«Αμαρτωλή πόλη» διαβάζουμε και οι συνειρμοί μπορεί να είναι πολύ: Αμαρτίες ανθρώπων, σκάνδαλα, εγκλήματα, αίμα, φόβος.
Η εικόνα του εξωφύλλου από την άλλη παρατηρώντας την σε οδηγεί στα προηγούμενα μαζί με την ανάγκη να σταθείς στο γυναικείο πρόσωπο.
Εξώφυλλο μαύρο με κόκκινο και ελαφρά κόκκινο ανοιχτό, ένα όμορφο γυναικείο-νεανικό, περιποιημένο πρόσωπο που αφήνει τα δάκρυά του. Κόκκινα μαλλιά. Στα περιποιημένα δάχτυλα της κρατά ένα κινητό. Άραγε τι να διαβάζει στην οθόνη του κινητού της!
Μήνυμα απόρριψης.
Μήνυμα επιβεβαίωσης.
Μήνυμα νοσταλγικό.
Μήνυμα που εκείνη θα ήθελε να στείλει, αλλά δεν τολμά!
ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ακίνητα αυτοκίνητα.
Στα καλώδια του ηλεκτρικού-λίγο πιο πριν-κάποια πουλιά.
Τρομάξανε… Πετάξανε. Τα καλώδια τώρα γυμνά.
Κάποιο τροχαίο, κορναρίσματα, φρεναρίσματα και ξαφνικά μποτιλιάρισμα και στις τέσσερις λωρίδες.
Στην αριστερή το μαύρο Citroen– εκεί μέσα με τη βία την είχαν στριμώξει. Τη Στεφανία.
Στο μαύρο Citroen , τώρα. Με τα μαύρα, τα φιμέ τζάμια. Δεν τη βλέπει κανείς τη Στεφανία. Μόνο εκείνη μπορεί να δει.
Βλέπει. Από πίσω ένα κίτρινο βαν, μπροστά μια κόκκινη BMW και στο πίσω κάθισμα ένα κορίτσι…
Έτσι ξεκινά το βιβλίο και θεωρώ πως όταν διαβάσεις όλο το βιβλίο, καταλαβαίνεις ότι αυτό το πρώτο κεφάλαιο, σου τα έχει πει όλα μέσα σε μια σκηνή γρήγορη, πυκνή, σκληρή ή αν θέλετε νιώθεις πως φωτίζει σχεδόν όλα όσα γράφονται στις 384 σελίδες του.
Αφήνοντας το εξώφυλλο περνώ σε αυτό που θεωρώ πως υποστηρίζει όλη την ιστορία και αυτό που πιστεύω πως θέλει να θέσει ο συγγραφέας ως προβληματισμό.
Την αμαρτωλή πόλη.
Γκρίζα, υγρή πόλη, με τις ρημαγμένες, άδειες από ζωή γειτονιές. Με καταστήματα κλειδωμένα και αραχνιασμένα, με δρόμους επαναλαμβάνω υγρούς βρώμικους και σκοτεινούς.
Αμαρτωλή είναι η πόλη και μέσα σε αυτήν κινούνται άνθρωποι, οι άνθρωποι που έπλασε ο συγγραφέας με πρώτη την έφηβη, Στεφανία.
Όμως αυτό το «που», δηλ. ο τόπος επιλογής, σίγουρα ήταν που παίδεψε, απασχόλησε τον Μάνο Κοντολέων και συνειδητά θέλησε να βάλει μέσα σε αυτήν την θλιβερή, μπουκωμένη, παρακμιακή πόλη, εν βρασμώ πόλη, την έφηβη ηρωίδα του για να την δει να ωριμάζει, αφού πρώτα ζήσει σκληρές στιγμές.
…Μα η Στεφανία φτάνει στο πεζοδρόμιο και ακολουθεί την πρώτη κάθετο που βρίσκεται μπροστά της.
Τρέχει η Στεφανία…Τρέχει.
Άγνωστη η γειτονιά που έχει βρεθεί.
Γκρίζα. Υγρή.
Λίγα μαγαζιά… όπως τα περισσότερα στην πόλη, κλειστά. Σκουπίδια μαζεμένα έξω από τις εισόδους τους και ξεθωριασμένα από τις βροχές ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και ΠΩΛΕΙΤΑΙ…σελ.15
Η πόλη είναι η αμαρτωλή και όχι οι άνθρωποι της, και όχι ο Τονίνο ή ο Θεοφάνης ή η Χρύσα ή…
Η Αμαρτωλή πόλη δεν είναι μόνο το χρώμα της που επιμένει να μας δείχνει ο συγγραφέας αυτό το γκρίζο, το θολό, το φοβικό. Είναι και όσα συμβαίνουν μέσα της. Είναι όσα υπάρχουν και άλλοτε μιλούν δυνατά, και σε στιγμές πρέπει να σταματήσεις για να ακούσεις τους ψιθύρους και να καταλάβεις, και είναι αυτά που συνειδητά επιλέγει να φωτίσει και αυτό το κάνει γιατί θέλει, τον ενδιαφέρει να πάρει ιδεολογική θέση.
Η φτώχεια, βλέπε την κουλουριασμένη γριά στο δρόμο …«Πέφτει πάνω στην γριά που κουλουριασμένη σε μια γωνιά ζητιανεύει.
Το πρόσωπο της μιας δίπλα στο πρόσωπο της άλλης.
Θολοί οι βολβοί στα μάτια της γυναίκας, θολό το βλέμμα και μια οσμή πολυκαιρισμένου ιδρώτα.
Η Στεφανία ανατριχιάζει.
«Τύφλα…» λέει η γριά… σελ. 16
Ή το παιδί στο πάνω πάνω σκαλί,
… Η Στεφανία ανασηκώνεται.
Τρέχει.
Να, τώρα, η είσοδος μιας στάσης του μετρό.
Ποια στάση;
Στάση;… Διέξοδος!…
Στο πάνω πάνω σκαλί ένα αγόρι ξαπλωμένο.
Η Στεφανία περνά ξυστά από δίπλα-όχι, δε σκοντάφτει πάνω του…» σελ.17».
Η παρακμή, καταστήματα που γράφουν ενοικιάζεται -πωλείται.
Η επιμονή στον καταναλωτισμό με αφίσες απαστράπτουσες μέσα στο μετρό Dior και από δίπλα οι παραστάσεις της Κάρμεν, μια αγκομαχούσα Τέχνη προσπαθεί στην κατρακύλα παράλληλα σε αυτήν την Αμαρτωλή πόλη που έχει μαζέψει τόσο θυμό, τόσο φόβο, τόσο λιγοστό οξυγόνο ενώ ο αγώνας στο δρόμο έχει πάρει φωτιά .
Ή τα γκράφιτι μέσα στην αμαρτωλή πόλη, που αναφέρει στη σελ. 16:..Σε μάντρες γκράφιτι που σου αγριεύουν την ψυχή…
Αλλά και γκράφιτι που υπάρχουν μέσα σε όλο το βιβλίο και είναι αυτά που επιλέγει και όχι τυχαία να περάσει μέσα από την ιστορία του.
Είσαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται…. Ξυπνήστε αυτούς που κοιμούνται όχι αυτούς που ονειρεύονται… σελ. 58
Δίπλα σε αυτά και οι στίχοι τραγουδιών με ιδεολογικό περιεχόμενο.
Καθαρή λοιπόν ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα μιας και τίποτε δε θα αλλάξει αν δεν υπάρξει αγώνας από τους νέους.
Το αστικό τοπίο λοιπόν είναι αυτό που θα ωριμάσει την Στεφανία, τον Τονίνο, τους δυο έφηβους από διαφορετικές αφετηρίες, όπως και θα διώξει σε άλλη χώρα τον Κωνσταντή, τον καλοβαλμένο έφηβο, αυτόν που αληθινά αγαπά την ηρωίδα.
Το αστικό τοπίο, πάλι αυτό της αμαρτωλής πόλης, είναι που με την παρακμή του έχει ρουφήξει ζωές και ενηλίκων όπως αυτής του Κλεάνθη, πατέρα της Στεφανίας, αλλά και της μάνας της Σόνιας, και πολλών άλλων που την κατοικούν και κινούνται μέσα στην ιστορία.
Το αστικό τοπίο θέλει να ρουφήξει το αίμα των νέων και η ενηλικίωση τους μέσα της ,με το λιγοστό οξυγόνο που μοιάζει να έχει απομείνει, μόνο μέθη γεννά και παράλληλα ήττα.
Όμως ο συγγραφέας φροντίζει , ή καλύτερα οι νέοι ήρωές του, και κυρίως η κεντρική ηρωίδα, η Στεφανία τολμά/τολμούν, και μέσα από την σκληρή ζωή αντιστέκονται, άλλοτε βουτώντας στην αμαρτία και άλλοτε κοιτώντας εμπρός με επιτυχία.
Έτσι όπως και στο πρώτο κεφάλαιο η Στεφανία θα πάρει την πέτρα, της αμαρτωλή πόλης, και θα λιθοβολήσει, θα ουρλιάξει, θα διαμαρτυρηθεί, θα αντιδράσει για το άδικο, έτσι και στο τέλος του βιβλίου θα δείξει το δρόμο της όχι μόνο σε αυτήν που επιτέλους ενηλικιώνεται, αλλά και στον πατέρα της που έχει χάσει το δρόμο και το νόημα της ζωής.
Και μόνο σαν βγουν ενωμένοι από αυτήν την Αμαρτωλή, αρρωστημένη πόλη και συνεχίσουν να αγωνίζονται τότε και μόνο τότε θα νικήσουν ότι τους πλήγωσε, τους φόβισε, τους τσάκισε.
Γιατί χέρι χέρι θα προχωρήσουν και μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα.
…Φοβάται και θέλει να φωνάξει.
Να στριγκλίσει.
Μια ομάδα νέων αντρών και γυναικών λες και την καταπίνει.
Ουρλιάζουν, φωνάζουν…Βρίζουν.
Κοντοστέκεται η Στεφανία… Η Στεφανία σκύβει… Ή μήπως κάποιος της τα έδωσες Τώρα , πάντως, κρατά κι αυτή ένα κομμάτι σπασμένης τσιμεντόπλακας…
Η Στεφανία πετά κι αυτή τη δική της πέτρα. Βρίζει, φτύνει, ουρλιάζει…
σελ.20
Και στο τέλος του βιβλίου.
Η Στεφανία κρατά μέσα στις φούχτες της τα δάχτυλά του πατέρα της.
«Λοιπόν… Δε θα το πιστέψεις, αλλά το Pavillon de Gateaux άνοιξε και πάλι… Σε περιμένει και πάλι.
Κι εκείνος απότομα, σπαρακτικά, απελπισμένα την τραβά κοντά του.
Την κλείνει μέσα στα μπράτσα του.
Μέσα στα κόκκινα μαλλιά της κόρης του, πνίγεται ο λυγμός του.
Το δικό της χαμόγελο ξεφεύγει από τον γιακά του πουκαμίσου του και τρέχει να καλωσορίσει τον Αποσπερίτη.
Σούρουπο. Μιας νέας άνοιξης είναι…Σελ:384.
Αμαρτωλή είναι η πόλη, αλλά οι άνθρωποί της μπορούν να ιαθούν αν οι νέοι αντιδράσουν και οι ενήλικες αφυπνιστούν, το ιδεολογικό στίγμα του βιβλίου.
Το βιβλίο Αμαρτωλή πόλη ιδεολογικό, τολμηρό, σκληρό όσο και η ζωή, ελπιδοφόρο και κυρίως η Αμαρτωλή πόλη του Μάνο Κοντολέων, ανοίγει μια νέα σελίδα και θέτει το νέο –επιπλέον σε αυτό που λέγεται λογοτεχνία ενηλικίωσης.
*Από την παρουσίαση του βιβλίου στην ΔΕΒΘ, Κυριακή 14/5/2017 με ομιλητές τους Ανδρέα Καρακίτσιο-Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο και Έλενα Αρτζανίδου
Πρώτη ανάρτηση: http://www.thinkfree.gr/amartoli-poli-patakis-kontoleon-arjanidou/
No comments:
Post a Comment