22.12.16

Αμαρτωλή Πόλη -Παραβιάσεις και μεταμορφώσεις

Παραβιάσεις και μεταμορφώσεις στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων

Από την Βίκυ Πάτσιου



Το έργο του γνωστού και καθιερωμένου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων, που διανύει στα γράμματά μας μία γόνιμη πορεία σχεδόν σαράντα ετών (τα πρώτα του βιβλία κυκλοφόρησαν το 1979) θέτει πολλά ερευνητικά ερωτήματα, μεταξύ άλλων, σχετικά με την έννοια της «ιστορικότητας» της ανάγνωσης, της πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου και του λογοτεχνικού κανόνα, ενώ συνολικά μας επιβάλλεται όχι μόνο με τον όγκο και την ποιότητά του, αλλά και την ευρηματική ή και αμήχανη, για τους ειδικούς, παραδοξότητα να διαβάζεται από ενηλίκους, εφήβους και παιδιά. Το έργο του διαβάστηκε από πλήθος νέων και ενηλίκων αναγνωστών, βραβεύτηκε από πολλούς φορείς, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις.

Πότε και ποιοι διάβασαν/διαβάζουν το έργο του; Ποιο είναι το διαφορετικό νόημα που κάθε φορά του αποδίδεται και πόσο αυτό επηρεάζεται από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής; Η ελευθερία του αναγνώστη είναι απεριόριστη ή ακολουθεί, έως ένα βαθμό, τις αντικειμενικές ιδιότητες που ορίζει η επιφάνεια των λέξεων; Ποια είναι τα όρια της γραφής και η σχέση τους με το θέμα που επιλέγεται; Ίσως, κανένας άλλος συγγραφέας, από την εποχή της μεταπολίτευσης και μετά, δεν έθεσε ιστορικά τόσα ερωτήματα για τα όρια του αναγνωστικού κοινού και τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, τους τρόπους έκφρασης και την υπονόμευσή τους με τον τρόπο, τη διαύγεια αλλά και την επιμονή που τα έθεσε ο Μάνος Κοντολέων.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα η Αμαρτωλή πόλη, με τις προφανείς διακαλλιτεχνικές συνδηλώσεις της, παραπέμπει στον σκοτεινό λαβύρινθο της αστικής μεγαλούπολης που συνδέεται παρηγορητικά ή και αντιστικτικά με τα περίχωρα και την εξοχή, τον χώρο όπου τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα επουλώνουν ή αντιμετωπίζουν τα τραύματά τους. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Στεφανία, δεν αποτελεί μια τυπική γυναικεία φωνή , αλλά μια ξεχωριστή φωνή κοριτσιού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στη λογοτεχνική εκφορά και την αναπαράσταση του αφηγηματικού υποκειμένου: έχουμε να κάνουμε με μια ανώριμη ωριμότητα και μια φωνή που γίνεται κραυγή σε ένα κόσμο που καταρρέει.

H συγκεκριμένη ηρωίδα μας προσφέρει μια προνομιακή θέα του γιατί ή για ποιον γράφει κανείς, καθώς αναπτύσσει ή εκθέτει ένα λόγο για τη βιωμένη της εμπειρία που αποσταθεροποιεί δραστικά τους καθιερωμένους λόγους περί κανονικότητας, που συνήθως συνοδεύουν την πορεία προς την ενηλικίωση και την κοινωνική ένταξη. Στη διαδρομή της η ηρωίδα πραγματοποιεί μια πολλαπλή παραβίαση, καθώς καταπατά τα όρια του επικίνδυνου και του απαγορευμένου και συναντά αλλόκοτα πλάσματα που μεταμορφώνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τους φόβους ή τις επιθυμίες της.

Ένα από τα ζητήματα που θέτει στον αναγνώστη ένα έργο, όπως αυτό του Μάνου Κοντολέων, που κάλυψε συνολικά πολλά από τα λογοτεχνικά είδη, είναι και αυτό της κατάταξης. Σημείο αφετηρίας για την ένταξη του συγκεκριμένου μυθιστορήματος σε κάποιο είδος ή κατηγορία, θα μπορούσαν να αποτελούν τα στοιχεία που μας παρέχει ο ίδιος ο συγγραφέας για το πώς θα έπρεπε να διαβαστεί το έργο του. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας ανταγωνίζεται ή συμπληρώνει τον αναγνώστη του σε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί ή να αξιοποιηθεί η χρήση ενός πλούσιου παρακειμενικού υλικού από την οπτική μιας θεωρίας της πρόσληψης που αντιμετωπίζει είδη, μορφές και περιεχόμενα ως κοινωνική μεταβλητή. «Ολόκληρο τον πρώτο χρόνο συγγραφής του μυθιστορήματος δεν μπορούσα να αποφασίσω αν το έργο που γράφω ανήκει στη λογοτεχνία για νέους ή στην άλλη, αυτή των ενηλίκων», σημειώνει ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Τελικά κατάλαβα πως για μια ακόμα φορά υπηρετούσα το είδος του μυθιστορήματος ενηλικίωσης –το Βildungsroman, όπως διεθνώς αποκαλείται– και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθιστορηματική καταγραφή της πορείας ενός νεαρού ατόμου προς την ατομική του και συνειδητή του ενσωμάτωση στον κόσμο των ενηλίκων […] Πιστεύω, λοιπόν, πως και η Αμαρτωλή πόλη είναι –ή διεκδικεί να είναι– ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή –με τον νέο τρόπο ονοματοδοσίας αυτού του λογοτεχνικού είδους– ένα μυθιστόρημα crossover»1.
Αν η ύπαρξη του Βildungsroman θεωρείται ότι επικυρώνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ (1796) ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, η στοίχιση με ένα άλλο ειδολογικό μοντέλο, αυτό του crossover, καθώς και η προσέγγισή του ως μετεξέλιξη ή μεταμόρφωση ενός προηγούμενου, εγείρει διάφορα θεωρητικά ζητήματα, που φέρνουν στο προσκήνιο οι ολοένα αυξανόμενες μελέτες, έρευνες και κριτικές των τελευταίων χρόνων στην ευρωπαϊκή κυρίως βιβλιογραφία σχετικά με τη λογοτεχνία crossover2. Η ομοιοσυστασία του θεωρούμενου ως μοντέλου, η ομοιογένεια των επικαλούμενων ιστορικών παραδειγμάτων, που φτάνουν στο βάθος των αιώνων, τα σύγχρονα παραδείγματα και η απόστασή τους σε σχέση με το νοούμενο ειδολογικό επίκεντρο, είναι ορισμένα από αυτά.

Πρόκειται τελικά για τάση, εκδοτικό φαινόμενο ή απλώς επινόηση του 21ου αιώνα; Το ζήτημα που θέτει ο Μάνος Κοντολέων με την Αμαρτωλή του πόλη και τη λογοτεχνία crossover έχει μόλις ανοίξει.

21.12.16

"Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ" Ο Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, γράφει στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, τεύχος 122

"Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ"
Ο Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, γράφει στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, τεύχος 122


Στο καινούργιο βιβλίο του ο Μάνος Κοντολέων αφηγείται ιστορίες στον εγ-
γονό του Μανολίτο, έχοντας μαζί στην παρέα τον παππού και τη γιαγιά του
Μανουήλ, αλλά και την κατάλευκη σκυλίτσα, τη Νύχτα! Ο τίτλος παίζει με
τρία ομόρριζα ονόματα: «Μανόλο, Μανολίτο και… Μανουήλ».
Η ιστορία διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, με τίτλο «Τρία δέντρα, τριάντα τριανταφυλλιές» (σελ. 9-70), η αφήγηση αναφέρεται στον παππού Μανόλο, στον εγγονό Μανολίτο και στη Νύχτα το σκυλάκι τους. Η Νύχτα χάνεται,
οπότε θ’ αρχίσουν έρευνες για τον εντοπισμό της. Για καλή τους τύχη, την
άλλη μέρα τη φέρνει στην αγκαλιά του ένα αγόρι που δουλεύει σε παρακείμε-
νο φυτώριο, που έχει ιδιοκτήτη έναν γνωστό τους γεωπόνο. Και το όνομα του
αγοριού... Μανουήλ! Ο Μανολίτο και ο Μανουήλ θα γίνουν φίλοι. Θα τους
πει κι αυτός για τον παππού του, ενθυμούμενος τις ιστορίες και τα παραμύθια που του έλεγε...
Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «Ένα ταξίδι μόνο» (σελ. 70-112), περιγράφεται το ταξίδι που επιχειρούν οι τέσσερίς τους προκειμένου να επισκεφτούν τον παππού και τη γιαγιά του Μανουήλ.
Το κείμενο προσφέρεται για διάλογο με τον αναγνώστη:
1. Από τους τέσσερις ήρωες της ιστορίας, ο αναγνώστης ξεχωρίζει τη μορφή του παππού, που δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του βιβλίου. Ο Μανόλο, λοιπόν, είναι ένας σοφός παππούς, που γνωρίζει πώς να φέρεται
στον εγγονό του, πώς να του μιλά και να του ξυπνάει τα όνειρα, συζητώντας για τη φιλία, τα λουλούδια, τα δέντρα, τη γη. Την ίδια σοφία εμφανίζεται να διαθέτει και ο παππούς του Μανουήλ.
2. Ο Μανολίτο και ο Μανουήλ βρίσκονται στην εφηβική ηλικία (μάλλον την
προεφηβική), γεμάτοι με απορίες και πολλά ερωτηματικά. Θα έλεγε κανείς
ότι βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο παραμύθι και στην πραγματικό-
τητα. Διαβάζουμε στη σελ. 94: «…Ένα νέο παλικάρι πρέπει κάποια στιγμή να
ζήσει όχι μόνο το παραμύθι, αλλά και την ίδια την πραγματικότητα… Όμως
είναι τόσο όμορφο να μην ξεχνάμε πως πάντα υπάρχουν και τα όνειρα…»
Λόγια αληθινά και πειστικά, όταν λέγονται από τον παππού ή τη γιαγιά.
3. Ο διάλογος αποτελεί το κύριο στοιχείο της αφήγησης, παραπέμποντας σε
σύγχρονο «εκπαιδευτικό» μοντέλο, στην εποχή δηλαδή του διαλόγου και
4. Συνολικά, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι το αφήγημα είναι σε πρώτο επίπεδο «οικολογικό», προβάλλει δηλαδή πτυχές του φυσικού κόσμου, ενώ σε βαθύτερα επίπεδα προβάλλει ιδέες και απόψεις για την «τέχνη» της ζωής. Οι αναπλασμένες μυθολογικές αναφορές στη Δάφνη και τον Απόλλωνα, στην Πίτυν (το πεύκο) και τον Κυπάρισσο (κυπαρίσσι), στα λουλούδια και τη γη, καθιστούν οικειότερη γνωστικά τη μυθολογία και τη δενδρολογία, καλλιεργώντας ταυτόχρονα τον σεβασμό σε καθετί το φυσικό.
5. Ένα ακόμα στοιχείο που εντυπωσιάζει στην αφήγηση είναι η διακειμενικότητα, η επικοινωνία κειμένων και ηρώων διαφορετικής εποχής. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε ότι από τα τρία ονόματα τα δύο πρώτα παραπέμπουν σε προηγούμενο ομώνυμο μυθιστόρημα του ίδιου συγγραφέα
(Μανόλο και Μανολίτο, Πατάκης 2013), και το τρίτο όνομα στο διήγημα
του Βιζυηνού, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Έτσι, διαβάζουμε στο
Σημείωμα του συγγραφέα: «Δε γίνονται μόνο οι άνθρωποι φίλοι. Γίνονται
και οι ήρωες των βιβλίων».
Γενικά, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο παππούς ως αφηγηματικό πρόσωπο της Παιδικής Λογοτεχνίας αποτελεί εμβληματική φιγούρα και έχει αξιοποιηθεί από πολλούς παλαιούς, νεώτερους και σύγχρονους συγγραφείς. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο, που κινεί με επιδεξιότητα το νήμα της αφήγησης, κυρίως με τον διάλογο και την υπομονή. Αυτή η αντίστιξη μεταξύ παππού και εγγονού παραπέμπει σε παιδαγωγικό μοντέλο, όπου βασίζεται η παιδαγωγική διαδικασία, υλοποιούμενη με τρόπο διαλογικό, ισότιμο και με χιουμοριστικό ύφος. Όπως επισημάναμε και παραπάνω, η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους αναδεικνύεται έτσι σε «παιδαγωγούσα» δύναμη, όπως τόνιζε συχνά ο αείμνηστος πρόεδρος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, Κωνσταντίνος Δεμερτζής

20.12.16

Αμαρτωλή Πόλη - η γνώμη μιας αναγνώστριας


Είναι από τα βιβλία που διαβάζοντάς το φτάνεις σε κάποιο σημείο που δε θες να το αφήσεις.. Σε "τρώει" να δεις τι θα συμβεί.. (Το Σάββατο 10/12 διάβαζα ως τις 2:00 και δεν έλεγα να το αφήσω!)

...Τι θα συμβεί στη Στεφανία, στον φίλο της , τον Τονίνο, που ξεκίνησε για "Σαμποτάζ" μα τελικά συνειδητοποίησε πως όλα τα έκανε να φαίνονται όπως ήθελε, για να έχει ένα καλό "Καμουφλάζ".
Θα τολμούσα να πω πως είναι "ώριμος", τόσο όσο να καταλάβει πώς πρέπει να προβάλει τον εαυτό του ως μαθητής, για να είναι αποδεκτός. Κρύβει το πραγματικό του εγώ για να μην απορριφθεί. Όταν το αποδέχεται καταστρέφει τον εαυτό του αντιλαμβανόμενος πως δεν κατάφερε να γίνει αυτό που ήθελε. Δεν έκανε σαμποτάζ!
Η δε Στεφανία, ένα κορίτσι τόσο καθημερινό, πραγματικό, ρεαλιστικό. Συγκλονιστικά αληθινό. Έρμαιο της μη καθοδήγησης από κάποιον δικό της, καταλήγει να γίνει αντικείμενο πόθου. Όχι αληθινού, τρυφερού, ζεστού όπως με τον Κωνσταντίνο. Έτσι νομίζει ότι γίνεται κυρίαρχη του εαυτού της. Χάνει/διώχνει τον άνθρωπο που ίσως κρύβει μιαν ελπίδα στοργής, αγάπης, τρυφερότητας. Μπορεί και να τον ζηλεύει που ζει σε μια οικογένεια κανονική που στις μέρες μας σπάνια βρίσκεις. Κατά βάθος δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί απόλυτα, φοβάται μην την προδώσει όπως οι γονείς της. Το αντρικό πρότυπο το αμφισβητεί, την έχει απογοητεύσει, την έχει "εγκαταλείψει", έχει δείξει αδυναμία. Το μητρικό το απορρίπτει.
Και στις δύο περιπτώσεις  -και της Στεφανίας και του Τονίνο- απούσα η οικογένεια. Γονείς που δεν είναι έτοιμοι για γονείς, άνθρωποι που για άλλα ξεκινούν κι αλλού τραβάνε. Άνθρωποι που δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν σωστά όσα τους τυχαίνουν. Εξαπατημένοι από το "αμερικανικό όνειρο" της εποχής δεν μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά τα παιδιά τους, δεν βρίσκονται δίπλα τους, γιατί αλλιώς είχαν φανταστεί τη ζωή τους κι αλλιώς τους βγήκε. Επηρεασμένοι από την σκληρή κρίση -οικονομική και κοινωνική- δεν μπορούν; δεν ξέρουν; να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. (Νομίζω είναι σκληρή η κριτική μου, ίσως λόγω ηλικίας, ίσως λόγω του φόβου μην καταλήξω έτσι στα 50 μου!)

Με σόκαρε. Το γεγονός ότι είναι η καθημερινή ζωή πολλών ανθρώπων, νέων και μη. Ζωές που τρέχουν παράλληλα γύρω μας κι εμείς δεν γνωρίζουμε. Ή μάλλον όλο και κάτι έχουμε υποψιαστεί, έχουμε ακούσει αλλά το αφήνουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας γιατί "δε μας αφορά". Δεν είναι λέμε τα δικά μας παιδιά, η δική μας οικογένεια, οι φίλοι μας. Κι όμως πόσες φοιτήτριες δεν καταλήγουν έτσι; Πόσοι νέοι σαν τον Τονίνο; Πόσοι οικογενειάρχες δεν εξαθλιώθηκαν/ώνονται από την κρίση; Ο Κλεάνθης δεν αυτοκτόνησε όπως άλλοι αλλά σκότωσε αλλιώς τη ζωή του.

Έχω μεγαλώσει σε μια οικογένεια που οι γονείς μου ζουν κι είναι μαζί 42 χρόνια. Φαντάζομαι όσο μπορώ, πόσο δύσκολο ήταν γι' αυτούς να μη βάλουν κάποιες φορές τον εαυτό τους πάνω από τα παιδιά τους και να κοιτάξουν να τα προστατέψουν. Πόσο δύσκολο είναι να καταπνίξεις το θυμό σου, τη δυσαρέσκεια που νιώθεις στη σχέση σου ενίοτε και να σκεφτείς καθαρά και ψύχραιμα τι είναι το σωστό για τα παιδιά σου. Για το μέλλον. Εύχομαι να γίνω σαν αυτούς! Και το βιβλίο αυτό  με έκανε να το συνειδητοποιήσω πολύ έντονα. Εύχομαι οι άνθρωποι να μπορέσουν να βρουν τον δρόμο τους μέσα σε αυτήν την αμαρτωλή πόλη, σε αυτόν τον αμαρτωλό κόσμο και να σταθούν στα πόδια τους με αξίες που θα τους βαστούν ακέραιους.
Η ελπίδα που νιώθω ότι τελικά φωτίζει αμυδρά  στους νέους μέσα από το μυθιστόρημα αυτό, εύχομαι να γίνει φλόγα όσο κι αν φοβάμαι για το αντίθετο.

Με δυο λόγια – ο Μάνος Κοντολέων με την ‘Αμαρτωλή Πόλη» του, με "τάραξε" ευχάριστα κι εποικοδομητικά για ακόμα μια φορά. Όπως στα 20 μου με το άλλο  μυθιστόρημά  του, το   "Γεύση πικραμύγδαλο".

Δώρα Τρουπή
28 ετών
Δασκάλα

18.12.16

Ο Θωμάς Κοροβίνης για την "Αμαρτωλή Πόλη"


"Οι αμαρτίες των ανθρώπων πάντα παρόμοιες, ίδιες".
Οι πόλεις οι αμαρτωλές είναι που κάθε φορά αλλάζουν".

Ο Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας με πολλά εύσημα στο ενεργητικό του, και μια σειρά πεζογραφημάτων κάθε κατηγορίας, που απευθύνονται σε όλη την ηλικιακή και ασχολούνται με όλη την ψυχολογική γκάμα του ανθρώπου, ελληνοκεντρικός αλλά με ισχυρές αφομοιωμένες επιδράσεις και από το ύφος σύγχρονων ξένων συγγραφέων, -με σύντροφο την επίσης ταλαντούχα πεζογράφο και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων, ανήκει στους δημιουργούς, τους οιονεί ταγμένους στην σαγηνευτική και αγωνιώδη περιπέτεια της γραφής.
Στο μυθιστόρημα "Αμαρτωλή πόλη" πρωταγωνιστούν τέσσερα πρόσωπα που εκπροσωπούν την δοκιμασία της μετάβασης από την ηλικία της νεανικής αθωότητας στην ωριμότητα. Τέσσερις ζωές που αγωνίζονται με φρόνημα περήφανο και έντονη διάθεση αυτοπροσδιορισμού να επιβιώσουν τον καιρό της καταβύθισης της χώρας στο κενό.
"Οι κούκλες καθισμένες ζευγαρωτά
κρατώντας χαλασμένα ζαχαρωτά
μέσα σε ροζ και χρυσαφένια αμπαλάζ
Σαμποτάζ! Θα τους κάνουμε......σα...."
Ο έρωτας με τις παραμέτρους του, μόνιμο μοτίβο ενασχόλησης του συγγραφέα. Ο βιασμός των νεανικών ονείρων σ' ένα κυκεώνα ανασφάλειας και έλλειψης προοπτικών. Οι αμαρτίες των ηρώων του, αποκύημα μιας καθολικής αμαρτίας, μιας καταστροφής στην οποία προηγουμένως έχει βουλιάξει όλη η χώρα.
Ο Κοντολέων επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι είναι βαθιά κοινωνικός συγγραφέας με το σπάνιο προσόν να μπορεί "γλυκομίλητα" να αναφέρεται σε ναυάγια της ζωής και να αναλύει άγριες και αδιέξοδες καταστάσεις.

https://www.facebook.com/thomas.korovinis.5?fref=nf&pnref=story

16.12.16

Ανδρέας Καραγιάν «Άκρατος γέλωτας»



Ανδρέας Καραγιάν
«Άκρατος γέλωτας»
Βιβλιοπωλείον της Εστίας


  
Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση σύγχρονου συγγραφέα του ελλαδικού χώρου, είναι ο κύπριος Ανδρέας Καραγιάν.
Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο για την απόκτηση ειδικότητας.  Ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του ’60  και  το όλο κλίμα εκείνης της εποχής, τον βοηθά να πάρει την απόφαση να στραφεί προς ότι πιο γνήσιο διέθετε η προσωπικότητά του. Κι έτσι σπουδάζει πρώτα ζωγραφική και μετά χαρακτική τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στη Γερμανία.
Θα είναι το 1978 που θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί  «Ώρα» στην Αθήνα.
Από εκεί και πέρα αναγνωρίζεται  και εκτιμάται η παρουσία του στο χώρο της ζωγραφικής, ενώ ο ίδιος παράλληλα θα ασχοληθεί και με τη κριτική θεάτρου και κινηματογράφου.
Το 2007 προσκαλείται στην Αλεξάνδρεια από την εκεί Βιβλιοθήκη και δημιουργεί μια σειρά έργων εμπνευσμένων από την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της πόλης αυτής. 
Το 2008 κυκλοφορεί και το πρώτο του βιβλίο και έτσι φωτίζει και μια άλλη πτυχή των δυνατοτήτων της καλλιτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας –αυτήν του συγγραφέα.
Το βιβλίο «Άκρατος γέλωτας»  είναι το τέταρτο πεζογράφημά του.
Δύο από τα προηγούμενα βιβλία του τιμηθήκανε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος της Κύπρου.
Και τα τέσσερα αυτά βιβλία αποτελούν μια τετραλογία  μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας.
Ο Ανδρέας Καραγιάν ανακαλεί πρόσωπα του παρελθόντος του, ιδέες που τον απασχολήσανε, έρωτες που ενεργοποιήσανε τις δημιουργίες του, ταξίδια που του πλάτυναν τις εμπειρίες.
Και μέσα από μια χαλαρή δομικά αφηγηματική σύνθεση, καταφέρνει να σχηματίσει μια ‘μυθιστορηματική’ περσόνα η οποία υποστηρίζει μια χαμένη αισθητική και μια συνειδητοποιημένη επιλογή.
Η αισθητική έχει να κάνει με το ότι χαρήκαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η επιλογή αφορά το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζει με τον δικό του προσωπικό τρόπο τα πάθη των ερώτων του.
Οι δυο αυτοί άξονες που διαπερνούν την πεζογραφική σύνθεση του βιβλίου  σαφέστατα παραπέμπουν  σε μια μετα - καβαφική  στάση ζωής.
Ο Καραγιάν είναι ηδονιστής και εστέτ. Είναι ταγμένος στον Έρωτα και στην Τέχνη.
Γι αυτό και ζωγραφίζει. Γι αυτό και γράφει.  Και δεν διστάζει να προκαλεί –ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως «Η αλήθεια είναι πάντα μια πρόκληση άρα, αν τα βιβλία είναι προκλητικά σημαίνει ότι είναι αληθινά».
Οι μνήμες είναι άλλοτε ‘μικρές’  (π.χ. η Διάπλασις των Παίδων του ’50), άλλοτε πάλι πλέον ‘σημαντικές’ (π.χ. οι συζητήσεις με το ζεύγος Μιλλιέξ).
Οι περιγραφές των τόπων –Βερολίνο, Αθήνα, Κύπρος, Αλεξάνδρειας κ.α.- φωτίζουν όσους κυκλοφορούν στους δρόμους τους, αλλά και φανερώνουν τις ιδιόμορφες γοητείες τους.
Οι διακειμενικές αναφορές με συνέπεια επιλεγμένες – Προυστ και Καβάφης.
Και εν τέλει οι ίδιοι οι ήρωες –κάποτε όντα με σάρκα και οστά, τώρα αναπνέουν με τη βοήθεια τυπωμένων λέξεων. «... Λάμπουν για λίγο καθώς  αναδιπλώνεται στο χαρτί η ιστορία τους , απλώνουν τα φτερά τους, μας  χαμογελούν , ζητούν την κατανόησή μας*  κάποτε και τη συγνώμη μας* ή μας δίνουν τη δική τους συγχώρηση. Ύστερα πάλι χάνονται στη λήθη και στη σιωπή.»  σελ. 155
Μια, λοιπόν, κατάθεση τρόπου σκέψης και τρόπου πράξης, ολοκληρώνει αυτό το βιβλίο.
Η Αννίτα Παναρέτου σημειώνει στο οπισθόφυλλο «’Ο Άκρατος γέλωτας’ συνοψίζει την πορεία του Ανδρέα Καραγιάν: το χαμόγελο, τον λυγμό και τον κλαυσίγελω ολόκληρης της ζωής του. Και ταυτόχρονα υποδηλώνει πως η ποιότητα της ωρίμανσης είναι ανάλογη με τη διάρκειά της».
Θα συμφωνήσω μαζί της.  Το πλέον ενδιαφέρον ταξίδι είναι η ίδια η ζωή του  κάθε ανθρώπου που ταξιδεύει –όμως- συνειδητοποιημένα.
Σε εποχές όπου η μαζικότητα επιβάλει τις απόψεις της, η τόλμη να προβάλεις  τον υποκειμενικό τρόπο σκέψης και πράξης, φανερώνει ωριμότητα και προσφέρει ελπίδα.



12.12.16

‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη στο diastixo.gr


Μάνος Κοντολέων, ‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη

Η Στεφανία είναι ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι μεγαλωμένο μέσα σε μια οικογένεια τυπική των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης, που με την πρώτη ματιά θα τη χαρακτήριζε κανείς σχεδόν ιδανική. Πατέρας καλλιεργημένος και με καλλιτεχνικές καταβολές, μητέρα αριστοκρατική και φινετσάτη (αν και όχι χωρίς επιτήδευση), μικρός, ζηλιάρης πλην χαριτωμένος, αδελφός. Κι ένα καλόγουστο σπίτι με όλες τις ανέσεις και κάποιες επιπλέον πολυτέλειες χάρη στα έσοδα από μια επιτυχημένη ιδιωτική επιχείρηση. Σε μια ηλικία όπου ‘το μέλλον’  φαντάζει ακόμα πολύ μακρινό, η Στεφανία αναγκάζεται να προσγειωθεί απότομα και οδυνηρά σε μια σκληρή, στερημένη καθημερινότητα, για την οποία τίποτα στην ως τότε ζωή της δεν την είχε προετοιμάσει...
Η Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων αυτοπροσδιορίζεται ως ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’ (bildungsroman), απευθυνόμενο τόσο σε παιδιά που βγαίνουν από την εφηβεία και νεαρούς ενήλικες, όσο και στους μεγάλους. Ο προκλητικός για τη σκέψη τίτλος παίζει ευφυώς με τις λέξεις, φέρνοντας εσκεμμένα ή συμπτωματικά στο νου τη σειρά νεο-νουάρ κόμικ και ταινιών με παρόμοιο τίτλο (Sin City) του Αμερικανού Frank Miller – συνειρμός τον οποίο, άλλωστε, υποβάλλει και η αισθητική της φιλοτεχνημένης από τον Φώτη Πεχλιβανίδη εικόνας του εξωφύλλου.
Συνεκδοχή της ευρύτερης έλλογης κοινωνίας, η πόλη αποτελεί ένα ιδιόμορφο οικοσύστημα όπου οι φυσικοί νόμοι έχουν παρερμηνευθεί από εμάς τους ανθρώπους και προσαρμοστεί με ‘προκρούστειο’ τρόπο στη δική μας (χρωματισμένη από συναισθηματισμό, ίδιον συμφέρον και μεγάλη ιδέα για το είδος μας) αντίληψη της φύσης. Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα, που όσο μικροσκοπικά και αν είναι ή όσο αδύναμα και αν φαίνονται, διαθέτουν «όπλα» και μηχανισμούς ώστε να ξεγελούν τους κινδύνους του περιβάλλοντός τους, ο άνθρωπος έχει μείνει κυριολεκτικά γυμνός, ανυπεράσπιστος απέναντι στους ομοίους του. Ο μόνος τρόπος να αμυνθεί είναι να παραστήσει τον κυρίαρχο με ό,τι μέσα διαθέτει, να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους πως έχει την κατάσταση στα χέρια του.
Σ’ έναν τέτοιο στρεβλό μικρόκοσμο δίχως σαφείς γεωγραφικές συντεταγμένες, μια ανώνυμη πόλη στο έλεος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, όπου η αποσύνθεση του κοινωνικού υποστρώματος δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρυφτεί, η οικογένεια της Στεφανίας είναι από κείνες που τους λαχαίνει να ‘λουστούν’ ανηλεώς τις παρενέργειες. Ανήμποροι να αντιμετωπίσουν με σύμπνοια τις δυσκολίες, οι γονείς της χωρίζουν. Ο πατέρας της αφήνεται να βουλιάξει στην κατάθλιψη, το σπίτι τους αδειάζει από φως και ζωή για να γεμίσει μούχλα και σκόνη. Προτού καλά καλά προλάβει να γνωρίσει τον εαυτό της, ούτε πια παιδί αλλά ούτε ακόμα γυναίκα, η Στεφανία υποχρεώνεται να σηκώσει φορτίο για ώμους πολύ πιο ‘ψημένους’  απ’ τους δικούς της, ενώ τα στερνά απομεινάρια του παιδικού της εγω(κεντρ)ισμού ξεθυμαίνουν μπροστά στη συνειδητοποίηση της γενικευμένης δυστυχίας. Ώσπου άξαφνα, στον αδιέξοδο βάλτο της απελπισίας και της μιζέριας, κάνει τη θεαματική του εμφάνιση ο Τονίνο.
Αν και η προφανής ηρωίδα του βιβλίου είναι η Στεφανία –η οποία βέβαια λειτουργεί ως κεντρικός άξονας και διαρκές, άμεσο και έμμεσο σημείο αναφοράς– η Αμαρτωλή Πόλη είναι στην ουσία ένα σπονδυλωτό αφήγημα μοιρασμένο ακριβοδίκαια στις ζωές των προσώπων του, ακολουθώντας την πορεία της καθεμιάς στις τεθλασμένες της παλινδρομήσεις μέσα στο χρόνο. Όπως η Στεφανία, έτσι και ο Τονίνο βρέθηκε «από τα ψηλά στα χαμηλά», να αντιστέκεται στην ταπείνωση της ανέχειας. Γιος έκπτωτης καλλιτέχνιδας του πενταγράμμου, «διαφορετικός» με τον τρόπο εκείνο που εξακολουθεί να σκανδαλίζει τις καθωσπρέπει κοινωνίες, έχει βαλθεί να πολεμήσει την κακοδαιμονία μαζί με τους δυο μόνιμους «συμμάχους» του: το σαμποτάζ και το καμουφλάζ. Καμουφλάρεται για να σαμποτάρει και σαμποτάρει για να καμουφλαριστεί, ποθώντας να ‘πριονίσει’ από μέσα τα ήδη σκεβρά θεμέλια ενός αποτυχημένου συστήματος. Όχι ότι αποσιωπά την ιδιαιτερότητά του, κάθε άλλο μάλιστα –εξάλλου, η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να κάνεις κάτι αόρατο είναι να το δείχνεις τόσο επίμονα και απροκάλυπτα ώστε να πάψει να τραβά την προσοχή–, αλλά την επιβάλλει «αναίμακτα», καλυπτόμενος πίσω απ’ το προσωπείο του αιώνιου παιδιού, χρησιμοποιώντας αντί για το κανονικό του όνομα ένα αστείο υποκοριστικό που τον βοηθά να υποδύεται πειστικά τον ακίνδυνο «γελωτοποιό της παρέας». Άλλο αν στο τέλος, απ’ την πολλή σιγουριά για το «καμουφλάζ» του, αντί να υπονομεύσει προς δικό του όφελος τη στημένη και βρόμικη παρτίδα, θα πιαστεί και ο ίδιος στα γρανάζια της, παίρνοντας σχεδόν άθελά του και τη Στεφανία στο λαιμό του. Και θα κοντέψουν κι οι δυο να πληρώσουν την αστοχασιά αυτή με τη ζωή τους.
Δεν συμβαίνουν τυχαία ή επιπόλαια όλα αυτά: δεν πρόκειται για απλά τεχνάσματα πλοκής που υπηρετούν νοηματικά και δομικά τη μυθιστορηματική νομοτέλεια. Η Αμαρτωλή Πόλη είναι ένα σύμπαν λαβυρινθωδώς πολυεπίπεδο, όπου πέρα απ’ την ιστορία που εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο (δυο ‘παιδιά της κρίσης’ από διαλυμένες οικογένειες παίρνουν τον κακό δρόμο, παρασυρμένα σε λάθος επιλογές από την αγωνία τους για το αύριο) ο συγγραφέας ξεδιπλώνει έναν συναρπαστικό χάρτη ‘κρυμμένου θησαυρού’, κατάστικτο από κλεισίματα του ματιού προς τον διαβασμένο και παρατηρητικό αναγνώστη – με πρώτο και κύριο το θέμα των Επτά Θανάσιμων Αμαρτημάτων (κατά τα Magna Moralia του Πάπα Γρηγορίου του Α'), που, ξεκινώντας απ’ τον τίτλο, διατρέχει άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υπογείως τις σκέψεις και τις πράξεις του κάθε προσώπου: ‘Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας’.
Άκρως ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι παραπομπές σε ταινίες όπως Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο του Δαλιανίδη, Μάμα Ρόμα του Παζολίνι ή Ο Ρόκο και τα αδέλφια του τού Βισκόντι (ή ίσως ακόμα Η γέφυρα της αμαρτίας του Λιρόι και Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω του Χότζες) και φυσικά, το σημειολογικό παιχνίδι των ονομάτων: ο πατέρας και ο πρώτος έρωτας της Στεφανίας έχουν κι οι δυο ονόματα που αρχίζουν από ‘Κ’ και σκιαγραφούν τους αντίστοιχους, αντίθετους χαρακτήρες τους (Κλεάνθης και Κωνσταντής – φιλόδοξος και ευάλωτος συναισθηματικά ο πρώτος, σταθερός και ακέραιος ο δεύτερος), ενώ τα ονόματα του ‘καλλιτεχνικού πράκτορα’ Θεοφάνη και της Ρωσίδας ‘μαντάμ’  κυρίας Βέρα φέρουν ειρωνικά θετικές αλληλουχίες – για να παραθέσουμε λίγα μονάχα παραδείγματα.
Τολμηρά έως σπαρακτικά ειλικρινής, «σπασμένη» σε φράσεις που κυλούν με αβίαστα μελωδική ποιητικότητα, η αφήγηση ακολουθεί το λεγόμενο ‘ρεύμα συνείδησης’ (stream of consciousness), θυμίζοντας πότε παραληρηματικό μονόλογο και πότε σκόρπιους και ανάκατους στίχους τραγουδιών – σαν να αφουγκραζόμαστε αδιάκοπα, σε πραγματικό χρόνο, τα όσα βιώνουν, στοχάζονται και αναπολούν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα: φόβους, ελπίδες, εμμονές, νεογέννητα ή τσακισμένα όνειρα, μυρωδιές, υφές, χρώματα, παλιές και καινούργιες πληγές. Σπαρακτική τόλμη και ειλικρίνεια, ωστόσο, δεν σημαίνει αθεράπευτος μηδενισμός: πάντα ύστερα απ’ την μπόρα βγαίνει ο ήλιος, η ομορφιά εξορκίζει την ασχήμια, η καλοσύνη και η αλληλοκατανόηση σβήνουν τη μαυρίλα της οδύνης και εξαγνίζουν τα στοιχειωμένα απ’ την έσχατη ‘αμαρτία’ –τον εξευτελισμό της απόγνωσης– σπίτια, σώματα και ψυχές.
Το τέλος είναι μια άλλη αρχή. ‘Σούρουπο. Μιας νέας άνοιξης είναι...’.

Πρώτη ανάρτηση: www.diastixo.gr  -http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn

25.11.16

www.diastixo.gr - Συνέντευξη στην Χαριτίνη Μαλισσόβα

Το νέο του βιβλίο με τίτλο Αμαρτωλή Πόλη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τον Μάνο Κοντολέων. Ο αγαπημένος συγγραφέας παιδιών, εφήβων κι ενηλίκων μιλά στο diastixo.gr για την επίπονη αλλά και γοητευτική διαδικασία της συνύπαρξής του με τους ήρωες των ιστοριών του, ενώ εξηγεί τι σημαίνει ο όρος «cross over»μυθιστόρημα και πόσο διαφοροποιήθηκαν οι ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Η Αμαρτωλή Πόλη είναι το νέο μυθιστόρημά σας, το οποίο εντάσσεται στη σειρά «cross over». Θέλετε να μας εξηγήσετε;
Με τον όρο «cross over» χαρακτηρίζουμε εκείνο το μυθιστόρημα που κατά κάποιον τρόπο «διαπερνά» τις ηλικίες των αναγνωστών προς τους οποίους απευθύνεται. Δηλαδή αναπτύσσει το θέμα του με τέτοιο τρόπο ώστε να ενδιαφέρει και να αφορά αναγνώστες από δεκαπέντε περίπου χρονών έως ακόμα και εβδομήντα πέντε. Στην ουσία, πρόκειται για μυθιστορήματα που μπορεί να χαρακτηριστούν και με τον πλέον κλασικό όρο «μυθιστορήματα εφηβείας» και που έχουν να κάνουν με την καταγραφή της πορείας ενός ατόμου καθώς αναζητά την ταυτότητά του μέσα σε έναν συνεχώς και επώδυνα μεταβαλλόμενο κόσμο. Για να γίνω πλέον σαφής, αναφέρω παραδείγματα από την κλασική λογοτεχνία – Ντέμιαν του Έσσε, Ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη, Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη κ.ά.
Οι ήρωες του βιβλίου σας βιώνουν καταστάσεις που δεν μπορούν να χειριστούν, ψυχολογικά κυρίως. Δείχνουν αδύναμοι, αναποφάσιστοι και επιρρεπείς στην «αμαρτία». Είναι οι συνθήκες που τους αναγκάζουν ή μήπως κάποιοι έχουν ροπή προς την αυτοκαταστροφή;
Γράφοντας την Αμαρτωλή Πόλη θέλησα «εν βρασμώ» να καταγράψω αυτό που όλοι μας –έτσι εγώ πιστεύω– λίγο ή πολύ ζούμε αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πέρα από τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, εκείνο που έχει άγρια χτυπηθεί έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς έχουν κατακρεουργηθεί οι αξίες που πάνω τους στηρίξαμε την καθημερινότητά μας. Οι άνθρωποι είμαστε φοβισμένοι και, όπως κάθε πλάσμα που φοβάται, αντιδρούμε άναρχα, βίαια... Εν τέλει αμαρτωλά.
Οι έφηβοι τείνουν στην κατάθλιψη και στις αυτοκαταστροφικές συνήθειες. Πόσο σημαντική είναι η θωράκισή τους από το οικογενειακό περιβάλλον;
Σημαντικότατη ήταν και παραμένει αυτή η μορφή θωράκισης. Αλλά για να θωρακίσει ο γονιός το παιδί του, θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι θωρακισμένος. Όταν βλέπει όμως τη ζωή του να καταστρέφεται, τότε ποια θωράκιση μπορεί να προσφέρει στον άλλον;
Σε ποιον ήρωα της Αμαρτωλής Πόλης έχετε περισσότερη αδυναμία;
Ασφαλώς η βάση του έργου μου υπήρξε η δεκαοχτάχρονη Στεφανία. Μια κοπέλα που βλέπει όλα όσα τη στηρίζανε να χάνονται, να γκρεμίζονται. Και την ώρα που θα έπρεπε να καλωσορίζει το μέλλον της, αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Μα αμέσως μετά, δίπλα της ήρθε να σταθεί ο Κλεάνθης, ο σαρανταπεντάχρονος πατέρας της, που κι αυτός ζει το δικό του δράμα – ένας άντρας που διαψεύδεται ως επαγγελματίας, ως οικογενειάρχης, ως πολίτης. Μαζί με αυτούς και ο Τονίνο. Ο νεαρός που, πίσω από τη διάθεσή του για σαμποτάζ, κρύβει την ανάγκη του να καταφύγει σε διάφορα καμουφλάζ. Όχι, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο από τα πρόσωπα του μυθιστορήματός μου. Ο καθένας τους κομμάτι, τελικά, του ίδιου μου του εαυτού είναι. Σάρκα από τη σάρκα μου.
amartolh polh
Στο τέλος του βιβλίου δίνετε την πληροφορία ότι η συγγραφή του διήρκεσε μια διετία. Πόσο επίπονη είναι η συναναστροφή του συγγραφέα με ήρωες που ζουν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από ό,τι ο ίδιος;
Ένα από τα πράγματα που με γοητεύουν στη διαδικασία της συγγραφής είναι ότι ταυτίζομαι με τους ήρωές μου. Ή μήπως είναι οι ήρωες που ταυτίζονται μαζί μου; Όπως και να συμβαίνει, αυτή η διαδικασία, πέρα από τη γοητεία της, διαθέτει και μια μεγάλη δυσκολία. Μια επώδυνη πορεία. Αφήνεις τον εαυτό σου και μπαίνεις μέσα στις ψυχές άλλων ανθρώπων. Και όσο πιο σύνθετες είναι οι καταστάσεις που ζούνε οι ήρωές σου, τόσο και πιο βαθιά πρέπει να χωθείς στο διάδρομο που θα σε οδηγήσει στο δωμάτιο της αυτογνωσίας. Τελικά, μετά από κάθε βιβλίο, έχω ανακαλύψει μία ακόμα κρυφή πτυχή του εαυτού μου. Μια επίπονη ανακάλυψη. Αλλά ιδιαίτερα γοητευτική.
Τι ορίζετε εσείς ως αμαρτία;
Κάθε τι που δεν θα ήθελα οι άλλοι να μου κάνουν, αλλά εγώ έχω το θράσος να το χρησιμοποιήσω εναντίον τους, το θεωρώ πράξη αμαρτωλή. Όμως, στην Αμαρτωλή πόλη μου δεν είναι τα πρόσωπα του έργου που αμαρτάνουν, αλλά η ίδια η Πόλη, η πολιτεία, δηλαδή, που θα έπρεπε να προστατεύσει τους πολίτες της, αλλά δεν το έκανε. Γι’ αυτό και ως αμαρτωλή τη χαρακτηρίζω.
Τα τρία πρόσφατα βιβλία σας αναφέρονται σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες: Δάχτυλα πάνω στο σώμα της (για ενήλικες), ο Μανόλο Μανολίτο (παιδικό) και η Αμαρτωλή πόλη (εφηβικό). Ποιες εσωτερικές σας ανάγκες καλύπτει κάθε βιβλίο;
Σας ευχαριστώ για την ερώτηση αυτή. Τρία διαφορετικά είδη λογοτεχνίας επισημαίνετε, στην ουσία μιλάτε για τρεις διαφορετικές κατηγορίες αναγνωστών. Αλλά ο συγγραφέας και των τριών αυτών βιβλίων είναι ο ίδιος. Και αυτός μέσα και στα τρία έργα του έχει βάλει την ίδια του συγγραφική ταυτότητα. Που δεν είναι άλλη από την ανάγκη να ανακαλύψω (και μαζί με μένα και οι τόσο διαφορετικοί σε κάθε βιβλίο ήρωες) την ταυτότητά μου. Η Λία, ο Μανολίτο, η Στεφανία. Θέλουν να κατανοήσουν τον κόσμο. Τους άλλους. Και παράλληλα ζητούν οι άλλοι να τους αναγνωρίσουν το δικαίωμα να είναι αυτό που οι ίδιοι επιλέγουν. Δικαίωμα σε μια ταυτότητα. Που σημαίνει δικαίωμα στη ζωή.
Από το 1995, που γράψατε το πρώτο cross over μυθιστόρημα, έχουν περάσει 20 χρόνια. Ποιες αναγνωστικές «ανάγκες» των εφήβων διαφοροποιήθηκαν στη διάρκεια αυτών των ετών;
Από την εποχή της Αντιγόνης και της Ιφιγένειας (τις θεωρώ τις πρώτες έφηβες ηρωίδες μιας παγκόσμιας και διαχρονικής λογοτεχνίας) μέχρι σήμερα οι ουσιαστικές ανάγκες των εφήβων παραμένουν οι ίδιες. Ζητούν να τους αναγνωρισθεί το δικαίωμα να ζήσουν μια ζωή φτιαγμένη από αυτούς τους ίδιους. Και ζητούν ακόμα από τον κόσμο των ενηλίκων να σταθεί αρωγός στην προσπάθειά τους αυτή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην επαναστατική ματιά μιας εφηβείας και στη συντήρηση ενός κοινωνικού status υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Τι είναι η συγγραφή βιβλίων για εσάς;
Α, για μένα γράφω σημαίνει ζω και ζω σημαίνει γράφω.



Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/6055-manos-kontolewn

19.11.16

«Αμαρτωλή Πόλη» Ένα Cross Over μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Μάνος Κοντολέων
«Αμαρτωλή Πόλη»
Εκδόσεις Πατάκη

Ένα Cross Over μυθιστόρημα ενηλικίωσης
Της Βασιλικής Ρεσβάνη - εκπαιδευτικού


 «Αμαρτωλή πόλη» ο τίτλος του νέου βιβλίου του Μάνου Κοντολεών, ένα βιβλίο χωρίς διαχωρισμό στην ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνεται διότι ενέχει έναν βαθμιαίο φόβο και μια μελλοντική επανάσταση.
Μια πόλη μεταλλάχθηκε, αλλοίωσε τους ρυθμούς ζωής και τον τρόπο που ενεργούν οι κάτοικοί της. Μια πόλη βρίσκεται σε παρακμή.
Πώς δύο νέοι άνθρωποι, λίγο πριν ανοίξουν τα φτερά τους, πριν ενηλικιωθούν καλούνται να κάνουν συμβιβασμούς; Πώς ο έφηβος μπορεί να αλλάξει όλα όσα ξέρει και να μην θέλει να επαναστατήσει; Θα το καταφέρουν σε μια πόλη που όλα «διατίθενται»; Μια πόλη διαθέσιμων επιλογών προσωπικής κατάρρευσης όπου όλα ενοικιάζονται, πωλούνται. Κτίρια, μαγαζιά, άνθρωποι, αξίες.
Ο Τονίνο και η Στεφανία συντροφεύουν την Ρεγγίνα και τον Άλεξ (δυο άλλους ήρωες του Μ. Κ.) την ταυτότητα των οποίων σφραγίζει ένας πόλεμος που δεν επέλεξαν να ζήσουν, στο «Δε με λένε Ρεγγίνα Άλεξ με λένε».
Στην περιπλάνησή της η Στεφανία συναντιέται με την Αγγέλα (κεντρική ηρωίδα στο «Ανίσχυρος άγγελος») η οποία καλείται να καταλάβει να αποδεχτεί και αυτή το αδιανόητο της αλλαγής της οικογένειάς της με την εγκληματική πράξη του πατέρα της.
Ο Κλεάνθης και η Σόνια –το ζευγάρι γονιών στην «Αμαρτωλή Πόλη»- συναντιούνται με τον Δομήνικο και την Άννα (ένα άλλο ζευγάρι γονιών από το μυθιστόρημα «Το 33») αλλά αυτοί θα ακολουθήσουν ένα δρόμο που θα είναι το κλειδί το οποίο και ξεκλειδώνει την ιστορία. Πολλές εικόνες περνούν μπροστά μας παρουσιάζοντας την προγενέστερη ουτοπία μιας ευμάριας πλασματικής που το ζεύγος έζησε αλλά... όλα αυτά αλλάζουν όταν πέφτουν οι μάσκες λόγω της οικονομικής κρίσης.
Η Στεφανία αγαπά τον πατέρα της, το στήριγμά της, τον Κλεάνθη αλλά έρχεται πρόωρα η ανάγκη να τον στηρίξει η ίδια. Ο ίδιος πολύ ευαίσθητος προσπαθώντας να καλύψει τις υπερβολικές «ανάγκες» της συμβίας του της Σόνιας, δεν μπορεί να καταλάβει πότε χάθηκε αυτό που ένιωθε για αυτή, όλα όσα ένιωθε για αυτήν και για τη ζωή.
Η Στεφανία ενηλικιώνεται πολύ πριν η ώρα έρθει λόγω των συνθηκών που η πόλη επιβάλει. Επαναστατεί επιφανειακά κρατώντας μια άρνηση (πρώτο στάδιο του αδιεξόδου της) χωρίς να προχωρά πολύ στην αποδοχή και την αναζήτηση ευθυνών. Εξελίσσονται παράλληλα τόσα πράγματα στη ζωή της που την συμπαρασύρουν.
Και ο Τονίνο, ο Σαμποτέρ κάνει πολλά από αγάπη για τη μητέρα του την Χρύσα ένα  τηλεοπτικό αστέρι λίγων μηνών. Τα τραγούδια της γνωστά σε λίγους.
Και τα δύο παιδιά, τα παρακολουθεί ο αναγνώστης να ενηλικιώνονται και τελικά να οδηγούνται στην «εξιλέωση» με το ηχηρό «Μίλα του» που θα πει ο Τονίνο σαν ένας άλλος Μήτιας από το «Μια ιστορία του Φιοντόρ» προκειμένου να δώσει μια λύση στους ήρωες. Το να μιλήσει είναι αδιέξοδο αλλά και αναγκαίο να γίνει. Οι ήρωες επιστρέφουν στο κτήμα, στο όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για να εξαγνιστούν, βρίσκονται σαν σε αρχαία τραγωδία ο Κλεάνθης και η Στεφανία.
«Αμαρτωλή πόλη» Ένα μυθιστόρημα επώδυνης επιβεβλημένης ενηλικίωσης δύο νέων ανθρώπων σε μια πόλη αμαρτωλή.
Τέσσερις ήρωες κοιτούν το συγγραφέα (αν και χαμένοι σε ποικίλα συναισθήματα), κατάματα και του σφίγγουν το χέρι για το ό,τι τους άφησε να πουν αυθόρμητα τι νιώθουν, να ξεστομίσουν λέξεις ξεκάθαρα στιγματίζοντας την πόλη που τους έχει παγιδέψει, διαψέυσει.
Ο αναγνώστης συγκλονίζεται, συμπάσχει, αγωνιά, θυμώνει για την καθημερινότητα και για τις διαδρομές που κάνει η Στεφανία και ο Τονίνο σε μια πόλη που συνθλίβει ανθρώπους στη δημιουργική ηλικία των 40- 50 χρόνων,  ενώ οδηγεί σε ζωές χωρίς όνειρα τα νέα παιδιά.
Ο αναγνώστης συγκινείται και θυμώνει, λυτρώνεται.  Μια διαδρομή του αναγνώστη που στο τέλος καθαίρεται με το ελπιδοφόρο λιτό ενδεχόμενο άλλης τύχης για τον Κλεάνθη και τη Στεφανία. Πρέπει να γυρίζει πίσω, στον ίδιο χώρο, εκεί από όπου ξεκίνησε. Η επιστροφή στο παρελθόν, στην ταυτότητά του, θα τον βοηθήσει να βρει την νέα προσδιορισμένη από τις συνθήκες του σήμερα, ταυτότητά του.
Μια εξομολόγηση, ένας προβληματισμός για το σήμερα, για την κρίση. Τι άλλο θα περίμενε κανείς από έναν συγγραφέα  που οι ήρωές του ζουν και συμπορεύονται με τους σημερινούς αναγνώστες του;

Πρώτη δημοσίευση: http://www.iporta.gr/politismos/vivlio

18.11.16

Για την Αμαρτωλή Πόλη... σκέψεις της Ελένης Πριοβόλου

Πικρό βιβλίο. 
Ως θέμα είναι τραγικά επίκαιρο και συγκλονίζει.
Αναπαριστά με ρεαλισμό την εποχή της κρίσης με τη μορφή σήψης. Από τους πόρους της κοινωνίας αναδύεται η μυρουδιά μούχλας και η αποφορά της θλίψης. Αποδομούνται εντελώς οι "έτοιμες" από καιρό, για αποδόμηση σχέσεις. Όλα διαδραματίζονται σε μια πόλη ανίκανη να προστατέψει τα όνειρα των νέων ανθρώπων που τα παραλαμβάνει η φθορά ως μονόδρομος επιβίωσης. Η ζωή κυκλοφορεί σε ένα θανατηφόρο παρόν και το μέλλον είναι ανυπόστατο. Το καρκίνωμα ξεκινάει από την πρωτεύουσα "τα ζωτικά όργανα του κοινωνικού οργανισμού" και διακλαδίζεται παντού. Η Στεφανία μου θύμιζε μια κοκκινοσκουφίτσα σε τσιμεντένιο δάσος που την γραπώνει ο λύκος στα δόντια του. Η ανάσα κόβεται κατά την αναγνωστική πορεία για να έρθει η λύτρωση στις τελευταίες αράδες όπου θα γεννηθεί εν νέου η αισιόδοξη προοπτική.

10.11.16

Συνέντευξη στο Press Publica

-Από την ουτοπία της ευτυχίας που ζήσαμε στην ανασφάλεια της εποχής που ζούμε. Αυτό περιγράφει η «Αμαρτωλή Πόλη»;

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι αυτός ο κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος. Μόνο που αυτό το οποίο ζούμε στην εποχή μας –τουλάχιστον αυτό το οποίο ζούνε οι ήρωές μου- είναι και κάτι παραπάνω. Κάτι που έχει να κάνει με την απώλεια της ίδιας τους της ταυτότητας ή με άλλα λόγια την απώλεια της αυτοεκτίμησης. Γιατί πιστεύω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αυτόν τον καιρό βιώνουμε είναι ακριβώς αυτό –έχουμε χάσει τις αξίες που ο καθένας μας πάνω τους είχε στηρίξει τη ζωή του.

-Μια τετραετία  στον φόβο και τον τρόμο της πολυεπίπεδης κρίσης;

Ναι, σωστά χαρακτηρίζετε την κρίση πολυεπίπεδη. Είναι κρίση οικονομική, είναι κρίση κοινωνική, είναι κρίση ατομική. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει, εμείς οι απλοί άνθρωποι, να σκεφτούμε πως ναι μεν πρέπει  να ζητήσουμε να λυθούν τα οικονομικά και κοιωνικά ζητήματα, αλλά δίπλα σε αυτά να αντιμετωπίσουμε και τα  προσωπικά. Και ίσως αν βρούμε ισορροπία με τον εαυτό μας να καταφέρουμε να επηρεάσουμε και τα κέντρα λήψης αποφάσεων.

-Οι πρωταγωνιστές του έργου, διαφορετικοί ηλικιακά,  οδηγούν τους εαυτούς τους σε ακραίες καταστάσεις;

Ναι σε ακραίες. Και είναι λογικό. Όταν  ένα πλάσμα φοβάται και δεν κατανοεί τους λόγους που τον έχουν οδηγήσει στην περιοχή του τρόμου, όταν κινδυνεύει η ατομική του επιβίωση, είναι λογικό να αντιδρά με βίαιο τρόπο, συχνά αυτοκαταστροφικό και εν τέλει ακραίο.
Αλλά –θέλω αυτό να το τονίσω- ο χαρακτηρισμός ‘αμαρτωλή’ δεν αφορά κάποια πράξη  ήρωά μου, αλλά την ίδια την Πόλη. Εδώ χρησιμοποιώ τον όρο ‘πόλη’ με τη σημασία του Κράτους, της Πολιτείας. Που αν και θα όφειλε να προστατεύει τους πολίτες της, τους αφήνει χωρίς καμιά βοήθεια. Γι αυτό και είναι αμαρτωλή.

-Απευθύνεστε σε εφήβους και ενήλικες; Γιατί αυτή η τακτική;

Μα δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά αφού αποφάσισα να ασχοληθώ με την κρίση για την οποία μιλάμε. Μια κρίση που τελικά χτυπά όλους τους πολίτες. Ενήλικες, εφήβους και παιδιά. Άρα θέλησα και το μυθιστόρημά μου και να το στηρίξω σε εκπροσώπους δύο διαφορετικών γενεών, αλλά και να αναζητήσω τρόπους  σε διαφορετικές ηλικίες αναγνωστών συγχρόνως να απευθύνεται.

-Το crossover το ξεκινήσατε το 1996, με επιφυλακτικούς βιβλιοπώλες. Μια εικοσαετία μετά φαίνεται ότι πείστηκαν;

Ελπίζω. Σίγουρα υπάρχει μια ωριμότητα στη συμπεριφορά και των αναγνωστών και των βιβλιοπωλών. Αλλά είναι νωρίς ακόμα για να έχουμε απτά αποτελέσματα. Δεδομένο πάντως είναι πως ολοένα και κάποιοι ουσιαστικοί τίτλοι αυτού του είδους του μυθιστορήματος κυκλοφορούν από διάφορους εκδότες και που έχουν γραφτεί κυρίως από ξένους συγγραφείς, αλλά και κάποιους ακόμα έλληνες.

-Εκτός από το συναίσθημα αφήνει και στη σκέψη τραύματα η βαρβαρότητα της εποχής μας;

Μα τα πιο βαθιά τραύματα είναι αυτά της ψυχής. Αυτά που αλλοιώνουν τα συναισθήματα. Και που μπορεί κανείς να τα διακρίνει ακόμα και σε καθημερινές, απλές στιγμές  Στον τρόπο οδήγησης, στον τρόπο χαιρετισμού, στο παιχνίδι των παιδιών, στις φιλίες των ενηλίκων.

-Η κρίση θα αφήσει τραύματα ή θα μας βοηθήσει να υπερβούμε την οδύνη και την καταστροφή;

Δεν είμαι μελλοντολόγος. Και τι θα πει ‘θα μας αφήσει τραύματα’; Σε ποιους; Στους ηλικιωμένους, στους μεσήλικες, στους νέους, στα παιδιά;… Ζούμε ένα άγριο σήμερα. Ζούμε τον βιασμό κάθε αξίας και την καταπάτηση κάθε ιδεολογίας που πάνω τους στηρίχτηκε ο Δυτικός Πολιτισμός μας. Πώς μπορώ να πω εγώ ποια θα είναι η επόμενη μέρα; Δεν την ξέρω… Ίσως και δε θα τη μάθω ποτέ… Δε θα προλάβω.


-«Και οι ποιητές, τι να σου κάνουν σε τόσο μικρόψυχους καιρούς» αναρωτιόταν ο Χέλντερλιν. Οι συγγραφείς τι λένε;

Και οι συγγραφείς άνθρωποι είναι. Εγώ να ρωτήσω τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Οι γιατροί, οι καθηγητές, οι μηχανικοί, οι έμποροι, οι υπάλληλοι; Όλοι μας είμαστε μέλη μιας ενότητας. Της κοινωνίας. Τι κάνει –ρωτώ εγώ- η κοινωνία;


-Τελικά για ποια Ελλάδα θρηνούμε σήμερα;

Προσωπικά δε θρηνώ την Ελλάδα.  Θρηνώ τους πολίτες του κόσμου μου…


-Στις επώδυνες πορείες αυτογνωσίας, σαν αυτή που περιγράφετε στο βιβλίο σας, τι ρόλο παίζει το κείμενο και η ανάγνωση;

Ανάλογα το τι γενικότερο ρόλο παίζουν στη ζωή ενός ανθρώπου. Στη δική μου περίπτωση –μόνο για μένα μπορώ να μιλήσω- παίζουν ρόλο καθοριστικό. Ζω για μένα σημαίνει γράφω και διαβάζω. Και πάλι για μένα , γράφω και διαβάζω σημαίνουν ζω.


Ευχαριστώ   

Γιώργος Κιούσης



9.11.16

Δυο κριτικές για την Αμαρτωλή Πόλη


Ο Διονύσης Λεϊμονής έγραψε...

«Δυο χρόνια για ένα μυθιστόρημα που θέλει να περιγράψει επώδυνες πορείες αυτογνωσίας μέσα σε κοινωνικές συνθήκες ανεξέλεγκτης κρίσης», παραδέχεται ο πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας Μάνος Κοντολέων ότι  του χρειάστηκαν, σε έναν απολογισμό μετά το πέρας της συγγραφικής του απόπειρας να μας δώσει ένα ακόμα εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο μάλιστα μπορεί να καταταχθεί στην cross over λογοτεχνία, λογοτεχνία που παρακολουθεί την πορεία ενηλικίωσης νεαρών εφήβων μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.

«Αμαρτωλή πόλη», μια πόλη που βρομά, μια πόλη αδιάφορη για τους κατοίκους της που τους κάνει ξένους, άδικους, σκληρούς και αδιάφορους ή εκείνοι είναι που την ασχημίζουν, την καταστρέφουν, την εκδικούνται; Το σίγουρο και το απογοητευτικό είναι ότι κατοικείται από θυμωμένους πολίτες, από πολίτες που η ζωή τους μεταβάλλεται άρδην, που τα χάνουν όλα για όλα, που μεταμορφώνονται σε «άλλους» οδηγούμενοι σε επικίνδυνες ατραπούς.

Οι πολίτες αυτής της πόλης πένονται, κατουρούν στους δρόμους, φοβούνται, παρουσιάζουν  συμπτώματα κατάθλιψης, βιάζουν πριν βιαστούν, κρύβουν τον τρόμο τους αμυνόμενοι, επιχειρούν το τίποτα, βαυκαλίζονται με ελπίδες που δεν έχουν υπόσταση, καταστρέφουν για να μην καταστραφούν αν και είναι σχεδόν διαλυμένοι εσωτερικά, ψυχικά, συναισθηματικά…

Τα προσωπικά τους «ναυάγια» συμπλέουν με τις κοινωνικές και πολιτικές τους «καταβυθίσεις» σε έναν τόπο που κάθε αλλαγή δεν μοιάζει πια με ουράνιο τόξο αλλά με μαυριδερή νυχτερίδα που γρυλίζει σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο. Η Στεφανία, ο Κλεάνθης, ο Τονίνο (που θέλει να τον φωνάζουν Σαμποτάζ αλλά είναι καμουφλάζ), αποτελούν σκιές μέσα σ’ αυτήν την πολύ γνώριμή μας πόλη, σκιές που με τρεχαλητό ρυθμό κυνηγιούνται, κρύβονται, ταράζονται από εφιάλτες στον ύπνο και στο ξύπνιο τους, αιωρούνται σε έναν κόσμο που έχασε τις όμορφες μυρωδιές της αρμπαρόριζας και του σανταλόξυλου, του κέδρου και ζέχνει σαν όνειρο κακοφορμισμένο. Ο συγγραφέας με μαεστρία κατορθώνει να περιγράψει χαρακτήρες και καταστάσεις, παρουσιάζοντας την εικόνα μιας πόλης που παρασύρει μεγάλους και μικρούς στον όλεθρο, μιας πόλης που κάνει τους ανθρώπους να στρέφονται σε απονενοημένες πράξεις προκειμένου να επιβιώσουν, συχνά πυκνά όμως συνδιαλέγονται με τον εαυτό τους, αυτό προσδιορίζονται, ψάχνουν και ψάχνονται εσωτερικά, αποδεικνύοντας πως ακόμα και  μέσα σε συντρίμμια μπορεί να ψαύσουν κάποια ψήγματα ανθρωπιάς, κάποιες κρικέλες για να πιαστούν οι έφηβοι πριν τους καταπιεί το αχόρταγο στόμα ενός βαράθρου.

Μυρωδιές, εικόνες, αγγίγματα, γεύσεις γλυκόπικρες εναλλάσσονται τεχνηέντως στην εξιστόρηση των προσωπικών ιστοριών των ηρώων του Μάνου Κοντολέων μέσα από μια συνεχή αλλαγή της οπτικής γωνίας του αφηγητή, αλλά και μιας πορείας σήψης και παρακμής μιας κοινωνίας που μαστίζεται από οξύτατη κρίση.

Το μυθιστόρημα αυτό του Μάνου Κοντολέων διαβάζεται απνευστί, ώσπου να επέλθει η κάθαρση στις τελευταίες μόλις σελίδες του αποτελώντας μια ευκαιρία  για τους εκπαιδευτικούς να θέσουν τους νέους μας προ μιας δεδομένης κατάστασης που ναι μεν είναι αποκαρδιωτική αλλά που σίγουρα μπορεί να αλλάξει, αφού μεταβληθεί από υλιστική σε ανθρώπινη, μαθαίνοντας και οι νεαροί αναγνώστες όπως και οι ήρωες του Μάνου Κοντολέων να εμβαθύνουν στις σκέψεις και στα συναισθήματά τους. ΄Ετσι ο Τονίνο και η Στεφανία θα ξεφύγουν από τον εύκολο δρόμο που τους έφερε σε αδιέξοδο, έχοντας τη συμπαράσταση της μητέρας του, Χρύσας, ο Κλεάνθης θα καταφέρει να ξαναγυρίσει δυναμικά στη ζωή του, καμιά Σόνια δεν θα εγκαταλείψει μια οικογένεια για μια ουτοπία, η Στεφανία θα διεκδικήσει τον Κωνσταντή που τής ανήκει, καθώς μέσα από την ενηλικίωση της θα καταφέρει να βρει τη θέση που αρμόζει σε κάθε έφηβο μέσα σε έναν τόσο μεταβαλλόμενο και σκληρό κόσμο σήμερα, πολύ πιο πριν από το σήμερα, πιο πριν από το σήμερα, λίγο πιο πριν από το σήμερα, τώρα…
Πρώτη δημοσίευση :

http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=212245





Η Γιούλη Τσακάλου έγραψε...

Θα μπορούσα να γράψω μόνο αυτό και να πω τα πάντα . Εξαιρετικά καλογραμμένο, από τα "διαμάντια" της νεανικής λογοτεχνίας.

Τόση πραγματικότητα κεντημένη με ιδιαίτερο και μαγικό τρόπο στις σελίδες ενός βιβλίου. Το βιβλίο αυτό αποτελεί σίγουρα μια καλή γνωριμία όχι μόνο με τον Μάνο Κοντολέων αλλά και με την ίδια τη ζωή, την οποία και πρέπει να την εκτιμάμε κάθε στιγμή και όχι να την αντιμετωπίζουμε με αφέλεια και ανευθυνότητα.

Παρ' όλο που απευθύνεται κυρίως στο νεανικό κοινό, η γραφή του δεν είναι αφελής ούτε προσποιητά παιδιάστικη, αλλά αντίθετα παρουσιάζει μια ωριμότητα και ταυτόχρονα μια αγνότητα πραγματικά συγκινητική. Οι χαρακτήρες, τρισδιάστατοι, αληθινοί, ολοζώντανοι, κέρδισαν επάξια μια θέση ανάμεσα στους αγαπημένους μου  ήρωες.

O κύριος Κοντολέων  είναι λογοτεχνικός πλούτος, λογοτεχνική αξία και όχι μόνο για τα παιδιά. Εϊναι πραγματικά ένα βιβλίο γεμάτο περιπέτεια,  και  ανατροπές της ζωής. Μας αφηγείται πραγματικά γεγονότα, με όπλο τη θέληση και την αθωότητα της  Στεφανίας , που προσπαθεί να υπερβεί κάθε εμπόδιο σε ένα δρόμο δύσκολο, ο οποίος θα την οδηγήσει στην κορυφή; ή στην άβυσσο  μιας πόλης που καταρρέει και στο δρόμο της παρασέρνει τους πάντες όπως τον Κλεάνθη τον Τονίνο και τη Χρύσα που προσπαθούν μέσα απο τις δυσκολίες της ζωής και της κρίσης να γνωρίσουν τον πραγματικό τους εαυτό!!

Από τις δέκα κιόλας πρώτες σειρές με καθήλωσε ο τρόπος γραφής του. Προτάσεις, απολύτως κατανοητές όπου η κάθε μια είναι και μια ολοζώντανη εικόνα. Νόμιζα  ότι βρισκόμουν κάπου εκεί και ζούσα τις στιγμές μαζί με τους ήρωες και την παρακμή μιας χώρας που καταρρέει παρασέρνοντας οτι πολυτιμότερο έχει τη νεολαία της!!!

Σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Κοντολέων.

Πρώτη δημοσίευση:

http://biblioparousiaseiskritikes.blogspot.gr/2016/11/blog-post_8.html

2.11.16

Στέφανος Δάνδολος "Όταν θα δεις τη θάλασσα"

Στέφανος Δάνδολος
«Όταν θα δεις τη θάλασσα»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ψυχογιός

                                                  



Το έχω και με άλλες παρόμοιες ευκαιρίες δηλώσει πως θεωρώ τον Στέφανο Δάνδολο ως  έναν  από τους πλέον αξιοπρόσεχτους έλληνες συγγραφείς , ανάμεσα σε εκείνους που πρωτοπαρουσιάζονται στη τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ο Δάνδολος εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα το 1996 και σήμερα –μετά από 20 χρόνια – βλέπει το φως της δημοσιότητας το δέκατο βιβλίο του.
Από αυτά το ένα μόνο ήταν μια συλλογή διηγημάτων. Όλα τα άλλα μυθιστορήματα. Και τα περισσότερα από αυτά μάλιστα και πολυσέλιδα.
Πληθωρικός ,λοιπόν, συγγραφέας ο Δάνδολος. Αυτό φανερώνουν και ο αριθμός των τίτλων  που έχουν το όνομά του αλλά και ο όγκος τους.
Την ίδια όμως πληθωρικότητα θα την συναντήσουμε και στο εύρος των θεμάτων που κατά καιρούς τον έχουν απασχολήσει.
Από την ανίχνευση των ενδοοικογενειακών σχέσεων των πρώτων του έργων, στην αναζήτηση των πολιτικών προεκτάσεων στις πράξεις επωνύμων και ανωνύμων προσώπων και στη συνέχεια μια στάση στο φωτισμό της ίδια της γενιάς του (της γενιάς του ’80).
Κι αμέσως μετά έρχεται η απροσδόκητη τροπή.
Το βύθισμα στο παρελθόν.
Ένα παρελθόν άλλοτε των  λογοτεχνικών του καταβολών και άλλοτε –ή μάλλον τώρα πλέον- των συνθηκών που διαμόρφωσαν το προφίλ του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Και πάντα όλα αυτά έχοντας ως κεντρικό τους άξονα τον έρωτα.
Σύμφωνα με μια τέτοια σκέψη, λοιπόν, δεν διστάζω να θεωρήσω το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου ως ένα λογοτεχνικό έργο όπου ο έρωτας και η ιστορία με θαυμαστή ισορροπία συνυπάρχουν.
Τα τελευταία χρόνια –και μάλιστα από τότε που ξεκίνησε η οικονομική και κοινωνική κρίση-  πολλά είναι τόσο τα ερωτικά όσο και τα ιστορικά μυθιστορήματα που όχι μόνο γράφονται, όχι μόνο εκδίδονται, αλλά και ιδιαιτέρως έντονα αγαπιούνται από ένα πλατύ αναγνωστικό κοινό.
Ένα κοινό που στην πλειονότητά του δεν αναζητά βαθιές αναλύσεις αλλά ευκαιρίες διαφυγής και κατασκευές ονείρων.
Ο έρωτας μπορεί να προσφέρει την ουσιαστικότερη ενδοσκόπηση, αλλά μπορεί και να χαρίσει το ξεγέλασμα από τη μιζέρια μιας καθημερινότητας. Αν κάτι χαρακτηρίζει τα λαϊκά ερωτικά μυθιστορήματα είναι αυτό κυρίως  -το είδωλο μιας σχέσης εξειδικευμένης  μα και παραπλανητικής.
Από την άλλη, τα πλατιάς κυκλοφορίας ιστορικά μυθιστορήματα προσπαθούν να καλλιεργήσουν  τη θέση μιας ιστορικά αναγνωρισμένης ανωτερότητας της φυλής και του έθνους –σε εποχές εθνικής κάμψης ας επιστρέψουμε στις παλιές δόξες και ας ελπίσουμε πως κάποτε θα μας  στεφανώσουν και πάλι.
Στην ουσία τόσο ο έρωτας όσο και η ιστορία χρησιμοποιούνται ως μάσκες  και προσφέρουν το ξεγέλασμα από μια συνειδητοποίηση  της θέσης του ατόμου μέσα στο παρόν και στο μέλλον.
Σίγουρα όμως ερωτικά και ιστορικά έργα γράφονται και από συγγραφείς που δεν έχουν ως στόχο τους να υπηρετήσουν τη φυγή και την παραπλάνηση, αλλά την αληθινή αντιμετώπιση συναισθημάτων και καταστάσεων.
Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς, ο Στέφανος Δάνδολος δίνει το παρόν του με αυτό κυρίως το τελευταίο του μυθιστόρημα.
Πρώτα απ΄ όλα έχουμε ένα πλούσιο ερωτικό μυθιστόρημα και μάλιστα διπλό καθώς η αφήγηση πλέκει παράλληλα δυο ιστορίες που αν και τις χωρίζουν κοντά 40 χρόνια, με μια συγγραφική τεχνική που έχει τις ρίζες της στα κλασικά έργα του 19ου αιώνα, τις ενώνει επιβεβαιώνοντας πως τα ανθρώπινα πάθη διαπερνούν τις εποχές, αλλά και οι κλασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες μπορεί να ανασαίνουν και μέσα στις εμπνεύσεις γραφιάδων του σήμερα.
Αυτά τώρα τα κοντά 40 τόσα χρόνια –συγκεκριμένα από κάπου στα 1886 μέχρι το 1916- περικλείουν μια περίοδο όπου το ελληνικό κράτος εδραίωνε το όποιο του πρόσωπο, οι εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις του διαμόρφωναν το ήθος και τη δυναμική τους, ενώ οι έξωθεν προστάτες του σχεδιάζανε τρόπους παρεμβάσεων και απομύζησης μιας νέας χώρα κάπου στα όρια της Ευρώπης.
Είναι μια περίοδος που –απ΄ όσο ξέρω- δεν έχει ιδιαίτερα απασχολήσει έλληνες συγγραφείς. Ιδιαίτερα όμως προσφέρεται για μια πλούσια μυθιστορηματική σύνθεση καθώς διαθέτει ένα στοιχείο που συνήθως χαρακτήριζε κάθε κλασικό μυθιστόρημα -άρωμα μπελ επόκ.
Ο Δάνδολος άπλωσε την μυθιστορηματική του σύνθεση σε 600 τόσες σελίδες.
Τις γέμισε με καλοσχηματισμένους χαρακτήρες και με μια ολοζώντανη ανάπλαση ιστορικών και κοινωνικών συμβάντων του παρελθόντος.
Οι κεντρικοί, μα και οι δεύτεροι χαρακτήρες ακουμπάνε στα χρόνια  που ζούνε. Δεν υποκρίνονται άτομα μιας άλλης εποχής –σ΄ εκείνη την άλλη εποχή ζούνε. Κυκλοφορούνε σε δρόμους  της Ευρώπης των αρχών του 20ου, φοράνε τα ρούχα που τότε οι ευρωπαίοι  φορούσανε, αντιστέκονται ή υποκύπτουν στα ήθη εκείνων των χρόνων.
Ο συγγραφέας, ακόμα, δεν κραύγασε, αλλά μήτε και έκρυψε τη διάθεση του να φωτίσει τις αντιστοιχίες των τοτινών χρόνων με τους σημερινούς.
Διέκρινε τις ομοιότητες και μας φανερώνει τις επαναλήψεις της ιστορίας και των πολιτικών.
Εδραίωσε τις απόψεις του βασισμένος σε μια πλούσια βιβλιογραφία.
Και τελικά δεν πρόδωσε ούτε σε μια αράδα το πάθος του προς την λογοτεχνία.
Η γραφή του Στέφανου Δάνδολου λες και  ακολουθεί την τάση ενός  από τους ήρωές του μετά από την ερωτική πράξη  -σπαρταράει από μια ζωώδη ηδονή.


Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/otan-tha-deis-ti-thalassa/



26.10.16

Κώστας Ακρίβος "Τελευταία νέα από την Ιθάκη"

Κώστας Ακρίβος
«Τελευταία νέα από την Ιθάκη»
Διηγήματα
Εκδόσεις Μεταίχμιο






Μετά  από είκοσι τρία χρόνια (τόσα είναι περίπου αυτά που ο Κώστας Ακρίβος με σταθερή χρονική και ποιοτική συνέπεια, δίνει στο κοινό τα έργα του) και μετά από δεκατρία προσωπικά βιβλία, μετά από την ευθύνη τριών Ανθολογιών, μετά από συμμετοχή σε αρκετές συλλογικές εκδόσεις και σε σχολικά εγχειρίδια, μπορεί πλέον κανείς να είναι βέβαιος για τα συγγραφικά χαρακτηριστικά του βολιώτη φιλόλογου και λογοτέχνη.
Το ένα έχει να κάνει με την πάρα πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Το δεύτερο με τα θέματα που κάθε φορά τον κερδίζουν.
Η άρτια γνώση των Ελληνικών γίνεται εμφανής όταν κανείς διαβάζει έργα του τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούν μια πλούσια δημοτική, άλλοτε μια καθαρόαιμη καθαρεύουσα, άλλοτε πάλι  πλαστικές εκφορές προσωπικών και ιδιωματικών αφηγήσεων.
Ο φιλόλογος υπηρετεί τον λογοτέχνη και παράλληλα τον υποστηρίζει.
Όσον αφορά τα θέματα, αυτά συνήθως έχουν να κάνουν με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τα αδιέξοδα καθημερινών ανθρώπων του σήμερα, συχνά όμως και του χτες.
Ο Ακρίβος χωρίς να αγνοεί καταστάσεις που επηρεάζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, δείχνει να έλκεται περισσότερο από συνθήκες κάπως διαχρονικές (ο έρωτας για παράδειγμα, η θρησκεία, η ιστορία κ.α.) ή και σχεδόν ξεπερασμένες πλέον (η ζωή σε μικρές απομακρυσμένες από κάποιο άστυ περιοχές).
Θα ήθελα ακόμα να σημειώσω πως από τα δεκατρία του βιβλία, τα εννέα –αν καλά θυμάμαι- είναι μυθιστορήματα, ενώ  τα υπόλοιπα τέσσερα συλλογές διηγημάτων.
Αν μαζί με αυτές τις συλλογές λάβουμε υπ΄ όψιν μας τη συμμετοχή του σε ομαδικές  εκδόσεις και τις ανθολογήσεις του, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Κώστας Ακρίβος είναι ίσα μοιρασμένος ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή φόρμα αφήγησης.
Το πρόσφατο βιβλίο του –«Τελευταία νέα από την Ιθάκη»- είναι το δέκατο τέταρτο και η πέμπτη συλλογή διηγημάτων του.
Διαθέτει κι αυτή τα δυο κεντρικά συγγραφικά του χαρακτηριστικά.
Άλλα από τα διηγήματα –τα περισσότερα- είναι γραμμένα στη δημοτική, άλλα πάλι μιμούνται ή το ύφος του Καβάφη ή τον λόγο του Κολοκοτρώνη ή και διαθέτουν κάποιον ρυθμό που μπορεί να παραπέμπει σε αφήγηση λαϊκού αφηγητή που θέλει να χρησιμοποιήσει ποιητική φόρμα.
Και βέβαια οι ήρωες του διηγημάτων προέρχονται κυρίως από χώρους όπου συναντάμε  ανθρώπους καθημερινούς, αστούς, μικροαστούς, επαρχιώτες ή είναι λογοτεχνικές περσόνες ιστορικών προσωπικοτήτων.
Τα διηγήματα θα έδειχναν ασύνδετα μεταξύ τους ως προς τον θεματικό τους άξονα, αν ο Ακρίβος (χρησιμοποιώντας μιας αγαπημένη του συνήθεια) δεν ήθελε να τους χαρίσει μια ιδιότυπη ενδοκειμενικότητα.
Επέλεξε αποσπάσματα από την Οδύσσεια που το καθένα είχε να κάνει με κάποιο από τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στο Έπος. Από τον ίδιο τον Οδυσσέα έως τον Μενέλαο, από την Καλυψώ ως την Αντίκλεια –συνολικά έχουμε 26 διηγήματα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ενσαρκώσεις χαρακτήρων της Οδύσσειας στην σημερινή εποχή.
Ο Ακρίβος αναζητά όχι τις εξωτερικές ομοιότητες, αλλά το εσωτερικό νήμα που μπορεί να συνδέει τύπους ανθρώπων μέσα στο εύρος των αιώνων. Έτσι ο Οδυσσέας, για παράδειγμα, αντανακλάται σε ελληνό-κουβανό τραγουδοποιό, ο Αχιλλέας σε αξιωματικό του ’22 και ο Τειρεσίας σε χαρτορίχτρα.
Πέρα όμως από αυτό το εύρημα σύνδεσης των επιμέρους κειμένων, όλα τα διηγήματα διαθέτουν το καθένα τη δική του χάρη και κάποια μάλιστα από αυτά στραφταλίζουν καθώς τα έχει πασπαλίσει ο ιδρώτας των ανθρώπινων παθών.
Όμορφα διηγήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει πως η ιδέα σύλληψης μιας τέτοιας συλλογής, του είχε γεννηθεί από το 1988 όταν είχε ακούσει τον Δημήτρη Μαρωνίτη να διαβάζει τη μετάφραση του από την ε ραψωδία της Οδύσσειας.
Πολύ συχνά –ή μήπως σπάνια;- οι συγγραφικές εμπνεύσεις θέλουν το δικό τους χρόνο για να ολοκληρωθούνε.
Αλλά –εν τέλει- ολοκληρώνονται.


Πρώτη δημοσίευση: http://www.culturenow.gr/52613/teleytaia-nea-apo-thn-ithakh-kwstas-akrivos-kritikh-vivlioy

Νίκος Δαββέτας "Ωστικό κύμα"

Νίκος Δαββέτας
«Ωστικό κύμα»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη

                                                 



Η περίπου σαραντάχρονη Δέσποινα θα μάθει πως ανάμεσα στα πολλά θύματα μιας βομβιστικής ενέργειας στο μετρό του Λονδίνου είναι και ο γιος της, εικοσάχρονος φοιτητής.
Το ξαφνικό και τόσο άγριο αυτό γεγονός θα οδηγήσει τη Δέσποινα (που και μετά από τον αποτυχημένο γάμο της, ζει μέσα σε μια ψυχική όσο και συναισθηματική αταξία) σε μια πλήρη απορρύθμιση της καθημερινότητάς της.
Εικόνες από το παρελθόν της θα την επισκέπτονται καθώς εκείνη θα προσπαθεί όχι μόνο να συνειδητοποιήσει την απώλεια, αλλά και να αναζητά αν το χτες είναι αυτό που καθορίζει το σήμερα.
Κι ενώ η Δέσποινα θα ‘ταξιδεύει’ στις δικές της αναμνήσεις , παράλληλα οι έρευνες θα φέρουν το φως στοιχεία που θα αποδεικνύουν πως δεν είναι πλέον το όποιο τοπικό γεγονός που γράφει την ιστορία κάθε ατόμου, αλλά αντίθετα είναι οι συνθήκες που απλώνονται σε όλο τον κόσμο και έτσι από την μια μπορεί μεν να τον ενώνουν πολιτισμικά, αλλά από την άλλη μπορεί να και να τον διαμορφώνουν ιδεολογικά.
Από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου σε εκείνη μιας υπόγειας στάσης του Λονδίνου, χωρέσανε τρεις γενιές ανθρώπων και το βάρος πέφτει στη Δέσποινα (εκπρόσωπο της δεύτερης και μεσαίας) να κατανοήσει και να αναζητήσει ασφαλείς οδούς όπου θα τις βαδίσουν όσοι πρόκειται να ακολουθήσουν.
Ο Νίκος Δαββέτας που είχε γίνει γνωστός από την δεκαετία του ’80 με τις ποιητικές συλλογές του, φαίνεται πως έχει μάλλον οριστικά αποφασίσει να μεταναστεύσει στα εδάφη της πεζογραφίας.
Το «Ωστικό κύμα»  είναι το έκτο πεζογραφικό του βιβλίο και επιβεβαιώνει τη διάθεση του Δαββέτα να αναμειγνύει τις μυθοπλαστικές κατασκευές του με ιστορικά συμβάντα.
Το παρελθόν εισβάλει κι εδώ στο παρόν των ηρώων του.  Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στα δυο προηγούμενα έργα του.
Είναι μια ενδιαφέρουσα στάση συγγραφής καθώς γίνεται έτσι μια προσπάθεια η ντόπια λογοτεχνική παραγωγή να συνδυάζει την ελληνική πραγματικότητα με μια γενικότερη ευρωπαϊκή.
Θα διαπιστώσουμε στο έργο αυτό και την τάση του συγκεκριμένου πεζογράφου να κρατά κοντά σε πολιτικά γεγονότα τους ήρωές του.
Ο Νίκος Δαββέτας από αυτή τη σκοπιά θα μπορούσε και να χαρακτηρισθεί ως ένας πολιτικοποιημένος συγγραφέας.
Μα παράλληλα παραμένει και ένας ικανός πλάστης μιας πολυεπίπεδης γραφής-  λυρική ρεαλιστική, συμβολική, στοχαστική.
Ο άνεμος αλλάζει πάλι κατεύθυνση –είναι η τελευταία φράση του έργου.
Είναι ίσως αυτό και που ο Νίκος Δαββέτας θέλησε να κάνει γράφοντας τούτο το έργο. Να αλλάξει κατεύθυνση η ματιά με την οποία ο μέσος έλληνας βλέπει …το εαυτό του.



 Πρώτη δημοσίευση: http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/10218-nikos-davvetas-ostiko-kyma-mythistorima-ekdoseis-pataki-tou-manou-kontoleon

Βούλα Μάστορη "Στη χώρα των θαυμάτων"

Βούλα Μάστορη
«Στη χώρα των θαυμάτων»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη


                                       
Η Βούλα Μάστορη ανήκει στην ομάδα εκείνων των συγγραφέων της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους που παρουσιάζονται στα χρόνια της μεταπολίτευσης και ανανεώνουν τα θέματα και τη μορφή των βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους.
Από τις πλέον δυναμικές παρουσίες, δίνει το παρόν της τόσο με εφηβικά μυθιστορήματα όσο και με μικρές ιστορίες και παραμύθια.
Αρχές της δεκαετίας του 2000 κυκλοφορεί και το πρώτο της μυθιστόρημα για ενήλικο κοινό.
Το δεύτερο θα ακολουθήσει δέκα περίπου χρόνια αργότερα.
Κι εφέτος βλέπει το φως της δημοσιότητας το τρίτο –«Στη χώρα των θαυμάτων».
Μυθιστόρημα σπαραγμός μετά από τον θάνατο του συζύγου της συγγραφέα.
Δεν είναι ίσως σύνηθες (ίσως και όχι πρέπον ηθικά) μια κριτική προσέγγιση ενός λογοτεχνικού έργου να επιχειρεί να συνδέσει τα όσα μέσα στο μυθιστόρημα διαδραματίζονται με την προσωπική ζωή του δημιουργού, αλλά στην περίπτωση αυτού εδώ του βιβλίου, νομίζω πως όχι μόνο δεν υφίσταται θέμα ηθικής τάξης, αλλά αντίθετα επιβάλλεται να τονισθεί η ταύτιση ηρωίδας και δημιουργού της μιας και είναι σαφές πως τέτοιο στόχο είχε και η Βούλα Μάστορη όταν ξεκίνησε να γράφει και κάποια στιγμή ολοκλήρωσε το έργο αυτό που περιγράφει την κοινή ζωή της με τον σύντροφό της.
Και αποκτά ακόμα μεγαλύτερο βάρος και βάθος αυτή η καταγραφή μιας κοινής πορείας που τη διακόπτει ο θάνατος του ενός μέλους, όταν το έργο κυκλοφορεί τις μέρες που η ίδια η Μάστορη αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα υγείας.
Μυθιστόρημα, λοιπόν, το «Στη χώρα των θαυμάτων» -ή μήπως μαρτυρία;
Η δομή του έργου διαθέτει δύο επίπεδα. Στο πρώτο η τριτοπρόσωπη αφηγήτρια (που με σαφήνεια αφήνει να υπονοηθεί πως ταυτίζεται με την ηρωίδα) καταγράφει τις αντιδράσεις της τις πρώτες μέρες  μετά από το θάνατο του για σαράντα περίπου χρόνια συντρόφου της.
Η απουσία του αποκτά διαστάσεις μεταφυσικής παρουσίας και τα αντικείμενα του σπιτιού γίνονται η αφορμή να έρθουν στην επιφάνεια της μνήμης τα γεγονότα των προηγουμένων ετών.
Κι έτσι έχουμε το δεύτερο επίπεδο αφήγησης. Σε αυτό παρακολουθούμε τη γνωριμία δυο ανθρώπων που αν και είχαν μια σημαντική διαφορά ηλικίας, ερωτεύτηκαν με πάθος και έζησαν ο ένας δίπλα στον άλλον μια ολόκληρη ζωή.
Αυτό το δεύτερο επίπεδο στην ουσία λειτουργεί ως η μυθιστορηματική βάση όπου απάνω της θα έρθει να απλωθεί ο σπαραγμός από τον χωρισμό και να μετατραπεί σε λογοτεχνία η πορεία προς τα γηρατειά, οι διάφορες φάσεις μιας αρρώστιας και τελικά το αναπότρεπτο τέλος του ενός, αλλά και η προσπάθεια διαχείρισης της μοναξιάς εκ μέρους του άλλου.
Πίσω από αυτό το κεντρικό θέμα, πολλά άλλα ζητήματα σηματοδοτούνται.
Οι σχέσεις της κόρης με τον πατέρα. Μια σχέση που δεν θέλησε ποτέ να ξεθυμάνει, αλλά αντίθετα μεταμορφώθηκε σε μια μορφή έλξης προς ωριμότερο άνδρα.
Η καθυστερημένη έφοδος της εφηβείας –μιας περιόδου που εμποδίστηκε να ανθίσει στην δική της εποχή και που όταν τελικά μπόρεσε να εκφρασθεί επέφερε και ένα μεγάλο κτύπημα.
Η αναζήτηση της γυναικείας χειραφέτησης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, είναι ένα ακόμα στοιχείο στο οποίο το έργο στηρίζεται.
Η σιγουριά της νέας γυναίκας που ζει δίπλα σε ένα μεγαλύτερό της άντρα, σιγά, σιγά μετατρέπεται σε μια δική της αυτονομία και στη συνέχεια σε μια προστασία προς τον ηλικιωμένο σύντροφο που το γήρας τον στριμώχνει το περιθώριο.
Και  -αυτό που ρίχνει τη σκιά του σε όλο το έργο- ο σπαραγμός του πολύχρονου αποχαιρετισμού.

                                                  *********
Το τελευταίο τούτο μυθιστόρημα της Βούλας Μάστορη κυκλοφορεί λίγους μήνες μετά από δυο άλλα βιβλία (τυχαίνει και αυτά να κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη) με παρόμοιο θέμα.
Είναι το «Γράμμα στον Κωστή» της Ξένιας Καλογεροπούλου και το «Το άλλο μου ολόκληρο» της Τασούλας Επτακοίλη.
Και στα δυο αυτά βιβλία οι συγγραφείς τους απευθύνονται νοερά στους αγαπημένους συντρόφους που έφυγαν από τη ζωή. Και χωρίς να αποφεύγουν το πένθος, γνέφουν καταφατικά προς τη συνέχεια του βίου.
Η Μάστορη αυτό το γνέψιμο δείχνει πως δεν το αντέχει.
Παρόλα αυτά αποφασίζει να το γράψει. Ακολουθεί τη συμβουλή του Μένη Κουμανταρέα –το πένθος τελειώνει ή κοντεύει να τελειώσει όταν αποφασίζεις να γράψεις γι αυτό.
Μακάρι.

 Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/sti-xwra-twn-thaymatwn/



24.10.16

Ιστορίες του Σάββα



Τασούλα Τσιλιμένη
«Οι ιστορίες του Σάββα»
Πώς να επιβιώσετε από τους γονείς όταν πάτε σχολείο
Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου
Εκδόσεις Πατάκη



Πολλές οι αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία καθώς η μια γενιά διαδέχεται την άλλη.
Πάντοτε κάτι παρόμοιο συνέβαινε, αλλά ασφαλώς μήτε με την ίδια ταχύτητα μήτε όμως και με τις ίδιες ποιοτικές διαφορές που στις μέρες μας αυτές οι αλλαγές συντελούνται.
Ο νέος αιώνας –ανεπαισθήτως ίσως;- έχει μεταλλάξει τις προσωπικές σχέσεις και σίγουρα έχει διαφοροποιήσει και τις οικογενειακές.
Διαφορετικά πλέον τα πρότυπα του συζύγου, διαφορετικά και εκείνα της συντρόφου. Διαφοροποιήθηκε η εικόνα του πατέρα, άλλαξε και της μητέρας.
Και η θέση του παιδιού ολοένα και περισσότερο αποκτά μεγαλύτερο βάρος όχι βέβαια ως προς το μερίδιο αγάπης και τις έγνοιες της φροντίδας του, αλλά ως προς το ύφος που οι γονείς εκφράζουν την γονική τους μέριμνα.
Καθώς η καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής έχει θεμελιακά αλλάξει, οι νέοι γονείς αισθάνονται μια ενοχή ως προς το πόσο πολύ χρόνο αφιερώνουν στα τέκνα τους.
Και οι ενοχές αυτές εκφράζονται με μια υπερπροστατευτικότητα και ένα άγχος ως προς το αν το παιδί τους θα είναι ικανό να αντιμετωπίσει με τις δικές του δυνάμεις την σταδιακή του ένταξη μέσα στην κοινωνική ομάδα.
Καίρια στιγμή μιας τέτοιας ένταξης οι μέρες όπου το μικρό αγόρι ή το μικρό κορίτσι θα πάει για πρώτη φορά στο σχολείο.
Μια τέτοια μέρα ήταν πάντα μέρα οικογενειακής χαράς και έτσι εξακολουθεί να είναι. Μόνο που πλέον και πολύ συχνά και για πολλές –κυρίως με ένα παιδί- οικογένειες μαζί με τη χαρά βιώνεται και ένα άγχος.
Είναι το παιδί μου ικανό να αντιμετωπίσει μόνο του τον έξω κόσμο;
Είμαστε έτοιμοι προτού αυτό παραπατήσει, εμείς να το στηρίξουμε;
Μέσα σε μια τέτοια αγχωτική διάθεση οι γονείς συμπεριφέρονται με τρόπους που τις περισσότερες φορές είναι σαφώς λιγότερο ώριμοι από τις αντιδράσεις των ίδιων των μοναχοπαιδιών τη πρώτη μέρα τους στο σχολείο.
Η Τασούλα Τσιλιμένη –με τη γνώση της Πανεπιστημιακής  Καθηγήτριας Παιδικής Λογοτεχνίας από τη μια και με την ευρηματικότητα της συγγραφέα κειμένων για μικρούς αναγνώστες από την άλλη- ζωντάνεψε όλα όσα πιο πάνω σημειώσαμε καθώς περιγράφει τις πρώτες σχολικές μέρες του μικρού Σάββα και των γονιών του.
Τις περιγράφει με χιούμορ και ευρηματικές επιλογές καθημερινών στιγμιότυπων.
Η αγωνία για το πρώτο κουδούνι, η τάση του γονιού να βοηθά ανεξέλεγκτα το χαϊδεμένο του παιδί, όπως και η προθυμία  να του καλύψει τις όποιες ανάγκες προτού καν αυτές παρουσιαστούνε, μετατρέπονται σε σπαρταριστές σκηνές καθημερινού βίου ενώ παράλληλα διατηρούν και την διάθεσή τους να σατιρίσουν όπως όμως και να συμπονέσουν.
Τελικά στις τρεις ιστορίες του μικρού Σάββα πρωταγωνιστούν οι γονείς του.  Κι έτσι με πολύ κέφι θα το απολαύσουν και οι ενήλικες. Με άλλα λόγια ένα χαριτωμένο , απόλυτα σύγχρονο βιβλίο για παιδιά που με ιδιαίτερη χαρά κάποιοι  μεγάλοι –γονείς, παππούδες και γιαγιάδες, δάσκαλοι- θα βρούνε στιγμές των δικών τους μικροαγωνιών.
Η κεφάτη και ολοζώντανη διάθεση που σου δημιουργεί η έκδοση, πολλά οφείλει στην εικονογράφηση της Τέτης Σώλου –από τις πλέον ικανές εικονογράφους μας στο να περιγράφουν με χιούμορ καθημερινές στιγμές καθημερινών ανθρώπων.



Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/kritikes/paidika/5886-istories-tou-savva

20.10.16

"Τα άλογα των συγγραφέων"

Ελένη Λαδιά
«Τα άλογα των συγγραφέων»
Μικρά δοκίμια
Βιβλιοπωλείο της Εστίας

       

Νομίζω πως με ασφάλεια μπορώ να ισχυριστώ πως το λογοτεχνικό παρόν της κάθε εποχής  καθορίζεται από τέσσερεις άξονες –συγγραφέα, εκδότη, βιβλιοπώλη, αναγνώστη.
Αναντίρρητα η πιο πάνω σειρά καταγραφής καθρεφτίζει την πορεία από τη δημιουργία της σύνθεσης στην άλλη δημιουργική έκφραση –αυτή της ανάγνωσης.
Αλλά η χαρτογράφηση της βαρύτητας ενός λογοτεχνικού παρόντος μπορεί να έχει –και συνήθως έχει- μια άλλη σειρά. Και μάλιστα αυτήν της εντελώς αντίστροφης πορείας. Από τον αναγνώστη στον συγγραφέα.
Είμαστε στην καρδιά μιας περιόδου όπου το κεντρικό στοιχείο που καθορίζει επιλογές και καθοδηγεί πράξεις είναι αυτό της κατανάλωσης.
Δεν αγνοώ, βέβαια, πως και οι καταναλωτικές τάσεις σχεδιάζονται σε χώρους που δεν υπεισέρχονται οι απόψεις των απλών καταναλωτών, αλλά εν τέλει αυτό που δίνει το ύφος και το ήθος κάθε χώρου αγοράς (και ασφαλώς και της αγοράς του βιβλίου) είναι οι συνειδητές ή μη επιλογές του μέσου ανθρώπου –στην περίπτωση της λογοτεχνίας, του μέσου αναγνώστη.
Ο καταναλωτής με τις επιλογές του επιβάλει και τους κανόνες της αγοράς.
Ο αναγνώστης με τις δικές του προτιμήσεις καθορίζει το τι κατά κύριο λόγο θα βρίσκει στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, αλλά και τις εκδοτικές αποφάσεις επηρεάζει  και εν τέλει –και ως ένα βαθμό- και τις συγγραφικές εμπνεύσεις ποδηγετεί.
Σε μια παγκοσμιοποιημένη και απολύτως ελεγχόμενη αγορά, οι συγγραφείς των ευπώλητων λογοτεχνικών κειμένων δεν έχουν βρεθεί τυχαία, αλλά αντίθετα έχουν αναζητηθεί, έχουν κατασκευαστεί και με τρόπους συγκεκριμένους έχουν προβληθεί.
Και ας το θεωρήσουμε δεδομένο πως πολλοί έχουν γίνει οι συγγραφείς εκείνοι που γράφουν αποκλεισμένοι μέσα στο γραφείο τους έχοντας ως όνειρο καθοδήγησης πωλήσεις που θα τους αποφέρουν συγγραφικά δικαιώματα που θα περιγράφονται με πενταψήφιους αριθμούς.
Ανεπαισθήτως και με την υποστήριξη της κατάργησης της ενιαίας τιμής του βιβλίου, οι νέες συνθήκες έχουν εδραιωθεί και έχουν πλέον διαμορφώσει το παρόν των λογοτεχνικών βιβλίων που γράφονται και διαβάζονται.
Ολοσχερώς;  Όχι – και ευτυχώς!- ασφαλώς.
Και συγγραφείς και εκδότες και βιβλιοπώλες και αναγνώστες αντιστέκονται.
Μα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα υπάρχει και κάθε λίγο και λιγάκι δημοσιεύονται οι κατάλογοι με τα ευπώλυτα και συζητιούνται ηχηρές μεταγραφές συγγραφέων.
Αλλά… Αλλά υπάρχουν –το τονίσαμε και λίγο πιο πριν- και όσοι αντιστέκονται. Και μάλιστα κάποιοι από αυτούς με τρόπους απόλυτους.
Μια τέτοια συγγραφέας είναι και η Ελένη Λαδιά. Από το 1973 έως και σήμερα υπηρετεί με συνέπεια το συγγραφικό της όραμα.  Δεν ακούει σειρήνες της αγοράς, αλλά έχει ανακαλύψει τις δικές της μικρές πηγές όπου πίνει και ξαποσταίνει από το βάρος της ζωής.
Πεζογράφος, βραβευμένη με σημαντικά βραβεία, αλλά πάντα στραμμένη προς τον αναγνώστη εκείνο που δεν αναζητά την εύκολη συγκίνηση, αλλά αντίθετα τη μέθεξη που έρχεται από την γεύση του μείγματος λογοτεχνίας και φιλοσοφίας.
Το τελευταίο της πάντως βιβλίο δεν είναι μήτε μυθιστόρημα, μήτε και συλλογή διηγημάτων. Ως Μικρά Δοκίμια χαρακτηρίζει η ίδια  τα κείμενα που αποτελούν την καλαίσθητη  έκδοση  με τίτλο «Τα άλογα των συγγραφέων».
Κι έτσι είναι. Μικρές δοκιμιακές καταγραφές που όμως σπαράζουν από το ανθρώπινο πάθος και εκπέμπουν ένα αξιοσέβαστο ήθος.
Δημοσιευμένα στην πλειοψηφία τους στο ηλεκτρονικό περιοδικό ‘Διάστιχο’, αγγίζουν άλλοτε θέματα που έχουν να κάνουν με τη συγγραφική έμπνευση, άλλοτε με ζητήματα που αφορούν αναγνωστικές κρίσεις, άλλοτε αναζητούν τη σχέση παλαιών εποχών και παμπάλαιων μύθων με το σήμερα και τη σημερινή σκέψη.
Τις σκέψεις της Λαδιά τις οδηγούν τα Έπη του Ομήρου, οι αρχαίοι φιλόσοφοι και τραγικοί, μα και ο Νίτσε όπως και ο Ντοστογιέφσκι.
Αλλά την ίδια στιγμή αναζητά τη συντροφιά σύγχρονων της ελλήνων δημιουργών και άλλοτε με αγάπη δηλώνει την ταύτιση ιδεών κι άλλοτε –μα πάντα με αγάπη- την αντίθεσή της.
Η Ελένη Λαδιά ίσως είναι μια μοναδική περίπτωση της σύγχρονης πεζογραφίας μας. Η λογοτεχνία της γίνεται φιλοσοφία, ενώ παραμένει και ένας ολότελα υποκειμενικός σπαραγμός.
Μπορεί να υπάρχουν θέσεις της που κάποιος να μη συμφωνεί μαζί τους. Μπορεί όμως και να προτείνει απόψεις που ξαφνικά αυτός ο ίδιος κάποιος να ανακαλύπτει πως ναι έτσι είναι και τι κρίμα που ο ίδιος δεν το είχε πιο πριν σκεφτεί.
Αλλά πάντα η γραφή αποδέχεται τη συνομιλία συγγραφέα με αναγνώστη. Δεν επιβάλει εξουσία. Μα και δεν υποκύπτει.
Όπως και να το κάνουμε, η Λάδια αμφισβητεί τους νόμους της κατανάλωσης που σκιάζουν την βιβλιοπαραγωγή.
Και βέβαια την ίδια αμφισβήτηση δηλώνει και η απόφαση των Εκδόσεων του Βιβλιοπωλείου της Εστίας να δώσουν στην κυκλοφορία ένα τέτοιο έργο.
Θέλω να συγχαρώ συγγραφέα και εκδότρια. Και βέβαια –πρέπει να είμαι ειλικρινής- με την ευκαιρία μιας τέτοιας έκδοσης, να συγχαρώ και να δηλώσω την υποστήριξή μου και σε άλλους  συγγραφείς και εκδότες που ο καθένας τους με τον δικό του τρόπο και την δική του αντοχή υποστηρίζουν την ποιότητα της αναγνωστικής εμπειρίας. ‘Όπως θα έλεγε και η ίδια η Λαδιά –διακοσμούν την καθημερινότητά μας.

Πρώτη δημοσίευση: http://fractalart.gr/ta-aloga-twn-syggrafewn/