18.12.16

Ο Θωμάς Κοροβίνης για την "Αμαρτωλή Πόλη"


"Οι αμαρτίες των ανθρώπων πάντα παρόμοιες, ίδιες".
Οι πόλεις οι αμαρτωλές είναι που κάθε φορά αλλάζουν".

Ο Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας με πολλά εύσημα στο ενεργητικό του, και μια σειρά πεζογραφημάτων κάθε κατηγορίας, που απευθύνονται σε όλη την ηλικιακή και ασχολούνται με όλη την ψυχολογική γκάμα του ανθρώπου, ελληνοκεντρικός αλλά με ισχυρές αφομοιωμένες επιδράσεις και από το ύφος σύγχρονων ξένων συγγραφέων, -με σύντροφο την επίσης ταλαντούχα πεζογράφο και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων, ανήκει στους δημιουργούς, τους οιονεί ταγμένους στην σαγηνευτική και αγωνιώδη περιπέτεια της γραφής.
Στο μυθιστόρημα "Αμαρτωλή πόλη" πρωταγωνιστούν τέσσερα πρόσωπα που εκπροσωπούν την δοκιμασία της μετάβασης από την ηλικία της νεανικής αθωότητας στην ωριμότητα. Τέσσερις ζωές που αγωνίζονται με φρόνημα περήφανο και έντονη διάθεση αυτοπροσδιορισμού να επιβιώσουν τον καιρό της καταβύθισης της χώρας στο κενό.
"Οι κούκλες καθισμένες ζευγαρωτά
κρατώντας χαλασμένα ζαχαρωτά
μέσα σε ροζ και χρυσαφένια αμπαλάζ
Σαμποτάζ! Θα τους κάνουμε......σα...."
Ο έρωτας με τις παραμέτρους του, μόνιμο μοτίβο ενασχόλησης του συγγραφέα. Ο βιασμός των νεανικών ονείρων σ' ένα κυκεώνα ανασφάλειας και έλλειψης προοπτικών. Οι αμαρτίες των ηρώων του, αποκύημα μιας καθολικής αμαρτίας, μιας καταστροφής στην οποία προηγουμένως έχει βουλιάξει όλη η χώρα.
Ο Κοντολέων επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι είναι βαθιά κοινωνικός συγγραφέας με το σπάνιο προσόν να μπορεί "γλυκομίλητα" να αναφέρεται σε ναυάγια της ζωής και να αναλύει άγριες και αδιέξοδες καταστάσεις.

https://www.facebook.com/thomas.korovinis.5?fref=nf&pnref=story

16.12.16

Ανδρέας Καραγιάν «Άκρατος γέλωτας»



Ανδρέας Καραγιάν
«Άκρατος γέλωτας»
Βιβλιοπωλείον της Εστίας


  
Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση σύγχρονου συγγραφέα του ελλαδικού χώρου, είναι ο κύπριος Ανδρέας Καραγιάν.
Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο για την απόκτηση ειδικότητας.  Ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του ’60  και  το όλο κλίμα εκείνης της εποχής, τον βοηθά να πάρει την απόφαση να στραφεί προς ότι πιο γνήσιο διέθετε η προσωπικότητά του. Κι έτσι σπουδάζει πρώτα ζωγραφική και μετά χαρακτική τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στη Γερμανία.
Θα είναι το 1978 που θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί  «Ώρα» στην Αθήνα.
Από εκεί και πέρα αναγνωρίζεται  και εκτιμάται η παρουσία του στο χώρο της ζωγραφικής, ενώ ο ίδιος παράλληλα θα ασχοληθεί και με τη κριτική θεάτρου και κινηματογράφου.
Το 2007 προσκαλείται στην Αλεξάνδρεια από την εκεί Βιβλιοθήκη και δημιουργεί μια σειρά έργων εμπνευσμένων από την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της πόλης αυτής. 
Το 2008 κυκλοφορεί και το πρώτο του βιβλίο και έτσι φωτίζει και μια άλλη πτυχή των δυνατοτήτων της καλλιτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας –αυτήν του συγγραφέα.
Το βιβλίο «Άκρατος γέλωτας»  είναι το τέταρτο πεζογράφημά του.
Δύο από τα προηγούμενα βιβλία του τιμηθήκανε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος της Κύπρου.
Και τα τέσσερα αυτά βιβλία αποτελούν μια τετραλογία  μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας.
Ο Ανδρέας Καραγιάν ανακαλεί πρόσωπα του παρελθόντος του, ιδέες που τον απασχολήσανε, έρωτες που ενεργοποιήσανε τις δημιουργίες του, ταξίδια που του πλάτυναν τις εμπειρίες.
Και μέσα από μια χαλαρή δομικά αφηγηματική σύνθεση, καταφέρνει να σχηματίσει μια ‘μυθιστορηματική’ περσόνα η οποία υποστηρίζει μια χαμένη αισθητική και μια συνειδητοποιημένη επιλογή.
Η αισθητική έχει να κάνει με το ότι χαρήκαμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η επιλογή αφορά το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζει με τον δικό του προσωπικό τρόπο τα πάθη των ερώτων του.
Οι δυο αυτοί άξονες που διαπερνούν την πεζογραφική σύνθεση του βιβλίου  σαφέστατα παραπέμπουν  σε μια μετα - καβαφική  στάση ζωής.
Ο Καραγιάν είναι ηδονιστής και εστέτ. Είναι ταγμένος στον Έρωτα και στην Τέχνη.
Γι αυτό και ζωγραφίζει. Γι αυτό και γράφει.  Και δεν διστάζει να προκαλεί –ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει πως «Η αλήθεια είναι πάντα μια πρόκληση άρα, αν τα βιβλία είναι προκλητικά σημαίνει ότι είναι αληθινά».
Οι μνήμες είναι άλλοτε ‘μικρές’  (π.χ. η Διάπλασις των Παίδων του ’50), άλλοτε πάλι πλέον ‘σημαντικές’ (π.χ. οι συζητήσεις με το ζεύγος Μιλλιέξ).
Οι περιγραφές των τόπων –Βερολίνο, Αθήνα, Κύπρος, Αλεξάνδρειας κ.α.- φωτίζουν όσους κυκλοφορούν στους δρόμους τους, αλλά και φανερώνουν τις ιδιόμορφες γοητείες τους.
Οι διακειμενικές αναφορές με συνέπεια επιλεγμένες – Προυστ και Καβάφης.
Και εν τέλει οι ίδιοι οι ήρωες –κάποτε όντα με σάρκα και οστά, τώρα αναπνέουν με τη βοήθεια τυπωμένων λέξεων. «... Λάμπουν για λίγο καθώς  αναδιπλώνεται στο χαρτί η ιστορία τους , απλώνουν τα φτερά τους, μας  χαμογελούν , ζητούν την κατανόησή μας*  κάποτε και τη συγνώμη μας* ή μας δίνουν τη δική τους συγχώρηση. Ύστερα πάλι χάνονται στη λήθη και στη σιωπή.»  σελ. 155
Μια, λοιπόν, κατάθεση τρόπου σκέψης και τρόπου πράξης, ολοκληρώνει αυτό το βιβλίο.
Η Αννίτα Παναρέτου σημειώνει στο οπισθόφυλλο «’Ο Άκρατος γέλωτας’ συνοψίζει την πορεία του Ανδρέα Καραγιάν: το χαμόγελο, τον λυγμό και τον κλαυσίγελω ολόκληρης της ζωής του. Και ταυτόχρονα υποδηλώνει πως η ποιότητα της ωρίμανσης είναι ανάλογη με τη διάρκειά της».
Θα συμφωνήσω μαζί της.  Το πλέον ενδιαφέρον ταξίδι είναι η ίδια η ζωή του  κάθε ανθρώπου που ταξιδεύει –όμως- συνειδητοποιημένα.
Σε εποχές όπου η μαζικότητα επιβάλει τις απόψεις της, η τόλμη να προβάλεις  τον υποκειμενικό τρόπο σκέψης και πράξης, φανερώνει ωριμότητα και προσφέρει ελπίδα.



12.12.16

‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη στο diastixo.gr


Μάνος Κοντολέων, ‘Αμαρτωλή πόλη’ -κριτική της Μάριον Χωρεάνθη

Η Στεφανία είναι ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι μεγαλωμένο μέσα σε μια οικογένεια τυπική των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης, που με την πρώτη ματιά θα τη χαρακτήριζε κανείς σχεδόν ιδανική. Πατέρας καλλιεργημένος και με καλλιτεχνικές καταβολές, μητέρα αριστοκρατική και φινετσάτη (αν και όχι χωρίς επιτήδευση), μικρός, ζηλιάρης πλην χαριτωμένος, αδελφός. Κι ένα καλόγουστο σπίτι με όλες τις ανέσεις και κάποιες επιπλέον πολυτέλειες χάρη στα έσοδα από μια επιτυχημένη ιδιωτική επιχείρηση. Σε μια ηλικία όπου ‘το μέλλον’  φαντάζει ακόμα πολύ μακρινό, η Στεφανία αναγκάζεται να προσγειωθεί απότομα και οδυνηρά σε μια σκληρή, στερημένη καθημερινότητα, για την οποία τίποτα στην ως τότε ζωή της δεν την είχε προετοιμάσει...
Η Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων αυτοπροσδιορίζεται ως ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’ (bildungsroman), απευθυνόμενο τόσο σε παιδιά που βγαίνουν από την εφηβεία και νεαρούς ενήλικες, όσο και στους μεγάλους. Ο προκλητικός για τη σκέψη τίτλος παίζει ευφυώς με τις λέξεις, φέρνοντας εσκεμμένα ή συμπτωματικά στο νου τη σειρά νεο-νουάρ κόμικ και ταινιών με παρόμοιο τίτλο (Sin City) του Αμερικανού Frank Miller – συνειρμός τον οποίο, άλλωστε, υποβάλλει και η αισθητική της φιλοτεχνημένης από τον Φώτη Πεχλιβανίδη εικόνας του εξωφύλλου.
Συνεκδοχή της ευρύτερης έλλογης κοινωνίας, η πόλη αποτελεί ένα ιδιόμορφο οικοσύστημα όπου οι φυσικοί νόμοι έχουν παρερμηνευθεί από εμάς τους ανθρώπους και προσαρμοστεί με ‘προκρούστειο’ τρόπο στη δική μας (χρωματισμένη από συναισθηματισμό, ίδιον συμφέρον και μεγάλη ιδέα για το είδος μας) αντίληψη της φύσης. Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα, που όσο μικροσκοπικά και αν είναι ή όσο αδύναμα και αν φαίνονται, διαθέτουν «όπλα» και μηχανισμούς ώστε να ξεγελούν τους κινδύνους του περιβάλλοντός τους, ο άνθρωπος έχει μείνει κυριολεκτικά γυμνός, ανυπεράσπιστος απέναντι στους ομοίους του. Ο μόνος τρόπος να αμυνθεί είναι να παραστήσει τον κυρίαρχο με ό,τι μέσα διαθέτει, να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους πως έχει την κατάσταση στα χέρια του.
Σ’ έναν τέτοιο στρεβλό μικρόκοσμο δίχως σαφείς γεωγραφικές συντεταγμένες, μια ανώνυμη πόλη στο έλεος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, όπου η αποσύνθεση του κοινωνικού υποστρώματος δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρυφτεί, η οικογένεια της Στεφανίας είναι από κείνες που τους λαχαίνει να ‘λουστούν’ ανηλεώς τις παρενέργειες. Ανήμποροι να αντιμετωπίσουν με σύμπνοια τις δυσκολίες, οι γονείς της χωρίζουν. Ο πατέρας της αφήνεται να βουλιάξει στην κατάθλιψη, το σπίτι τους αδειάζει από φως και ζωή για να γεμίσει μούχλα και σκόνη. Προτού καλά καλά προλάβει να γνωρίσει τον εαυτό της, ούτε πια παιδί αλλά ούτε ακόμα γυναίκα, η Στεφανία υποχρεώνεται να σηκώσει φορτίο για ώμους πολύ πιο ‘ψημένους’  απ’ τους δικούς της, ενώ τα στερνά απομεινάρια του παιδικού της εγω(κεντρ)ισμού ξεθυμαίνουν μπροστά στη συνειδητοποίηση της γενικευμένης δυστυχίας. Ώσπου άξαφνα, στον αδιέξοδο βάλτο της απελπισίας και της μιζέριας, κάνει τη θεαματική του εμφάνιση ο Τονίνο.
Αν και η προφανής ηρωίδα του βιβλίου είναι η Στεφανία –η οποία βέβαια λειτουργεί ως κεντρικός άξονας και διαρκές, άμεσο και έμμεσο σημείο αναφοράς– η Αμαρτωλή Πόλη είναι στην ουσία ένα σπονδυλωτό αφήγημα μοιρασμένο ακριβοδίκαια στις ζωές των προσώπων του, ακολουθώντας την πορεία της καθεμιάς στις τεθλασμένες της παλινδρομήσεις μέσα στο χρόνο. Όπως η Στεφανία, έτσι και ο Τονίνο βρέθηκε «από τα ψηλά στα χαμηλά», να αντιστέκεται στην ταπείνωση της ανέχειας. Γιος έκπτωτης καλλιτέχνιδας του πενταγράμμου, «διαφορετικός» με τον τρόπο εκείνο που εξακολουθεί να σκανδαλίζει τις καθωσπρέπει κοινωνίες, έχει βαλθεί να πολεμήσει την κακοδαιμονία μαζί με τους δυο μόνιμους «συμμάχους» του: το σαμποτάζ και το καμουφλάζ. Καμουφλάρεται για να σαμποτάρει και σαμποτάρει για να καμουφλαριστεί, ποθώντας να ‘πριονίσει’ από μέσα τα ήδη σκεβρά θεμέλια ενός αποτυχημένου συστήματος. Όχι ότι αποσιωπά την ιδιαιτερότητά του, κάθε άλλο μάλιστα –εξάλλου, η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να κάνεις κάτι αόρατο είναι να το δείχνεις τόσο επίμονα και απροκάλυπτα ώστε να πάψει να τραβά την προσοχή–, αλλά την επιβάλλει «αναίμακτα», καλυπτόμενος πίσω απ’ το προσωπείο του αιώνιου παιδιού, χρησιμοποιώντας αντί για το κανονικό του όνομα ένα αστείο υποκοριστικό που τον βοηθά να υποδύεται πειστικά τον ακίνδυνο «γελωτοποιό της παρέας». Άλλο αν στο τέλος, απ’ την πολλή σιγουριά για το «καμουφλάζ» του, αντί να υπονομεύσει προς δικό του όφελος τη στημένη και βρόμικη παρτίδα, θα πιαστεί και ο ίδιος στα γρανάζια της, παίρνοντας σχεδόν άθελά του και τη Στεφανία στο λαιμό του. Και θα κοντέψουν κι οι δυο να πληρώσουν την αστοχασιά αυτή με τη ζωή τους.
Δεν συμβαίνουν τυχαία ή επιπόλαια όλα αυτά: δεν πρόκειται για απλά τεχνάσματα πλοκής που υπηρετούν νοηματικά και δομικά τη μυθιστορηματική νομοτέλεια. Η Αμαρτωλή Πόλη είναι ένα σύμπαν λαβυρινθωδώς πολυεπίπεδο, όπου πέρα απ’ την ιστορία που εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο (δυο ‘παιδιά της κρίσης’ από διαλυμένες οικογένειες παίρνουν τον κακό δρόμο, παρασυρμένα σε λάθος επιλογές από την αγωνία τους για το αύριο) ο συγγραφέας ξεδιπλώνει έναν συναρπαστικό χάρτη ‘κρυμμένου θησαυρού’, κατάστικτο από κλεισίματα του ματιού προς τον διαβασμένο και παρατηρητικό αναγνώστη – με πρώτο και κύριο το θέμα των Επτά Θανάσιμων Αμαρτημάτων (κατά τα Magna Moralia του Πάπα Γρηγορίου του Α'), που, ξεκινώντας απ’ τον τίτλο, διατρέχει άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υπογείως τις σκέψεις και τις πράξεις του κάθε προσώπου: ‘Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας’.
Άκρως ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι παραπομπές σε ταινίες όπως Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο του Δαλιανίδη, Μάμα Ρόμα του Παζολίνι ή Ο Ρόκο και τα αδέλφια του τού Βισκόντι (ή ίσως ακόμα Η γέφυρα της αμαρτίας του Λιρόι και Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω του Χότζες) και φυσικά, το σημειολογικό παιχνίδι των ονομάτων: ο πατέρας και ο πρώτος έρωτας της Στεφανίας έχουν κι οι δυο ονόματα που αρχίζουν από ‘Κ’ και σκιαγραφούν τους αντίστοιχους, αντίθετους χαρακτήρες τους (Κλεάνθης και Κωνσταντής – φιλόδοξος και ευάλωτος συναισθηματικά ο πρώτος, σταθερός και ακέραιος ο δεύτερος), ενώ τα ονόματα του ‘καλλιτεχνικού πράκτορα’ Θεοφάνη και της Ρωσίδας ‘μαντάμ’  κυρίας Βέρα φέρουν ειρωνικά θετικές αλληλουχίες – για να παραθέσουμε λίγα μονάχα παραδείγματα.
Τολμηρά έως σπαρακτικά ειλικρινής, «σπασμένη» σε φράσεις που κυλούν με αβίαστα μελωδική ποιητικότητα, η αφήγηση ακολουθεί το λεγόμενο ‘ρεύμα συνείδησης’ (stream of consciousness), θυμίζοντας πότε παραληρηματικό μονόλογο και πότε σκόρπιους και ανάκατους στίχους τραγουδιών – σαν να αφουγκραζόμαστε αδιάκοπα, σε πραγματικό χρόνο, τα όσα βιώνουν, στοχάζονται και αναπολούν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα: φόβους, ελπίδες, εμμονές, νεογέννητα ή τσακισμένα όνειρα, μυρωδιές, υφές, χρώματα, παλιές και καινούργιες πληγές. Σπαρακτική τόλμη και ειλικρίνεια, ωστόσο, δεν σημαίνει αθεράπευτος μηδενισμός: πάντα ύστερα απ’ την μπόρα βγαίνει ο ήλιος, η ομορφιά εξορκίζει την ασχήμια, η καλοσύνη και η αλληλοκατανόηση σβήνουν τη μαυρίλα της οδύνης και εξαγνίζουν τα στοιχειωμένα απ’ την έσχατη ‘αμαρτία’ –τον εξευτελισμό της απόγνωσης– σπίτια, σώματα και ψυχές.
Το τέλος είναι μια άλλη αρχή. ‘Σούρουπο. Μιας νέας άνοιξης είναι...’.

Πρώτη ανάρτηση: www.diastixo.gr  -http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn

25.11.16

www.diastixo.gr - Συνέντευξη στην Χαριτίνη Μαλισσόβα

Το νέο του βιβλίο με τίτλο Αμαρτωλή Πόλη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τον Μάνο Κοντολέων. Ο αγαπημένος συγγραφέας παιδιών, εφήβων κι ενηλίκων μιλά στο diastixo.gr για την επίπονη αλλά και γοητευτική διαδικασία της συνύπαρξής του με τους ήρωες των ιστοριών του, ενώ εξηγεί τι σημαίνει ο όρος «cross over»μυθιστόρημα και πόσο διαφοροποιήθηκαν οι ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Η Αμαρτωλή Πόλη είναι το νέο μυθιστόρημά σας, το οποίο εντάσσεται στη σειρά «cross over». Θέλετε να μας εξηγήσετε;
Με τον όρο «cross over» χαρακτηρίζουμε εκείνο το μυθιστόρημα που κατά κάποιον τρόπο «διαπερνά» τις ηλικίες των αναγνωστών προς τους οποίους απευθύνεται. Δηλαδή αναπτύσσει το θέμα του με τέτοιο τρόπο ώστε να ενδιαφέρει και να αφορά αναγνώστες από δεκαπέντε περίπου χρονών έως ακόμα και εβδομήντα πέντε. Στην ουσία, πρόκειται για μυθιστορήματα που μπορεί να χαρακτηριστούν και με τον πλέον κλασικό όρο «μυθιστορήματα εφηβείας» και που έχουν να κάνουν με την καταγραφή της πορείας ενός ατόμου καθώς αναζητά την ταυτότητά του μέσα σε έναν συνεχώς και επώδυνα μεταβαλλόμενο κόσμο. Για να γίνω πλέον σαφής, αναφέρω παραδείγματα από την κλασική λογοτεχνία – Ντέμιαν του Έσσε, Ψάθινα καπέλα της Λυμπεράκη, Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη κ.ά.
Οι ήρωες του βιβλίου σας βιώνουν καταστάσεις που δεν μπορούν να χειριστούν, ψυχολογικά κυρίως. Δείχνουν αδύναμοι, αναποφάσιστοι και επιρρεπείς στην «αμαρτία». Είναι οι συνθήκες που τους αναγκάζουν ή μήπως κάποιοι έχουν ροπή προς την αυτοκαταστροφή;
Γράφοντας την Αμαρτωλή Πόλη θέλησα «εν βρασμώ» να καταγράψω αυτό που όλοι μας –έτσι εγώ πιστεύω– λίγο ή πολύ ζούμε αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πέρα από τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, εκείνο που έχει άγρια χτυπηθεί έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς έχουν κατακρεουργηθεί οι αξίες που πάνω τους στηρίξαμε την καθημερινότητά μας. Οι άνθρωποι είμαστε φοβισμένοι και, όπως κάθε πλάσμα που φοβάται, αντιδρούμε άναρχα, βίαια... Εν τέλει αμαρτωλά.
Οι έφηβοι τείνουν στην κατάθλιψη και στις αυτοκαταστροφικές συνήθειες. Πόσο σημαντική είναι η θωράκισή τους από το οικογενειακό περιβάλλον;
Σημαντικότατη ήταν και παραμένει αυτή η μορφή θωράκισης. Αλλά για να θωρακίσει ο γονιός το παιδί του, θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι θωρακισμένος. Όταν βλέπει όμως τη ζωή του να καταστρέφεται, τότε ποια θωράκιση μπορεί να προσφέρει στον άλλον;
Σε ποιον ήρωα της Αμαρτωλής Πόλης έχετε περισσότερη αδυναμία;
Ασφαλώς η βάση του έργου μου υπήρξε η δεκαοχτάχρονη Στεφανία. Μια κοπέλα που βλέπει όλα όσα τη στηρίζανε να χάνονται, να γκρεμίζονται. Και την ώρα που θα έπρεπε να καλωσορίζει το μέλλον της, αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Μα αμέσως μετά, δίπλα της ήρθε να σταθεί ο Κλεάνθης, ο σαρανταπεντάχρονος πατέρας της, που κι αυτός ζει το δικό του δράμα – ένας άντρας που διαψεύδεται ως επαγγελματίας, ως οικογενειάρχης, ως πολίτης. Μαζί με αυτούς και ο Τονίνο. Ο νεαρός που, πίσω από τη διάθεσή του για σαμποτάζ, κρύβει την ανάγκη του να καταφύγει σε διάφορα καμουφλάζ. Όχι, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο από τα πρόσωπα του μυθιστορήματός μου. Ο καθένας τους κομμάτι, τελικά, του ίδιου μου του εαυτού είναι. Σάρκα από τη σάρκα μου.
amartolh polh
Στο τέλος του βιβλίου δίνετε την πληροφορία ότι η συγγραφή του διήρκεσε μια διετία. Πόσο επίπονη είναι η συναναστροφή του συγγραφέα με ήρωες που ζουν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από ό,τι ο ίδιος;
Ένα από τα πράγματα που με γοητεύουν στη διαδικασία της συγγραφής είναι ότι ταυτίζομαι με τους ήρωές μου. Ή μήπως είναι οι ήρωες που ταυτίζονται μαζί μου; Όπως και να συμβαίνει, αυτή η διαδικασία, πέρα από τη γοητεία της, διαθέτει και μια μεγάλη δυσκολία. Μια επώδυνη πορεία. Αφήνεις τον εαυτό σου και μπαίνεις μέσα στις ψυχές άλλων ανθρώπων. Και όσο πιο σύνθετες είναι οι καταστάσεις που ζούνε οι ήρωές σου, τόσο και πιο βαθιά πρέπει να χωθείς στο διάδρομο που θα σε οδηγήσει στο δωμάτιο της αυτογνωσίας. Τελικά, μετά από κάθε βιβλίο, έχω ανακαλύψει μία ακόμα κρυφή πτυχή του εαυτού μου. Μια επίπονη ανακάλυψη. Αλλά ιδιαίτερα γοητευτική.
Τι ορίζετε εσείς ως αμαρτία;
Κάθε τι που δεν θα ήθελα οι άλλοι να μου κάνουν, αλλά εγώ έχω το θράσος να το χρησιμοποιήσω εναντίον τους, το θεωρώ πράξη αμαρτωλή. Όμως, στην Αμαρτωλή πόλη μου δεν είναι τα πρόσωπα του έργου που αμαρτάνουν, αλλά η ίδια η Πόλη, η πολιτεία, δηλαδή, που θα έπρεπε να προστατεύσει τους πολίτες της, αλλά δεν το έκανε. Γι’ αυτό και ως αμαρτωλή τη χαρακτηρίζω.
Τα τρία πρόσφατα βιβλία σας αναφέρονται σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες: Δάχτυλα πάνω στο σώμα της (για ενήλικες), ο Μανόλο Μανολίτο (παιδικό) και η Αμαρτωλή πόλη (εφηβικό). Ποιες εσωτερικές σας ανάγκες καλύπτει κάθε βιβλίο;
Σας ευχαριστώ για την ερώτηση αυτή. Τρία διαφορετικά είδη λογοτεχνίας επισημαίνετε, στην ουσία μιλάτε για τρεις διαφορετικές κατηγορίες αναγνωστών. Αλλά ο συγγραφέας και των τριών αυτών βιβλίων είναι ο ίδιος. Και αυτός μέσα και στα τρία έργα του έχει βάλει την ίδια του συγγραφική ταυτότητα. Που δεν είναι άλλη από την ανάγκη να ανακαλύψω (και μαζί με μένα και οι τόσο διαφορετικοί σε κάθε βιβλίο ήρωες) την ταυτότητά μου. Η Λία, ο Μανολίτο, η Στεφανία. Θέλουν να κατανοήσουν τον κόσμο. Τους άλλους. Και παράλληλα ζητούν οι άλλοι να τους αναγνωρίσουν το δικαίωμα να είναι αυτό που οι ίδιοι επιλέγουν. Δικαίωμα σε μια ταυτότητα. Που σημαίνει δικαίωμα στη ζωή.
Από το 1995, που γράψατε το πρώτο cross over μυθιστόρημα, έχουν περάσει 20 χρόνια. Ποιες αναγνωστικές «ανάγκες» των εφήβων διαφοροποιήθηκαν στη διάρκεια αυτών των ετών;
Από την εποχή της Αντιγόνης και της Ιφιγένειας (τις θεωρώ τις πρώτες έφηβες ηρωίδες μιας παγκόσμιας και διαχρονικής λογοτεχνίας) μέχρι σήμερα οι ουσιαστικές ανάγκες των εφήβων παραμένουν οι ίδιες. Ζητούν να τους αναγνωρισθεί το δικαίωμα να ζήσουν μια ζωή φτιαγμένη από αυτούς τους ίδιους. Και ζητούν ακόμα από τον κόσμο των ενηλίκων να σταθεί αρωγός στην προσπάθειά τους αυτή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην επαναστατική ματιά μιας εφηβείας και στη συντήρηση ενός κοινωνικού status υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Τι είναι η συγγραφή βιβλίων για εσάς;
Α, για μένα γράφω σημαίνει ζω και ζω σημαίνει γράφω.



Πρώτη δημοσίευση: http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/6055-manos-kontolewn

19.11.16

«Αμαρτωλή Πόλη» Ένα Cross Over μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Μάνος Κοντολέων
«Αμαρτωλή Πόλη»
Εκδόσεις Πατάκη

Ένα Cross Over μυθιστόρημα ενηλικίωσης
Της Βασιλικής Ρεσβάνη - εκπαιδευτικού


 «Αμαρτωλή πόλη» ο τίτλος του νέου βιβλίου του Μάνου Κοντολεών, ένα βιβλίο χωρίς διαχωρισμό στην ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνεται διότι ενέχει έναν βαθμιαίο φόβο και μια μελλοντική επανάσταση.
Μια πόλη μεταλλάχθηκε, αλλοίωσε τους ρυθμούς ζωής και τον τρόπο που ενεργούν οι κάτοικοί της. Μια πόλη βρίσκεται σε παρακμή.
Πώς δύο νέοι άνθρωποι, λίγο πριν ανοίξουν τα φτερά τους, πριν ενηλικιωθούν καλούνται να κάνουν συμβιβασμούς; Πώς ο έφηβος μπορεί να αλλάξει όλα όσα ξέρει και να μην θέλει να επαναστατήσει; Θα το καταφέρουν σε μια πόλη που όλα «διατίθενται»; Μια πόλη διαθέσιμων επιλογών προσωπικής κατάρρευσης όπου όλα ενοικιάζονται, πωλούνται. Κτίρια, μαγαζιά, άνθρωποι, αξίες.
Ο Τονίνο και η Στεφανία συντροφεύουν την Ρεγγίνα και τον Άλεξ (δυο άλλους ήρωες του Μ. Κ.) την ταυτότητα των οποίων σφραγίζει ένας πόλεμος που δεν επέλεξαν να ζήσουν, στο «Δε με λένε Ρεγγίνα Άλεξ με λένε».
Στην περιπλάνησή της η Στεφανία συναντιέται με την Αγγέλα (κεντρική ηρωίδα στο «Ανίσχυρος άγγελος») η οποία καλείται να καταλάβει να αποδεχτεί και αυτή το αδιανόητο της αλλαγής της οικογένειάς της με την εγκληματική πράξη του πατέρα της.
Ο Κλεάνθης και η Σόνια –το ζευγάρι γονιών στην «Αμαρτωλή Πόλη»- συναντιούνται με τον Δομήνικο και την Άννα (ένα άλλο ζευγάρι γονιών από το μυθιστόρημα «Το 33») αλλά αυτοί θα ακολουθήσουν ένα δρόμο που θα είναι το κλειδί το οποίο και ξεκλειδώνει την ιστορία. Πολλές εικόνες περνούν μπροστά μας παρουσιάζοντας την προγενέστερη ουτοπία μιας ευμάριας πλασματικής που το ζεύγος έζησε αλλά... όλα αυτά αλλάζουν όταν πέφτουν οι μάσκες λόγω της οικονομικής κρίσης.
Η Στεφανία αγαπά τον πατέρα της, το στήριγμά της, τον Κλεάνθη αλλά έρχεται πρόωρα η ανάγκη να τον στηρίξει η ίδια. Ο ίδιος πολύ ευαίσθητος προσπαθώντας να καλύψει τις υπερβολικές «ανάγκες» της συμβίας του της Σόνιας, δεν μπορεί να καταλάβει πότε χάθηκε αυτό που ένιωθε για αυτή, όλα όσα ένιωθε για αυτήν και για τη ζωή.
Η Στεφανία ενηλικιώνεται πολύ πριν η ώρα έρθει λόγω των συνθηκών που η πόλη επιβάλει. Επαναστατεί επιφανειακά κρατώντας μια άρνηση (πρώτο στάδιο του αδιεξόδου της) χωρίς να προχωρά πολύ στην αποδοχή και την αναζήτηση ευθυνών. Εξελίσσονται παράλληλα τόσα πράγματα στη ζωή της που την συμπαρασύρουν.
Και ο Τονίνο, ο Σαμποτέρ κάνει πολλά από αγάπη για τη μητέρα του την Χρύσα ένα  τηλεοπτικό αστέρι λίγων μηνών. Τα τραγούδια της γνωστά σε λίγους.
Και τα δύο παιδιά, τα παρακολουθεί ο αναγνώστης να ενηλικιώνονται και τελικά να οδηγούνται στην «εξιλέωση» με το ηχηρό «Μίλα του» που θα πει ο Τονίνο σαν ένας άλλος Μήτιας από το «Μια ιστορία του Φιοντόρ» προκειμένου να δώσει μια λύση στους ήρωες. Το να μιλήσει είναι αδιέξοδο αλλά και αναγκαίο να γίνει. Οι ήρωες επιστρέφουν στο κτήμα, στο όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για να εξαγνιστούν, βρίσκονται σαν σε αρχαία τραγωδία ο Κλεάνθης και η Στεφανία.
«Αμαρτωλή πόλη» Ένα μυθιστόρημα επώδυνης επιβεβλημένης ενηλικίωσης δύο νέων ανθρώπων σε μια πόλη αμαρτωλή.
Τέσσερις ήρωες κοιτούν το συγγραφέα (αν και χαμένοι σε ποικίλα συναισθήματα), κατάματα και του σφίγγουν το χέρι για το ό,τι τους άφησε να πουν αυθόρμητα τι νιώθουν, να ξεστομίσουν λέξεις ξεκάθαρα στιγματίζοντας την πόλη που τους έχει παγιδέψει, διαψέυσει.
Ο αναγνώστης συγκλονίζεται, συμπάσχει, αγωνιά, θυμώνει για την καθημερινότητα και για τις διαδρομές που κάνει η Στεφανία και ο Τονίνο σε μια πόλη που συνθλίβει ανθρώπους στη δημιουργική ηλικία των 40- 50 χρόνων,  ενώ οδηγεί σε ζωές χωρίς όνειρα τα νέα παιδιά.
Ο αναγνώστης συγκινείται και θυμώνει, λυτρώνεται.  Μια διαδρομή του αναγνώστη που στο τέλος καθαίρεται με το ελπιδοφόρο λιτό ενδεχόμενο άλλης τύχης για τον Κλεάνθη και τη Στεφανία. Πρέπει να γυρίζει πίσω, στον ίδιο χώρο, εκεί από όπου ξεκίνησε. Η επιστροφή στο παρελθόν, στην ταυτότητά του, θα τον βοηθήσει να βρει την νέα προσδιορισμένη από τις συνθήκες του σήμερα, ταυτότητά του.
Μια εξομολόγηση, ένας προβληματισμός για το σήμερα, για την κρίση. Τι άλλο θα περίμενε κανείς από έναν συγγραφέα  που οι ήρωές του ζουν και συμπορεύονται με τους σημερινούς αναγνώστες του;

Πρώτη δημοσίευση: http://www.iporta.gr/politismos/vivlio

18.11.16

Για την Αμαρτωλή Πόλη... σκέψεις της Ελένης Πριοβόλου

Πικρό βιβλίο. 
Ως θέμα είναι τραγικά επίκαιρο και συγκλονίζει.
Αναπαριστά με ρεαλισμό την εποχή της κρίσης με τη μορφή σήψης. Από τους πόρους της κοινωνίας αναδύεται η μυρουδιά μούχλας και η αποφορά της θλίψης. Αποδομούνται εντελώς οι "έτοιμες" από καιρό, για αποδόμηση σχέσεις. Όλα διαδραματίζονται σε μια πόλη ανίκανη να προστατέψει τα όνειρα των νέων ανθρώπων που τα παραλαμβάνει η φθορά ως μονόδρομος επιβίωσης. Η ζωή κυκλοφορεί σε ένα θανατηφόρο παρόν και το μέλλον είναι ανυπόστατο. Το καρκίνωμα ξεκινάει από την πρωτεύουσα "τα ζωτικά όργανα του κοινωνικού οργανισμού" και διακλαδίζεται παντού. Η Στεφανία μου θύμιζε μια κοκκινοσκουφίτσα σε τσιμεντένιο δάσος που την γραπώνει ο λύκος στα δόντια του. Η ανάσα κόβεται κατά την αναγνωστική πορεία για να έρθει η λύτρωση στις τελευταίες αράδες όπου θα γεννηθεί εν νέου η αισιόδοξη προοπτική.

10.11.16

Συνέντευξη στο Press Publica

-Από την ουτοπία της ευτυχίας που ζήσαμε στην ανασφάλεια της εποχής που ζούμε. Αυτό περιγράφει η «Αμαρτωλή Πόλη»;

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι αυτός ο κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος. Μόνο που αυτό το οποίο ζούμε στην εποχή μας –τουλάχιστον αυτό το οποίο ζούνε οι ήρωές μου- είναι και κάτι παραπάνω. Κάτι που έχει να κάνει με την απώλεια της ίδιας τους της ταυτότητας ή με άλλα λόγια την απώλεια της αυτοεκτίμησης. Γιατί πιστεύω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αυτόν τον καιρό βιώνουμε είναι ακριβώς αυτό –έχουμε χάσει τις αξίες που ο καθένας μας πάνω τους είχε στηρίξει τη ζωή του.

-Μια τετραετία  στον φόβο και τον τρόμο της πολυεπίπεδης κρίσης;

Ναι, σωστά χαρακτηρίζετε την κρίση πολυεπίπεδη. Είναι κρίση οικονομική, είναι κρίση κοινωνική, είναι κρίση ατομική. Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει, εμείς οι απλοί άνθρωποι, να σκεφτούμε πως ναι μεν πρέπει  να ζητήσουμε να λυθούν τα οικονομικά και κοιωνικά ζητήματα, αλλά δίπλα σε αυτά να αντιμετωπίσουμε και τα  προσωπικά. Και ίσως αν βρούμε ισορροπία με τον εαυτό μας να καταφέρουμε να επηρεάσουμε και τα κέντρα λήψης αποφάσεων.

-Οι πρωταγωνιστές του έργου, διαφορετικοί ηλικιακά,  οδηγούν τους εαυτούς τους σε ακραίες καταστάσεις;

Ναι σε ακραίες. Και είναι λογικό. Όταν  ένα πλάσμα φοβάται και δεν κατανοεί τους λόγους που τον έχουν οδηγήσει στην περιοχή του τρόμου, όταν κινδυνεύει η ατομική του επιβίωση, είναι λογικό να αντιδρά με βίαιο τρόπο, συχνά αυτοκαταστροφικό και εν τέλει ακραίο.
Αλλά –θέλω αυτό να το τονίσω- ο χαρακτηρισμός ‘αμαρτωλή’ δεν αφορά κάποια πράξη  ήρωά μου, αλλά την ίδια την Πόλη. Εδώ χρησιμοποιώ τον όρο ‘πόλη’ με τη σημασία του Κράτους, της Πολιτείας. Που αν και θα όφειλε να προστατεύει τους πολίτες της, τους αφήνει χωρίς καμιά βοήθεια. Γι αυτό και είναι αμαρτωλή.

-Απευθύνεστε σε εφήβους και ενήλικες; Γιατί αυτή η τακτική;

Μα δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά αφού αποφάσισα να ασχοληθώ με την κρίση για την οποία μιλάμε. Μια κρίση που τελικά χτυπά όλους τους πολίτες. Ενήλικες, εφήβους και παιδιά. Άρα θέλησα και το μυθιστόρημά μου και να το στηρίξω σε εκπροσώπους δύο διαφορετικών γενεών, αλλά και να αναζητήσω τρόπους  σε διαφορετικές ηλικίες αναγνωστών συγχρόνως να απευθύνεται.

-Το crossover το ξεκινήσατε το 1996, με επιφυλακτικούς βιβλιοπώλες. Μια εικοσαετία μετά φαίνεται ότι πείστηκαν;

Ελπίζω. Σίγουρα υπάρχει μια ωριμότητα στη συμπεριφορά και των αναγνωστών και των βιβλιοπωλών. Αλλά είναι νωρίς ακόμα για να έχουμε απτά αποτελέσματα. Δεδομένο πάντως είναι πως ολοένα και κάποιοι ουσιαστικοί τίτλοι αυτού του είδους του μυθιστορήματος κυκλοφορούν από διάφορους εκδότες και που έχουν γραφτεί κυρίως από ξένους συγγραφείς, αλλά και κάποιους ακόμα έλληνες.

-Εκτός από το συναίσθημα αφήνει και στη σκέψη τραύματα η βαρβαρότητα της εποχής μας;

Μα τα πιο βαθιά τραύματα είναι αυτά της ψυχής. Αυτά που αλλοιώνουν τα συναισθήματα. Και που μπορεί κανείς να τα διακρίνει ακόμα και σε καθημερινές, απλές στιγμές  Στον τρόπο οδήγησης, στον τρόπο χαιρετισμού, στο παιχνίδι των παιδιών, στις φιλίες των ενηλίκων.

-Η κρίση θα αφήσει τραύματα ή θα μας βοηθήσει να υπερβούμε την οδύνη και την καταστροφή;

Δεν είμαι μελλοντολόγος. Και τι θα πει ‘θα μας αφήσει τραύματα’; Σε ποιους; Στους ηλικιωμένους, στους μεσήλικες, στους νέους, στα παιδιά;… Ζούμε ένα άγριο σήμερα. Ζούμε τον βιασμό κάθε αξίας και την καταπάτηση κάθε ιδεολογίας που πάνω τους στηρίχτηκε ο Δυτικός Πολιτισμός μας. Πώς μπορώ να πω εγώ ποια θα είναι η επόμενη μέρα; Δεν την ξέρω… Ίσως και δε θα τη μάθω ποτέ… Δε θα προλάβω.


-«Και οι ποιητές, τι να σου κάνουν σε τόσο μικρόψυχους καιρούς» αναρωτιόταν ο Χέλντερλιν. Οι συγγραφείς τι λένε;

Και οι συγγραφείς άνθρωποι είναι. Εγώ να ρωτήσω τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Οι γιατροί, οι καθηγητές, οι μηχανικοί, οι έμποροι, οι υπάλληλοι; Όλοι μας είμαστε μέλη μιας ενότητας. Της κοινωνίας. Τι κάνει –ρωτώ εγώ- η κοινωνία;


-Τελικά για ποια Ελλάδα θρηνούμε σήμερα;

Προσωπικά δε θρηνώ την Ελλάδα.  Θρηνώ τους πολίτες του κόσμου μου…


-Στις επώδυνες πορείες αυτογνωσίας, σαν αυτή που περιγράφετε στο βιβλίο σας, τι ρόλο παίζει το κείμενο και η ανάγνωση;

Ανάλογα το τι γενικότερο ρόλο παίζουν στη ζωή ενός ανθρώπου. Στη δική μου περίπτωση –μόνο για μένα μπορώ να μιλήσω- παίζουν ρόλο καθοριστικό. Ζω για μένα σημαίνει γράφω και διαβάζω. Και πάλι για μένα , γράφω και διαβάζω σημαίνουν ζω.


Ευχαριστώ   

Γιώργος Κιούσης