδο αυτά που καταλαβαίνει για τον εαυτό της σε μια διαρκή μάχη με τον κόσμο: την οικογένειά της, της φίλες της, το κοινωνικό της περιβάλλον, τους εραστές της και τις ερωμένες της, τους συντρόφους και τις συντρόφους της. Οι τέσσερις αντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι τέσσερις εκδοχές της εκφραστικής αναπηρίας. Ο στερεοτυπικά χυδαίος Στάθης που βιάζει την μεθυσμένη Λία στην πρώτη της σεξουαλική επαφή, ο εξαιρετικά τρυφερός αλλά ανήμπορος να εκπληρώσει το ερωτικό αίτημα Παύλος, ο αστραφτερός (ιδανικός) σύζυγος Ορέστης που εν τέλει αποδεικνύεται συναισθηματικά λειψός και εκφραστικά κενός. Τέλος ο σπαρακτικός Λάμπρος Λυγερός, ο δεσποτικά υπερπροστατευτικός πατέρας της Λίας: το εκφραστικό του κενό είναι από τις πιο καίριες παραμέτρους του μυθιστορήματος – και αποκαλύπτεται ουσιαστικά μετά τον θάνατό του από καρκίνο, στην πραγματικά συγκλονιστική σκηνή όπου η Λία μαζεύοντας τα πράγματά του από το γραφείο του βρίσκει ένα κιβώτιο που μαζεύει επί χρόνια υλικό για την γυναικεία ομοφυλοφιλία, απόδειξη πως γνώριζε την αλήθεια για την ερωτική φύση της κόρης του, δίχως να την εκφράσει ποτέ.   8. Αντίθετα με τους άντρες του μυθιστορήματος, οι γυναικείοι χαρακτήρες μοιάζουν να αποτυπώνουν στάδια της πορείας προς την ταυτοτική/ερωτική χειραφέτηση. Η ανήμπορη να δει την πραγματικότητα Αντιγόνη, εγκλωβισμένη στο ασφυκτικό στερεότυπο της μεσοαστής μητέρας, η Στέλλα και η Ρίτα που μπορούν να καταλάβουν ως ερωτική επιλογή ό,τι θα επιβεβαιώσει τον εαυτό τους, η υπερερωτική Λήδα που μπορεί να διαισθανθεί ό,τι οι κοινωνικοί ρόλοι δεν της επιτρέπουν να εκφράσει, η συγκινητική λεσβία Γεωργία που μην μπορώντας να υποστηρίξει εκφραστικά την ομοφυλοφιλίας της αποδέχεται τον ρόλο του φρικιού, η απελευθερωμένη λεσβία ακτιβίστρια Άλκη, εντέλει εγκλωβισμένη κι αυτή στο στερεότυπο της μη συναισθηματικής δέσμευσης, η Φιλιώ, συνειδητή ομοφυλόφιλη, εντέλει η μόνη που μπορεί να ισορροπήσει στην εκφραστική διαχείριση της ταυτοτικής της χειραφέτησης. Μαζί με αυτές τις γυναίκες –και εντέλει πέρα από αυτές– η Λία Λυγερού ζει την διαδρομή από το κορίτσι που ζει στο αλαβάστρινο κέλυφος στη γυναίκα που (και αυτό, όχι τυχαία, θα γίνει μόλις στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος) θα πάρει στα δάχτυλά της την αληθινή της ταυτότητα.   9. Τα Δάχτυλα Πάνω στο Σώμα της είναι ένα μυθιστόρημα της αφής και τους σώματος, της λαχτάρας του για τρυφερότητα, της ηδονής του που σπαρακτικά ζητούμε μέσα στην ματαιότητα μας, της βίας που επαπειλεί κάθε αυτόνομο τάνυσμα ελευθερίας. Η εύθραυστη Λία εντέλει θα επιβιώσει από βιασμούς, από ξυλοδαρμούς, από αποβολές, από το τσαλάκωμα του γάμου της, από το σκοτεινό υπόγειο της οικογένειάς της, από τα πνιγηρά προσωπεία των κοινωνικών ρόλων. Μα και σε αυτό το μυθιστόρημα θέσης, η λογοτεχνία εξακολουθεί να γιορτάζει: οι χαρακτήρες ισορροπούν σε μεταίχμια (κάποτε οριακά), τα αδιέξοδα αποκαλύπτονται σε σκηνές εξαιρετικής συγκινησιακής έντασης (ενδεικτικά μονάχα αναφέρω: ο βουβός χωρισμός Γεωργίας και Λίας με την φυγή της πρώτης, επειδή κατά τον ξυλοδαρμό τους δεν κατάφερε να παίξει τον ρόλο του άντρα, η αποκάλυψη του λεσβιακού αρχείου του Λάμπρου, η σκηνή της αποβολής στο κότερο της αστραφτερής κενότητας, οι ερωτικές σκηνές), η σταδιοποίηση της χειραφέτησης υποδεικνύεται όχι με μεγαλόστομες διακηρύξεις αλλά με περίπου αθέατες χειρονομίες. Και έτσι έχουμε ένα υψηλής λογοτεχνικότητας και υποδειγματικά αρθρωμένο μυθιστόρημα για την αγωνία της ερωτικής και αδιαίρετης ταυτότητάς μας, ένα βιβλίο που μπορούμε να το λογαριάσουμε για πολύτιμο δώρο (για να θυμηθώ τον τίτλο μιας παλιότερης συλλογής παραμυθιών του Κοντολέων). Πολύτιμο δώρο για μια κατακερματισμένη κοινωνία, πολύτιμο δώρο για την λογοτεχνία που παλεύει να μιλήσει για το παρόν, το διαρκές ζωτικό και αναξαγόραστο παρόν του τρεμάμενου σώματος.

18.9.15

Φωνές στο νερό


Ελένη Πριοβόλου
"Φωνές στο νερό"

Εκδ. Καστανιώτη

Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/4223-fones-sto-nero
http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/4223-fones-sto-nero

Η Ελένη Πριοβόλου ακολουθεί εδώ και χρόνια μια πορεία συγγραφική αφιερωμένη  τόσο στα μυθιστορήματα για ενήλικες, όσο και σε βιβλία για εφήβους μα και παιδιά.
Και με σύνεση δεν διαχωρίζει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται.
Ο αναγνώστης όλων των βιβλίων της μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει το δικό της λογοτεχνικό αποτύπωμα τόσο σε ένα μυθιστόρημα εφηβικό όσο και σε ένα για ενήλικες αναγνώστες.
Ανθρωποκεντρικά όλα της τα έργα. Ανθρωποκεντρικά με την έννοια πως οι χαρακτήρες των ηρώων είναι που μεταφέρουν τις ιδέες και όχι αυτές οι τελευταίες να καλύπτουν συναισθηματικές αντιδράσεις και ποικίλα πάθη.
Αν καλά γνωρίζω και θυμάμαι, η Πριοβόλου είναι μυθιστοριογράφος. Δεν μου έχει τύχει να διαβάσω βιβλίο της που να ανήκει στο είδος του διηγήματος.
Αυτό σημαίνει πως ο τρόπος που συλλαμβάνει τις εμπνεύσεις της είναι σύνθετος και προσπαθεί να απλωθεί σε πολλά πρόσωπα και σε μεγάλες χρονικές (ή έστω ιδιαιτέρως σημαντικές) περιόδους.
Με το τελευταίο της αυτό βιβλίο αποφάσισε να μας προσφέρει μια άλλη έκφραση του ταλέντου της.
«Οι φωνές στο νερό» αν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ανθρωποκεντρική τάση της Πριοβόλου, δεν το κάνουν με μια μυθιστορηματική δομή, ούτε απλώνονται σε μεγάλες χρονικές περιόδους. Μήτε πάνε να κατοικήσουν σε μια πολυπληθή πολιτεία.
Μια μικρή πόλη κάπου στα παράλια του Ιονίου είναι ο τόπος που η συγγραφέας μας μεταφέρει.
Η ελληνική επαρχία έχει ιδιαιτέρως διαφοροποιηθεί τα τελευταία είκοσι και βάλε χρόνια. Οι διαφορές ανάμεσα στην πρωτεύουσα, τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά τείνουν να εξαφανιστούν.
Ο αστικός τρόπος ζωής είναι παρόμοιος σε όλη την ελληνική επικράτεια. Μικρές και αν και φανταχτερές (πχ διασκεδάσεις ) εντούτοις ασήμαντες οι διαφορές στον τρόπο που ζει και σκέφτεται ο μέσος έλληνας.
Κι όμως υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.  Και αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο που το ατομικό αδιέξοδο μορφοποιείται ανάλογα με το τόπο που βρέθηκε να εκφραστεί.
Η Ελένη Πριοβόλου επέλεξε μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη, μάλλον τόπο παραθερισμού, αλλά και συνάμα μικροαστικό κέντρο, για αν δει από κοντά, από πολύ κοντά κάποια πρόσωπα που εκεί ζούνε –είτε από επιλογή είτε από ανάγκη.
Και αυτή τη ματιά της αποφάσισε να την εκφράσει με μια αρκετά πρωτότυπη συγγραφική σύνθεση. Στο κάθε χαρακτήρα αφιερώνει ένα κείμενο μεγέθους διηγήματος. Αλλά ενώ από το ένα πρόσωπο μεταφέρεται στο επόμενο, ζητά από τα προηγούμενα να συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσα στις αράδες της, ακριβώς όπως οι άνθρωποι κυκλοφορούν στους δρόμους που περνάνε από τα σπίτια άλλων ανθρώπων.
Να η διαφορά της μορφοποίησης του ατομικού αδιεξόδου –που πιο πάνω σημείωσα. Το αδιέξοδο του ενός δεν ταυτίζεται με το αδιέξοδο του άλλου. Κρατά –έστω και χωρίς απτό αποτέλεσμα- την ταυτότητά του.
Σπονδυλωτό μυθιστόρημα; Ίσως.
Σίγουρα μια δόμηση που εξυπηρετεί αυτό που η ίδια η Πριοβόλου υπονοεί και με την επιλογή του τίτλου.
Το νερό του πελάγου –στοιχείο κίνησης. Το νερό του λιμανιού – στοιχείο σταθερότητας.
Και δίπλα σε αυτό το νερό εκείνοι που κατοικούν και προσπαθούν να μιλήσουν. Να ακουστούν από τους άλλους επιζητούν, την ίδια ώρα, όμως, που δεν μπορούν να αφουγκραστούν  τη λέξη που κάποιος άλλος λέει.
Και ανάμεσα τους σε όλους αυτούς η ίδια η συγγραφέας που παρακολουθεί και καταγράφει. Και στη συνέχεια αυθαίρετα ανασυνθέτει ζωές.
Μια λεπτών αποχρώσεων συγγραφική ματιά. Με τη νωχέλεια της επαρχιακής ζωής. Με την αισθαντικότητα ενός τόπου που προσπαθεί -όπως και όσοι τον κατοικούν- να συνεχίσει να υπάρχει.




Ο οργισμένος βαλκάνιος



Βιβλίο Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Συγγραφέας Νίκος Νικολαΐδης

Εκδότης Athens Voice

Πρώτη δημοσίευση: http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=166419
http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=166419



Το 1977 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά αυτό το μυθιστόρημα.
Ο συγγραφέας του είχε ήδη  καταθέσει με έντονο τρόπο το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα στο χώρο του κινηματογράφου και με τον Οργισμένο του Βαλκάνιο καταφέρνει να ταράξει και τα νερά της λογοτεχνίας.
Σήμερα, το βιβλίο κυκλοφορεί από άλλον εκδοτικό οίκο και ενώ έχουν περάσει 38 χρόνια από τότε που είχε για πρώτη φορά βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, εξακολουθεί να διατηρεί τη φρεσκάδα και την οργή του.
Τα δυο νέα παιδιά –ο Φάνης και η Τερέζα- δεν έχουν γεράσει.  Οι πράξεις τους –ακραίες μέσα στον αντικομφορμισμό τους- και οι σκέψεις τους –ουτοπικές μέσα στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τα αδιέξοδα- παραμένουν πάντα επίκαιρες.
Όπως και πάντα μοντέρνος και σύγχρονος είναι και ο τρόπος γραφής του Νικολαΐδη. Άμεσος, καθημερινός, άλλοτε σαρκαστικός κι  άλλοτε τρυφερός, κάθε λίγο και λιγάκι να καταφεύγει σε αβίαστα χωρατά. Και βέβαια ολοζώντανες και οι περιγραφές του –περιγραφές δρόμων και φτωχογειτονιών* περιγραφές συναισθημάτων και συγκρούσεων* περιγραφές αδιέξοδων ονείρων και ανεξέλεγκτων επαναστάσεων.
Τα πρόσωπα του έργου –από τα δυο κεντρικά  έως κάποια που για λίγο μόνο παρουσιάζονται- έχουν τη σφραγίδα της ματιάς ενός κινηματογραφιστή. Λες και τα βλέπεις να κυκλοφορούν πάνω σε ένα λευκό πανί.
Δεν είμαι απολύτως βέβαιος, αλλά νομίζω πως ο «Οργισμένος βαλκάνιος» πρέπει να είναι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που τόσο πολύ δανείστηκε τεχνικές αφήγησης της Έβδομης Τέχνης.
Αλλά πέρα από όλα αυτά τα προσόντα, τούτο το  βιβλίο μπορεί ναι διατηρεί την ικανότητα να συνομιλεί και με τα παιδιά αυτών που για πρώτη φορά το διαβάσανε, γιατί ότι περιγράφει συνεχίζει να υφίσταται –η μιζέρια και η εκμετάλλευση από τη μια, η ανάγκη κάθε νέου ανθρώπου να ξεφύγει από τη σαπίλα της κοινωνικής υποκρισίας. Κι ακόμα –αυτό το πλέον τραγικό- τούτη η τάση για επανάσταση να μην μπορεί να βρει σωστό βηματισμό και αντί να προχωρά στην ανατροπή, να μένει μόνο στην φυγή.




2.9.15

"Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια"



Κωστής Μακρής "Η Εβίτα που νίκησε τα αποθαρρύνια". Εκδόσεις Πατάκη


Ο Κωστής Μακρής πριν από τρία ή και τέσσερα χρόνια έκανε μια πολύ εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση στην παιδική μας λογοτεχνία με το μυθιστόρημα "Ο Πιοζνάμε και οι Πέντε Γάτες". Μυθιστόρημα που φανέρωσε την ικανότητα του συγγραφέα να πλάθει ονόματα  χρησιμοποιώντας ιδιότητες και ιδέες.

Την ίδια αυτή ικανότητα χρησιμοποιεί και στο νέο του έργο "Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια"
Πρόκειται για μια ιστορία φαντασίας όπου το ονειρικό στοιχείο εισβάλει μέσα στον καθημερινό χώρο  ενός διαμερίσματος και συγκεκριμένα  στην κουζίνα του.
Η μικρή Εβίτα αποφασίζει να φτιάξει μόνη της τα γλυκά για την επέτειο γάμου του παππού και της γιαγιάς της. Και με αυτήν την απόφαση θα χωθεί νυχτιάτικα μέσα στην κουζίνα. Στο έργο της θα βρει κάποια πλάσματα που θα επιχειρήσουν να την αποθαρρύνουν, μα και άλλα που θα την ενθαρρύνουν.
Γιατί μου άρεσε αυτό το βιβλίο; 
α.Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες που μιλάνε για τις καθημερινές στιγμές τις οικογενειακές. β. Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες που αναφέρονται στις τρυφερές σχέσεις ενός παιδιού με τη γιαγιά και τον παππού του. γ. Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες που μιλάνε για σπιτικά γεμάτα από τις μυρωδιές των γλυκών που ψήνονται στην κουζίνα και δ. Επειδή είναι ωραίο να εμπιστεύεσαι τα παιδιά.
Για όλους αυτούς, λοιπόν, τους λόγους μου άρεσε το νέο βιβλίο του Κωστή Μακρή, για το ποίο ο ίδιος δεν υπογράφει μόνο το κείμενο, αλλά και την εικονογράφηση.